14.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται σε όλα τα κατοχυρωμένα επαγγέλματα εκτός από τα επαγγέλματα που εμπίπτουν στις διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΙ.
(2) Επιπρόσθετα από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται επίσης στις περιπτώσεις στις οποίες ο αιτητής, για συγκεκριμένους και εξαιρετικούς λόγους δεν πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Κεφάλαιο ΙΙ του παρόντος Νόμου ή σε σχετικές με την ελευθερία εγκατάστασης διατάξεις που περιλαμβάνονται σε άλλους νόμους και κανονισμούς που μεταφέρουν στην εγχώρια έννομη τάξη διατάξεις κοινοτικών οδηγιών.
15. Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 17 και του εδαφίου (8) του άρθρου 18, ορίζονται τα ακόλουθα επίπεδα επαγγελματικών προσόντων:
(α) βεβαίωση επάρκειας που χορηγείται από αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, βάσει:
(i) είτε εκπαίδευσης που δεν αποτελεί μέρος πιστοποιητικού ή διπλώματος κατά την έννοια των παραγράφων (β), (γ), (δ) ή (ε) ή ειδικής εξέτασης χωρίς προηγούμενη εκπαίδευση, ή της άσκησης του επαγγέλματος σε ένα κράτος μέλος με πλήρη απασχόληση επί τρία συναπτά έτη ή επί ισοδύναμο χρονικό διάστημα με μειωμένο ωράριο, κατά την τελευταία δεκαετία·
(ii) είτε γενικής πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που πιστοποιεί ότι ο κάτοχός της έχει αποκτήσει γενικές γνώσεις·
(β) πιστοποιητικό που βεβαιώνει επιτυχή ολοκλήρωση κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης:
(i) είτε γενικής εκπαίδευσης, συμπληρωμένου με κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης άλλον από εκείνους περί των οποίων η παράγραφος (γ) ή/και με την επιπλέον αυτού του κύκλου σπουδών απαιτούμενη πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος·
(ii) είτε τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, συμπληρωμένου ενδεχομένως με κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης από εκείνους περί των οποίων το στοιχείο (i) ή/και με την επιπλέον αυτού του κύκλου σπουδών απαιτούμενη πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος·
(γ) δίπλωμα που πιστοποιεί ότι ολοκληρώθηκε επιτυχώς:
(i) είτε εκπαίδευση μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου, εκτός από την αναφερόμενη στις παραγράφους (δ) και (ε), διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ή ισοδύναμης διάρκειας υπό καθεστώς μερικής παρακολούθησης, προϋπόθεση πρόσβασης στην οποία αποτελεί κατά κανόνα, μεταξύ άλλων, η ολοκλήρωση του κύκλου δευτεροβάθμιων σπουδών που απαιτείται για την πρόσβαση στην ανώτατη ή ανώτερη εκπαίδευση ή την ολοκλήρωση ισοδύναμης σχολικής εκπαίδευσης στο δεύτερο δευτεροβάθμιο επίπεδο, καθώς και την ενδεχομένως απαιτούμενη επιπλέον αυτού του κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών επαγγελματική κατάρτιση·
(ii) είτε νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση ή, στην περίπτωση νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων, κύκλος επαγγελματικής εκπαίδευσης με ειδική διάρθρωση, με ικανότητες που υπερβαίνουν τις προβλεπόμενες για το επίπεδο β, ισότιμος με το επίπεδο εκπαίδευσης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i), εφόσον η εν λόγω εκπαίδευση παρέχει συγκρίσιμο επαγγελματικό επίπεδο και προετοιμάζει για την ανάληψη ανάλογου επιπέδου ευθυνών και καθηκόντων, με την προϋπόθεση ότι το δίπλωμα συνοδεύεται από πιστοποιητικό του κράτους μέλους καταγωγής·
(δ) δίπλωμα που βεβαιώνει ότι ο κάτοχος έχει ολοκληρώσει επιτυχώς εκπαίδευση μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου, διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) και όχι άνω των τεσσάρων (4) ετών ή ισοδύναμης διάρκειας υπό καθεστώς μερικής παρακολούθησης, το οποίο μπορεί επιπλέον να εκφράζεται με αντίστοιχο αριθμό μονάδων ECTS, σε πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτερης εκπαίδευσης ή σε άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου, και, όπου κρίνεται κατάλληλο, την επιτυχή ολοκλήρωση της επαγγελματικής κατάρτισης που απαιτείται συμπληρωματικά προς τον εν λόγω κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών·
(ε) δίπλωμα που πιστοποιεί ότι ο κάτοχος ολοκλήρωσε επιτυχώς κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών ελάχιστης διάρκειας τεσσάρων (4) ετών ή ισοδύναμης διάρκειας υπό καθεστώς μερικής παρακολούθησης, το οποίο μπορεί επιπλέον να εκφράζεται με αντίστοιχο αριθμό μονάδων ECTS, σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε άλλο ίδρυμα ανάλογου επιπέδου και, όπου κρίνεται κατάλληλο, την επιτυχή ολοκλήρωση της επαγγελματικής κατάρτισης που απαιτείται συμπληρωματικά προς τον εν λόγω κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών.
16.-(1) Κάθε τίτλος εκπαίδευσης ή σύνολο τίτλων εκπαίδευσης που χορηγήθηκε από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, εφόσον πιστοποιεί επιτυχή ολοκλήρωση εκπαίδευσης εντός της Ένωσης, υπό καθεστώς πλήρους ή μερικής παρακολούθησης, εντός ή εκτός πλαισίου επίσημων προγραμμάτων, που έχει αναγνωριστεί από το εν λόγω κράτος μέλος ως ισοδύναμου επιπέδου και παρέχει στον κάτοχό του τα ίδια δικαιώματα ανάληψης ή άσκησης επαγγέλματος, ή προετοιμάζει για την άσκηση του επαγγέλματος εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης που πιστοποιεί εκπαίδευση του άρθρου 15 περιλαμβανομένου του υπό καθορισμό επιπέδου.
(2) Εξομοιώνεται προς αυτόν τον τίτλο εκπαίδευσης, υπό τους ίδιους όρους με τους προβλεπόμενους στο εδάφιο (1), κάθε επαγγελματικό προσόν που, χωρίς να πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με την ανάληψη ή την άσκηση ενός επαγγέλματος, παρέχει στον κάτοχό του κεκτημένα δικαιώματα δυνάμει των εν λόγω διατάξεων. Αυτό εφαρμόζεται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που το κράτος μέλος καταγωγής αυξήσει το επίπεδο εκπαίδευσης που απαιτείται για την εισδοχή σε επάγγελμα και την άσκησή του και εάν κάποιος που έχει παλαιότερα εκπαιδευθεί κατά τρόπον που δεν ικανοποιεί τις νέες απαιτήσεις, απολαμβάνει κεκτημένα δικαιώματα λόγω εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων:
17.-(1)(α) Εάν στη Δημοκρατία απαιτείται για την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος η κατοχή συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων, το αρμόδιο όργανο παρέχει τη δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους πολίτες της Δημοκρατίας, στους αιτούντες που είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται στο άρθρο 15 και απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του.
(β) Οι βεβαιώσεις επάρκειας ή οι τίτλοι εκπαίδευσης εκδίδονται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, στην οποία έχει ανατεθεί αυτή η αρμοδιότητα σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους.
(2) Η πρόσβαση σε επάγγελμα και η άσκησή του, όπως περιγράφεται στο εδάφιο (1), χορηγείται επίσης σε αιτούντες οι οποίοι έχουν ασκήσει το εν λόγω επάγγελμα πλήρους απασχόλησης για ένα (1) έτος ή για αντίστοιχη συνολική διάρκεια σε καθεστώς μερικής απασχόλησης στη διάρκεια των τελευταίων δέκα (10) ετών σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο το εν λόγω επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο, και οι οποίοι διαθέτουν μία (1) ή περισσότερες βεβαιώσεις επάρκειας ή έγγραφα που έχουν εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος στο οποίο το σχετικό επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο.
(3) Οι βεβαιώσεις επάρκειας ή οι τίτλοι εκπαίδευσης πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Έχουν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις κανονιστικές ή τις διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους·
(β) πιστοποιούν την προετοιμασία του κατόχου τους για την άσκηση του οικείου επαγγέλματος.
(4) Η μονοετής επαγγελματική εμπειρία που αναφέρεται στο εδάφιο (2) δεν μπορεί να απαιτείται εάν οι τίτλοι επαγγελματικής εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτών πιστοποιούν ότι έλαβε νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση.
(5) Το αρμόδιο όργανο αποδέχεται το επίπεδο που βεβαιώνεται δυνάμει του άρθρου 15 από το κράτος μέλος καταγωγής, καθώς και το πιστοποιητικό με το οποίο το κράτος μέλος καταγωγής πιστοποιεί ότι η εκπαίδευση για νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα και ο κύκλος εκπαίδευσης ή επαγγελματικής εκπαίδευσης με ειδική διάρθρωση που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 15, είναι ισοδύναμη με το επίπεδο που προβλέπεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (γ) του άρθρου 15.
(6) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου και του άρθρου 18, το αρμόδιο όργανο μπορεί να απορρίψει την αίτηση ανάληψης και άσκησης του επαγγέλματος σε κατόχους βεβαίωσης επάρκειας που κατατάσσεται στην παράγραφο (α) του άρθρου 15 εάν ο εθνικός τίτλος εκπαίδευσης που απαιτείται για την άσκηση του επαγγέλματος στην επικράτειά του εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου (ε) του άρθρου 15.
18.-(1) (α) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος εδαφίου, «τομείς ουσιωδώς διαφορετικοί» σημαίνει τους τομείς γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων που αποκτήθηκαν και είναι απαραίτητες για την άσκηση του επαγγέλματος, οι οποίοι παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της εκπαίδευσης που έχει λάβει ο αιτών σε σχέση με την εκπαίδευση που απαιτείται στη Δημοκρατία.
(β) Οι διατάξεις του άρθρου 17 δεν εμποδίζουν το αρμόδιο όργανο να απαιτεί από τον αιτούντα την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής επί τρία (3) έτη, κατ’ ανώτατο όριο, ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας, εάν:
(i) Η εκπαίδευση που έχει λάβει ο αιτών αφορά τομείς ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από την εκπαίδευση στη Δημοκρατία· ή
(ii) το νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στη Δημοκρατία περιλαμβάνει μία (1) ή περισσότερες νομοθετικά ρυθμιζόμενες επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες δεν υπάρχουν στο αντίστοιχο επάγγελμα στο κράτος μέλος καταγωγής του αιτούντος, και η εκπαίδευση που απαιτείται στη Δημοκρατία αφορά τομείς ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τη βεβαίωση επάρκειας ή τον τίτλο εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτών:
(2) Εάν το αρμόδιο όργανο κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο εδάφιο (1), οφείλει να παρέχει στον αιτητή την ευχέρεια επιλογής μεταξύ της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας.
(3) Εφόσον το αρμόδιο όργανο πιστεύει ότι, για ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, είναι απαραίτητη η παρέκκλιση από την επιλογή που παρέχεται στον αιτητή μεταξύ της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας δυνάμει του εδαφίου (1), ενημερώνει σχετικώς εκ των προτέρων τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή, προσκομίζοντας κατάλληλη αιτιολόγηση για την εν λόγω παρέκκλιση.
(4) [Διαγράφηκε].
(5) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, αναφορικά με το δικαίωμα του αιτούντος για επιλογή, το αρμόδιο όργανο μπορεί να προσδιορίσει είτε περίοδο προσαρμογής είτε δοκιμασία επάρκειας σε περίπτωση που -
(α) Ο κάτοχος επαγγελματικού τίτλου που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του άρθρου 15, υποβάλλει αίτηση για αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων του εφόσον ο επαγγελματικός τίτλος που απαιτείται στη Δημοκρατία κατατάσσεται στο επίπεδο της παραγράφου (γ) του άρθρου 15· ή
(β) ο κάτοχος επαγγελματικού τίτλου που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του άρθρου 15, υποβάλλει αίτηση για αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων του εφόσον ο επαγγελματικός τίτλος που απαιτείται στη Δημοκρατία κατατάσσεται στο επίπεδο των παραγράφων (δ) και (ε) του άρθρου 15∙
(γ) κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση που ο κάτοχος επαγγελματικού τίτλου που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του άρθρου 15 υποβάλει αίτηση για αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων του εφόσον ο εθνικός επαγγελματικός τίτλος που απαιτείται κατατάσσεται στο επίπεδο της παραγράφου (δ) του άρθρου 15, το αρμόδιο όργανο δύναται να επιβάλει περίοδο προσαρμογής καθώς και δοκιμασία επάρκειας.
(6) Στις δραστηριότητες του Παραρτήματος IV όταν ο αιτητής δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 21, 22 και 23, το αρμόδιο όργανο δύναται να απαιτήσει περίοδο προσαρμογής ή δοκιμασία επάρκειας όταν ο αιτητής προτίθεται να ασκήσει, ως αυτοαπασχολούμενος ή ως διευθυντής επιχειρήσεως, επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες απαιτούν τη γνώση και εφαρμογή ισχυόντων ειδικών εθνικών κανόνων, στο μέτρο που η γνώση και εφαρμογή των εθνικών αυτών κανόνων απαιτούνται από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας για την πρόσβαση των Κυπρίων πολιτών στη σχετική δραστηριότητα.
(7) [Καταργήθηκε].
(8) Η απόφαση επιβολής πρακτικής άσκησης προσαρμογής ή δοκιμασίας επάρκειας συνοδεύεται από επαρκή αιτιολόγηση και παρέχονται στον αιτούντα οι ακόλουθες πληροφορίες:
(α) H κατάταξη στο επίπεδο επαγγελματικών προσόντων που απαιτείται στη Δημοκρατία και στο επίπεδο επαγγελματικών προσόντων που κατέχει ο αιτών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15· και
(β) οι τομείς ουσιαστικών διαφορών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και οι λόγοι για τους οποίους οι εν λόγω διαφορές δεν μπορούν να αντισταθμιστούν από γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της επαγγελματικής εμπειρίας ή μέσω διά βίου μάθησης για τις οποίες υπάρχει σχετική τυπική επικύρωση από αρμόδιο φορέα.
(9) Το αρμόδιο όργανο παρέχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να υποβληθεί στη δοκιμασία επάρκειας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), το αργότερο εντός έξι (6) μηνών μετά την αρχική απόφαση για την υποβολή του σε δοκιμασία επάρκειας.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 31(I)/2008
- 34(I)/2017
20. Εφόσον, στη Δημοκρατία, η ανάληψη ή η άσκηση μίας από τις δραστηριότητες του Παραρτήματος IV εξαρτάται από την κατοχή γενικών εμπορικών ή επαγγελματικών γνώσεων και ικανοτήτων, αναγνωρίζεται ως επαρκής απόδειξη των εν λόγω γνώσεων και ικανοτήτων η προηγούμενη άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος. Ο αιτητής πρέπει να έχει πραγματοποιήσει την άσκηση αυτή σύμφωνα με τα άρθρα 21, 22 και 23.
21.-(1) Στην περίπτωση των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στον Κατάλογο Ι του Παραρτήματος IV, η προηγούμενη άσκηση της οικείας δραστηριότητας πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί:
(α) είτε επί έξι συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου ή του διευθυντή επιχείρησης·
(β) είτε επί τρία συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου ή του διευθυντή επιχείρησης, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι για την εν λόγω δραστηριότητα έχει προηγουμένως λάβει τουλάχιστον τριετή εκπαίδευση, η οποία βεβαιώνεται με πιστοποιητικό αναγνωρισμένο από το κράτος μέλος ή κρίνεται απολύτως έγκυρη από το αρμόδιο όργανο·
(γ) είτε επί τέσσερα συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου ή του διευθυντή επιχείρησης, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι για την εν λόγω δραστηριότητα έχει προηγουμένως λάβει τουλάχιστον διετή εκπαίδευση, η οποία βεβαιώνεται με πιστοποιητικό αναγνωρισμένο από το κράτος μέλος ή κρίνεται απολύτως έγκυρη από το αρμόδιο όργανο·
(δ) είτε επί τρία συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι έχει ασκήσει ως μισθωτός την συγκεκριμένη δραστηριότητα επί τουλάχιστον πέντε έτη·
(ε) είτε επί πέντε συναπτά έτη ως διευθυντικό στέλεχος, εκ των οποίων επί τρία τουλάχιστον συναπτά έτη επιφορτισμένος με καθήκοντα τεχνικής φύσεως και υπεύθυνος για ένα τουλάχιστον τμήμα της επιχείρησης, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι, για την συγκεκριμένη δραστηριότητα, έχει λάβει προηγουμένως τουλάχιστον τριετή εκπαίδευση, η οποία βεβαιώνεται με πιστοποιητικό αναγνωρισμένο από το κράτος μέλος ή κρίνεται απολύτως έγκυρη από το αρμόδιο όργανο.
(2) Στις περιπτώσεις των παραγράφων (α) και (δ) του εδαφίου (1), η εν λόγω δραστηριότητα δεν πρέπει να έχει παύσει να ασκείται για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών πριν από την ημερομηνία κατάθεσης του πλήρους φακέλου του αιτητή στο αρμόδιο όργανο.
(3) Για δραστηριότητες της ομάδας ex 855 της ονοματολογίας ΔΤΤΒ, κομμωτήρια, η παράγραφος (ε) του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζεται.
22.-(1) Στην περίπτωση των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στον Κατάλογο ΙΙ του Παραρτήματος IV, η προηγούμενη άσκηση της οικείας δραστηριότητας πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί:
(α) είτε επί πέντε συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου ή του διευθυντή επιχείρησης·
(β) είτε επί τρία συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου ή του διευθυντή επιχείρησης, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι για την εν λόγω δραστηριότητα έχει προηγουμένως λάβει τουλάχιστον τριετή εκπαίδευση, η οποία βεβαιώνεται με πιστοποιητικό αναγνωρισμένο από το κράτος μέλος ή κρίνεται απολύτως έγκυρη από το αρμόδιο όργανο·
(γ) είτε επί τέσσερα συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου ή του διευθυντή επιχείρησης, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι για την εν λόγω δραστηριότητα έχει προηγουμένως λάβει τουλάχιστον διετή εκπαίδευση, η οποία βεβαιώνεται με πιστοποιητικό αναγνωρισμένο από το κράτος μέλος ή κρίνεται απολύτως έγκυρη από το αρμόδιο όργανο·
(δ) είτε επί τρία συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου ή του διευθυντή επιχείρησης, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι έχει ασκήσει ως μισθωτός την συγκεκριμένη δραστηριότητα επί τουλάχιστον πέντε έτη·
(ε) είτε επί πέντε συναπτά έτη με την ιδιότητα του μισθωτού, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι, για την συγκεκριμένη δραστηριότητα, έχει λάβει προηγουμένως τουλάχιστον τριετή εκπαίδευση, η οποία βεβαιώνεται με πιστοποιητικό αναγνωρισμένο από το κράτος μέλος ή κρίνεται απολύτως έγκυρη από το αρμόδιο όργανο·
(στ) είτε επί έξι συναπτά έτη με την ιδιότητα του μισθωτού, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι, για την συγκεκριμένη δραστηριότητα, έχει λάβει προηγουμένως τουλάχιστον διετή εκπαίδευση, η οποία βεβαιώνεται με πιστοποιητικό αναγνωρισμένο από το κράτος μέλος ή κρίνεται απολύτως έγκυρη από το αρμόδιο όργανο.
(2) Στις περιπτώσεις των παραγράφων (α) και (δ) του εδαφίου (1), η εν λόγω δραστηριότητα δεν πρέπει να έχει παύσει να ασκείται για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών πριν από την ημερομηνία κατάθεσης του πλήρους φακέλου του ενδιαφερομένου στο αρμόδιο όργανο.
23.-(1) Στην περίπτωση δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στον Κατάλογο ΙΙΙ του Παραρτήματος IV, η προηγούμενη άσκηση της οικείας δραστηριότητας πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί:
(α) είτε επί τρία συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου ή του διευθυντή επιχείρησης·
(β) είτε επί δύο συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου ή του διευθυντή επιχείρησης, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι, για την συγκεκριμένη δραστηριότητα, έχει λάβει προηγουμένως εκπαίδευση, η οποία βεβαιώνεται με πιστοποιητικό αναγνωρισμένο από το κράτος μέλος ή κρίνεται απολύτως έγκυρη από το αρμόδιο όργανο·
(γ) είτε επί δύο συναπτά έτη με την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου ή του διευθυντή επιχείρησης, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι έχει ασκήσει ως μισθωτός την συγκεκριμένη δραστηριότητα επί τουλάχιστον τρία έτη·
(δ) είτε επί τρία συναπτά έτη ως μισθωτός, εφόσον ο δικαιούχος αποδείξει ότι, για την συγκεκριμένη δραστηριότητα, έχει λάβει προηγουμένως εκπαίδευση, η οποία βεβαιώνεται με πιστοποιητικό αναγνωρισμένο από το κράτος μέλος ή κρίνεται απολύτως έγκυρη από το αρμόδιο όργανο.
(2) Στις περιπτώσεις των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (1), η εν λόγω δραστηριότητα δεν πρέπει να έχει παύσει να ασκείται για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών πριν από την ημερομηνία κατάθεσης του πλήρους φακέλου του ενδιαφερομένου στο αρμόδιο όργανο.
23Α.-(1)(α) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «κοινό πλαίσιο εκπαίδευσης» σημαίνει κοινό σύνολο ελάχιστων γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων που είναι απαραίτητες για την άσκηση ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος.
(β) Ένα κοινό πλαίσιο εκπαίδευσης δεν αντικαθιστά εθνικά προγράμματα κατάρτισης, εκτός εάν αποφασιστεί διαφορετικά δυνάμει εθνικής νομοθεσίας.
(γ) Για σκοπούς ανάληψης και άσκησης επαγγέλματος που κατοχυρώνεται νομοθετικά, οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας παρέχουν στους τίτλους εκπαίδευσης που λήφθησαν βάσει ενός τέτοιου πλαισίου την ίδια ισχύ με τους τίτλους εκπαίδευσης που χορηγεί η Δημοκρατία, με την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πλαίσιο πληρεί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
(2) Ένα κοινό πλαίσιο εκπαίδευσης πρέπει να συμμορφώνεται με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Παρέχει σε περισσότερους επαγγελματίες τη δυνατότητα μετακίνησης μεταξύ των κρατών μελών∙
(β) το σχετικό επάγγελμα στο οποίο εφαρμόζεται είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο, ή η εκπαίδευση και η κατάρτιση που οδηγούν στο επάγγελμα είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενες στο ένα τρίτο τουλάχιστον των κρατών μελών·
(γ) το κοινό σύνολο γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων συνδυάζει τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ικανότητες που απαιτούνται στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης που ισχύουν τουλάχιστον στο ένα τρίτο (1/3) των κρατών μελών:
(δ) βασίζεται στα επίπεδα του ευρωπαϊκού πλαισίου επαγγελματικών προσόντων, όπως ορίζεται στο Παράρτημα II της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 σχετικά με τη θέσπιση του ευρωπαϊκού πλαισίου επαγγελματικών προσόντων για τη διά βίου μάθηση∙
(ε) το σχετικό επάγγελμα δεν καλύπτεται από άλλο κοινό πλαίσιο εκπαίδευσης ούτε υπόκειται σε αυτόματη αναγνώριση·
(στ) έχει ετοιμαστεί κατόπιν μιας διαφανούς κατάλληλης διαδικασίας, από κοινού με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους από κράτη μέλη στα οποία το επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο·
(ζ) επιτρέπει σε υπηκόους άλλων κρατών μελών να είναι επιλέξιμοι για την απόκτηση επαγγελματικών προσόντων δυνάμει του εν λόγω πλαισίου χωρίς να πρέπει να είναι πρώτα μέλη επαγγελματικής οργάνωσης ή να είναι εγγεγραμμένοι σε μια τέτοια οργάνωση.
(3) Οι αντιπροσωπευτικές σε επίπεδο Ένωσης επαγγελματικές οργανώσεις καθώς και οι εθνικές επαγγελματικές οργανώσεις ή αρμόδιες αρχές από το ένα τρίτο (1/3) των κρατών μελών, τουλάχιστον, μπορούν να υποβάλλουν στην Επιτροπή προτάσεις για κοινά πλαίσια εκπαίδευσης που πληρούν τις προϋποθέσεις του εδαφίου (2).
(4) Η Δημοκρατία εξαιρείται από την υποχρέωση καθιέρωσης του κοινού πλαισίου εκπαίδευσης και από την υποχρέωση χορήγησης αυτόματης αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο του εν λόγω κοινού πλαισίου εκπαίδευσης, εάν πληρούται μία (1) από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Δεν υπάρχουν ιδρύματα εκπαίδευσης ή κατάρτισης για να παρέχουν την εν λόγω κατάρτιση για το σχετικό επάγγελμα·
(β) η καθιέρωση του κοινού πλαισίου εκπαίδευσης θα επηρεάσει ενδεχομένως αρνητικά την οργάνωση του συστήματος εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης·
(γ) υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ του κοινού πλαισίου εκπαίδευσης και της εκπαίδευσης που απαιτείται στη Δημοκρατία, οι οποίες συνεπάγονται σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια πολιτική, τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια υγεία ή για την ασφάλεια των αποδεκτών υπηρεσιών ή την προστασία του περιβάλλοντος.
(5) Οι αρμόδιες αρχές, εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη της ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδει η Επιτροπή με σκοπό την κατάρτιση κοινού πλαισίου εκπαίδευσης, κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη -
(α) Το εθνικό σύστημα προσόντων και κατά περίπτωση τους εθνικούς επαγγελματικούς τίτλους που είναι σύμφωνοι με το κοινό πλαίσιο εκπαίδευσης· ή
(β) κάθε χρήση της εξαίρεσης που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, μαζί με την αιτιολόγηση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω εδαφίου:
(6) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης σε ειδικότητες επαγγέλματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές αφορούν επαγγελματικές δραστηριότητες στις οποίες η πρόσβαση και των οποίων η άσκηση είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενες, όπου το επάγγελμα υπόκειται ήδη σε αυτόματη αναγνώριση, αλλά όχι η σχετική ειδικότητα.
23Β.-(1)(α) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «κοινή δοκιμασία εκπαίδευσης» σημαίνει την τυποποιημένη δοκιμασία επάρκειας που διατίθεται σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και προορίζεται για τους κατόχους ιδιαίτερου επαγγελματικού προσόντος.
(β) Η επιτυχής ολοκλήρωση μιας τέτοιας δοκιμασίας σε ένα (1) κράτος μέλος επιτρέπει στον κάτοχο ιδιαίτερου επαγγελματικού προσόντος την άσκηση του επαγγέλματος σε οποιοδήποτε κράτος μέλος υποδοχής υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ισχύουν για τους κατόχους επαγγελματικών τίτλων που έχουν ληφθεί στο εν λόγω κράτος μέλος.
(2) Η κοινή δοκιμασία εκπαίδευσης:
(α) Προσφέρει τη δυνατότητα σε περισσότερους επαγγελματίες να μετακινούνται μεταξύ των κρατών μελών·
(β) εφαρμόζεται σε επάγγελμα το οποίο είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο, ή η εκπαίδευση και η κατάρτιση που οδηγούν στο επάγγελμα αυτό είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενες στο ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον των κρατών μελών·
(γ) προετοιμάζεται κατόπιν μιας διαφανούς κατάλληλης διαδικασίας, από κοινού με τους σχετικούς ενδιαφερόμενους από κράτη μέλη όπου το επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο·
(δ) επιτρέπει στους υπηκόους οποιουδήποτε κράτους μέλους να συμμετέχουν στη δοκιμασία αυτή και στην πρακτική οργάνωση των εν λόγω δοκιμασιών σε κράτη μέλη χωρίς να είναι πρωτίστως μέλη επαγγελματικής οργάνωσης ή να είναι εγγεγραμμένοι σε τέτοια οργάνωση.
(3) Οι αντιπροσωπευτικές, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, επαγγελματικές οργανώσεις, καθώς και οι εθνικές επαγγελματικές οργανώσεις ή αρμόδιες αρχές από ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον των κρατών μελών μπορούν να υποβάλλουν στην Επιτροπή προτάσεις για κοινές δοκιμασίες εκπαίδευσης που πληρούν τις προϋποθέσεις του εδαφίου (2).
(4) Η Δημοκρατία εξαιρείται από την υποχρέωση διοργάνωσης της κοινής δοκιμασίας εκπαίδευσης που προνοείται στο παρόν άρθρο και από την υποχρέωση χορήγησης αυτόματης αναγνώρισης σε επαγγελματίες που έχουν επιτύχει στην κοινή δοκιμασία εκπαίδευσης, εάν πληρούται μία (1) από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Το σχετικό επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο στη Δημοκρατία·
(β) το περιεχόμενο της κοινής δοκιμασίας εκπαίδευσης δεν θα μειώσει ικανοποιητικά τους σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία ή για την ασφάλεια των αποδεκτών υπηρεσιών, οι οποίοι έχουν σχέση με τη Δημοκρατία·(γ)το περιεχόμενο της κοινής δοκιμασίας εκπαίδευσης θα καθιστούσε την πρόσβαση στο επάγγελμα πολύ λιγότερο ελκυστική σε σύγκριση με τις εθνικές απαιτήσεις.
(5) Οι αρμόδιες αρχές εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη της ισχύος της σχετικής κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδει η Επιτροπή, κοινοποιούν στην Επιτροπή και σε άλλα κράτη μέλη:
(α) Την ικανότητα που διαθέτουν για τη διοργάνωση αυτού του είδους των δοκιμασιών· ή
(β) κάθε χρήση της εξαίρεσης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), μαζί με την αιτιολόγηση αναφορικά με τις προϋποθέσεις του ίδιου εδαφίου που πληρούνται:
24.-(1) Το αρμόδιο όργανο, εφόσον αποφαίνεται επί αιτήσεως αδείας για την άσκηση του οικείου νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος κατ’ εφαρμογήν του παρόντος Μέρους, μπορεί να απαιτεί τα έγγραφα και τα πιστοποιητικά του Παραρτήματος V.
(2) Η ημερομηνία έκδοσης των εγγράφων που αναφέρονται στο Παράρτημα V σημείο 1, παράγραφοι (δ), (ε) και (στ) δεν μπορεί, κατά την προσκόμισή τους, να υπερβαίνει τους τρεις μήνες.
(3) Τα αρμόδια όργανα, οι οργανισμοί και άλλα νομικά πρόσωπα διασφαλίζουν το απόρρητο των παρεχόμενων πληροφοριών.
(4) Σε περίπτωση δικαιολογημένων αμφιβολιών, το αρμόδιο όργανο δύναται να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιβεβαίωση της γνησιότητας των βεβαιώσεων και πιστοποιητικών και των τίτλων εκπαίδευσης που χορηγούνται σε αυτό το κράτος μέλος.
(5) Σε περιπτώσεις δικαιολογημένων αμφιβολιών, εφόσον έχουν εκδοθεί τίτλοι εκπαίδευσης από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και περιλαμβάνουν την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, το αρμόδιο όργανο έχει το δικαίωμα να επαληθεύει με τον αρμόδιο φορέα στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου:
(α) κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που βρίσκεται στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου·
(β) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου· και
(γ) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε τον τίτλο.
(5Α) Σε περίπτωση δικαιολογημένων αμφιβολιών, το αρμόδιο όργανο μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους να επιβεβαιώσουν το γεγονός ότι δεν έχει επιβληθεί στον αιτούντα αναστολή ή απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματός του ως αποτέλεσμα σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος ή καταδίκης για ποινικά αδικήματα που σχετίζονται με την άσκηση οποιασδήποτε από τις επαγγελματικές δραστηριότητές του.
(5Β) Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών διαφόρων κρατών μελών δυνάμει του παρόντος άρθρου διεξάγεται μέσω του ΙΜΙ.
(6) Εφόσον απαιτείται από τους πολίτες της Δημοκρατίας ένορκη ή επίσημη δήλωση για την ανάληψη νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος, και στις περιπτώσεις όπου ο τύπος της εν λόγω ένορκης ή επίσημης δήλωσης δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί από τους πολίτες των άλλων κρατών μελών, λαμβάνεται πρόνοια ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον ενδιαφερόμενο κατάλληλος και ισοδύναμος τύπος.
25.-(1) Το αρμόδιο όργανο βεβαιώνει την παραλαβή του φακέλου του αιτητή εντός ενός μηνός από την εν λόγω παραλαβή και τον ενημερώνει για τα τυχόν ελλείποντα έγγραφα.
(2) Η διαδικασία εξέτασης αιτήσεως αδείας για την άσκηση νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος πρέπει να ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατόν και να πιστοποιείται από δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, και πάντως εντός τριών μηνών από την κατάθεση του πλήρους φακέλου του αιτητή. Ωστόσο, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στα Κεφάλαια Ι και ΙΙ του παρόντος Μέρους.
(3) Η απόφαση αυτή ή η απουσία απόφασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας μπορεί να προσβληθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
26.-(1) Εφόσον στη Δημοκρατία, η χρήση του επαγγελματικού τίτλου σχετικά με μία από τις δραστηριότητες του συγκεκριμένου επαγγέλματος έχει ρυθμισθεί νομοθετικά, οι πολίτες των άλλων κρατών μελών που αποκτούν το δικαίωμα να ασκούν νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα βάσει του παρόντος Μέρους, φέρουν τον επαγγελματικό τίτλο που ισχύει στη Δημοκρατία και αντιστοιχεί στο εν λόγω επάγγελμα, και κάνουν χρήση της ενδεχόμενης σύντμησής του.
(2) Εφόσον ένα επάγγελμα είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στη Δημοκρατία από ένωση ή οργανισμό, οι πολίτες των κρατών μελών δικαιούνται να χρησιμοποιούν τον επαγγελματικό τίτλο που έχει χορηγηθεί από την ένωση ή τον οργανισμό, ή τη σύντμησή του, μόνο εάν αποδεικνύουν ότι είναι μέλη του εν λόγω οργανισμού ή της εν λόγω ένωσης:
(3) Η Δημοκρατία δεν εκχωρεί τη χρήση του επαγγελματικού τίτλου αποκλειστικά στους κατόχους επαγγελματικών προσόντων εάν δεν έχει προηγουμένως κοινοποιήσει την ένωση ή την οργάνωση στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Νόμου.