5.-(1)(α) Διαχειριστές πιστώσεων για τους οποίους η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής λαμβάνουν άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων τους στη Δημοκρατία ή στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.
(β) Διαχειριστές πιστώσεων για τους οποίους η Δημοκρατία δεν αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής λαμβάνουν άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καταγωγής τους, πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων τους στο έδαφος της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις εθνικές διατάξεις του κράτους μέλους καταγωγής τους για τη μεταφορά της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την αναφερόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) άδεια ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
6.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 7, για τη χορήγηση της αναφερόμενης στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 άδειας λειτουργίας, τηρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις:
(α) Ο αιτητής είναι νομικό πρόσωπο όπως αναφέρεται στο Άρθρο 54 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το εγγεγραμμένο του γραφείο βρίσκεται στη Δημοκρατία·
(β) τα μέλη των οργάνων διοίκησης ή διεύθυνσης του αιτητή έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας, γεγονός που αποδεικνύεται με την παροχή στοιχείων σύμφωνα με τα οποία-
(i) διαθέτουν λευκό ποινικό μητρώο ή πληρούν άλλη ισοδύναμη εθνική απαίτηση όσον αφορά συναφή ποινικά αδικήματα, ιδίως αυτά που σχετίζονται με την περιουσία, οικονομικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τοκογλυφία, απάτη, φορολογικά εγκλήματα, παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου ή αδικήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας, καθώς και σε σχέση με οποιαδήποτε άλλα αδικήματα βάσει νόμων που αφορούν εταιρείες, πτώχευση, αφερεγγυότητα ή προστασία των καταναλωτών,
(ii) οι σωρευτικές επιπτώσεις ελασσόνων συμβάντων δεν θίγουν τα εχέγγυα εντιμότητάς τους,
(iii) χαρακτηρίζονταν από διαφάνεια και επιδείκνυαν ανοικτό πνεύμα και διάθεση συνεργασίας στις προηγούμενες επιχειρηματικές τους σχέσεις με τις εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές,
(iv) δεν υπόκεινται σε εν εξελίξει διαδικασία αφερεγγυότητας ή δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση κατά το παρελθόν, εκτός εάν έχουν αποκατασταθεί σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο·
(γ) το διευθυντικό ή διοικητικό όργανο του αιτητή, στο σύνολό του, διαθέτει επαρκείς γνώσεις και πείρα για τη διεξαγωγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας με κατάλληλο και υπεύθυνο τρόπο·
(δ) τα πρόσωπα που κατέχουν ειδικές συμμετοχές στον αιτητή, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας, γεγονός που αποδεικνύεται με την εκπλήρωση των απαιτήσεων που ορίζονται στις υποπαραγράφους (i) και (iv) της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου·
(ε) ο αιτητής εφαρμόζει ισχυρό οργανωτικό πλαίσιο διακυβέρνησης και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων διαδικασιών διαχείρισης των κινδύνων και λογιστικής, που διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων των δανειοληπτών και τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία που διέπει τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης ή την ίδια τη σύμβαση πίστωσης, με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2016/679 και τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμο·
(στ) ο αιτητής εφαρμόζει κατάλληλη πολιτική που διασφαλίζει συμμόρφωση με τους κανόνες για την προστασία των δανειοληπτών ή εγγυητών και την αντιμετώπισή τους με δίκαιο και επιμελή τρόπο, μεταξύ άλλων με το να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάστασή τους και η ανάγκη παραπομπής τους, εφόσον διατίθενται, σε υπηρεσίες παροχής συμβουλών σε περιπτώσεις χρέους ή κοινωνικές υπηρεσίες·
(ζ) ο αιτητής εφαρμόζει επαρκείς και ειδικές εσωτερικές διαδικασίες που διασφαλίζουν την καταγραφή και τον χειρισμό των παραπόνων των δανειοληπτών ή εγγυητών·
(η) ο αιτητής εφαρμόζει επαρκείς διαδικασίες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, δυνάμει των διατάξεων του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμο-ποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου·
(θ) ο αιτητής υπόκειται σε απαιτήσεις αναφοράς και δημόσιας γνωστοποίησης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, αρνείται τη χορήγηση της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) του άρθρου 5 άδειας, εάν ο αιτητής, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και, κατά περίπτωση, τις απαιτήσεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 7.
7.-(1) Διαχειριστής πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων στο έδαφος της Δημοκρατίας, επιτρέπεται να λαμβάνει και να κατέχει κεφάλαια από δανειολήπτες και/ή εγγυητές αυτών, με σκοπό τη μεταβίβαση των εν λόγω κεφαλαίων σε αγοραστές πιστώσεων.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο διαχειριστής πιστώσεων λαμβάνει και κατέχει κεφάλαια από δανειολήπτες και/ή εγγυητές αυτών για λογαριασμό του αγοραστή πιστώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1)-
(α) τα εν λόγω κεφάλαια τηρούνται σε ξεχωριστό λογαριασμό του διαχειριστή πιστώσεων που τηρεί σε πιστωτικό ίδρυμα υπό μορφή λογαριασμού πελατών (client's account) στον οποίο πιστώνονται και φυλάσσονται έως τη διοχέτευσή τους στον αντίστοιχο αγοραστή πιστώσεων, υπό τους όρους που έχουν συμφωνηθεί με τον αγοραστή πιστώσεων,
(β) τα εν λόγω κεφάλαια προστατεύονται προς το συμφέρον των αγοραστών πιστώσεων έναντι των απαιτήσεων των άλλων πιστωτών του διαχειριστή πιστώσεων και ειδικότερα-
(i) τεκμαίρεται ότι κρατούνται ως εμπίστευμα προς όφελος του αγοραστή πιστώσεων,
(ii) δεν εμπίπτουν στην περιουσία του διαχειριστή πιστώσεων, η οποία υπόκειται σε εκκαθάριση,
(iii) απαγορεύεται όπως χρησιμοποιούνται από τον διαχειριστή πιστώσεων για δικό του σκοπό,
(iv) δεν δύναται να συμψηφίζονται με τις οφειλές που έχει ο διαχειριστής πιστώσεων με το πιστωτικό ίδρυμα,
(v) δεν δεσμεύονται και δεν κατάσχονται για φορολογικές ή οποιεσδήποτε οφειλές του διαχειριστή πιστώσεων, και
(vi) σε περίπτωση εκκαθάρισης του διαχειριστή πιστώσεων, τα εν λόγω κεφάλαια δεν συμψηφίζονται με άλλα χρέη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 298Β του περί Εταιρειών Νόμου και κατ’ επέκταση των διατάξεων του άρθρου 35 του περί Πτώχευσης Νόμου·
(γ) οποιαδήποτε πληρωμή από δανειολήπτη και/ή εγγυητή σε διαχειριστή πιστώσεων με σκοπό, την εν μέρει ή εν όλω, αποπληρωμή των οφειλόμενων ποσών που σχετίζονται με τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, θεωρείται ότι έχει καταβληθεί στον αγοραστή πιστώσεων και η αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) απόδειξη ή επιστολή απαλλαγής αποτελεί απόδειξη είσπραξης τέτοιου ποσού από τον αγοραστή πιστώσεων,
(δ) παραδίδει απόδειξη παραλαβής ή επιστολή απαλλαγής στον δανειολήπτη και/ή εγγυητή, αναλόγως της περίπτωσης, σε χαρτί ή άλλο σταθερό μέσο, κάθε φορά που λαμβάνει κεφάλαια από τον δανειολήπτη και/ή εγγυητή, βεβαιώνοντας τα εισπραχθέντα ποσά.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία διαχειριστής πιστώσεων δεν προτίθεται να λαμβάνει και να κατέχει κεφάλαια από δανειολήπτες και/ή εγγυητές αυτών στο πλαίσιο του επιχειρηματικού του μοντέλου, αναφέρει την πρόθεση αυτή στην αίτησή του για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 και σε τέτοια περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι απαιτήσεις που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.
8.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρμόδια αρχή για υποβολή αίτησης για εξασφάλιση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής και στην οποία ο εν λόγω διαχειριστής πιστώσεων υποβάλλει αίτηση και παρέχει κάθε απαραίτητη πληροφορία για να εξακριβώσει κατά πόσο πληροί όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6 και, κατά περίπτωση, της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 7.
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων, συνοδεύεται από τα ακόλουθα:
(α) Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το νομικό καθεστώς του αιτητή και αντίγραφο της πράξης σύστασής του και του καταστατικού της εταιρείας·
(β) τη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου του αιτητή·
(γ) τα στοιχεία ταυτότητας των μελών των οργάνων διοίκησης ή διεύθυνσης του αιτητή και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
(δ) αποδεικτικά στοιχεία ότι ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
(ε) αποδεικτικά στοιχεία ότι τα πρόσωπα που κατέχουν ειδική συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
(στ) αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το οργανωτικό πλαίσιο διακυβέρνησης και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
(ζ) αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
(η) αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις εσωτερικές διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
(θ) αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
(ι) κατά περίπτωση, αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη χωριστού λογαριασμού που τηρεί σε πιστωτικό ίδρυμα υπό μορφή λογαριασμού πελατών (client's account), όπως προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 7·
(ια) τυχόν συμβάσεις εξωτερικής ανάθεσης, όπως προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 13.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα εξετάζει την αίτηση άδειας λειτουργίας εντός σαράντα πέντε (45) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της, νοουμένου ότι αυτή είναι πλήρης.
(4) Εντός ενενήντα (90) ημερών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης ή, εάν η αίτηση θεωρηθεί ελλιπής από την παραλαβή των απαιτούμενων πληροφοριών, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει τον αιτητή εάν η αίτηση για άδεια λειτουργίας εγκρίθηκε ή απορρίφθηκε και σε περίπτωση απόρριψης αιτιολογεί την απόρριψη.
(5) Σε περίπτωση μη έκδοσης απόφασης εντός του καθορισμένου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) χρονικού περιθωρίου ή σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, ο αιτητής έχει δικαίωμα προσφυγής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 146 του Συντάγματος.
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία αγοραστής πιστώσεων ή αντιπρόσωπος αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, καλείται να ορίσει, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18, διαχειριστή πιστώσεων ή οντότητα που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 και επιλέγει να διαχειριστεί και να επιβάλει ο ίδιος τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τα δικαιώματα του πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, ο αγοραστής πιστώσεων ή ο αντιπρόσωπος αυτού θεωρείται διαχειριστής πιστώσεων και υποχρεούται όπως αιτηθεί και λάβει άδεια διαχειριστή πιστώσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(7) Στην περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο (6), ο αδειοδοτημένος ως διαχειριστής πιστώσεων, αγοραστής πιστώσεων ή ο αντιπρόσωπος αυτού, δύναται να διαχειρίζεται τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, σε σχέση με συμβάσεις πίστωσης που δεν ανήκουν στον ίδιο ως πιστωτή.
9.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα έχει την εξουσία εποπτείας, διεξαγωγής ερευνών και επιβολής κυρώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32, προκειμένου να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγηθεί σε διαχειριστή πιστώσεων.
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) άδεια λειτουργίας ανακαλείται σε περίπτωση κατά την οποία διαχειριστής πιστώσεων-
(α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγησή της,
(β) παραιτείται ρητώς από την άδεια λειτουργίας,
(γ) έπαυσε να ασκεί τις δραστηριότητες διαχειριστή πιστώσεων για περίοδο μεγαλύτερη των δώδεκα (12) μηνών,
(δ) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
(ε) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6 και κατά περίπτωση στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 7,
(στ) διαπράττει σοβαρή παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων, περιλαμβανομένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή άλλων κανόνων προστασίας των καταναλωτών, περιλαμβανομένων και των κανόνων του κράτους μέλους υποδοχής και του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση.
(3) Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει πάραυτα τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής εάν ο διαχειριστής πιστώσεων παρέχει υπηρεσίες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14, καθώς και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, σε περίπτωση κατά την οποία διαφέρει από το κράτος μέλος υποδοχής και δεν είναι η Δημοκρατία.
9Α. Η Κεντρική Τράπεζα για λόγους εθνικού συμφέροντος δύναται-
(α) να αρνηθεί σε διαχειριστή πιστώσεων τη χορήγηση άδειας λειτουργίας,
(β) να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγηθεί σε διαχειριστή πιστώσεων,
(γ) να μην επιτρέψει την απόκτηση ή την αύξηση ειδικής συμμετοχής σε διαχειριστή πιστώσεων, και
(δ) να μην επιτρέψει τον διορισμό μέλους σε διοικητικό όργανο διαχειριστή πιστώσεων.
10.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα καταρτίζει και τηρεί εθνικό μητρώο των διαχειριστών πιστώσεων που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν υπηρεσίες στο έδαφος της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων των διαχειριστών πιστώσεων που παρέχουν υπηρεσίες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14.
(2) Το μητρώο που προβλέπεται στο εδάφιο (1), είναι διαθέσιμο στο κοινό, προσβάσιμο ηλεκτρονικά στον δικτυακό τόπο της Κεντρικής Τράπεζας και ενημερώνεται σε τακτική βάση.
(3) Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει το μητρώο που προβλέπεται στο εδάφιο (1), χωρίς καθυστέρηση.
11.-(1) Οι αγοραστές πιστώσεων και οι διαχειριστές πιστώσεων, στις σχέσεις τους με τους δανειολήπτες και εγγυητές-
(α) ενεργούν καλόπιστα, δίκαια και επαγγελματικά,
(β) παρέχουν στους δανειολήπτες και εγγυητές πληροφορίες που δεν είναι παραπλανητικές, ασαφείς ή ψευδείς,
(γ) σέβονται και προστατεύουν τα προσωπικά στοιχεία και την ιδιωτική ζωή των δανειοληπτών και εγγυητών,
(δ) επικοινωνούν με τους δανειολήπτες και εγγυητές με τρόπο που δεν συνιστά παρενόχληση, καταναγκασμό ή αθέμιτη επιρροή.
(2) Μετά από οποιαδήποτε μεταβίβαση των δικαιωμάτων πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπη-ρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης σε αγοραστή πιστώσεων, και πάντοτε πριν από την πρώτη είσπραξη οφειλών ή το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από τη μεταβίβαση, οποιοδήποτε από τα δύο συμβεί νωρίτερα, αλλά και όποτε ζητείται από τον δανειολήπτη ή εγγυητή, ο αγοραστής πιστώσεων ή, όταν έχει οριστεί για την εκτέλεση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, η οντότητα που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή ο διαχειριστής πιστώσεων, αποστέλλει στον δανειολήπτη και κάθε εγγυητή γνωστοποίηση, σε χαρτί ή σε άλλο σταθερό μέσο, στην οποία περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) Πληροφορίες για την πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση, περιλαμβανομένης της ημερομηνίας μεταβίβασης·
(β) τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του αγοραστή πιστώσεων·
(γ) μετά τον ορισμό του, τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του διαχειριστή πιστώσεων ή της οντότητας που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4·
(δ) μετά τον ορισμό του, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την άδεια λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8·
(ε) όπου εφαρμόζεται, τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του παρόχου υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων·
(στ)παρουσιαζόμενη με διακριτό τρόπο, αναφορά σημείου επαφής στον αγοραστή πιστώσεων ή, όταν έχει οριστεί για την εκτέλεση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, στην οντότητα που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή στον διαχειριστή πιστώσεων και, κατά περίπτωση, στον πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων, από τον οποίο δύναται να λαμβάνονται πληροφορίες όταν χρειάζεται·
(ζ) πληροφορίες σχετικά με τα ποσά που οφείλει ο δανειολήπτης και κάθε εγγυητής κατά τη στιγμή της γνωστοποίησης, με αναλυτική καταγραφή των ποσών που οφείλονται ως κεφάλαιο, τόκοι, προμήθειες και άλλες επιτρεπόμενες χρεώσεις, καθώς και τους τυχόν νέους αριθμούς λογαριασμών των πιστώσεων·
(η) δήλωση ότι εξακολουθεί να ισχύει όλη η σχετική ενωσιακή και εθνική νομοθεσία που αφορά ιδίως την εκτέλεση των συμβάσεων, την προστασία των καταναλωτών, τα δικαιώματα του δανειολήπτη και το ποινικό δίκαιο·
(θ) την ονομασία, τη διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο έχουν την κατοικία τους (are domiciled) ο δανειολήπτης και κάθε εγγυητής ή το εγγεγραμμένο τους γραφείο ή, εάν σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο δεν έχουν εγγεγραμμένο γραφείο, έχουν τα κεντρικά τους γραφεία και στις οποίες ο δανειολήπτης και κάθε εγγυητής δύνανται να υποβάλουν παράπονο:
(3) Σε κάθε μεταγενέστερη επικοινωνία με τον δανειολήπτη και τους εγγυητές αυτού, από τον αγοραστή πιστώσεων ή, όταν έχει ορισθεί για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, την οντότητα που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή τον διαχειριστή πιστώσεων, περιλαμβάνονται οι πληροφορίες που ορίζονται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, εκτός εάν πρόκειται για την πρώτη γνωστοποίηση μετά τον διορισμό νέου διαχειριστή πιστώσεων, οπότε περιλαμβάνονται και οι πληροφορίες που ορίζονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.
(4) Τα εδάφια (2) και (3) ισχύουν χωρίς επηρεασμό τυχόν πρόσθετων απαιτήσεων σχετικά με τις γνωστοποιήσεις που προβλέπονται σε άλλη εφαρμοστέα ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία.
12.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία αγοραστής πιστώσεων δεν εκτελεί ο ίδιος τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων, ο διαχειριστής πιστώσεων που έχει ορισθεί, παρέχει τις υπηρεσίες του που αφορούν τη διαχείριση και την επιβολή των δικαιωμάτων πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, στη βάση συμφωνίας με τον αγοραστή πιστώσεων.
(2) Η σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων που αναφέρεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
(α) Αναλυτική περιγραφή των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων που θα ασκεί ο διαχειριστής πιστώσεων·
(β) το ύψος της αμοιβής του διαχειριστή πιστώσεων ή τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής·
(γ) τον βαθμό στον οποίο ο διαχειριστής πιστώσεων δύναται να εκπροσωπεί τον αγοραστή πιστώσεων έναντι του δανειολήπτη και κάθε εγγυητή·
(δ) δεσμευτική δήλωση των συμβαλλομένων μερών ότι θα συμμορφώνονται με το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στα δικαιώματα πιστωτή που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης ή την ίδια τη σύμβαση πίστωσης, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών και των προσωπικών δεδομένων, ιδίως του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2016/679, των διατάξεων του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, των διατάξεων του περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμου, των διατάξεων του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου και των διατάξεων του περί Συμβάσεων Πίστωσης για Καταναλωτές σε σχέση με Ακίνητα που προορίζονται για Κατοικία Νόμου·
(ε) ρήτρα που απαιτεί τη δίκαιη και επιμελή μεταχείριση των δανειοληπτών και κάθε εγγυητή.
(3) Η σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων που προβλέπεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει απαίτηση, σύμφωνα με την οποία ο διαχειριστής πιστώσεων ενημερώνει τον αγοραστή πιστώσεων πριν από την εξωτερική ανάθεση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων που ασκεί.
(4) Ο διαχειριστής πιστώσεων καταρτίζει και τηρεί τα ακόλουθα αρχεία για τουλάχιστον πέντε (5) έτη από την ημερομηνία λήξης της ισχύος ή τον τερματισμό της συμφωνίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ή για τη διάρκεια της εφαρμοστέας στο κράτος μέλος καταγωγής του προθεσμίας παραγραφής, και σε κάθε περίπτωση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη, τηρουμένων των αναλογιών, ως εκάστοτε ορίζεται στις Οδηγίες του Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα προς τα Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα, περιλαμβανομένων των Οδηγιών 1/2017 και 2/2017:
(α) Τη σχετική αλληλογραφία, τόσο με τον αγοραστή πιστώσεων, όσο και με τον δανειολήπτη και κάθε εγγυητή, υπό τους όρους που προβλέπονται στην ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία·
(β) τις σχετικές εντολές που λαμβάνει από τον αγοραστή πιστώσεων σε σχέση με τα δικαιώματα του πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, τα οποία διαχειρίζεται και εκτελεί για λογαριασμό του εν λόγω αγοραστή πιστώσεων, υπό τους όρους που προβλέπονται στην ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία·
(γ) τη σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων:
(5) Ο διαχειριστής πιστώσεων θέτει τα αρχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (4) στη διάθεση της Κεντρικής Τράπεζας, κατόπιν σχετικού αιτήματος.
13.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία διαχειριστής πιστώσεων χρησιμοποιεί πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων για την άσκηση οιασδήποτε εκ των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, ο διαχειριστής πιστώσεων διατηρεί την πλήρη ευθύνη για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διαστάξεις του παρόντος Νόμου και η εξωτερική ανάθεση των εν λόγω δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων υπόκειται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Τη σύναψη γραπτής σύμβασης εξωτερικής ανάθεσης μεταξύ του διαχειριστή πιστώσεων και του παρόχου υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων, βάσει της οποίας ο πάροχος υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, περιλαμβανομένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και με το σχετικό ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης ή στην ίδια τη σύμβαση πίστωσης·
(β) απαγορεύεται η εξωτερική ανάθεση σε πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων όλων των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων ταυτόχρονα·
(γ) η συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης με τον πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων δεν μεταβάλλει τη συμβατική σχέση μεταξύ του διαχειριστή πιστώσεων και του αγοραστή πιστώσεων και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή πιστώσεων προς τον αγοραστή πιστώσεων ή προς τους δανειολήπτες και κάθε εγγυητή·
(δ) η συμμόρφωση του διαχειριστή πιστώσεων με τις απαιτήσεις της αδειοδότησής του όπως καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6, δεν επηρεάζεται από την εξωτερική ανάθεση ορισμένων δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων που ασκεί·
(ε) η εξωτερική ανάθεση στον πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων δεν παρεμποδίζει την εποπτεία του διαχειριστή πιστώσεων από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15, 29, 30 και 31·
(στ) ο διαχειριστής πιστώσεων έχει άμεση πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν στις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων που ανατίθενται εξωτερικά στον πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων·
(ζ) μετά τη λήξη της ισχύος ή τον τερματισμό της σύμβασης εξωτερικής ανάθεσης, ο διαχειριστής πιστώσεων διαθέτει την εμπειρογνωμοσύνη και τους πόρους, ώστε να είναι σε θέση να παρέχει τις εξωτερικά ανατεθείσες δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων:
(2) Ο διαχειριστής πιστώσεων ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και, κατά περίπτωση, του κράτους μέλους υποδοχής, πριν από την εξωτερική ανάθεση των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων που ασκεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).
(3) O διαχειριστής πιστώσεων καταρτίζει και τηρεί τα αρχεία των συναφών εντολών που διαβίβασε στον πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία και σύμφωνα με τη σύμβαση εξωτερικής ανάθεσης που προβλέπεται στο εδάφιο (1), για τουλάχιστον πέντε (5) έτη από την ημερομηνία λήξης της ισχύος ή του τερματισμού της σύμβασης εξωτερικής ανάθεσης ή για την ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία προθεσμία παραγραφής, αλλά σε κάθε περίπτωση για περίοδο μέγιστης διάρκειας δέκα (10) ετών.
(4) Ο διαχειριστής πιστώσεων και ο πάροχος υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων θέτουν τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (3) στη διάθεση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν αυτές ζητηθούν.
(5) Ο πάροχος υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων δεν επιτρέπεται να λαμβάνει και να κατέχει κεφάλαια από δανειολήπτες και εγγυητές.