ΜΕΡΟΣ IV ΠΑΡΟΧΑΙ ΛΟΓΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ
Είδη και ύψος παροχών

43.-(1) Αι δυνάμει του παρόντος Μέρους παροχαί είναι αι ακόλουθοι:

(α) επίδομα σωματικής βλάβης˙

(β) παροχαί λόγω αναπηρίας˙

(γ) παροχαί λόγω θανάτου.

(2) Αι παροχαί λόγω αναπηρίας περιλαμβάνουν σύνταξιν αναπηρίας και βοήθημα αναπηρίας, αι δε παροχαί λόγω θανάτου σύνταξιν χήρας ή χήρου, επίδομα ορφανίας και σύνταξιν γονέως.

(3)(α) Το εβδομαδιαίον ύψος της βασικής και συμπληρωματικής παροχής του επιδόματος σωματικής βλάβης εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος Ι του Πέμπτου Πίνακος˙

(β) το εβδομαδιαίον ύψος της βασικής και συμπληρωματικής παροχής των παροχών λόγω θανάτου και της συντάξεως αναπηρίας εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις τα Μέρη ΙΙ και IV, αντιστοίχως, του Πέμπτου Πίνακος˙

(γ) το ποσόν του βοηθήματος αναπηρίας εμφαίνεται εις το Μέρος ΙΙΙ του Πέμπτου Πίνακος.

(4) Διά τον υπολογισμόν του ύψους του επιδόματος σωματικής βλάβης και της συντάξεως αναπηρίας λαμβάνονται υπ’ όψιν πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί αι οποίαι υπολογίζονται διά σκοπούς επιδόματος ασθενείας.

Έννοια επαγγελματικού ατυχήματος

44.-(1) Διά τους σκοπούς του παρόντος Μέρους επαγγελματικόν ατύχημα σημαίνει ατύχημα προκληθέν ως εκ της απασχολήσεως και εν τη απασχολήσει μισθωτού.

(2) Ατύχημα τι επισυμβάν εν τη απασχολήσει μισθωτού τινος λογίζεται, ελλείψει αποδείξεως περί το εναντίον, επαγγελματικόν ατύχημα.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), ατύχημα τι λογίζεται επαγγελματικόν ατύχημα ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τούτο επισυνέβη καθ’ ον χρόνον ο μισθωτός ενήργει κατά παράβασιν οιασδήποτε διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή οδηγιών δοθεισών υπό του εργοδότου του ή εκ μέρους αυτού, αφορωσών εις την απασχόλησιν του μισθωτού.

(4) Ατύχημα τι, επισυμβάν εν Κύπρω καθ’ ον χρόνον μισθωτός μεταβαίνει εις τον τόπον της εργασίας αυτού ή επιστρέφει εκ τούτου, λογίζεται επαγγελματικόν ατύχημα ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο μισθωτός ουδεμίαν υποχρέωσιν υπέχει έναντι του εργοδότου αυτού, όπως χρησιμοποιή ειδικήν τινα διαδρομήν ή μέσον:

Νοείται ότι ατύχημα ούτως επισυμβάν, δεν λογίζεται επαγγελματικόν ατύχημα, εάν ο μισθωτός εγκατέλειψε τον τόπον εργασίας αυτού κατά την διάρκειαν του ωραρίου εργασίας διά σκοπόν άσχετον προς την απασχόλησιν αυτού.

(5) Ατύχημα τι επισυμβάν εις μισθωτόν εν τω τόπω ή περί τον τόπον την απασχολήσεως αυτού, εις ον εκάστοτε απασχολείται διά τους σκοπούς της εργασίας ή επιχειρήσεως του εργοδότου, λογίζεται επαγγελματικόν ατύχημα εφ’ όσον συμβαίνει καθ’ ον χρόνον ο μισθωτός ούτος λαμβάνει μέτρα προς αντιμετώπισιν πραγματικής ή νομιζομένης εκτάκτου καταστάσεως εν τω ή περί τω τοιούτω τόπω απασχολήσεως, προς διάσωσιν, παροχήν αρωγής ή προστασίας εις πρόσωπα, άτινα υπέστησαν ή πιστεύεται ότι υπέστησαν ή ότι πιθανόν να υποστώσι, σωματικήν βλάβην ή άτινα ευρίσκονται ή πιθανόν να ευρεθώσιν εν κινδύνω ή προς αποτροπήν ή περιορισμόν σοβαράς ζημίας εις περιουσίαν.

(6) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 55, ατύχημα επισυμβάν ως εκ της απασχολήσεως και εν τη απασχολήσει μισθωτού εκτός της Κύπρου δεν λογίζεται επαγγελματικόν ατύχημα.

Επίδομα σωματικής βλάβης

45.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, οσάκις μισθωτός υφίσταται σωματικήν βλάβην συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος, ούτος δικαιούται εις επίδομα σωματικής βλάβης δι’ εκάστην ημέραν, καθ’ ην συνεπεία της σχετικής σωματικής βλάβης ην υπέστη είναι ανίκανος προς εργασίαν και διά χρονικόν διάστημα δώδεκα μηνών αφ’ ης επισυνέβη το σχετικόν ατύχημα:

Νοείται ότι δεν καταβάλλεται επίδομα σωματικής βλάβης αναφορικώς προς τας τρεις πρώτας ημέρας οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως.

(2) Μισθωτός τις δεν δικαιούται εις επίδομα σωματικής βλάβης δι’ οιονδήποτε χρονικόν διάστημα καθ’ ο λαμβάνει πλήρεις αποδοχάς παρά του εργοδότου αυτού, εν η δε περιπτώσει ο εργοδότης καταβάλλει προς αυτόν μέρος μόνον των αποδοχών, το επίδομα σωματικής βλάβης μειούται κατά το ποσόν κατά το οποίον το άθροισμα του επιδόματος και του καταβαλλομένου μέρους αποδοχών υπερβαίνει τας πλήρεις αποδοχάς του μισθωτού.

(3) Εάν ο μισθωτός κατέστη ανίκανος προς εργασίαν καθ’ οιονδήποτε χρόνον της ημέρας του ατυχήματος, η τοιαύτη ημέρα λογίζεται ως ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν.

Παροχαί λόγω αναπηρίας

46.-(1) Οσάκις μισθωτός υφίσταται σωματικήν βλάβην, συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος, δικαιούται εις παροχάς λόγω αναπηρίας, εάν συνεπεία της σχετικής σωματικής βλάβης ην υπέστη, την τετάρτην ημέραν αφ’ ης επισυνέβη το σχετικόν ατύχημα ή καθ’ οιανδήποτε μεταγενεστέραν ημέραν, πάσχη εξ απωλείας φυσικής ή πνευματικής τινος ικανότητος και την ημέραν ταύτην δεν δικαιούται εις επίδομα σωματικής βλάβης εξαιρουμένης ημέρας εφ’ ης εφαρμόζεται η επιφύλαξις του εδαφίου (1) του άρθρου 45:

Νοείται ότι διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου λογίζεται ότι δεν επήλθεν απώλεια ικανότητος τινος καθ’ οιονδήποτε χρόνον οσάκις η έκτασις της προκυψάσης αναπηρίας, υπολογιζομένη συμφώνως ταις εν τοις εφεξής διατάξεσι του παρόντος άρθρου, ανέρχεται εις ποσοστόν κατώτερον των δέκα επί τοις εκατόν.

(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η έκτασις της αναπηρίας υπολογίζεται εάν επί της αναπηρίας, ην υπέστη ο αιτών συνεπεία της σχετικής απωλείας ικανότητος, εφαρμοσθώσιν αι ακόλουθοι γενικαί αρχαί:

(α) τηρουμένων των εν τοις εφεξής διατάξεων του παρόντος εδαφίου, λαμβάνονται υπ’ όψιν μόνον αι αναπηρίαι (επαγόμεναι απώλειαν της προς το κερδαίνειν ικανότητος ή προσθέτους δαπάνας, ή μη) τας οποίας ο αιτών λαμβανομένων υπ’ όψιν της φυσικής και πνευματικής αυτού καταστάσεως την ημέραν του υπολογισμού, παρουσιάζει κατά την περίοδον ήτις λαμβάνεται ως βάσις του υπολογισμού εν συγκρίσει προς πρόσωπον της αυτής ηλικίας και φύλου, ούτινος η φυσική και πνευματική κατάστασις είναι κανονική˙

(β) τηρουμένων των διατάξεων του αμέσως επομένου εδαφίου, πάσα τοιαύτη αναπηρία θεωρείται το αποτέλεσμα της σχετικής απωλείας ικανότητος, εξαιρουμένων των περιπτώσεων καθ’ ας ο αιτών-

(i) εν πάση περιπτώσει θα υφίστατο τοιαύτην αναπηρίαν συνεπεία εκ γενετής τινος ανωμαλίας ή συνεπεία σωματικής βλάβης ην υπέστη ή νόσου υφ’ ης προσεβλήθη προ του σχετικού ατυχήματος˙ ή

(ii) δεν θα υφίστατο τοιαύτην αναπηρίαν εάν μετά το ατύχημα δεν υφίστατο σωματικήν βλάβην ή δεν προσεβάλλετο υπό νόσου ουχί αποδοτέας εις το τοιούτον ατύχημα˙

(γ) ο υπολογισμός διενεργείται άνευ οιασδήποτε αναφοράς εις ετέραν ειδικήν κατάστασιν του αιτούντος, πλην της ηλικίας, του φύλου και της φυσικής και πνευματικής αυτού καταστάσεως˙

(δ) το ποσοστόν αναπηρίας διά τας εν τω Έκτω Πίνακι, εκτιθεμένας απωλείας ικανότητος είναι το έναντι εκάστης τούτων αναγραφόμενον ποσοστόν επί τοις εκατόν, αι δε λοιπαί αναπηρίαι υπολογίζονται αναλόγως˙ και

(ε) κατά τον υπολογισμόν του βαθμού αναπηρίας δέον όπως λαμβάνηται υπ’ όψιν και τυχόν προκληθείσα παραμόρφωσις.

(3) Διά τον υπολογισμόν της εκτάσεως της αναπηρίας του αιτούντος λαμβάνεται υπ’ όψιν χρονικόν διάστημα αρχόμενον ουχί ενωρίτερον της τετάρτης ημέρας αφ’ ης επισυνέβη το σχετικόν ατύχημα καθ’ ην ο αιτών πάσχει, και δύναται να αναμένηται ότι θα εξακολουθήση πάσχων, εκ της σχετικής απωλείας ικανότητος:

Νοείται ότι εάν κατά τον υπολογισμόν του βαθμού αναπηρίας του αιτούντος, η κατάστασις τούτου δεν είναι τοιαύτη, λαμβανομένων υπ’ όψιν των δυνατών να επέλθωσιν εις τοιαύτην κατάστασιν μεταβολών (προβλεπτών ή μη), ώστε να επιτρέπη την διενέργειαν οριστικού υπολογισμού δι’ ολόκληρον το ως είρηται χρονικόν διάστημα-

(α) διενεργείται προσωρινός υπολογισμός με βάσιν έτερον βραχύτερον διάστημα, όπερ κρίνεται εύλογον, λαμβανομένων υπ’ όψιν της καταστάσεως του αιτούντος και της ως εν τοις ανωτέρω δυνατότητος μεταβολής της τοιαύτης καταστάσεως˙ και

(β) ως βάσις του επομένου υπολογισμού λαμβάνεται χρονικόν διάστημα αρχόμενον άμα τη λήξει του συνιστώντος την βάσιν του προσωρινού υπολογισμού διαστήματος.

(4) Ο υπολογισμός εκθέτει τον βαθμόν αναπηρίας εις εκατοστιαίαν αναλογίαν, καθορίζει δε ωσαύτως το συνιστών την βάσιν του υπολογισμού χρονικόν διάστημα και, οσάκις το τοιούτο διάστημα περατούται καθ’ ωρισμένην ημερομηνίαν, εάν ο υπολογισμός είναι προσωρινός ή οριστικός:

Νοείται ότι διά τον συμφώνως τω παρόντι άρθρω καθορισμόν των επί παροχών λόγω αναπηρίας δικαιωμάτων του αιτούντος τα αφορώντα εις την εκατοστιαίαν αναλογίαν και χρονικόν διάστημα αναπηρίας στοιχεία δεν εξειδικεύονται πλέον του δέοντος.

(5) Οσάκις εξευρίσκεται ότι η έκτασις της αναπηρίας διά το συνιστών την βάσιν του υπολογισμού χρονικόν διάστημα, ανέρχεται εις εκατοστιαίαν αναλογίαν κατωτέραν των είκοσι επί τοις εκατόν, η παροχή λόγω αναπηρίας καταβάλλεται υπό μορφήν εφ’ άπαξ βοηθήματος (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “βοήθημα αναπηρίας”), του οποίου το ποσόν καθορίζεται εν τω Μέρει ΙΙΙ του Πέμπτου Πίνακος:

Νοείται ότι το ποσόν του βοηθήματος δι’ οιονδήποτε χρονικόν διάστημα υπολογισμού βραχύτερον των επτά ετών, μειούται κατά τον λόγον του διαστήματος τούτου προς διάστημα επτά ετών.

(6) Οσάκις εξευρίσκεται ότι η έκτασις της αναπηρίας διά το συνιστών την βάσιν του υπολογισμού χρονικόν διάστημα ανέρχεται εις εκατοστιαίαν αναλογίαν είκοσι επί τοις εκατόν ή μείζονα τοιαύτην, η παροχή λόγω αναπηρίας είναι εβδομαδιαία σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις αναπηρίας”), το ύψος της οποίας εξευρίσκεται ως καθορίζεται εν τω Μέρει ΙV του Πέμπτου Πίνακος:

Νοείται ότι οσάκις το χρονικόν τούτο διάστημα λήγη καθ’ ωρισμένην ημερομηνίαν, η σύνταξις παύει διά του θανάτου του δικαιούχου προ της ημερομηνίας ταύτης.

Μερική αναπηρία λογιζομένη ως ολική

47.-(1) Οσάκις δικαιούχος συντάξεως αναπηρίας υπολογισθείσης εις εκατοστιαίαν αναλογίαν κατωτέραν των εκατόν επί τοις εκατόν, εισέρχεται εις νοσοκομείον ή παρόμοιον ίδρυμα διά να υποστή εγκεκριμένη νοσοκομειακήν ή ετέραν νοσηλείαν, καθ’ άπαν το χρονικόν διάστημα της νοσηλείας η τοιαύτη αναλογία λογίζεται ως υπολογισθείσα εις εκατόν επί τοις εκατόν.

(2) Οσάκις δικαιούχος συντάξεως αναπηρίας υπολογισθείσης εις ποσοστόν έλασσον των εκατόν επί τοις εκατόν τη απαιτήσει του Διευθυντού δυνάμει του άρθρου 52 συμμετέχη εις μαθητείαν τακτικής επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής, διά το χρονικόν διάστημα καθ’ ο ούτος υποχρεούται υπό του Διευθυντού όπως συμμετέχη εις τοιαύτην μαθητείαν ή αναπροσαρμογήν, η αναπηρία αυτού λογίζεται ως αναπηρία βαθμού εκατόν επί τοις εκατόν.

(3) Οσάκις δικαιούχος συντάξεως αναπηρίας οφειλομένης εις σωματικήν βλάβην προκληθείσαν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν και υπολογισθείσης εις ποσοστόν έλασσον των εκατόν επί τοις εκατόν είναι ανίκανος και προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν, εν τη εννοία του εδαφίου (5) του άρθρου 38, η αναπηρία του, εάν τούτο είναι ευεργετικώτερον, λογίζεται ως αναπηρία βαθμού ίσου προς το ποσοστόν εις το οποίον θα υπελογίζετο η σύνταξις ανικανότητος εις την περίπτωσιν του, εφ’ όσον η τοιαύτη ανικανότης οφείλεται αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον εις την εν λόγω αναπηρίαν.

Προσαύξησις συντάξεως αναπηρίας λόγω τακτικής μερίμνης

48.-(1) Το εβδομαδιαίον ύψος της συντάξεως αναπηρίας της καταβαλλομένης δι’ αναπηρίαν βαθμού εκατόν επί τοις εκατόν, αυξάνεται κατά £7.18 εβδομαδιαίως, εάν συνεπεία της σχετικής απωλείας ικανότητος ο δικαιούχος έχη ανάγκην τακτικής βοηθείας ή μερίμνης.

(2) Πάσα αύξησις συντάξεως, δυνάμει του παρόντος άρθρου χορηγείται δι’ ο χρονικόν διάστημα ο εξεταστής απαιτήσεων ήθελε καθορίσει κατά τον χρόνον της χορηγήσεως της συντάξεως αναπηρίας, δύναται δε να ανανεούται από καιρού εις καιρόν:

Νοείται ότι δεν καταβάλλεται τοιαύτη αύξησις εφ’ όσον ο δικαιούχος τυγχάνει δωρεάν ιατρικής νοσηλείας εντός νοσοκομείου ή παρομοίου ιδρύματος.

Παροχαί λόγω θανάτου

49.-(1) Οσάκις μισθωτός υφίσταται σωματικήν βλάβην συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος, η δε σχετική σωματική βλάβη επάγεται τον θάνατον αυτού, καταβάλλονται παροχαί λόγω θανάτου εις τους επιζώντας αυτού συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Νοείται ότι θάνατος δικαιούχου συντάξεως αναπηρίας υπολογισθείσης ή λογισθείσης εις βαθμόν αναπηρίας εκατόν επί τοις εκατόν λογίζεται ως οφειλόμενος εις σωματικήν βλάβην συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος.

(2) Η χήρα του θανόντος δικαιούται εις παροχήν λόγω θανάτου, εάν κατά τον χρόνον του θανάτου του συζύγου αυτής αύτη συνέζη μετ’ αυτού ή συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπό του θανόντος.

(3) Η δυνάμει του εδαφίου (2) παροχή λόγω θανάτου είναι:-

(α) σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις χήρας”) αρχομένη από του θανάτου του συζύγου, καταβλητέα εφ’ όρου ζωής ή μέχρι της συνάψεως νέου γάμου˙ και

(β) εφ’ άπαξ ποσόν καταβλητέον άμα τω τερματισμώ της συντάξεως συνεπεία συνάψεως νέου γάμου, ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους της συντάξεως εις ην εδικαιούτο αμέσως προ του νέου γάμου, επί τον αριθμόν 52, εξαιρουμένης, όμως, οιασδήποτε αυξήσεως δι’ εξαρτωμένους.

(4) Ο χήρος θανούσης δικαιούται εις παροχήν λόγω θανάτου εάν κατά τον θάνατον της συζύγου αυτού ούτος-

(α) ήτο μονίμως ανίκανος να συντηρήση εαυτόν˙ και

(β) συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ’ αυτής ή ούτω θα συνετηρείτο εάν δεν επισυνέβαινε το σχετικόν ατύχημα.

(5) Η δυνάμει του εδαφίου (4) παροχή λόγω θανάτου είναι σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις χήρου”) αρχομένη από του θανάτου της συζύγου και καταβλητέα εφ’ όρου ζωής.

(6)(α) Εάν ο θανών καταλείπη ανήλικον τέκνον του οποίου και ο έτερος γονεύς απεβίωσε, χορηγείται επίδομα ορφανίας διά το εν λόγω τέκνον.

(β) Επίδομα ορφανίας χορηγείται και δι’ ανήλικον του οποίου ο εις μόνον γονεύς απεβίωσε λόγω της σχετικής σωματικής βλάβης, εφ’ όσον ο ανήλικος συνετηρείτο εξ ολοκλήρου ή κατά κύριον λόγον υπό του αποβιώσαντος γονέως κατά τον χρόνον του θανάτου του και ο επιζών γονεύς δεν συνέζη μετά του αποβιώσαντος γονέως.

(γ) Όταν ο θάνατος του ησφαλισμένου δεν παρέχη δικαίωμα εις σύνταξιν χήρας ή χήρου ή εις επίδομα ορφανίας δυνάμει της παραγράφου (α) ή της παραγράφου (β), χορηγείται επίδομα ορφανίας δι’ έκαστον ανήλικον τέκνον του αποβιώσαντος ησφαλισμένου αναφορικώς προς το οποίον θα ήτο καταβλητέα αύξησις συντάξεως χήρας ή χήρου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 59.

(δ) Το εν τη παραγράφω (γ) αναφερόμενον επίδομα ορφανίας χορηγείται και εις περίπτωσιν καθ’ ην η σύνταξις χήρας η καταβλητέα αναφορικώς προς τον θάνατον του γονέως ετερματίσθη ή τερματίζεται δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (3).

(ε) Το κατά το παρόν άρθρον επίδομα αναφορικώς προς ανήλικον μη συμπληρώσαντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του ή ανήλικον ο οποίος είναι δι’ οιονδήποτε λόγον ανίκανος να ενεργήση, καταβάλλεται εις το πρόσωπον το έχον την επιμέλειαν του ανηλίκου, εις οιανδήποτε δε ετέραν περίπτωσιν καταβάλλεται εις τον ανήλικον.

(στ) Εις περίπτωσιν κτήσεως ή ανακτήσεως δικαιώματος εις επίδομα ορφανίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου παν ποσόν καταβληθέν εν σχέσει προς τον ανήλικον δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου, λογίζεται ως καταβληθέν δυνάμει των παραγράφων (α) έως (δ), αναλόγως της περιπτώσεως, καθ’ ην έκτασιν η αντίστοιχος περίοδος συμπίπτει μετά της περιόδου καταβολής επιδόματος μετά την εν λόγω κτήσιν ή ανάκτησιν.

(7) Παν πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται επίδομα ορφανίας δυνάμει της παραγράφου (α) ή της παραγράφου (β) του εδαφίου (6), παύον να είναι ανήλικον, άλλως ή λόγω θανάτου, προ της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, δικαιούται εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους του επιδόματος ορφανίας επί τον αριθμόν 52 ή τον αριθμόν των εβδομάδων διά τον οποίον θα κατεβάλλετο επίδομα ορφανίας μέχρι της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, εάν ο τελευταίος αριθμός είναι μικρότερος του αριθμού 52.

(8) Eάν ο θανών δεν καταλείπη σύζυγον ή ανήλικον ο γονεύς του θανόντος δικαιούται παροχής λόγω θανάτου εάν κατά τον χρόνον του θανάτου ούτος συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπό του θανόντος ή ούτω θα συνετηρείτο εάν δεν επισυνέβαινε το ατύχημα.

(9) Η δυνάμει του εδαφίου (8) παροχή λόγω θανάτου είναι σύνταξις (εν τω παρόντι Νόμω καλουμένη “σύνταξις γονέως”) αρχομένη από του θανάτου του ησφαλισμένου και καταβλητέα εφ’ όρου ζωής, ή εις την περίπτωσιν μητρός, μέχρις ου αύτη συνέλθη εις νέον γάμον ή εις γάμον.

(10) Το εβδομαδιαίον ύψος των παροχών λόγω θανάτου εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος ΙΙ του Πέμπτου Πίνακος.

Γνωστοποίησις ατυχημάτων υπό ησφαλισμένων

50.-(1) Πας ησφαλισμένος υφιστάμενος σωματικήν βλάβην εξ επαγγελματικού ατυχήματος αναφορικώς προς ο ο παρών Νόμος προνοεί την καταβολήν παροχών υπέχει υποχρέωσιν όπως το ταχύτερον δυνατόν αφ’ ης επισυνέβη το ατύχημα, γνωστοποιήση τούτο:

Νοείται ότι αντί του υπέχοντος την προς τούτο υποχρέωσιν ησφαλισμένου η τοιαύτη γνωστοποίησις δύναται να γίνη παρ’ ετέρου τινός προσώπου ενεργούντος εκ μέρους ή διά λογαριασμόν αυτού.

(2) Η γνωστοποίησις γίνεται προς τον εργοδότην, ή (εν περιπτώσει πλειόνων εργοδοτών) εις ένα των εργοδοτών, ή εις οιονδήποτε επιστάτην ή έτερον υπάλληλον υπό την εποπτείαν του οποίου ειργάζετο ο ησφαλισμένος καθ’ ον χρόνον επισυνέβη το ατύχημα, ή εις οιονδήποτε πρόσωπον επί τούτω υποδεικνυόμενον υπό του εργοδότου και διαλαμβάνει άπαντα τα προς τούτο αναγκαία στοιχεία.

Ανάρτησις περιλήψεως ωρισμένων διατάξεων εις τόπους εργασίας

51.-(1) Έκαστος διευθυντής εν τη εννοία του εδαφίου (2) τηρεί ανηρτημένην εις περίοπτον μέρος του τόπου απασχολήσεως ή πλησίον αυτού ένθα ευχερώς να δύναται να αναγνωσθή υφ’ απάντων των απασχολουμένων περίληψιν εκάστοτε εκδιδομένην υπό του Διευθυντού και περιλαμβάνουσαν τας υπό του παρόντος Νόμου επιβαλλομένας υποχρεώσεις καθ’ όσον αφορά εις τας γνωστοποιήσεις ατυχημάτων και την υποβολήν αιτήσεων.

(2) Διά τους σκοπούς του εδαφίου (1), ο όρος “διευθυντής” σημαίνει το πρόσωπον, εταιρείαν, οργανισμόν ή συνεταιρισμόν όστις είναι υπεύθυνος δι’ οιονδήποτε μεταλλείον, λατομείον, εργοστάσιον, εργαστήριον ή έτερον τόπον απασχολήσεως, ή εις ον ανήκει η τοιαύτη επιχείρησις, περιλαμβάνει δε τον διευθυντήν, αντιπρόσωπον ή παν έτερον πρόσωπον κατέχον ή κατ’ εμφάνισιν κατέχον την γενικήν διεύθυνσιν ή έλεγχον μεταλλείου, λατομείου, εργοστασίου, εργαστηρίου ή ετέρου τινος τόπου απασχολήσεως.

Υποχρεώσεις αιτούντων και δικαιούχων παροχών λόγω σωματικής βλάβης ή αναπηρίας

52.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, έκαστος αιτών επίδομα σωματικής βλάβης ή παροχάς λόγω αναπηρίας και έκαστος δικαιούχος λαμβάνων τοιούτον επίδομα ή παροχάς, οφείλει να συμμορφούται προς πάσαν οδηγίαν εκδιδομένην αυτώ υπό του Διευθυντού, δυνάμει της οποίας ούτος υπέχει υποχρέωσιν όπως-

(α) υποβάλη εαυτόν εις ιατρικήν εξέτασιν, ίνα καθορισθή το αποτέλεσμα του σχετικού ατυχήματος ή η προσήκουσα εις την σχετικήν σωματικήν βλάβην ή απώλειαν ικανότητος περίθαλψις˙ ή

(β) υποβάλη εαυτόν εις την προσήκουσαν διά την ως είρηται σωματικήν βλάβην ή απώλειαν ικανότητος ιατρικήν περίθαλψιν καθοριζομένην αναλόγως της περιπτώσεως υπό του θεράποντος ιατρού ή υπό ετέρου ιατρού ή Ιατρικού Συμβουλίου εις το οποίον υπέβαλεν εαυτόν προς εξέτασιν, συμφώνως ταις προηγουμέναις διατάξεσι του παρόντος Νόμου˙ ή

(γ) συμμετάσχη εις οιανδήποτε μαθητείαν επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής ήτις ήθελε τυχόν προνοηθή και κατά την γνώμην του Διευθυντού ενδείκνυται εις την περίπτωσιν αυτού.

(2) Αι οδηγίαι αίτινες απευθύνονται εις τον αιτούντα ή δικαιούχον και εντέλλουσιν αυτόν όπως υποβάλη εαυτόν εις ιατρικήν εξέτασιν, δέον όπως δίδωνται εγγράφως.

(3) Ο αιτών ή δικαιούχος, όστις συμφώνως ταις προηγουμέναις διατάξεσι του παρόντος άρθρου, εντέλλεται όπως υποβάλη εαυτόν εις ιατρικήν εξέτασιν ή τύχη ιατρικής νοσηλείας, είναι υπόχρεως να πράττη ούτω καθ’ οιονδήποτε χρόνον ήθελε ζητηθή τούτο εξ αυτού.

(4) Έκαστος δικαιούχος οφείλει όπως το ταχύτερον δυνατόν γνωστοποιή εγγράφως εις τον Διευθυντήν πάσαν αλλαγήν καταστάσεως, ήτις, ως ευλόγως αναμένεται ότι ούτος γνωρίζει, θα ηδύνατο να επηρεάση την συνέχισιν του δικαιώματος αυτού επί της χορηγουμένης αυτώ παροχής, ή του προς λήψιν της τοιαύτης παροχής δικαιώματος αυτού.

Καθωρισμέναι νόσοι

53.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), εάν πρόσωπον τι προσβληθή υπό τινος των καθωρισμένων νόσων ή βλαβών, εφ’ όσον πρόκειται περί νόσου ή βλάβης οφειλομένης εις την φύσιν καθωρισμένης ως προς την τοιαύτην νόσον ή βλάβην εργασίας εις την οποίαν απησχολήθη ως μισθωτός κατά την 5ην Οκτωβρίου 1964 ή μετέπειτα, καταβάλλονται αυτώ αι δυνάμει των διατάξεων των προηγουμένων άρθρων του παρόντος Μέρους καθοριζόμεναι παροχαί, προς τον σκοπόν δε τούτον εν τοις ειρημένοις άρθροις:-

(α) πάσα αναφορά γενομένη εις σωματικήν βλάβην προκληθείσαν συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος θεωρείται ως αναφορά γενομένη και εις νόσον ή βλάβην οφειλομένην εις την φύσιν της απασχολήσεως˙

(β) πάσα αναφορά γενομένη εις την ημερομηνίαν του επαγγελματικού ατυχήματος σημαίνει ωσαύτως-

(i) εάν η πρώτη απαίτηση αναφορικώς προς την νόσον ή βλάβην είναι δι’ επίδομα σωματικής βλάβης, την πρώτην ημέραν από της 5ης Οκτωβρίου, 1964 ή μετέπειτα, καθ’ ην συνεπεία της νόσου ή βλάβης ο αιτών κατέστη ανίκανος προς εργασίαν˙

(ii) εάν η πρώτη απαίτησις αναφορικώς προς την νόσον ή βλάβην είναι διά παροχάς λόγω αναπηρίας, την πρώτην ημέραν, από της 5ης Οκτωβρίου, 1964 ή μετέπειτα, καθ’ ην ο αιτών υπέστη απώλειαν φυσικής ή πνευματικής τινος ικανότητος:

Νοείται ότι οσάκις πρόσωπον τι απαιτή, επίδομα σωματικής βλάβης αναφορικώς προς νόσον ή βλάβην δι’ ην έλαβε προηγουμένως τοιούτον επίδομα ή παροχάς λόγω αναπηρίας, η προγενεστέρα αυτού απαίτησις αναφορικώς προς την νόσον ή βλάβην ταύτην ουδόλως λαμβάνεται υπ’ όψιν, εάν είναι ανίκανος προς εργασίαν και η ανικανότης αυτού οφείλεται κατά κύριον λόγον εις το γεγονός ότι εξετέθη περαιτέρω εις τον κίνδυνον της τοιαύτης νόσου ή βλάβης.

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει τούτου δύνανται ωσαύτως να προβλέψωσιν ότι διά να θεωρηθή νόσος τις ή βλάβη ως οφειλομένη εις την φύσιν της εργασίας δέον να πληρώνται ωρισμέναι προϋποθέσεις, περιλαμβανομένων της διαρκείας της απασχολήσεως εις οιανδήποτε συγκεκριμένην εργασίαν, του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος μεταξύ προσβολής εκ της νόσου ή βλάβης και της απασχολήσεως εν συγκεκριμένη εργασία ως και του συνεχούς ή μη της τοιαύτης απασχολήσεως.

(3) Εν περιπτώσει προσβολής εκ πνευμονοκονιάσεως, σιλικώσεως, σιδηροσιλικώσεως, ασβεστώσεως ή οιασδήποτε των τοιούτων νόσων συνοδευομένης υπό φυματιώσεως:-

(α) πρόσωπον τι δεν δικαιούται εις επίδομα σωματικής βλάβης δυνάμει του παρόντος Νόμου˙

(β) αναπηρία υπολογιζομένη δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 46 εις ποσοστόν ενός έως δεκαεννέα επί τοις εκατόν λογίζεται ως αναπηρία εις ποσοστόν είκοσι επί τοις εκατόν.

(4) Διά τους σκοπούς απαιτήσεως προβαλλομένης δυνάμει του παρόντος Νόμου διά παροχάς λόγω πνευμονοκονιάσεως, σιλικώσεως, σιδηροσιλικώσεως, ασβεστώσεως ή οιασδήποτε των τοιούτων νόσων συνοδευομένης υπό φυματιώσεως, πρόσωπον τι, όπερ υπήρξεν εργάτης εν τη εννοία των περί Πνευμονοκονιάσεως (Αποζημιώσεως) Νόμων του 1960 και 1966 λογίζεται ως μισθωτός δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Έκπτωσις εκ του δικαιώματος προς λήψιν επιδόματος σωματικής βλάβης και συντάξεως αναπηρίας

54. Πρόσωπον τι εκπίπτει του προς λήψιν επιδόματος σωματικής βλάβης ή συντάξεως αναπηρίας δικαιώματος διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τας εξ εβδομάδας εάν-

(α) καίτοι κληθέν υπό του Διευθυντού όπως υποβάλη εαυτό εις ιατρικήν ή ετέραν εξέτασιν ή εις ιατρικήν νοσηλείαν άνευ ευλόγου τινός αιτίας ηρνήθη, ή παρέλειψε να παρουσιασθή ή να υποβάλη εαυτό εις τοιαύτην εξέτασιν ή νοσηλείαν˙ ή

(β) παρέλειψεν άνευ ευλόγου αιτίας να ακολουθήση τας οδηγίας ιατρού ή Ιατρικού Συμβουλίου υπό του οποίου εξητάσθη˙ ή

(γ) ειργάσθη καθ’ ημέραν δι’ ην προέβαλεν απαίτησιν επί επιδόματος σωματικής βλάβης˙ ή

(δ) συμπεριεφέρθη κατά τρόπον όστις πιθανόν να προεκάλη καθυστέρησιν εις την ανάρρωσιν αυτού:

Νοείται ότι εις την περίπτωσιν προσώπου τινός όπερ εκπίπτει εκ του προς λήψιν επιδόματος σωματικής βλάβης ή συντάξεως αναπηρίας δικαιώματος δυνάμει του παρόντος άρθρου, το ήμισυ του ύψους της παροχής το οποίον ελλείψει της τοιαύτης εκπτώσεως θα κατεβάλλετο προς αυτόν, καταβάλλεται εις τους εξαρτωμένους αυτού.

Εφαρμογή επί προσώπων υπηρετούντων επί πλοίων και αεροσκαφών

55.-(1) Αι διατάξεις του Μέρους ΙV εφαρμόζονται και επί των πλοιάρχων, μελών του πληρώματος και των μαθητευομένων εις ναυτικήν υπηρεσίαν προσώπων, των υπηρετούντων επί Κυπριακών πλοίων, ως και επί των κυβερνητών και μελών του πληρώματος αεροσκαφών, νοουμένου ότι τα πρόσωπα ταύτα είναι μισθωτά, επιφερομένων όμως των ακολούθων τροποποιήσεων:-

(α) εκτός εις ην περίπτωσιν ο υποστάς σωματικήν βλάβην είναι πλοίαρχος ή κυβερνήτης, η γνωστοποίησις του ατυχήματος δύναται να γίνη εις τον πλοίαρχον ή τον κυβερνήτην, ως εάν ούτος ήτο εργοδότης ως και να υποβληθή προς αυτόν η αίτησις προς χορήγησιν παροχής, ουδεμία δε γνωστοποίησις απαιτείται οσάκις το ατύχημα επισυμβαίνη και η ανικανότης άρχεται επί του πλοίου ή επί του αεροσκάφους˙

(β) αι αφορώσαι εις τόπους απασχολήσεως και διευθυντάς διατάξεις του άρθρου 51 του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται επιφερομένων των αναγκαίων προσαρμογών και επί των πλοίων και αεροσκαφών και των πλοιάρχων ή κυβερνητών αυτών˙

(γ) εν περιπτώσει θανάτου του μισθωτού η αίτησις προς χορήγησιν παροχών λόγω θανάτου υποβάλλεται εντός τριών μηνών αφ’ ης ο αιτών έλαβε γνώσιν του θανάτου˙

(δ) οσάκις ο υποστάς σωματικήν βλάβην απολύεται ή καταλείπεται εις αλλοδαπήν χώραν, έγγραφοι καταθέσεις αφορώσαι εις τας περιστάσεις υφ’ ας προεκλήθη η σωματική βλάβη ως και την φύσιν αυτής, δύνανται να ληφθώσι παρά παντός Προξενικού Υπαλλήλου της Δημοκρατίας της Κύπρου ή Δικαστικού ή Ειρηνοδίκου της τοιαύτης αλλοδαπής χώρας, άμα δε ως ληφθώσιν αύται διαβιβάζονται υπό του προσώπου υφ’ ου ελήφθησαν εις τον Υπουργόν και αύται ή τα κεκυρωμένα γνήσια αντίγραφα αυτών, αποτελούσι μαρτυρίαν εις πάσαν διαδικασίαν σχετιζομένην προς την γενομένην αίτησιν.

(2) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται ωσαύτως επί παντός προσώπου υπηρετούντος επί των εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένων πλοίων ή αεροσκαφών υπό ιδιότητα ετέραν ή των εν εδαφίω (1), εάν εργάζηται διά τας ανάγκας του πλοίου ή αεροσκάφους, ή των επ’ αυτού φερομένων επιβατών, φορτίου ή ταχυδρομείου και εφ’ όσον άλλως πρόκειται περί μισθωτού εν τη εννοία του παρόντος Νόμου.

(3) Οι εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις μη άλλως καθοριζόμενοι όροι κέκτηνται, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου, και εφ’ όσον ούτοι αφορώσιν εις πρόσωπα υπηρετούνται επί πλοίου, την έννοιαν ην απέδωκαν αυτοίς οι περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Πλοίαρχοι και Ναυτικοί) Νόμοι του 1963 έως 1976.