ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΣYΣTAΣH EYPΩΠAΪKΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Ή ΔIAΔIKAΣIA ΓIA THN ENHMEPΩΣH TΩN EPΓAZOMENΩN KAI TH ΔIABOYΛEYΣH ME AYTOYΣ
Ευθύνη για τη σύσταση ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή την καθιέρωση διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και την διαβούλευση με αυτούς

7.(1) H κεντρική διεύθυνση είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία των προϋποθέσεων και των μέσων που είναι αναγκαία για τη σύσταση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή τη θέσπιση μιας διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση, που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4, στην επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας και τον κοινοτικής κλίμακας όμιλο επιχειρήσεων.

(2)(α) Όταν η κεντρική διεύθυνση δε βρίσκεται σε κράτος μέλος, ο εκπρόσωπος της κεντρικής διεύθυνσης σε κράτος μέλος, ο οποίος θα πρέπει, ενδεχομένως, να διορίζεται, φέρει την ευθύνη που αναφέρεται στο εδάφιο (1). και

(β) Eάν δεν υπάρχει τέτοιος εκπρόσωπος, την ευθύνη που αναφέρεται στο εδάφιο (1) έχει η διεύθυνση της εγκατάστασης ή της επιχείρησης του ομίλου η οποία απασχολεί το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων σε κράτος μέλος.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως κεντρική διεύθυνση θεωρείται ο εκπρόσωπος ή οι εκπρόσωποι της διεύθυνσης ή, αν δεν υπάρχουν, η διεύθυνση που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2).

(4) Κάθε διεύθυνση επιχείρησης μέλους ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, καθώς και η κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) κεντρική διεύθυνση ή η κατά τεκμήριο κεντρική διεύθυνση της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας είναι υπεύθυνη για την εξασφάλιση και τη διαβίβαση στα ενδιαφερόμενα μέρη των απαραίτητων πληροφοριών για την έναρξη των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 8, και ιδίως των πληροφοριών που αφορούν τη δομή της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων και τον αριθμό των εργαζομένων. Η υποχρέωση αυτή αφορά ιδίως τις πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό εργαζομένων δυνάμει των ερμηνευτικών διατάξεων «επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας» και «κοινοτικής κλίμακας όμιλος επιχειρήσεων», που ορίζονται στο άρθρο 2.

Ειδική διαπραγματευτική ομάδα

8.(1) Για υλοποίηση του στόχου που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3, η κεντρική διεύθυνση αρχίζει τις διαπραγματεύσεις για τη σύσταση ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή τη θέσπιση διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση, με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από γραπτό αίτημα τουλάχιστο εκατό (100) εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους, οι οποίοι υπάγονται τουλάχιστον σε δύο επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε δύο τουλάχιστο διαφορετικά κράτη μέλη.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου συγκροτείται ειδική διαπραγματευτική ομάδα.

(3)(α) Οι αντιπρόσωποι που συμμετέχουν στην ειδική διαπραγματευτική ομάδα εκλέγονται με τους αναπληρωτές τους με την παρακάτω προτεραιότητα, ως εξής:

(i) Από τις υπάρχουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις· και

(ii) όπου δεν υπάρχουν, απευθείας από τους εργαζομένους με άμεση εκλογή.

(β) Οι εργαζόμενοι στις εγκαταστάσεις ή/και επιχειρήσεις στις οποίες δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση αυτών των τελευταίων, έχουν δικαίωμα να εκλέγουν ή να διορίζουν οι ίδιοι τα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας.

Σύσταση ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας

9.(1) Τα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας εκλέγονται ή διορίζονται κατ’ αναλογία προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται σε έκαστο κράτος μέλος από την επιχείρηση κοινοτικής κλίμακας ή τον όμιλο επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας, κατανέμοντας σε κάθε κράτος μέλος μια έδρα ανά μερίδα εργαζομένων που απασχολούνται σε αυτό το κράτος μέλος ίση με το 10 % του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνται στο σύνολο των κρατών μελών ή κλάσμα της εν λόγω μερίδας·

(2) Eφόσον υπάρξει αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της κεντρικής διεύθυνσης και του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων δύναται να αναγνωριστεί δυνατότητα συμμετοχής εκπροσώπων των εργαζομένων τρίτων χωρών ως απλών παρατηρητών.

(3) H κεντρική διεύθυνση και οι τοπικές διευθύνσεις, καθώς και οι αρμόδιες ευρωπαϊκές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών ενημερώνονται για τη σύνθεση της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας και για την έναρξη των διαπραγματεύσεων.

Καθήκοντα ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας

10.(1) H ειδική διαπραγματευτική ομάδα είναι υπεύθυνη με την κεντρική διεύθυνση για τον καθορισμό, μαζί με γραπτή συμφωνία, του πεδίου δράσης, της σύνθεσης, των καθηκόντων και της διάρκειας της θητείας του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων ή των ευρωπαϊκών συμβουλίων εργαζομένων ή τις ρυθμίσεις της διαδικασίας για την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς.

(2) Mε την προοπτική σύναψης συμφωνίας δυνάμει του άρθρου 11, η κεντρική διεύθυνση συγκαλεί συνεδρίαση με την ειδική διαπραγματευτική ομάδα και ενημερώνει τις τοπικές διευθύνσεις σχετικά:

Νοείται ότι και μετά από κάθε συνεδρίαση με την κεντρική διεύθυνση, η ειδική διαπραγματευτική ομάδα έχει το δικαίωμα να συνεδριάζει, με τα απαραίτητα μέσα για την επικοινωνία των μελών της, χωρίς την παρουσία των εκπροσώπων της κεντρικής διεύθυνσης.

(3) Για τους σκοπούς των διαπραγματεύσεων, η ειδική διαπραγματευτική ομάδα δύναται να ζητεί να επικουρείται στο έργο της από εμπειρογνώμονες της επιλογής της, στους οποίους είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνονται εκπρόσωποι των αρμοδίων αναγνωρισμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εμπειρογνώμονες και οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι δύνανται να παρευρίσκονται, με συμβουλευτική ιδιότητα, στις διαπραγματευτικές συνεδριάσεις, κατόπιν αιτήματος της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας.

(4)(α) H ειδική διαπραγματευτική ομάδα, με πλειοψηφία τουλάχιστον δύο τρίτων, δύναται να αποφασίζει είτε να μην ξεκινήσει διαπραγματεύσεις σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου είτε να ακυρώσει τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται ήδη.

(β) H απόφαση αυτή τερματίζει τη διαδικασία για τη σύναψη συμφωνίας που προβλέπεται στο άρθρο 11. Όταν λαμβάνεται η απόφαση αυτή, οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 16 δεν έχουν εφαρμογή.

(γ) Nέο αίτημα σύγκλησης της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας μπορεί να υποβληθεί το ενωρίτερο δύο έτη μετά την προαναφερόμενη απόφαση, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη ορίσουν συντομότερη προθεσμία.

(5) Tις δαπάνες τις σχετικές με τις διαπραγματεύσεις που αναφέρονται στα εδάφια (1), (2) και (3), τις αναλαμβάνει η κεντρική διεύθυνση, κατά τρόπο ώστε η ειδική διαπραγματευτική ομάδα να δύναται να εκπληρώνει την αποστολή της αποτελεσματικότερα. Συγκεκριμένα η κεντρική διεύθυνση αναλαμβάνει τις ακόλουθες δαπάνες:

(α) της εκλογής ή του διορισμού των μελών της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας·

(β) της οργάνωσης των συναντήσεων της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών διερμηνείας, διαμονής, οδοιπορικών εξόδων, συντήρησης των μελών της και εξόδων εκτύπωσης και κοινοποίησης των αποτελεσμάτων· και

(γ) ενός εμπειρογνώμονα από την ειδική διαπραγματευτική ομάδα προκειμένου να τη βοηθήσει στα καθήκοντά της.

Περιεχόμενο της συμφωνίας

11.(1) H κεντρική διεύθυνση και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα οφείλουν να διαπραγματεύονται με πνεύμα συνεργασίας με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τις λεπτομέρειες της υλοποίησης της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης με αυτούς, οι οποίες προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3.

(2) Άνευ επηρεασμού της αυτονομίας των μερών, η συμφωνία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η οποία διατυπώνεται γραπτώς μεταξύ της κεντρικής διεύθυνσης και της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, προσδιορίζει τα ακόλουθα:

(α) τις επιχειρήσεις μέλη του κοινοτικής κλίμακας ομίλου επιχειρήσεων ή τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης κοινοτικής κλίμακας, τις οποίες αφορά η συμφωνία·

(β) τη σύνθεση του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων, τον αριθμό των μελών, την κατανομή των εδρών, λαμβανομένης υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, της ανάγκης ισόρροπης εκπροσώπησης των εργαζομένων κατά δραστηριότητα, κατηγορία εργαζομένων και φύλο, και τη διάρκεια της θητείας·

(γ) τα καθήκοντα του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και τη διαδικασία για την ενημέρωσή του και τη διαβούλευση με αυτό, καθώς και τις ρυθμίσεις διασύνδεσης μεταξύ της ενημέρωσης και διαβούλευσης του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και της ενημέρωσης και διαβούλευσης των εθνικών οργάνων εκπροσώπησης των εργαζομένων, τηρουμένων των αρχών στις οποίες αναφέρεται το εδάφιο (3) του άρθρου 3·

(δ) τον τόπο, τη συχνότητα και τη διάρκεια των συνεδριάσεων του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων·

(ε) τη σύνθεση, τη διαδικασία διορισμού, τα καθήκοντα και τους κανόνες λειτουργίας της επιτροπής περιορισμένης σύνθεσης που μπορεί συνιστάται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων·

(στ) τους οικονομικούς πόρους και τα υλικά μέσα που διατίθενται στο ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων·

(ζ) την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας και τη διάρκειά της, τις ρυθμίσεις βάσει των οποίων δύναται να τροποποιηθεί η συμφωνία ή να καταγγελθεί, καθώς και τις περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να γίνεται επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας και τη διαδικασία για την επαναδιαπραγμάτευσή της, συμπεριλαμβανομένων, των περιπτώσεων εκείνων κατά τις οποίες επέρχονται τροποποιήσεις στη δομή της κοινοτικής κλίμακας επιχείρησης ή ομίλου επιχειρήσεων.

(3)(α) H κεντρική διεύθυνση και η ειδική διαπραγματευτική ομάδα δύνανται να αποφασίζουν γραπτώς και να θεσπίζουν μία ή περισσότερες διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης αντί να συστήνουν ευρωπαϊκό συμβούλιο εργαζομένων.

(β) H συμφωνία προβλέπει ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι εκπρόσωποι των εργαζομένων έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται προκειμένου να προβούν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις πληροφορίες που τους ανακοινώνονται.

(γ) Oι πληροφορίες αυτές αφορούν, ιδίως, τα διακρατικά θέματα τα οποία επηρεάζουν σημαντικά τα συμφέροντα των εργαζομένων.

(4) Oι συμφωνίες που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (3) δεν υπόκεινται, εκτός εάν οι εν λόγω συμφωνίες προβλέπουν διαφορετικά, στις επικουρικές υποχρεώσεις των άρθρων 12 έως 16.

(5) Για τους σκοπούς της σύναψης των συμφωνιών που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (3), η ειδική διαπραγματευτική ομάδα αποφασίζει με πλειοψηφία των μελών της.