5. Οι παραγωγοί υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα.
6.-(1) Ένα προϊόν θεωρείται ασφαλές ως προς τις πτυχές που καλύπτονται από την κυπριακή νομοθεσία, όταν ελλείψει ειδικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που διέπουν την ασφάλειά του, αυτό συμμορφώνεται με τις ειδικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία, οι οποίες είναι συμβατές με τη Συνθήκη, ιδίως τα άρθρα 28 και 30, και οι οποίες καθορίζουν τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας που πρέπει να ικανοποιεί το προϊόν προκειμένου να διατεθεί στο εμπόριο.
(2) Ένα προϊόν θεωρείται ασφαλές ως προς τους κινδύνους και τις κατηγορίες των κινδύνων που καλύπτονται από τα σχετικά κυπριακά πρότυπα, όταν πληροί τα κυπριακά πρότυπα που αποτελούν μεταφορά των ευρωπαϊκών προτύπων, τα στοιχεία αναφοράς των οποίων δημοσιεύονται από τον Εθνικό Φορέα Τυποποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(3) Σε περιπτώσεις άλλες από τις προβλεπόμενες στα εδάφια (1) και (2), η συμμόρφωση ενός προϊόντος προς τη γενική απαίτηση ασφάλειας κρίνεται, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ακόλουθων στοιχείων, εφόσον υπάρχουν:
(α)Των κυπριακών προτύπων που αποτελούν μεταφορά αντίστοιχων ευρωπαϊκών προτύπων άλλων από εκείνων που αναφέρονται στο εδάφιο (2).
(β)των προτύπων που ισχύουν στη Δημοκρατία.
(γ)των συστάσεων της Επιτροπής με τις οποίες ορίζονται οι κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση της ασφάλειας του προϊόντος.
(δ)των κωδίκων ορθής πρακτικής για την ασφάλεια του προϊόντος, οι οποίοι ισχύουν στον συγκεκριμένο τομέα.
(ε)των υφιστάμενων γνώσεων και τεχνικών. και
(στ)της ασφάλειας που δικαιούνται ευλόγως να προσδοκούν οι καταναλωτές.
(4) Η συμμόρφωση ενός προϊόντος με τα κριτήρια που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της γενικής απαίτησης ασφάλειας, ιδίως προς τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3), δεν εμποδίζει την αρμόδια αρχή να λαμβάνει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να περιορίσει τη διάθεσή του στο εμπόριο ή να ζητά την απόσυρσή του από την αγορά ή την ανάκλησή του αν, παρά τη συμμόρφωση αυτή, αποδεικνύεται ότι το προϊόν είναι επικίνδυνο.
7.-(1) Μέσα στα πλαίσια των οικείων δραστηριοτήτων τους, οι παραγωγοί παρέχουν στους καταναλωτές τις απαραίτητες πληροφορίες που θα τους επιτρέψουν να αξιολογήσουν τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει ένα προϊόν, κατά τη διάρκεια της συνήθους ή εύλογα προβλεπτής χρήσης του, όπου οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι αμέσως αντιληπτοί χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση, και να προφυλάσσονται από τους κινδύνους αυτούς:
(2) Μέσα στα πλαίσια των οικείων δραστηριοτήτων τους, οι παραγωγοί λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που προμηθεύουν, τα οποία τους επιτρέπουν:
(α)Να είναι ενήμεροι για τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιάσουν τα προϊόντα αυτά. και
(β)να επιλέγουν τη λήψη κατάλληλων μέτρων περιλαμβανομένης, αν είναι αναγκαίο για την πρόληψη των κινδύνων αυτών, της απόσυρσης των συγκεκριμένων προϊόντων από την αγορά, της επαρκούς και αποτελεσματικής προειδοποίησης των καταναλωτών ή της ανάκλησης των προϊόντων από τους καταναλωτές.
(3) Τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
(α)Την ένδειξη, πάνω στο προϊόν ή στη συσκευασία του, της ταυτότητας και των στοιχείων του παραγωγού, καθώς και των στοιχείων αναφοράς του προϊόντος ή, όπου εφαρμόζεται, της οικείας παρτίδας προϊόντων, εκτός αν η μη αναγραφή είναι δικαιολογημένη, και
(β)τη διενέργεια, στις περιπτώσεις όπου ενδείκνυται, δειγματοληπτικών δοκιμών στα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο, την εξέταση καταγγελιών και, εφόσον απαιτείται, την τήρηση μητρώου καταγγελιών καθώς και την ενημέρωση των διανομέων σχετικά με τον έλεγχο των προϊόντων.
(4) Oι ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) αναλαμβάνονται επί εθελοντικής βάσεως ή κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο (στ) του άρθρου 11.
(5) Η ανάκληση ενός προϊόντος εφαρμόζεται στην έσχατη περίπτωση, όταν οι άλλες ενέργειες δεν επαρκούν για την πρόληψη των ενδεχόμενων κινδύνων, όταν οι παραγωγοί την κρίνουν αναγκαία ή όταν επιβάλλεται τούτο κατόπιν μέτρων που λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή. Η ανάκληση αυτή μπορεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των σχετικών κωδίκων καλής πρακτικής που εφαρμόζονται στη Δημοκρατία, εφόσον υπάρχουν τέτοιοι κώδικες.
8. -(1) Οι διανομείς υποχρεούνται να ενεργούν επιμελώς ώστε να συμβάλλουν στην τήρηση των εφαρμοστέων απαιτήσεων ασφάλειας, ιδίως με το να μην προμηθεύουν προϊόντα, για τα οποία γνωρίζουν, ή για τα οποία όφειλαν να γνωρίζουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν στην κατοχή τους και της επαγγελματικής τους πείρας, ότι δε συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις αυτές.
(2) Επιπλέον οι διανομείς, μέσα στα πλαίσια των οικείων δραστηριοτήτων τους, συμμετέχουν στην παρακολούθηση της ασφάλειας των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο, ιδιαίτερα με τη διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν τους κινδύνους των προϊόντων, με τη φύλαξη και την παροχή των αναγκαίων εγγράφων για τον εντοπισμό της προέλευσης των προϊόντων και με τη συνεργασία τους στις δράσεις που αναλαμβάνονται από τους παραγωγούς και την αρμόδια αρχή για την αποφυγή των κινδύνων.
(3) Μέσα στα πλαίσια των οικείων δραστηριοτήτων τους, λαμβάνουν μέτρα που τους επιτρέπουν να συνεργάζονται αποτελεσματικά με τους παραγωγούς και την αρμόδια αρχή.
9.-(1) Όταν οι παραγωγοί ή οι διανομείς γνωρίζουν, ή όφειλαν να γνωρίζουν, βάσει των πληροφοριών που διαθέτουν και της επαγγελματικής τους πείρας, ότι κάποιο προϊόν που έχουν διαθέσει στην αγορά παρουσιάζει κινδύνους για τον καταναλωτή, ασυμβίβαστους προς τη γενική απαίτηση ασφάλειας, οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τους όρους του Παραρτήματος Ι και αναφέρουν λεπτομέρειες, ιδίως για τις ενέργειες που έχουν αναλάβει προκειμένου να προληφθούν οι κίνδυνοι για τους καταναλωτές.
(2) Οι παραγωγοί και οι διανομείς, στο πλαίσιο των οικείων δραστηριοτήτων τους, συνεργάζονται με την αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος της, σε ενέργειες με στόχο την αποτροπή των κινδύνων που παρουσιάζουν προϊόντα που προμηθεύουν ή έχουν προμηθεύσει.
(3) Η αρμόδια αρχή καθορίζει τις διαδικασίες συνεργασίας που αναφέρονται στο εδάφιο (2), περιλαμβανομένων των διαδικασιών διαλόγου με τους παραγωγούς και τους διανομείς για θέματα ασφάλειας των προϊόντων.