ΜΕΡΟΣ IV ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΙΣ
Η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως οικονομικός πράκτωρ, επίτροπος, θεματοφύλαξ και τραπεζίτης

16. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, να ενεργή ως οικονομικός πράκτωρ, επίτροπος (trustee), θεματοφύλαξ και τραπεζίτης των ασφαλιστικών εταιρειών, βάσει όρων οίτινες ήθελον καθορισθή υπ' αυτής.

Καταθέσεις υπό ασφαλιστικών εταιρειών

17.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου οφείλει όπως καταθέτη παρά τη Κεντρική Τραπέζη και (εν όσω εξακολουθεί να ασκή τον κλάδον ασφαλίσεως εις ον αφορά η γενομένη κατάθεσις) διατηρή κατατεθειμένα, είτε τοις μετρητοίς είτε υπό μορφήν εγκεκριμένων χρεωγράφων υπολογιζομένων με την τρέχουσαν αυτών τιμήν κατά την ημέραν της καταθέσεως, είτε μερικώς τοις μετρητοίς και μερικώς υπό μορφήν εγκεκριμένων ούτω υπολογιζομένων χρεωγράφων, εν η πλείονα των ακολούθων ποσών, αναλόγως του κλάδου ή κλάδων ασφαλίσεως των ασκουμένων υπό της εταιρείας-

(α) ποσόν τριάκοντα χιλιάδων λιρών αναφορικώς προς έκαστον των ακολούθων κλάδων ασφαλίσεως, ήτοι, τον κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών και τον κλάδον μηχανοκινήτων οχημάτων, και

(β) το ποσόν των τριάκοντα χιλιάδων λιρών αναφορικώς προς ένα ή πλείονας ετέρους κλάδους ασφαλίσεως, πλην των κλάδων μακροπροθέσμων εργασιών και μηχανοκινήτων οχημάτων.

(2) Η εν εδαφίω (1) καθοριζομένη κατάθεσις δυνατόν να διενεργηθή εις δύο ίσας δόσεις, εξ ων η μία προ της υποβολής αιτήσεως προς παροχήν αδείας, η δε ετέρα εντός εξ μηνών από της εκδόσεως της αδείας.

(3) Η ασφαλιστική εταιρεία δεν δύναται να αναλάβη οιονδήποτε κλάδον ασφαλίσεως επιπροσθέτως του κλάδου ή κλάδων, δι' ους αύτη υπέχει ήδη δυνάμει του εδαφίου (1), υποχρέωσιν, όπως προβή εις κατάθεσιν, μέχρις ου η τοιαύτη υποχρέωσις εκπληρωθή πλήρως και μέχρις ου κατατεθή πλήρως το απαιτούμενον διά τον επιπρόσθετον κλάδον ποσόν ή μέρος αυτού όπερ συμφώνως τω εδαφίω (2) κατατίθεται προ της υποβολής αιτήσεως.

(4) Κατάθεσις γενομένη τοις μετρητοίς κρατείται εις πίστωσιν της καταθέτιδος εταιρείας, επιστρέφεται δε εις την εταιρείαν ωσαύτως τοις μετρητοίς εις πάσαν περίπτωσιν καθ' ην δυνάμει του παρόντος Νόμου χωρεί επιστροφή των γενομένων καταθέσεων, εκτός καθ' ην έκτασιν εχώρησε δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) επένδυσις του κατατεθέντος ποσού εις χρεώγραφα εις την ασφαλιστικήν εταιρείαν καταβάλλονται άπαντες οι δεδουλευμένοι τόκοι, οίτινες εισεπράχθησαν επί των γενομένων δυνάμει του εδαφίου (1) καταθέσεων εις χρεώγραφα αφαιρουμένων των καθωρισμένων προμηθειών.

(5) Τη αιτήσει της ασφαλιστικής εταιρείας η Κεντρική Τράπεζα-

(α) πωλεί τα δυνάμει του εδαφίου (1) κατατεθειμένα υπό της εταιρείας παρά τη Κεντρική Τραπέζη χρεώγραφα και κρατεί το προκύπτον εκ των πωλήσεων ποσόν ως κατάθεσιν ή

(β) επενδύει εις εγκεκριμένα χρεώγραφα καθοριζόμενα υπό της εταιρείας, ολόκληρον ή μέρος του κατατεθειμένου παρ' αυτή χρηματικού ποσού, ή ολόκληρον ή μέρος του χρηματικού ποσού του εισπραχθέντος υπό της τραπέζης επί τη πωλήσει ή τη λήξει των κατατεθειμένων υπό της εταιρείας χρεωγράφων, και κρατεί τα χρεώγραφα εις α εγένετο η επένδυσις ως κατάθεσιν η Τράπεζα δύναται να χρεώνη την εταιρείαν διά των καθωρισμένων επί τοιούτων πωλήσεων ή επενδύσεων προμηθειών.

(6) Εις περιπτώσεις καθ' ας το εδάφιον (5) τυγχάνει εφαρμογής-

(α) εάν το χρηματικόν ποσόν το εισπραττόμενον επί τη πωλήσει ή τη λήξει των χρεωγράφων (εξαιρουμένων εις την πρώτην των περιπτώσεων των δεδουλευμένων τόκων) είναι έλασσον της τρεχούσης τιμής των χρεωγράφων κατά την ημερομηνίαν της καταθέσεως αυτών, η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να συμπληρώση την διαφοράν εντός περιόδου δύο μηνών από της ημερομηνίας της λήξεως ή πωλήσεως των χρεωγράφων, προβαίνουσα εις περαιτέρω κατάθεσιν είτε τοις μετρητοίς είτε εις εγκεκριμένα χρεώγραφα ων η τρέχουσα τιμή υπολογίζεται κατά την ημερομηνίαν της καταθέσεως, είτε μερικώς τοις μετρητοίς και μερικώς εις ούτω υπολογιζόμενα εγκεκριμένα χρεώγραφα

(β) εάν το χρηματικόν ποσόν το εισπραττόμενον επί τη πωλήσει ή τη λήξει των χρεωγράφων (εξαιρουμένων εις την πρώτην των περιπτώσεων των δεδουλευμένων τόκων) είναι μείζον της τρεχούσης τιμής των χρεωγράφων κατά την ημερομηνίαν της καταθέσεως αυτών, ο Υπουργός δύναται να εξουσιοδοτήση την Κεντρικήν Τράπεζαν όπως επιστρέψη το επί πλέον ποσόν, εφ' όσον ήθελεν ικανοποιηθή ότι είναι ήδη κατατεθειμένον το πλήρες ποσόν συμφώνως τω εδαφίω (1).

(7) Εάν οιονδήποτε μέρος της δυνάμει του παρόντος άρθρου γενομένης καταθέσεως χρησιμοποιηθή διά την εκπλήρωσιν οιασδήποτε υποχρεώσεως της ασφαλιστικής εταιρείας, η εταιρεία οφείλει όπως προβή εις πρόσθετον κατάθεσιν είτε τοις μετρητοίς, είτε εις εγκεκριμένα χρεώγραφα, της τρεχούσης αυτών τιμής λογιζομένης κατά την ημερομηνίαν της καταθέσεως, είτε μερικώς τοις μετρητοίς, και μερικώς εις τοιαύτα χρεώγραφα μέχρις ου καλυφθή το ούτω χρησιμοποιηθέν ποσόν. Ο ασφαλιστής λογίζεται μη συμμορφωθείς προς τας διατάξεις του εδαφίου (1), εφ' όσον δεν ήθελε καλύψει την διαφοράν εντός περιόδου δύο μηνών από της ημερομηνίας καθ' ην εγένετο χρήσις της καταθέσεως ή μέρους αυτής προς εκπλήρωσιν υποχρεώσεων της εταιρείας.

(8) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος "εγκεκριμένα χρεώγραφα" σημαίνει χρεώγραφα εις α ο επίτροπος (trustee) δύναται δυνάμει του περί Επιτρόπων (Trustee Law) Νόμου να τοποθετή κεφάλαια του τραστ (trust), εφ' όσον ο Υπουργός ήθελεν εγκρίνει ταύτα, περιλαμβάνει δε παν έτερον χρεώγραφον όπερ ο Υπουργός ήθελεν επί τούτω εγκρίνει.

(9) Ο Υπουργός δύναται να καθορίση, αναφορικώς προς καταθέσεις διενεργουμένας δυνάμει του παρόντος άρθρου, το ποσόν και την φύσιν των εγκεκριμένων χρεωγράφων, ή των μετρητών ή αμφοτέρων.

Εξασφάλισις καταθέσεων

18.-(1) Αι δυνάμει του άρθρου 17 γενόμενοι καταθέσεις λογίζονται συνιστώσαι μέρος των περιουσιακών στοιχείων, άτινα δυνάμει του άρθρου 20 εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να τοποθετή εις εγκεκριμένην τοποθέτησιν είναι δε ανεκχώρητοι μη υποκείμεναι εις οιανδήποτε επιβάρυνσιν ωσαύτως αι τοιαύται καταθέσεις δεν διατίθενται διά την εκπλήρωσιν υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρείας ετέρων ή των υποχρεώσεων αίτινες απορρέουσιν εξ εγχωρίων ασφαλιστηρίων εκδιδομένων υπό της εταιρείας, εν όσω αι τοιαύται υποχρεώσεις παραμένουσιν ανεκπλήρωτοι αι ως είρηται καταθέσεις ουδόλως υπόκεινται εις κατάσχεσιν προς εκτέλεσιν οιασδήποτε δικαστικής αποφάσεως, πλην αποφάσεως προς όφελος κατόχου ασφαλιστηρίου της εταιρείας αναφορικώς προς χρέος απορρέον εξ εγχωρίου ασφαλιστηρίου, όπερ ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου απέτυχε να εισπράξη καθ' οιονδήποτε έτερον τρόπον.

(2) Κατάθεσις γενομένη αναφορικώς προς ασφαλείας κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών δεν δύναται να διατεθή διά την εκπλήρωσιν υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρείας ετέρων ή των υποχρεώσεων, αίτινες απορρέουσιν εξ εγχωρίων ασφαλιστηρίων κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών εκδιδομένων υπό της εταιρείας.

Επιστροφή καταθέσεων

19. Εις ην περίπτωσιν ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ήθελεν αναστείλει την άσκησιν οιουδήποτε κλάδου ασφαλειών εν τη Δημοκρατία αναφορικώς προς ον εγένετο κατάθεσις δυνάμει του άρθρου 17, αι δε εν τη Δημοκρατία υποχρεώσεις αυτής αι αφορώσαι εις τον ως είρηται κλάδον έχουν ήδη εκπληρωθή ή είναι άλλως κεκαλυμμένοι, ο Υπουργός εξουσιοδοτεί, τη αιτήσει της ασφαλιστικής εταιρείας, την Κεντρικήν Τράπεζαν όπως επιστρέψη τη εταιρεία το μέρος της καταθέσεως το μη αφορών εις τους κλάδους ασφαλίσεως τους οποίους η εταιρεία τυχόν ασκεί εισέτι.

Ασφαλιστική τοποθέτησις

20.-(1) Εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου οφείλει όπως, εντός εξ μηνών από της λήξεως του οικονομικού αυτής έτους, τοποθετή εις εγκεκριμένην τοποθέτησιν περιουσιακά στοιχεία αξίας ίσης τουλάχιστον προς-

(α) το ποσόν των υποχρεώσεων αυτής έναντι κατόχων εγχωρίων ασφαλιστηρίων κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών καθ' όσον αφορά εις απαιτήσεις αίτινες έχουσι λήξει, αφαιρουμένου του ποσού των πληρωμών αίτινες εγένοντο ήδη αναφορικώς προς τοιαύτης φύσεως απαιτήσεις · και

(β) το ποσόν των υποχρεώσεων αυτής έναντι κατόχων εγχωρίων ασφαλιστηρίων κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών, καθ' όσον αφορά εις απαιτήσεις αίτινες δεν έχουσιν εισέτι λήξει ως αύται ήθελον καθορισθή υπό τίνος αναλογιστού και

(γ) ποσόν ίσον προς εβδομήκοντα επί τοις εκατόν των ετησίων εξ ασφαλίστρων ακαθαρίστων εσόδων, αφαιρουμένων των εις εγχώριον αντασφάλισιν καταβαλλομένων ασφαλίστρων προς εταιρείας αίτινες κατέχουσιν άδειαν ασκήσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως εν τη Δημοκρατία, συν τα παρά των τοιούτων εταιρειών εισπραττόμενα ασφάλιστρα δι' εγχώριον αντασφάλισιν, αναφορικώς προς οιονδήποτε έτερον κλάδον ασφαλίσεως πλην των κλάδων μακροπροθέσμων εργασιών θαλάσσης, αέρος και μεταφορών εν τη περιπτώσει του κλάδου θαλάσσης, αέρος και μεταφορών, το ως άνω ποσόν θα είναι ίσον προς τα πεντήκοντα επί τοις εκατόν των τοιούτων εξ ασφαλίστρων εσόδων.

Εν τη εννοία του παρόντος άρθρου "εγκεκριμένη τοποθέτησις" σημαίνει τοποθέτησιν εις ην ο επίτροπος (trustee) δύναται, δυνάμει του περί Επιτρόπων Νόμου (Trustee Law) αλλ' άνευ του περιορισμού του προβλεπομένου υπό της παραγράφου (ε) του άρθρου 4 αναφορικώς προς την τοποθεσίαν της ακινήτου περιουσίας, να προβή εκ των κεφαλαίων του τραστ (trust), εφ' όσον αύτη ήθελε τύχει της εγκρίσεως του Υπουργού σημαίνει ωσαύτως οιανδήποτε τοποθέτησιν εις νόμισμα της Δημοκρατίας ή εις καταθέσεις παρ' οιαδήποτε Τραπέζη κατεχούση άδειαν ασκήσεως τραπεζικών εργασιών εν τη Δημοκρατία ή σε καταθέσεις σε οποιαδήποτε συνεργατική εταιρεία την οποία θα εγκρίνει ο Υπουργός με τους όρους και με τα κριτήρια που θα καθορίσει ο ίδιος, καθώς και με τη σύμφωνη γνώμη του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ή εις οιασδήποτε φύσεως χρεώγραφα, άτινα ήθελον τύχει της εγκρίσεως του Υπουργού. Επιπλέον ο Υπουργός δύναται να επιτρέψη εις ασφαλιστικήν τινα εταιρείαν την τοποθέτησιν ποσού εις ακίνητον περιουσίαν ανήκουσαν εις την εταιρείαν, ως ούτος ήθελε καθορίσει.

Ο Υπουργός δύναται να καθορίζη το ποσόν οιασδήποτε μορφής εγκεκριμένης τοποθετήσεως εις ην οφείλει να προβή ασφαλιστική τις εταιρεία.

(2) Αι εν τω εδαφίω (1) πρόνοιαι δεν θα ισχύουν εις περίπτωσιν:

(α) τοποθετήσεως γενομένης εις νόμισμα έτερον ή το νόμισμα της Δημοκρατίας, ήτις ήθελεν υπερβαίνει το ποσόν το απαιτούμενον προς αντιμετώπισιν των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρείας εν τη Δημοκρατία, κατά την έκτασιν της τοιαύτης διαφοράς· και

(β) οιασδήποτε ασφαλιστικής εργασίας αναληφθείσης προ της 17ης Φεβρουαρίου, 1969 εξαιρουμένης της εισπράξεως ασφαλίστρων μετά την εν λόγω ημερομηνίαν εν σχέσει με τοιαύτης φύσεως εργασίαν.

(3) Εις ην περίπτωσιν ασφαλιστική τις εταιρεία αντασφαλίζει εγχωρίως ετέραν ασφαλιστικήν εταιρείαν αναφορικώς προς ασφαλιστήρια κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών εκδιδόμενα υπό της τελευταίας εταιρείας και πληρωτέα εν τη Δημοκρατία ή αντασφαλίζεται εγχωρίως παρ' ετέρα αδειούχω ασφαλιστική εταιρεία αναφορικώς προς τοιαύτα ασφαλιστήρια, το εν εδαφίω (1) αναφερόμενον ποσόν αυξάνεται εν τη πρώτη περιπτώσει και μειούται εν τη δευτέρα διά του ποσού των εκ της αντασφαλίσεως απορρεουσών υποχρεώσεων.

(4) Η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει όπως διατηρή την δυνάμει του εδαφίου (1) γενομένην τοποθέτησιν περιουσιακών αυτής στοιχείων ελευθέραν παντός βάρους, επιβαρύνσεως, υποθήκης ή δικαιώματος επισχέσεως.

(5) Η δυνάμει του παρόντος άρθρου ασφαλιστική τοποθέτησις εταιρείας δέον όπως σύγκειται εκ περιουσιακών στοιχείων κατεχομένων εν τη Δημοκρατία εκτός καθ' ην έκτασιν ήθελεν εγκριθή η τοποθέτησις εις αλλοδαπά περιουσιακά στοιχεία κατεχόμενα εκτός της Δημοκρατίας τα τοιαύτα περιουσιακά στοιχεία συνιστώσι τραστ (trust) διατίθενται δε προς εκπλήρωσιν υποχρεώσεων της εν εδαφίω (1) αναφερομένης φύσεως υπό επιτρόπων (trustees) της εγκρίσεως του Υπουργού και διαμενόντων εν τη Δημοκρατία· το έγγραφον δι' ου συνιστάται τραστ (trust) ως εν τοις ανωτέρω συντάσσεται και υπογράφεται υπό της ασφαλιστικής εταιρείας τη εγκρίσει του Υπουργού, καθορίζει δε τον τρόπον καθ' ον και μόνον θα γίνεται η διαχείρισις των υπό το τραστ (trust) τελούντων περιουσιακών στοιχείων.

(6) Επί τη εκουσία αποχωρήσει ασφαλιστικής τίνος εταιρείας εκ της Δημοκρατίας, θα επιτρέπεται οιαδήποτε αποδέσμευσις περιουσιακών στοιχείων, τοποθετηθέντων δυνάμει εγγράφου συνιστώντος τραστ (trust) προς τον σκοπόν αποπληρωμής των υποχρεώσεων της εταιρείας ευθύς ως αι υποχρεώσεις αυτής εν τη Δημοκρατία μειωθούν εις τα δύο τρίτα του κεφαλαίου του τραστ (trust) μη περιλαμβανομένου του ποσού του κατατεθημένου δυνάμει του άρθρου 17 του Νόμου.

Κατάστασις ασφαλιστικής τοποθετήσεως

21. -(1) Εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου οφείλει όπως, κατ' έτος και εντός δύο μηνών από της ενάρξεως του έτους, υποβάλλη τω Εφόρω έκθεσιν δεικνύουσαν τα συνιστώντα την ασφαλιστικήν τοποθέτησιν συμφώνως τω άρθρω 20 περιουσιακά στοιχεία, ως ταύτα είχον την 31ην Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους, και περιέχουσαν παν έτερον στοιχείον όπερ ηδύνατο καταδείξει ότι ετηρήθησαν άπασαι αι διατάξεις του εν λόγω άρθρου.

(2) Ο Έφορος κέκτηται διακριτικήν εξουσίαν όπως απαιτήση εξ οιασδήποτε αδειούχου ασφαλιστικής εταιρείας υποκείμενης εις τας διατάξεις του εδαφίου (1) όπως αύτη υποβάλη, προ της 1ης Σεπτεμβρίου, εκάστου ή οιουδήποτε έτους, έκθεσιν της εν εδαφίω (1) φύσεως, δεικνύουσαν την κατάστασιν ως αύτη είχε την 30ήν Ιουνίου.

(3) Εν τη περιπτώσει ασφαλιστικής εταιρείας ης η έδρα κείται εκτός της Δημοκρατίας, ο Έφορος δύναται, τη αιτήσει της ασφαλιστικής εταιρείας, να παρατείνη κατά ένα μήνα τας προθεσμίας των δύο μηνών αίτινες προβλέπονται εν εδαφίοις (1) και (2).

(4) Ο Έφορος δύναται κατά πάντα χρόνον να λάβη τα κατ' αυτόν αναγκαία μέτρα διά την εξέτασιν ή επαλήθευσιν της συμφώνως τω άρθρω 20 γενομένης ασφαλιστικής τοποθετήσεως, ή διά την εξασφάλισιν των στοιχείων άτινα κρίνονται αναγκαία ίνα καταδειχθή η τήρησις των διατάξεων του εν λόγω άρθρου. Η ασφαλιστική εταιρεία δέον όπως συμμορφούται προς πάσαν απαίτησιν του Εφόρου επί τούτω γενομένην, εάν δε δεν πράξη ούτω εντός δύο μηνών από της λήψεως της σχετικής απαιτήσεως, αύτη θα θεωρήται ως μη συμμορφωθείσα προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Απαγόρευσις δανείων

22. Εξαιρουμένων των δανείων επί ασφαλιστηρίων ζωής εκδιδομένων υπό της εταιρείας εντός του πλαισίου της αξίας της εξαγοράς των καθώς επίσης των οικιστικών δανείων των εκδιδομένων συμφώνως προς τας οδηγίας του Υπουργού Οικονομικών εν σχέσει προς εγκεκριμένος επενδύσεις, απαγορεύεται πάσα υπό της ασφαλιστικής εταιρείας παραχώρησις δανείων ή προσωρινών παροχών επί υποθήκη, προσωπική εγγυήσει ή άλλως πως εις οιονδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθύνοντα μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθυντήν, διευθύνοντα αντιπρόσωπον, αναλογιστήν, ελεγκτήν, ή υπάλληλον της εταιρείας, ή εις οιονδήποτε γονέα, σύζυγον, υιόν, θυγατέρα, αδελφόν ή αδελφήν των άνω, ή εις οιανδήποτε ετέραν εταιρείαν ή οίκον εις ον οιονδήποτε των άνω προσώπων κατέχει θέσιν μέλους διοικητικού συμβουλίου, διευθυντού, διευθύνοντος αντιπροσώπου, αναλογιστού, υπαλλήλου ή συνεταίρου:

Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων τυγχάνει εφαρμογής επί δανείων γενομένων υπό ασφαλιστικής εταιρείας-

(α) εις τινα τράπεζαν:

(β) εις τινα υπάλληλον της εταιρείας ή οιονδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθυντήν, διευθύνοντα αντιπρόσωπον, αναλογιστήν ή ελεγκτήν της εταιρείας, δι' οιονδήποτε σκοπόν και υπό τοιούτους όρους ως ήθελον καθορισθή

και διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "υιός" περιλαμβάνει προγονόν και υιοθετηθέντα υιόν, "θυγατέρα" περιλαμβάνει προγονήν και υιοθετηθείσαν θυγατέραν.

Ευθύνη μελών διοικητικού συμβουλίου κ.λ.π. διά ζημίας οφειλομένας εις παραβάσεις των άρθρων 20 και 22

23. Έκαστος των κατωτέρω, ήτοι μέλη διοικητικού συμβουλίου, διευθυντής, διευθύνων αντιπρόσωπος, υπάλληλος ή συνεταίρος, όστις εν γνώσει αυτού μετέχει εις την διάπραξιν παραβάσεως τίνος οιασδήποτε των διατάξεων του άρθρου 20 ή 22, ως εκ της οποίας υφίσταται οιανδήποτε ζημίαν η ασφαλιστική εταιρεία ή οι κάτοχοι ασφαλιστηρίων, υπέχει αλληλέγγυον ευθύνην όπως ανορθώση την γενομένην ζημίαν, και δη ανεξαρτήτως οιασδήποτε ετέρας ποινής εις ην δυνατόν να υπόκειται δυνάμει του παρόντος Νόμου.