10. Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι παραγωγοί και οι διανομείς τηρούν τις υποχρεώσεις τους στα πλαίσια του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα κατά τρόπο ώστε τα προϊόντα που διαθέτουν στην αγορά να είναι ασφαλή.
11. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή μπορεί να λαμβάνει, μεταξύ άλλων, όλα ή οποιαδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα-
(α)Για κάθε προϊόν:-
(i)να διοργανώνει, έστω και μετά τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά ως ασφαλούς, κατάλληλων ελέγχων των χαρακτηριστικών ασφάλειας του προϊόντος, σε επαρκή κλίμακα, μέχρι το τελευταίο στάδιο της χρήσης ή της κατανάλωσής του.
(ii)να απαιτεί, με ειδοποίηση που επιδίδεται στο κατάλληλο πρόσωπο, κάθε αναγκαία πληροφορία, σχετικά με το προϊόν, σε χρόνο, στον τόπο και με τον τρόπο που εξουσιοδοτημένος λειτουργός θεωρήσει κατάλληλο.
(iii)να διενεργεί δοκιμαστικές αγορές με σκοπό τη λήψη δειγμάτων των προϊόντων για να υποβληθούν σε αναλύσεις ως προς την ασφάλεια τους.
(β)για κάθε προϊόν που ενδέχεται να παρουσιάσει κινδύνους, με την επίδοση, στο κατάλληλο πρόσωπο, ειδοποίησης συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 18,
με την οποία:-
(i)να απαιτεί να φέρει τις ενδεδειγμένες προειδοποιήσεις όσον αφορά τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιάσει, διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και ευκόλως κατανοητό στις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας.
(ii)να υπαγάγει την εμπορία αυτού σε τέτοιες προϋποθέσεις, ώστε να καθίσταται ασφαλές·
(γ)για κάθε προϊόν που ενδέχεται να παρουσιάσει κινδύνους για ορισμένα άτομα, να διατάζει, με την επίδοση ειδοποίησης συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 18, να προειδοποιούνται εγκαίρως τα άτομα αυτά για τον κίνδυνο, με τον κατάλληλο τρόπο, περιλαμβανομένης της δημοσίευσης ειδικών προειδοποιήσεων.
(δ)για κάθε προϊόν που δυνατό να είναι επικίνδυνο, να απαγορεύει προσωρινά την προμήθεια, την πρόταση προμήθειας ή την έκθεση του προϊόντος, για την περίοδο που απαιτείται για τους διάφορους ελέγχους, εξακριβώσεις ή εκτιμήσεις της ασφάλειας με την επίδοση ειδοποίησης αναστολής, σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος Νόμου·
(ε)για κάθε επικίνδυνο προϊόν, την απαγόρευση της εμπορίας του προϊόντος και τη θέσπιση των απαραίτητων συνοδευτικών μέτρων για να εξασφαλιστεί η τήρηση της απαγόρευσης αυτής.
(στ)για κάθε επικίνδυνο προϊόν που ήδη κυκλοφορεί στην αγορά:-
(i)να διατάξει ή διοργανώσει την αποτελεσματική και άμεση απόσυρση του προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 19, και να προειδοποιήσει τους καταναλωτές για τους κινδύνους που παρουσιάζει, με όποιο τρόπο θεωρεί κατάλληλο, περιλαμβανομένης της έκδοσης ανακοίνωσης προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην οποία να αναφέρονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία του προϊόντος, περιλαμβανομένων των στοιχείων του παραγωγού ή/και του διανομέα, το μοντέλο του προϊόντος, τη φύση του κινδύνου που παρουσιάζει το προϊόν, καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλα κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής στοιχεία που αφορούν το προϊόν·
(ii)να διατάξει ή συντονίσει, ή, ενδεχομένως, διοργανώσει με τους παραγωγούς και διανομείς, την ανάκλησή του από τους καταναλωτές και την καταστροφή του κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες.
12.-(1) ´Oταν η αρμόδια αρχή λαμβάνει μέτρα, όπως αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 11 και ειδικά αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους (δ) μέχρι (στ), αυτή οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με τη Συνθήκη και ιδίως τα άρθρα 28 και 30, κατά τρόπο ώστε τα μέτρα αυτά να υλοποιούνται αναλόγως της σοβαρότητας του κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης.
(2) Η αρμόδια αρχή ενθαρρύνει και ευνοεί την εθελοντική δράση των παραγωγών και των διανομέων, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο, ιδιαιτέρως από τα άρθρα 7 μέχρι 9, και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, ενδεχομένως με την κατάρτιση κωδίκων καλής πρακτικής, όπου είναι αναγκαίο.
(3) Η αρμόδια αρχή, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, διοργανώνει ή διατάσσει την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στην παράγραφο (στ) του άρθρου 11, όταν οι ενέργειες που έχουν λάβει οι παραγωγοί και οι διανομείς για εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δεν είναι ικανοποιητικές ή επαρκείς. Η ανάκληση πραγματοποιείται στην έσχατη περίπτωση και μπορεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των σχετικών κωδίκων καλής πρακτικής, αν υπάρχουν.
(4) Σε περίπτωση προϊόντων που εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο, η αρμόδια αρχή λαμβάνει εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους (β) έως (στ) του άρθρου 11. Η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου προσδιορίζεται από την αρμόδια αρχή, η οποία αξιολογεί κάθε περίπτωση ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές.
(5) Τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή δυνάμει του παρόντος άρθρου, απευθύνονται κατά περίπτωση:
(α)Στον παραγωγό.
(β)στους διανομείς, εντός των ορίων των οικείων δραστηριοτήτων τους και ειδικά στον υπεύθυνο του πρώτου σταδίου διανομής του προϊόντος στην αγορά της Δημοκρατίας·
(γ)σε κάθε άλλο πρόσωπο, όταν απαιτείται, με στόχο τη συνεργασία σε ενέργειες που αναλαμβάνονται προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι που απορρέουν από ένα προϊόν.
13.-(1) Για την αποτελεσματική επιτήρηση της αγοράς, με στόχο την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει την εφαρμογή προσεγγίσεων, οι οποίες χρησιμοποιούν ενδεδειγμένα μέσα και διαδικασίες που μπορούν να περιλαμβάνουν ιδίως:
(α)Την κατάρτιση, περιοδική ανανέωση και υλοποίηση προγραμμάτων τομεακής παρακολούθησης, ανά κατηγορίες προϊόντων ή κινδύνων, καθώς και την παρακολούθηση των ενεργειών επιτήρησης, των παρατηρήσεων και των αποτελεσμάτων·
(β)την παρακολούθηση και την ενημέρωση των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων που άπτονται της ασφάλειας των προϊόντων·
(γ)περιοδικές εξετάσεις και αξιολογήσεις της λειτουργίας, των δραστηριοτήτων ελέγχου και της αποτελεσματικότητάς τους, καθώς και, αν χρειάζεται, αναθεώρηση της εφαρμοζόμενης προσέγγισης και οργάνωσης της επιτήρησης.
(2) Η αρμόδια αρχή παρέχει τη δυνατότητα στους καταναλωτές και στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν σε αυτή καταγγελίες σε σχέση με την ασφάλεια του προϊόντος και τις δραστηριότητες ελέγχου και επιτήρησης, και διασφαλίζει ότι οι καταγγελίες αυτές εξετάζονται δεόντως. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει ενεργώς τους καταναλωτές και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη για τις διαδικασίες που θεσπίζονται για το σκοπό αυτό.
14.-(1) Εξουσιοδοτημένος λειτουργός της αρμόδιας αρχής δύναται, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, κατά οποιαδήποτε εύλογη ώρα και επιδεικνύοντας αποδεικτικό της ιδιότητάς του, εάν του ζητηθεί, να ασκήσει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω εξουσίες:
(α)Να επιθεωρεί οποιαδήποτε προϊόντα και να εισέρχεται σε οποιαδήποτε υποστατικά, εκτός από εκείνα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως κατοικία και
(β)να εξετάζει οποιαδήποτε διαδικασία, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε διευθετήσεων για διεξαγωγή δοκιμής, σχετικής με την παραγωγή οποιωνδήποτε προϊόντων.
(2) Αν ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι έχει παραβιαστεί οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή/και Διαταγμάτων σε σχέση με οποιοδήποτε προϊόν, τότε δύναται -
(α)Να απαιτήσει από το κατάλληλο πρόσωπο τις πληροφορίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ιι) της παραγράφου (α) του άρθρου 11.
(β)να πάρει αντίγραφα των πληροφοριών που παρουσιάζονται δυνάμει της παραγράφου (α) ή οποιασδήποτε γενόμενης καταχώρισης σ’ αυτές.
(γ)να κατάσχει και να κατακρατήσει το προϊόν για να διαπιστωθεί, με δοκιμή ή άλλως πως, οποιαδήποτε τέτοια παράβαση.
(3) Ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται να κατάσχει και κατακρατεί -
(α)Οποιοδήποτε προϊόν ή πληροφορίες για τις οποίες έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι μπορεί να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία για αδίκημα σύμφωνα με το Μέρος VI του παρόντος Νόμου.
(β)οποιοδήποτε προϊόν για το οποίο έχει εύλογη αιτία να υποπτεύεται ότι δυνατό να υπόκειται σε δήμευση δυνάμει του άρθρου 20.
15. Η αρμόδια αρχή η οποία προβαίνει σε κατάσχεση οποιουδήποτε προϊόντος ή σχετικών με το προϊόν πληροφοριών δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, οφείλει να πληροφορεί το πρόσωπο από το οποίο αυτά έχουν κατασχεθεί και σε περίπτωση εισαγόμενων προϊόντων τα οποία κατακρατούνται μέσα σε οποιοδήποτε υποστατικό υπό τον έλεγχο των τελωνειακών αρχών της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 22, τον εισαγωγέα των προϊόντων, ότι τα προϊόντα αυτά έχουν κατασχεθεί ή κατακρατηθεί ανάλογα με την περίπτωση.
16.-(1) Τηρουμένων κατά τα λοιπά των σχετικών με την έκδοση και εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων έρευνας διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Επαρχιακός Δικαστής, με βάση ένορκη καταγγελία -
(α)Αφού ικανοποιηθεί ότι -
(i)οποιοδήποτε προϊόν ή πληροφορίες, για τα οποία εξουσιοδοτημένος λειτουργός της αρμόδιας αρχής έχει εξουσία δυνάμει του παρόντος Νόμου να επιθεωρεί, βρίσκονται σε οποιαδήποτε υποστατικά και ότι η επιθεώρησή τους είναι πιθανόν να αποκαλύψει αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη οποιασδήποτε παράβασης του παρόντος Νόμου, ή
(ii)τέτοια παράβαση έχει λάβει χώρα ή πρόκειται να λάβει χώρα σε οποιαδήποτε υποστατικά, και
(β)αφού ικανοποιηθεί επίσης ότι -
(i)η είσοδος στα υποστατικά έχει εμποδιστεί ή είναι πιθανόν να εμποδιστεί και ότι έχει δοθεί στον κάτοχο αυτών ειδοποίηση περί της προθέσεως για αίτηση τέτοιου εντάλματος, ή
(ii)η αίτηση άδειας εισόδου ή η παροχή τέτοιας ειδοποίησης θα ματαίωνε το σκοπό της εισόδου, ή
(iii)τα υποστατικά είναι κενά κατοχής,
δύναται να εκδώσει δικαστικό ένταλμα, με ισχύ ενός μηνός, που να εξουσιοδοτεί οποιοδήποτε λειτουργό της αρμόδιας αρχής να εισέλθει στα υποστατικά.
(2) Εξουσιοδοτημένος λειτουργός που εισέρχεται σε οποιαδήποτε υποστατικά δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 ή δυνάμει δικαστικού εντάλματος βάση του εδαφίου (1), δύναται να συνοδεύεται από τέτοια άλλα πρόσωπα και να έχει μαζί του τέτοιο εξοπλισμό τον οποίο θεωρεί απαραίτητο.
(3) Εγκαταλείποντας οποιαδήποτε υποστατικά στα οποία πρόσωπο είναι εξουσιοδοτημένο να εισέλθει μετά από δικαστικό ένταλμα δυνάμει του εδαφίου (1), το πρόσωπο αυτό οφείλει, εάν τα υποστατικά αυτά είναι κενά κατοχής, να τα εγκαταλείψει σε όποια ασφαλή κατάσταση τα βρήκε, ιδιαίτερα από την άποψη της έξωθεν παραβίασής τους.
17.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο έχει συμφέρον σε οποιοδήποτε προϊόν, το οποίο κατάσχεται ή κατακρατείται δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου, από την αρμόδια αρχή, δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος για επιστροφή του προϊόντος σε αυτό ή σε άλλο πρόσωπο.
(2) Το Δικαστήριο προβαίνει στην έκδοση του αναφερόμενου στο εδάφιο (1) διατάγματος, μόνο εάν ικανοποιηθεί ότι -
(α)Ποινική διαδικασία για αδίκημα αναφορικά με παράβαση, σύμφωνα με το Μέρος VI, σε σχέση με το προϊόν ή διαδικασία δήμευσης του προϊόντος δεν έχει εγερθεί ή, αν έχει εγερθεί, αυτή έχει περατωθεί χωρίς να δημευθεί το προϊόν ή χωρίς να καταδικαστεί οποιοδήποτε πρόσωπο.
(β)σε περίπτωση που τέτοια διαδικασία δεν έχει εγερθεί, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν των τριών μηνών αφότου το προϊόν κατασχέθηκε ή κατακρατήθηκε.
18.-(1) Η αρμόδια αρχή, δυνάμει των εδαφίων (β) και (γ) του άρθρου 11, αφού διαπιστώσει μη συμμόρφωση προϊόντος προς οποιαδήποτε πρόνοια του παρόντος Νόμου ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, επιδίδει ειδοποίηση στον παραγωγό ή το διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση, με την οποία του επισημαίνει την παράβαση και τον καλεί να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, μέσα στο χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην ειδοποίηση, ανάλογα με τη φύση της παράβασης.
(2) Η ειδοποίηση συμμόρφωσης περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
(α)Μέτρα στα οποία θα προβεί η αρμόδια αρχή σε περίπτωση που ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, δε συμμορφωθεί.
(β)μέτρα στα οποία οφείλει να προβεί ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, για να θεωρηθεί ότι συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
(γ)την προθεσμία κατά την οποία ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, οφείλει να παραθέσει τις απόψεις του για την παράβαση, είτε προφορικώς είτε γραπτώς ενώπιον της αρμόδιας αρχής.
(3) Σε περίπτωση πλήρους συμμόρφωσης με την ειδοποίηση συμμόρφωσης, η αρμόδια αρχή οφείλει να απέχει από τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων προτίθετο να λάβει εναντίον του παραγωγού ή του διανομέα, δύναται όμως να λάβει οποιαδήποτε κατά την κρίση της μέτρα για σκοπούς διασφάλισης των συμφερόντων των καταναλωτών.
(4) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η αρμόδια αρχή δύναται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα κρίνει κατάλληλα, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, περιλαμβανομένης της ανάκλησης ή απόσυρσης του προϊόντος, νοουμένου ότι άλλα μέτρα έχουν αποτύχει ή δε θεωρούνται ικανοποιητικά.
19.-(1) Όταν η αρμόδια αρχή ενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 18 ή σύμφωνα με τις παραγράφους (δ) και (στ), του άρθρου 11, επιδίδει στον παραγωγό ή στο διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση, είτε ειδοποίηση αναστολής, η οποία απαγορεύει στο πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται για τόση περίοδο όση καθορίζεται σε αυτή, όχι όμως μεγαλύτερη από έξι μήνες από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης, τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά χωρίς τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, είτε ειδοποίηση απόσυρσης του προϊόντος από την αγορά.
(2) Η ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης οφείλει να -
(α) Περιγράφει το προϊόν με τρόπο που να διακριβώνεται επακριβώς η ταυτότητα του και
(β) εκθέτει τους λόγους για τους οποίους επιδίδεται και τους λόγους για τους οποίους η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι έχει παραβιαστεί ο Νόμος και οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί ή/και Διατάγματα.
(3) Η ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης η οποία επιδίδεται από την αρμόδια αρχή δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να απαιτεί από το πρόσωπο προς το οποίο επιδίδεται, να την τηρεί ενήμερη για το χώρο στον οποίο βρίσκεται το προϊόν κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής ή απόσυρσης.
(4) Επίδοση ειδοποίησης αναστολής αναφορικά με οποιοδήποτε προϊόν, συνεπάγεται τη μη δυνατότητα επίδοσης περαιτέρω ειδοποίησης αναφορικά με το ίδιο προϊόν, εκτός αν κατά τη λήξη της περιόδου που αναγράφεται στην πιο πάνω ειδοποίηση, βρίσκεται σε εκκρεμότητα -
(α)Ποινική διαδικασία εναντίον του προσώπου αυτού για αδίκημα αναφορικά με παράβαση του άρθρου 32.
(β)διαδικασία δήμευσης των προϊόντων δυνάμει του άρθρου 20.
(5) Συγκατάθεση για επαναδιάθεση του προϊόντος στην αγορά που παρέχεται από την αρμόδια αρχή για σκοπούς του εδαφίου (1), δύναται να επιβάλλει τέτοιους όρους για τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά, τους οποίους η αρμόδια αρχή θεωρεί κατάλληλους ως προς τη συμμόρφωση του προϊόντος με τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
20.-(1) Ανεξάρτητα από την έγερση οποιασδήποτε ποινικής δίωξης για αδίκημα αναφορικά με παράβαση των άρθρων 29 μέχρι 31, η αρμόδια αρχή δύναται, σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (4) του άρθρου 18, αφού δώσει ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 19 και τηρουμένων των εκάστοτε εν ισχύει θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας, να αποταθεί διά κλήσεως στο Δικαστήριο δυνάμει του παρόντος άρθρου, ζητώντας την έκδοση διατάγματος για τη δήμευση οποιουδήποτε προϊόντος, για το λόγο ότι αυτό δε συμμορφώνεται με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
(2) Κατόπιν αίτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο προβαίνει στην έκδοση διατάγματος για δήμευση οποιουδήποτε προϊόντος, μόνο αν ικανοποιηθεί ότι -
(α) Πράγματι το προϊόν δε συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα.
(β) το πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης δε συμμορφώνεται με αυτή.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), όταν οποιαδήποτε προϊόντα δημεύονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύνανται να καταστραφούν σύμφωνα με οδηγίες που δίνει το Δικαστήριο:
(4) Εκδίδοντας διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να διατάξει όπως τα προϊόντα στα οποία αναφέρεται το διάταγμα, αντί να καταστραφούν, παραδοθούν σε πρόσωπο που θα ορίσει το Δικαστήριο, υπό τον όρο ότι το πρόσωπο αυτό -
(α) Δε θα διαθέσει τα προϊόντα αυτά στην αγορά ή δε θα τα θέσει σε λειτουργία, εκτός για σκοπούς διάθεσής τους ως άχρηστο υλικό. και
(β) θα συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διαταγή πληρωμής εξόδων ή δαπανών που εκδόθηκε εναντίον του στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης του διατάγματος για τη δήμευση των προϊόντων.
21. Η ειδοποίηση απόσυρσης αναστέλλεται σε περίπτωση που ο παραγωγός ή ο διανομέας, ανάλογα με την περίπτωση, συμφωνεί με την αρμόδια αρχή να τροποποιήσει το προϊόν με τρόπο που να επιτυγχάνεται η συμμόρφωση του προϊόντος με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή/και Διατάγματα, κατά τρόπο ώστε το προϊόν να καταστεί ασφαλές.