15.-(1) Σε περίπτωση που τα μέρη σε οικογενειακή διαφορά συμφωνήσουν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση για την επίλυση οικογενειακής τους διαφοράς, επιλέγουν εκ συμφώνου διαμεσολαβητή από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών:
(2) Ο διαμεσολαβητής δύναται να αρνηθεί τον διορισμό του χωρίς αιτιολογία.
16. Τα μέρη σε οικογενειακή διαφορά δύνανται να τη ρυθμίσουν ή να την επιλύσουν εν όλω ή εν μέρει μέσω διαμεσολάβησης, χωρίς να αποταθούν στο δικαστήριο.
17.-(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί δικαστική διαδικασία το αντικείμενο της οποίας είναι οικογενειακή διαφορά δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν από την έκδοση απόφασης, εφόσον κρίνει ότι η διαφορά των μερών έχει πιθανότητες να επιλυθεί μέσω διαμεσολάβησης, να καλέσει τους διαδίκους να παραστούν ενώπιόν του, για να τους ενημερώσει αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας διαμεσολάβησης και τη δυνατότητα επίλυσης της οικογενειακής διαφοράς τους με τη διαδικασία αυτή.
(2) Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να κρίνει κατά πόσο η διαφορά ενώπιόν του έχει πιθανότητες επίλυσης μέσω διαμεσολάβησης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά πόσο-
(α) Aπό τα στοιχεία που έχει ενώπιόν του ενδέχεται η υπόθεση να εμπεριέχει στοιχεία ενδοοικογενειακής βίας,
(β) η διεξαγωγή διαμεσολάβησης είναι προς το συμφέρον του παιδιού:
(γ) τα μέρη επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι πρόθυμα να συμβάλουν στην επίλυση των διαφορών τους μέσω διαμεσολάβησης.
(3) Σε περίπτωση που η οικογενειακή διαφορά επηρεάζει παιδί, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει αυτό απαραίτητο και εφόσον από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του διαφαίνεται ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των γονέων και του παιδιού, δύναται να θέσει ως προϋπόθεση για την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας, για να διεξαχθεί διαμεσολάβηση, την εκπροσώπηση του παιδιού στη διαδικασία διαμεσολάβησης, ανεξάρτητα από τους γονείς του, από τον Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού ή εκπρόσωπό του και, σε περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους διαδίκους δεν συμφωνήσει με την προϋπόθεση αυτή, το δικαστήριο δεν εκδίδει απόφαση για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας για να διεξαχθεί διαμεσολάβηση, και συνεχίζει τη δικαστική διαδικασία.
18.-(1) Σε περίπτωση που οι διάδικοι σε οικογενειακή υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου επιθυμούν να προσπαθήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους με διαμεσολάβηση, δηλώνουν την επιθυμία τους αυτή ενώπιον του δικαστηρίου και το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και εφόσον κρίνει ότι η διαφορά των διαδίκων έχει πιθανότητα να επιλυθεί μέσω διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17, δύναται να αποφασίσει την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας, για να διεξαχθεί διαμεσολάβηση:
(2) Όταν συμπληρωθεί η χρονική διάρκεια της διαμεσολάβησης που καθορίζεται στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) απόφαση του δικαστηρίου, οι διάδικοι ενημερώνουν το δικαστήριο για την ακολουθούμενη διαδικασία και το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης, αν υπάρχει, και, σε περίπτωση που δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία συμβιβασμού, το δικαστήριο δύναται, κατόπιν κοινού αιτήματος των διαδίκων, να αναβάλει εκ νέου τη δικαστική διαδικασία για το χρονικό διάστημα που κρίνει αναγκαίο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαμεσολάβησης και το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.
(3) Το δικαστήριο δύναται, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διαδίκου, να διακόψει τη διαδικασία διαμεσολάβησης πριν από τη λήξη της καθορισμένης, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, προθεσμίας.
19. Σε περίπτωση που, μετά το πέρας δικαστικής διαδικασίας που αφορά συγκεκριμένη οικογενειακή υπόθεση, προκύψει διαφορά αναφορικά με την εκτέλεση διατάγματος που εκδόθηκε από το δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας για την υπόθεση αυτή και προκύπτει ανάγκη είτε τροποποίησης του διατάγματος αυτού είτε καθορισμού του τρόπου εκτέλεσής του, τα μέρη μπορούν να προχωρήσουν σε διαμεσολάβηση εφαρμόζοντας τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
20. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 18, για τη διεξαγωγή διαδικασίας διαμεσολάβησης τα μέρη επιλέγουν διαμεσολαβητή από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών και τα μέρη και ο διαμεσολαβητής συνάπτουν γραπτή συμφωνία διαμεσολάβησης, στην οποία καθορίζονται τα ακόλουθα:
(α) Ο τρόπος διεξαγωγής της διαδικασίας διαμεσολάβησης·
(β) η διάρκειά της·
(γ) η υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, όπως αυτή καθορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27·
(δ) η υποχρέωση διεξαγωγής των συζητήσεων και διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο διαδικασίας διαμεσολάβησης υπό καθεστώς επαγγελματικού απορρήτου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28·
(ε) ο τρόπος καθορισμού της αμοιβής του διαμεσολαβητή, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12, καθώς και το ποσοστό της αμοιβής που θα καταβληθεί από το κάθε μέρος στη διαμεσολάβηση και οι όροι πληρωμής του διαμεσολαβητή·
(στ) οποιαδήποτε άλλα έξοδα της διαδικασίας· και
(ζ) κάθε άλλο ζήτημα κρίνουν αναγκαίο:
21. Η ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας διαμεσολάβησης είναι η ημερομηνία κατά την οποία υπογράφηκε η συμφωνία διαμεσολάβησης ή, στην περίπτωση διεξαγωγής διαμεσολάβησης στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας, η ημερομηνία έκδοσης της προβλεπόμενης στο άρθρο 18 απόφασης του δικαστηρίου.
22. Ο καθορισμός της διαδικασίας διαμεσολάβησης επαφίεται στην κρίση του διαμεσολαβητή, ο οποίος επιδιώκει να διεξαχθεί η διαμεσολάβηση κατά τρόπο αποτελεσματικό, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της διαμεσολάβησης, όπως καθορίζεται στο άρθρο 4.
23.-(1) Ο διαμεσολαβητής δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να επικοινωνεί και να διεξάγει χωριστές συναντήσεις με τα μέρη.
(2) Σε περίπτωση που η οικογενειακή διαφορά που αποτελεί το αντικείμενο της διαμεσολάβησης είναι διασυνοριακή, η διαδικασία διαμεσολάβησης δύναται να διενεργείται με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας:
24.-(1) Η διαμεσολάβηση διεξάγεται σε χώρο ο οποίος συμφωνείται από κοινού από τα μέρη και τον διαμεσολαβητή και ο οποίος επιλέγεται λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που διέπουν τη διαμεσολάβηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5.
(2) Ο διαμεσολαβητής διαβουλεύεται με τα μέρη, προκειμένου να καθορίζονται κατάλληλες ημερομηνίες για τη διεξαγωγή διαμεσολάβησης.
25. Ο διαμεσολαβητής, σε συμφωνία με τα μέρη, ορίζει τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες διεξάγεται η διαδικασία διαμεσολάβησης και στις οποίες διατυπώνεται τυχόν συμφωνία συμβιβασμού.
26.-(1) Όπου ενδείκνυται και με τη σύμφωνη γνώμη όλων των μερών, δύναται να διευθετηθεί η συμμετοχή εμπειρογνώμονα στη διαδικασία διαμεσολάβησης.
(2) Σε περίπτωση που κληθεί εμπειρογνώμονας, τα έξοδα αυτού βαραίνουν τα μέρη από κοινού.
27.-(1) Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και η εμπιστευτικότητα δεσμεύει οποιοδήποτε λαμβάνει μέρος σε αυτή.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) και ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει νόμου, ο διαμεσολαβητής και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εμπλέκεται διοικητικά ή άλλως πως στη διαδικασία διαμεσολάβησης δεν αποκαλύπτει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στοιχεία και πληροφορίες που έχουν προκύψει από διαδικασία διαμεσολάβησης ή έχουν σχέση με αυτήν, εκτός εάν-
(α) Έχει προηγουμένως εξασφαλιστεί η συγκατάθεση κάθε μέρους στη διαδικασία διαμεσολάβησης ή αν έχει εκδοθεί διάταγμα δικαστηρίου που να επιβάλλει την μαρτυρία ή/και την αποκάλυψη αυτή,
(β) η υποχρέωση αποκάλυψης τέτοιων στοιχείων ή πληροφοριών επιβάλλεται από νόμο της Δημοκρατίας,
(γ) τούτο είναι αναγκαίο για επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης της Δημοκρατίας, κυρίως για να εξασφαλιστεί η προστασία των πρωταρχικών συμφερόντων των παιδιών ή να αποφευχθεί ο κίνδυνος να θιγεί η σωματική ή ψυχολογική ακεραιότητα προσώπου, ή
(δ) η κοινολόγηση του περιεχομένου της συμφωνίας που προέκυψε από τη διαμεσολάβηση είναι απαραίτητη για την εφαρμογή ή την εκτέλεση αυτής της συμφωνίας.
(3) Η προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο υποχρέωση του διαμεσολαβητή για τήρηση της εμπιστευτικότητας της διαμεσολάβησης υφίσταται και μετά τον τερματισμό των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων ως διαμεσολαβητή σε συγκεκριμένη οικογενειακή διαφορά, τόσο για το διάστημα που είναι εγγεγραμμένος ως διαμεσολαβητής όσο και μετά τη διαγραφή του, για οποιονδήποτε λόγο, από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών.
28.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 27 και των σχετικών όρων της συμφωνίας διαμεσολάβησης συζητήσεις και διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στο πλαίσιο διαδικασίας διαμεσολάβησης, διεξάγονται υπό καθεστώς επαγγελματικού απορρήτου και, εκτός εάν όλα τα μέρη συμφωνήσουν να παραιτηθούν από το δικαίωμά τους σε επαγγελματικό απόρρητο ή εάν νόμος επιβάλλει στο διαμεσολαβητή πρωταρχική υποχρέωση αποκάλυψης των συζητήσεων και διαπραγματεύσεων αυτών-
(α) Aναφορά σε αυτές δεν γίνεται δεκτή ως μαρτυρία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, και
(β) ο διαμεσολαβητής δεν δύναται να καλείται ως μάρτυρας σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία που αφορά οικογενειακή διαφορά στην οποία ενήργησε ως διαμεσολαβητής, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη δικαστική διαδικασία που αφορά οικογενειακή διαφορά μεταξύ των ίδιων μερών ή που συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, με τα ίδια μέρη.
(2) Τα μέρη στη διαμεσολάβηση δεσμεύονται όπως όλες οι τεκμηριωμένες πληροφορίες που αφορούν οικονομικά ζητήματα δεν είναι εμπιστευτικές, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η αναφορά σε αυτά σε δικαστικές διαδικασίες.
29.-(1) Σε περίπτωση νομικής ή πραγματικής αδυναμίας προς εκπλήρωση των καθηκόντων του διαμεσολαβητή ή σε περίπτωση παράλειψής του να ενεργήσει χωρίς αναίτια καθυστέρηση, η εντολή του ως διαμεσολαβητή τερματίζεται, αν ο ίδιος παραιτηθεί ή αν τα μέρη συμφωνήσουν προς τούτο ή αν το ένα εκ των μερών τερματίσει την εντολή του προς διαμεσολάβηση.
(2) Παραίτηση διαμεσολαβητή ή τερματισμός της εντολής διαμεσολαβητή με συμφωνία των μερών ή με απόφαση του ενός των μερών, υπό τις περιστάσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, δεν επάγεται παραδοχή των προβαλλόμενων ισχυρισμών.
30. Ο διαμεσολαβητής αντικαθίσταται σε περίπτωση διαγραφής του από το Μητρώο Διαμεσολαβητών Οικογενειακών Διαφορών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 ή τερματισμού της εντολής του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 29 ή ανάκλησης της εντολής του με συμφωνία των μερών ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση τερματισμού της εντολής του και η επιλογή αντικαταστάτη αυτού διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15.
31.-(1) Η έναρξη της διαδικασίας διαμεσολάβησης συνεπάγεται αναστολή οποιουδήποτε προβλεπόμενου από νόμο χρόνου παραγραφής ή αποκλειστικής προθεσμίας καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης.
(2) Σε περίπτωση τερματισμού της διαδικασίας διαμεσολάβησης, ο χρόνος παραγραφής ή αποκλειστικής προθεσμίας που αναστάλθηκε, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), συνεχίζει να τρέχει από την ημερομηνία τερματισμού της διαδικασίας διαμεσολάβησης.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν θίγουν τις περί παραγραφής ή λήξεως αποκλειστικής προθεσμίας διατάξεις των διεθνών συμφωνιών στις οποίες είναι συμβαλλόμενη η Δημοκρατία.