7.-(1) Επιφυλαττομένων των εν εδαφίω (3) του άρθρου 3 διατάξεων ως και των εν τω Δευτέρω Πίνακι τοιούτων, δεν είναι δυνατή η εν τη Δημοκρατία-
(α) άσκησις ασφαλιστικής επιχειρήσεως οιουδήποτε των εν εδαφίω (1) του άρθρου 3 καθοριζομένων κλάδων ειμή υπό ασφαλιστικής εταιρείας λειτουργούσης δυνάμει και συμφώνως προς τους όρους αδείας παρασχεθείσης αυτή δυνάμει του άρθρου 8 διά τινα κλάδον ασφαλιστικής επιχειρήσεως, επιφυλαττομένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου
(β) άσκησις ασφαλιστικής επιχειρήσεως κλάδου ζωής ή βιομηχανικού κλάδου ζωής εν συνδυασμώ προς οιασδήποτε διευθετήσεις αποσκοπούσας ή εχούσας ως αποτέλεσμα την παροχήν διευκολύνσεων εις τον κάτοχον ασφαλιστηρίου, διά συμμετοχήν, ως δικαιούχον δυνάμει τραστ (trust) εις κέρδη ή εισοδήματα προερχόμενα εκ της κτήσεως κατοχής, διαχειρίσεως ή διαθέσεως χρεωγράφων οιασδήποτε φύσεως ή οιασδήποτε άλλης φύσεως ιδιοκτησίας, άνευ ειδικής προς τούτο αδείας και συμφώνως προς τους όρους ταύτης, χορηγουμένης υπό του Εφόρου τη εγκρίσει του Υπουργού υπό τας καθωρισμένας προϋποθέσεις, δυνάμει Κανονισμών.
Αι διατάξεις του παρόντος Νόμου αι αφορώσαι εις την έκδοσιν, τροποποίησιν ή ακύρωσιν αδείας εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και εις οιανδήποτε άδειαν χορηγουμένην επί τη βάσει της παρούσης παραγράφου:
Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι διαλαμβανομένων ακυροί ή καθιστά ουχί εκτελεστήν σύμβασιν τινα συναφθείσαν ή ασφαλιστήριον εκδοθέν κατά παράβασιν του παρόντος εδαφίου.
(2) Εάν πρόσωπον τι παραβή τας διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου-
(α) εφ' όσον δεν πρόκειται περί νομικού προσώπου, το πρόσωπον τούτο είναι ένοχον αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1500, ή εις φυλάκισιν διά διάστημα μη υπερβαίνον τα δύο έτη, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης-
(β) εφ' όσον πρόκειται περί νομικού προσώπου-
(ι) το δικαστήριον δύναται να διατάξη διάλυσιν του εν λόγω νομικού προσώπου δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, τη αιτήσει του Εφόρου υποβαλλομένη κατόπιν αδείας του δικαστηρίου
(ιι) πας όστις καθ' ον χρόνον εγένετο η παράβασις ήτο μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθυντής, γραμματεύς ή έτερος ανώτερος υπάλληλος ή αντιπρόσωπος του νομικού προσώπου είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις τας εν παραγράφω (α) προνοουμένας ποινάς, εκτός εάν αποδείξη ότι η παράβασις εγένετο τη αγνοία αυτού ή ότι κατέβαλε την προσήκουσαν επιμέλειαν όπως επιτύχη την παρεμπόδισιν της εν λόγω παραβάσεως.
(3) Κανονισμοί γενόμενοι δυνάμει του άρθρου 333 του περί Εταιρειών Νόμου δύνανται να διέπωσι την ακολουθητέαν διαδικασίαν εις δικαστικά μέτρα λαμβανόμενα δυνάμει της παραγράφου (β) (ι) του εδαφίου (2).
(4) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του Δευτέρου Πίνακος, η δυνάμει του άρθρου 104 του περί Εταιρειών Νόμου απαιτουμένη δήλωσις, ήτις επιδίδεται τω Εφόρω Εταιρειών πριν ή η εταιρεία εις ην το εν λόγω άρθρον αφορά ποιήση έναρξιν των εργασιών αυτής, περιέχει βεβαίωσιν του γεγονότος ότι είναι καταβεβλημέναι διακόσιαι τουλάχιστον χιλιάδες λίραι εκ του μετοχικού κεφαλαίου αυτής εις την περίπτωσιν εταιρείας (εξαιρουμένων εταιρειών εφ' ων ο παρών Νόμος δεν τυγχάνει εφαρμογής) εγγεγραμμένης μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου, εις τους σκοπούς της οποίας περιλαμβάνεται η άσκησις ασφαλιστικής επιχειρήσεως οιουδήποτε των εν εδαφίω (1) του άρθρου 3 καθοριζομένων κλάδων.
8.-(1) Αι αιτήσεις προς παροχήν αδείας ασφαλιστού εις τινα κλάδον ασφαλειών υποβάλλονται εις τον Έφορον εν τω καθωρισμένω τύπω, συνοδεύονται δε υπό του νενομισμένου τέλους και των εκάστοτε καθοριζομένων εγγράφων.
(2) Εφ' όσον ο Έφορος ήθελεν ικανοποηθή καθ' όσον αφορά εις την υποβαλούσαν την αίτησιν εταιρείαν ότι-
(α) αύτη κέκτηται καταβεβλημένον μετοχικόν κεφάλαιον διακοσίων τουλάχιστον χιλιάδων λιρών
(β) το περιθώριον φερεγγυότητος της εταιρείας δεν είναι τοιούτον ώστε η εταιρεία να θεωρήται δυνάμει του άρθρου 36 ανίκανος να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής
(γ) ο κλάδος ασφαλειών εις ον αφορά η αίτησις θα ασκήται υπό της εταιρείας συμφώνως προς τας υγιείς ασφαλιστικάς αρχάς
(δ) αύτη έχει αντασφαλισθή ή έχει προβή εις διευθετήσεις διά να αντασφαλισθή παρ' ετέρα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία αναφορικώς προς ασφαλιστήρια εκδοθέντα ή εκδοθησόμενα υπ' αυτής ή ότι αύτη δικαιολογείται όπως μη αντασφαλισθή ή προβή εις διευθετήσεις διά να αντασφαλισθή·
(ε) η επωνυμία της εταιρείας δεν είναι η αυτή μετά της επωνυμίας ετέρας εταιρείας, ήτις έτυχεν ήδη αδείας δυνάμει του παρόντος άρθρου, ή μετά της επωνυμίας εταιρείας, ήτις νομίμως ήσκει ασφαλιστικήν επιχείρησιν εν τη Δημοκρατία κατά τον χρόνον ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου (ή τοσούτον προσομοιάζει προς τοιαύτην επωνυμίαν ώστε να δύναται να αγάγη εις πλάνην ή να προκαλέση σύγχυσιν) εκτός εάν εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις η ήδη φέρουσα την επωνυμία εταιρεία είναι υπό διάλυσιν, ή πρόκειται να διαλυθή, ή έπαυσεν ή πρόκειται να παύση την άσκησιν ασφαλιστικής επιχειρήσεως εν τη Δημοκρατία, συναινεί δε όπως παραχωρηθή τη αιτητρία εταιρεία άδεια υπό την ως είρηται επωνυμίαν και
(στ) συμμορφούται προς τας διατάξεις του άρθρου 9,
ούτος παρέχει τη εταιρεία άδειαν ασφαλιστού περί τον αιτηθέντα κλάδον ασφαλειών, γνωστοποιεί δε αναλόγως το γεγονός εις την υποβαλούσαν την αίτησιν εταιρείαν.
(3) (α) Η παράγραφος (α) του εδαφίου (2) δεν τυγχάνει εφαρμογής μέχρι της 5ης Ιουνίου, 1985, επί ασφαλιστικής εταιρείας ήτις κατά τον χρόνον ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εδαφίου, ήσκει ασφαλιστικήν επιχείρησιν εν τη Δημοκρατία εις τον κλάδον εις ον αφορά η γενομένη αίτησις και ης το καταβεβλημένον μετοχικόν κεφάλαιον είναι μικρότερον του ποσού των £200,000
(β) εν τη ενασκήσει της διακριτικής εξουσίας ην κέκτηται δυνάμει του εδαφίου (2) ο Έφορος δύναται τη εγκρίσει του Υπουργού όπως διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας μη εμμείνη εις την εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου (β) του εν λόγω εδαφίου, εφ' όσον ήθελεν ούτος ικανοποιηθή εκ στοιχείων παρασχεθέντων αυτώ υπό της αιτητρίας εταιρείας, ότι η εταιρεία είναι άλλως φερέγγυος, εν τη περιπτώσει δε εταιρείας ης η έδρα κείται εις ετέραν χώραν εκτός της Δημοκρατίας, ότι η εταιρεία συνάδει προς τους ασφαλιστικούς νόμους της ως είρηται χώρας, νοουμένου ότι η περίοδος των εξ μηνών δεν τυγχάνει εφαρμογής μέχρι της 5ης Ιουνίου, 1985 επί ασφαλιστικής εταιρείας ήτις αναφέρεται εις την παράγραφον (α) του παρόντος εδαφίου.
(4) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του εδαφίου (3), εφ' όσον ο Έφορος δεν ήθελεν ικανοποιηθή περί τινα ή πλείονας των εν εδαφίω (2) εκπεφρασμένων όρων, ούτος θα κοινοποιή τη αιτητρία εταιρεία προσηκόντως ητιολογημένην έγγραφον απόφασιν αυτού όπως απόρριψη την γενομένην αίτησιν, θα γνωστοποιή δε συγχρόνως εις αυτήν ότι δυνάμει του άρθρου 9 ή του άρθρου 14, αναλόγως της περιπτώσεως, δύναται να προσβάλη δι' εφέσεως την τοιαύτην απόφασιν.
9.-(1) Ο Έφορος δεν θα παρέχη δυνάμει του άρθρου 8 άδειαν εις τινα εταιρείαν εάν οιονδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ρυθμιστής (controller), διευθυντής ή οιοσδήποτε εν άρθρω 30 προβλεπόμενος ανώτερος λειτουργός της εταιρείας, δεν ικανοποιή τοιαύτα κριτήρια και προϋποθέσεις ως ήθελον καθορισθή.
(2) Εν τω παρόντι άρθρω "ρυθμιστής" (controller) εν σχέσει προς εταιρείαν σημαίνει-
(α) διευθύνοντα σύμβουλον της εταιρείας ή νομικού προσώπου του οποίου αύτη είναι εξηρτημένη εταιρεία
(β) εκτελεστικόν διευθυντήν της εταιρείας ή νομικού προσώπου, όντος ασφαλιστικής εταιρείας, του οποίου αύτη είναι εξηρτημένη εταιρεία
(γ) πρόσωπον-
(ι) συμφώνως προς τας οδηγίας και εντολάς του οποίου είθισται να ενεργούν άπαντα ή ωρισμένα εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας ή του νομικού προσώπου του οποίου αύτη είναι εξηρτημένη εταιρεία ή
(ιι) όπερ, είτε μόνον είτε μεθ' οιουδήποτε συνδεδεμένου προσώπου ή προσώπων δικαιούται να ασκή ή να ελέγχη την άσκησιν, του ενός τρίτου και πλέον των ψήφων εις οιανδήποτε γενικήν συνέλευσιν της εταιρείας ή του νομικού προσώπου του οποίου αύτη είναι εξηρτημένη εταιρεία.
(3) Εν τω παρόντι άρθρω "διευθυντής" εν σχέσει προς εταιρείαν σημαίνει πρόσωπον (πλην του εκτελεστικού διευθυντού) απασχολούμενον υπό της εταιρείας όπερ, υπό την άμεσον εξουσίαν μέλους Διοικητικού Συμβουλίου ή εκτελεστικού διευθυντού της εταιρείας-
(α) ασκεί διευθυντικά καθήκοντα· ή
(β) είναι υπεύθυνον διά την τήρησιν λογαριασμών ή ετέρων βιβλίων της εταιρείας,
μη ον πρόσωπον του οποίου τα καθήκοντα αφορούν αποκλειστικώς εις εργασίας διευθυνομένας εκ τίνος τόπου εργασιών έξωθι της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(4) Τηρουμένου του κατωτέρου εδαφίου (6), εν τω παρόντι άρθρω "εκτελεστικός διευθυντής" εν σχέσει προς εταιρείαν ή νομικόν πρόσωπον του οποίου αύτη είναι εξηρτημένη εταιρεία, σημαίνει πρόσωπον απασχολούμενον υπό της εταιρείας ή του νομικού προσώπου όπερ, είτε μόνον είτε από κοινού μεθ' ενός ή περισσοτέρων προσώπων, είναι υπεύθυνον υπό την άμεσον εξουσίαν των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου διά την διεύθυνσιν πασών των ασφαλιστικών εργασιών της εν λόγω εταιρείας ή του νομικού προσώπου.
(5) Εν τω παρόντι άρθρω "συνδεδεμένον πρόσωπον" εν σχέσει προς οιονδήποτε πρόσωπον σημαίνει-
(α) την σύζυγον ή τον σύζυγον ή ανήλικον υιόν ή θυγατέρα του εν λόγω προσώπου
(β) οιανδήποτε εταιρείαν της οποίας το πρόσωπον τούτο είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου
(γ) οιονδήποτε πρόσωπον όπερ είναι υπάλληλος ή συνέταιρος του εν λόγω
προσώπου
(δ) εάν το πρόσωπον τούτο είναι εταιρεία-
(ι) οιονδήποτε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας ταύτης
(ιι) οιανδήποτε εξηρτημένην εταιρείαν της εταιρείας ταύτης
(ιιι) οιονδήποτε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου ή υπαλλήλου οιασδήποτε τοιαύτης εξηρτημένης εταιρείας
και διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου "υιός" περιλαμβάνει προγονόν και υιοθετηθέντα υιόν, "θυγατέρα" περιλαμβάνει προγονήν και υιοθετηθείσαν θυγατέρα.
(6) Εν σχέσει προς εταιρείαν συσταθείσαν εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας-
(α) η εν παραγράφω (α) του ανωτέρω εδαφίου (2) μνεία του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας περιλαμβάνει και μνείαν προσώπου όπερ είναι διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ταύτης εν σχέσει προς εκείνας εκ των ασφαλιστικών εργασιών αυτής αίτινες διεξάγονται εντός της Δημοκρατίας και
(β) η εν παραγράφω (β) του ανωτέρω εδαφίου μνεία του εκτελεστικού διευθυντού της εταιρείας περιλαμβάνει και μνείαν προσώπου απασχολουμένου υπό της εταιρείας όπερ, είτε μόνον είτε από κοινού μεθ' ενός ή περισσοτέρων προσώπων, είναι υπεύθυνον (ανεξαρτήτως εάν τούτο είναι υπό την άμεσον εξουσίαν των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου) διά την διεύθυνσιν πασών των ασφαλιστικών εργασιών των διεξαγομένων υπό της εταιρείας εντός της Δημοκρατίας αλλά, εάν ούτος είναι υπεύθυνος επίσης διά την διεύθυνσιν ασφαλιστικών εργασιών διεξαγομένων υπ' αυτής αλλαχού, μόνον εφ' όσον δεν υπάρχει οιονδήποτε υφιστάμενον αυτού πρόσωπον όπερ είναι υπεύθυνον διά την διεύθυνσιν πασών των εργασιών των διεξαγομένων υπ' αυτής εν τη Δημοκρατία.
(7) Αι προηγούμεναι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα ισχύουν εν σχέσει προς εγγεγραμμένην ένωσιν προσώπων ή οργανισμόν άνευ νομικής προσωπικότητος ως ισχύουν και εν σχέσει προς εταιρείαν.
(8) Παν πρόσωπον θιγόμενον υπό τίνος αποφάσεως του Εφόρου απορριπτούσης αίτησιν διά παροχήν αδείας δύναται, εντός τριάκοντα ημερών από της γνωστοποιήσεως του Εφόρου, να υποβάλη έφεσιν προς τον Υπουργόν εγγράφως όστις, αφού ζητήση συμβουλήν εκ μέρους του Συμβουλευτικού Σώματος Ασφαλειών δύναται είτε να ακυρώση ή να επικυρώση την απόφασιν του Εφόρου.
- 72/1984
- 166/1990
10. Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, άδεια παρασχεθείσα δυνάμει του άρθρου 8 παραμένει εν ισχύι διά περίοδον ενός έτους από της εκδόσεως αυτής και υπό την αυτήν επιφύλαξιν, υπόκειται κατ' έτος εις ανανέωσιν τη καταβολή του νενομισμένου τέλους.
11.-(1) Ο Έφορος δι' ητιολογημένης αυτού εγγράφου πράξεως γνωστοποιεί εγγράφως εις την ενδιαφερομένην ασφαλιστικήν εταιρείαν ότι προτίθεται να προβή εις ακύρωσιν της παρασχεθείσης αυτή αδείας, εάν καθ' οιονδήποτε χρόνον-
(α) ούτος ήθελεν ικανοποιηθή-
(ι) ότι εάν η εταιρεία ήθελεν υποβάλει αίτησιν αδείας ασφαλιστού, αύτη θα απεκλείετο συμφώνως ταις διατάξεσι των παραγράφων (α), (β), (γ) και (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, υπό την επιφύλαξιν εν πάση περιπτώσει των διατάξεων του εδαφίου (3) του αυτού άρθρου, τοιαύτης αδείας διά τον ασφαλιστικόν κλάδον δι' ον κατέχει άδειαν ή
(ιι) ότι η εταιρεία παρέλειψε να καταθέση παρ' αυτώ οιονδήποτε έγγραφον συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 28 ή
(ιιι) ότι, μετ' εξέτασιν οιουδήποτε εγγράφου ή λογαριασμών υποβαλλομένων αυτώ δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών, και λαμβανομένης υπ' όψιν της οικονομικής της εταιρείας καταστάσεως, αύτη ενδέχεται να καταστή ανίκανος εν τη εννοία του άρθρου 36 όπως εξοφλήση τας οφειλάς αυτής ή
(ιν) ότι η εταιρεία παρέλειψε να συμμορφωθή προς τινα των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή του ασφαλιστικού δικαίου χώρας τινός εκτός της Δημοκρατίας κειμένης υφ' ου διέπεται η ως είρηται εταιρεία, αίτινες αφορώσιν εις την διατήρησιν αποθέματος κλάδου ζωής ή την τοποθέτησιν ασφαλίστρων εις τραστ (trust) ή
(β) η εταιρεία ήθελε καταδικασθή διά το εν άρθρω 66 προνοούμενον αδίκημα και δεν ασκηθή έφεσις κατά της τοιαύτης καταδίκης, ή ασκηθείσης εφέσεως αύτη ήθελεν εγκαταλειφθή ή απορριφθή
(γ) ήθελεν εκδοθή δικαστική απόφασις εναντίον της εταιρείας, ήτις ήθελε μείνει ανεκτέλεστος διά περίοδον τεσσαράκοντα και δύο ημερών και δεν ασκηθή έφεσις κατά της τοιαύτης αποφάσεως ή ασκηθείσης εφέσεως αύτη ήθελεν εγκαταλειφθή ή απορριφθή
(δ) η εταιρεία ήθελε παύσει να πληροί τας απαιτήσεις του άρθρου 9 και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών.
(2) Εν η περιπτώσει επιδίδεται τη εταιρεία γνωστοποίησις δυνάμει του εδαφίου (1) και η εταιρεία δεν εκκαλεί ταύτην συμφώνως τω άρθρω 9 ή 14, αναλόγως της περιπτώσεως, ή εκκαλέσασα ταύτην αποσύρει είτα την ασκηθείσαν έφεσιν, ή οσάκις η έκβασις της ασκηθείσης εφέσεως είναι η επικύρωσις της περί ακυρώσεως της αδείας αποφάσεως, ο Έφορος προβαίνει εις την ακύρωσιν της αδείας λαμβάνων υπ' όψιν τας κατά την εκδίκασιν της εφέσεως επενεχθείσας εις την αρχικήν απόφασιν αλλοιώσεις, γνωστοποιεί δε εγγράφως το γεγονός εις την ενδιαφερομένην εταιρείαν.
(3) Παρά την επενεχθείσαν ακύρωσιν της αδείας ασφαλιστικής τίνος εταιρείας δυνάμει του παρόντος άρθρου, αύτη δύναται κατά νόμον να εξακολουθή εισπράττουσα ασφάλιστρα και να αντιμετωπίζη τας υποχρεώσεις αυτής εν τη συνήθει πορεία της ασκήσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως, απαγορεύεται όμως η έκδοσις νέων ασφαλιστηρίων ως και η υπ' αυτής, ως ασφαλιστού, σύναψις νέων συμβάσεων διά την συνομολόγησιν των οποίων απαιτείται η κατοχή αδείας δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(4) Αι διατάξεις του εδαφίου (3) δέον όπως μη ερμηνεύωνται ως απαλλάττουσαι την εταιρείαν οιασδήποτε ποινικής ευθύνης - πλην της ευθύνης, ην δυνατόν να υπέχη διά την μη κατοχήν αδείας δυνάμει του παρόντος Νόμου - ή οιασδήποτε αστικής φύσεως τοιαύτης.
(5) Τα εδάφια (3) και (4) θα τυγχάνουν ωσαύτως εφαρμογής επί ασφαλιστικών εταιρειών των οποίων η άδεια έχει ακυρωθή συνεπεία εκούσιας αποχωρήσεως εκ της Δημοκρατίας ή των οποίων η άδεια αφεθή να εκπνεύση.
- 72/1984
- 166/1990
12.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 11 του Νόμου, ο Έφορος δύναται, αντί να χωρήση εις την άμεσον ακύρωσιν αδείας εταιρείας τινός, να επιβάλη ωρισμένους προσωρινούς περιορισμούς εις την υπ' αυτής άσκησιν εν τη Δημοκρατία ωρισμένου κλάδου ασφαλιστικών εργασιών, δι' ωρισμένην περίοδον και διά των οποίων η εταιρεία θα υποχρεούται-
(α) να μη συνομολογή ασφαλιστικάς συμβάσεις ωρισμένου είδους·
(β) να μη τροποποιή οιασδήποτε ασφαλιστικάς συμβάσεις ωρισμένου είδους, αίτινες είναι συμβάσεις συνομολογηθείσαι εν τη πορεία ασκήσεως γενικού κλάδου και ισχύουσαι κατά τον χρόνον επιβολής του περιορισμού-
(γ) να μη τροποποιή, κατά τοιούτον τρόπον ώστε να αυξάνη τας υποχρεώσεις της εταιρείας, οιασδήποτε ασφαλιστικάς συμβάσεις ωρισμένου είδους, αίτινες είναι συμβάσεις συνομολογηθείσαι εν τη πορεία ασκήσεως κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών
και ισχύουσαι κατά τον χρόνον επιβολής του περιορισμού.
(2) Ο εν τω εδαφίω (1) περιορισμός δύναται να αφορά εις ασφαλιστικάς συμβάσεις, ανεξαρτήτως εάν η συνομολόγησις αυτών εμπίπτη ή όχι εντός κλάδου ασφαλιστικών εργασιών αίτινες η εταιρεία είναι εξουσιοδοτημένη να ασκή εκάστοτε.
(3) Ο Έφορος δύναται περαιτέρω να απαιτήση παρά της εταιρείας να λάβη άπαντα τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλισιν ότι το συνολικόν ποσόν των ασφαλίστρων-
(α) άτινα θα εισπραχθούν υπό της εταιρείας έναντι της αναλήψεως υπ' αυτής κατά την διάρκειαν ωρισμένης περιόδου υποχρεώσεως εν τη πορεία ασκήσεως γενικού κλάδου ή οιουδήποτε εξειδικευμένου μέρους των τοιούτων εργασιών, ή
(β) άτινα θα εισπραχθούν υπ' αυτής εις ωρισμένην περίοδον έναντι της αναλήψεως υπό της εταιρείας κατά την διάρκειαν της εν λόγω περιόδου υποχρεώσεων εν τη πορεία ασκήσεως κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών ή οιουδήποτε εξειδικευμένου μέρους τοιούτων εργασιών,
δεν θα υπερβαίνη εν ωρισμένον ποσόν.
(4) Ο εν τω εδαφίω (3) περιορισμός δύναται να αφορά είτε εις το συνολικόν ποσόν των ασφαλίστρων, άτινα θα εισπραχθούν όπως αναφέρεται εις το εν λόγω εδάφιον, είτε εις το συνολικόν ποσόν εκείνων των ασφαλίστρων, μετά την αφαίρεσιν οιωνδήποτε ασφαλίστρων πληρωτέων υπό της εταιρείας προς αντασφάλισιν των υποχρεώσεων έναντι των οποίων τα προειρημένα ασφάλιστρα είναι εισπρακτέα.
(5) Ο Έφορος εν τη ασκήσει της υπό του παρόντος άρθρου χορηγουμένης αυτώ εξουσίας, εν σχέσει προς εταιρείαν, θα επιδίδη εις την εταιρείαν έγγραφον ειδοποίησιν αναφέρουσαν τους λόγους διά τους οποίους προτίθεται να ασκήση την τοιαύτην εξουσίαν και θα καλή την εταιρείαν, όπως εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας επιδόσεως της ειδοποιήσεως υποβάλη έφεσιν εις τον Υπουργόν αναφορικώς προς την προτιθεμένην άσκησιν της εξουσίας. Εάν η εταιρεία παραλείψη να υποβάλη έφεσιν ή υποβαλούσα έφεσιν αποσύρη ταύτην ή το αποτέλεσμα της εφέσεως είναι η επικύρωσις της προθέσεως επιβολής περιορισμού, ο Έφορος δύναται να επιβάλη πάραυτα τον τοιούτον περιορισμόν.
- 72/1984
- 166/1990
13. Ο Έφορος δύναται κατά πάντα χρόνον να προβή εις την ακύρωσιν αδείας παρασχεθείσης δυνάμει του άρθρου β
(α) εάν ήρξατο η διαδικασία διαλύσεως της αδειούχου εταιρείας ή
(β) εάν ικανοποιηθή ότι η αδειούχος εταιρεία έπαυσεν ασκούσα ασφαλιστικήν επιχείρησιν εν τη Δημοκρατία· ή
(γ) τη αιτήσει της αδειούχου εταιρείας, του εκκαθαριστού, επιτρόπου (trustee) ή του υπό δικαστηρίου διορισθέντος διευθυντού, καθ' όσον αφορά εις τον συγκεκριμένον κλάδον, ή κλάδους ασφαλίσεως εις ους αφορά η γενομένη αίτησις.
14.-(1) Παν πρόσωπον, ούτινος τα νόμιμα συμφέροντα παραβλάπτονται εξ αποφάσεως του Εφόρου όπως απόρριψη αίτησιν προς παροχήν αδείας ή, αναλόγως της περιπτώσεως, ακύρωση άδειαν, γνωστοποιουμένης δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 8 ή του εδαφίου (1) του άρθρου 11, δύναται εντός τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης γνωστοποιήσεως να καταθέση παρά τω Εφόρω έφεσιν προς τον Υπουργόν.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) ασκουμένη έφεσις είναι έγγραφος και καθορίζει λεπτομερώς τους λόγους εφ' ων αύτη βασίζεται.
(3) Εντός δεκαπέντε ημερών από της λήψεως της εφέσεως ο Έφορος διαβιβάζει τω Υπουργώ την δυνάμει του εδαφίου (1) κατατεθείσαν παρ' αυτώ έφεσιν ομού μετά παντός σχετικού εγγράφου.
(4) Ο Υπουργός αποφασίζει επί της ασκηθείσης εφέσεως εντός τριάκοντα ημερών και διαβιβάζει την απόφασιν αυτού εις τον Έφορον.
(5) Πλην των περιπτώσεων καθ' ας η ασκηθείσα έφεσις ήθελεν αποσυρθή, ο Έφορος οφείλει όπως πάραυτα κοινοποιή εγγράφως εις τον εφεσείοντα την απόφασιν του Υπουργού και εκτελή ταύτην.
15.-(1) Εφ' όσον άδεια παρασχεθείσα δυνάμει του παρόντος Μέρους είναι έγκυρος, αύτη εκτίθεται περιόπτως υπό της αδειούχου εταιρείας εις το κεντρικόν αυτής κατάστημα εν τη Δημοκρατία και δη εις μέρος προσιτόν τω κοινώ αντίγραφον της αδείας εκτίθεται παρομοίως εις παν εν τη Δημοκρατία υποκατάστημα της εταιρείας.
(2) Η άδεια, ως και άπαντα τα αντίγραφα αυτής επιστρέφονται πάραυτα τω Εφόρω ευθύς ως ήθελε γνωστοποιηθή τη αδειούχω εταιρεία το γεγονός ότι η άδεια ηκυρώθη συμφώνως τω παρόντι Μέρει.
(3) Πας όστις άνευ νομίμου προς τούτο δικαιολογίας δεν συμμορφούται προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, ή όστις εκθέτει άδειαν ή αντίγραφον αυτής, ήτις δεν ήθελεν είναι έγκυρος, είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.