298. Σε κάθε εκκαθάριση (με την επιφύλαξη, στην περίπτωση αφερέγγυων εταιρειών, της εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού του Νόμου περί Πτωχεύσεως) όλα τα χρέη που είναι πληρωτέα υπό αίρεση, και όλες οι απαιτήσεις εναντίον της εταιρείας, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή υπό αίρεση, εξακριβωμένες ή εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, είναι αποδεχτές ως επαλήθευση εναντίον της εταιρείας, αφού γίνει στο μέτρο που είναι δυνατό δίκαιη εκτίμηση της αξίας των χρεών αυτών ή των απαιτήσεων που είναι υπό αίρεση ή είναι εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, ή που για οποιαδήποτε άλλη αιτία δεν έχουν συγκεκριμένη αξία.
298Α – (1) Πιστωτής καλύμματος, δε δύναται να υποβάλλει ατομικά τις απαιτήσεις του στον εκκαθαριστή, του δικαιώματος αυτού παρεχομένου μόνο στο διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων, ο οποίος υποβάλλει στον εκκαθαριστή τις απαιτήσεις των πιστωτών καλύμματος σε συνολική βάση.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι όροι «διαχειριστής εργασιών καλυμμένων αξιογράφων» και «πιστωτής καλύμματος» έχουν την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από το άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου.
298Β. Σε περίπτωση εκκαθάρισης αφερέγγυας εταιρείας υπερισχύουν και εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύοντες κανονισμοί βάσει του περί Πτώχευσης Νόμου σχετικά με τις περιουσίες προσώπων που κηρύχθηκαν σε πτώχευση ως προς τα δικαιώματα των ασφαλισμένων και μη ασφαλισμένων πιστωτών, καθώς και για τα χρέη που δύναται να επαληθευθούν και για την εκτίμηση ετήσιων προσόδων και μελλοντικών και υπό αίρεση υποχρεώσεων, και όλα τα πρόσωπα που θα είχαν δικαίωμα να προβούν σε επαλήθευση και να λάβουν μέρισμα από το ενεργητικό της εταιρείας δύνανται να συμμετάσχουν στην εκκαθάριση και να υποβάλουν τέτοιες απαιτήσεις εναντίον της εταιρείας, ως σχετικά προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου:
299.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου οικείου νόμου, εγγυητής που είναι φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης είχε ή ανέλαβε ευθύνη, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εγγύησης, για ποσό που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), τυγχάνει μεταχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε σχέση με εγγυήσεις που έδωσε για επαληθεύσιμα χρέη εταιρείας που βρίσκεται υπό εκκαθάριση.
(2) (α) Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν υποβάλει επαλήθευση γραπτώς στον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή εντός της καθορισμένης προθεσμίας, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 251, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση.
(β) Ο πιστωτής ενημερώνει τους εγγυητές αναφορικά με την επαλήθευση και την αποδοχή ή απόρριψη από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 251:
(3) Σε περίπτωση εξασφαλισμένου πιστωτή, η επαλήθευση περιλαμβάνει επιπλέον όλες τις πληροφορίες αναφορικά με:
(α) την εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251Α:
(β) το ποσό του οφειλόμενου χρέους της υπό εκκαθάριση εταιρείας προς τον συγκεκριμένο εξασφαλισμένο πιστωτή κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, στο παρόν άρθρο αναφερόμενο ως ''οφειλόμενο χρέος".
(4) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση του πιστωτή κατά την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή, ισούται ή ξεπερνά την αξία του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση.
(5) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση, είναι χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση για ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, όπως αυτά περιλαμβάνονται στην επαλήθευση.
(6) (α) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (5), το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας, η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της εκκαθάρισης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει πληρωμές ως τέτοιο κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές.
(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση που περιουσία της εταιρείας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση διατεθεί και το καθαρό ποσό της διάθεσης είναι μεγαλύτερο από το ποσό της εκτιμημένης αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής θα δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση μόνο για το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους:
(7) Τυχόν καταμερισμός από τον πιστωτή επιβολής υποχρεώσεων των εγγυητών, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στην επαλήθευση, γίνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της διαφάνειας και σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας.
(8) (α) Οι εγγυητές δύνανται να καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από εγγύηση, και κανένας εγγυητής δεν καταβάλλει ποσό, το οποίο ξεπερνά το ποσό που απομένει μετά από αφαίρεση από το μηνιαίο εισόδημά τους, του συνόλου των-
(i) λογικών εξόδων διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου· και
(ii) των μηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις κατά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης.
(β) Σε περιπτώσεις στις οποίες οι εγγυητές καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων, θα είναι η ίδια όπως καθορίστηκε στην αρχική σύμβαση μεταξύ εταιρείας και πιστωτή, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά και το επιτόκιο δεν θα είναι μεγαλύτερο από την εν λόγω αρχική σύμβαση.
(9) Οι διατάξεις του εδαφίου (8) εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με χρέη για τα οποία συνήφθησαν συμβάσεις εγγύησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2018 και εφαρμόζονται καθ᾽ όλη τη διάρκεια της περιόδου καταβολής των καθορισμένων μηνιαίων δόσεων, η οποία άρχισε κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015.
(10) Το σύνολο των οποιωνδήποτε εφάπαξ ποσών και της καθαρής παρούσας αξίας σειράς πληρωμών που καταβάλλονται από εγγυητή καθώς και τυχόν πληρωμών που καταβάλλονται για μη εξασφαλισμένα χρέη προς συγκεκριμένο πιστωτή κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό:
(α) της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή
(β) το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για μη εξασφαλισμένο πιστωτή:
(11) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή που αφορά εγγύηση σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται από πιστωτή εναντίον εγγυητή μετά την πάροδο δυο (2) ετών από την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή:
(12) Όταν οποιοσδήποτε εγγυητής κατέβαλε ολόκληρο το ποσό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, σε πιστωτή δυνάμει του παρόντος άρθρου, τέτοιος εγγυητής, με την καταβολή τέτοιας πληρωμής, καθίσταται μη εξασφαλισμένος πιστωτής ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην εν λόγω πληρωμή, και έχει όλα τα δικαιώματα μη εξασφαλισμένου πιστωτή έναντι της περιουσίας της εταιρείας, και οι απαιτήσεις του έχουν την ίδια προτεραιότητα με αυτές των άλλων μη εξασφαλισμένων πιστωτών.
(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή από εγγυητή εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας ή οποιουδήποτε άλλου συνεγγυητή σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την ημερομηνία καταβολής πληρωμής από τον εγγυητή στον πιστωτή αναφορικά με χρέος της υπό εκκαθάριση εταιρείας.
300.-(1) Κατά την εκκαθάριση καταβάλλονται με προτεραιότητα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλα χρέη:
(α) Τα ακόλουθα ποσοστά και φόροι-
(i) όλοι οι τοπικοί φόροι που οφείλονται από την εταιρεία τη σχετική ημερομηνία, τα οποία κατέστησαν οφειλόμενα και πληρωτέα μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από εκείνη την ημερομηνία·
(ii) όλοι οι κυβερνητικοί φόροι και τέλη που οφείλονται από την εταιρεία τη σχετική ημερομηνία και οι οποίοι κατέστησαν οφειλόμενοι και πληρωτέοι μέσα σε δώδεκα μήνες πριν από εκείνη την ημερομηνία και, σε περίπτωση βεβαιωμένων φόρων, που δεν υπερβαίνει συνολικά βεβαίωση για ένα έτος·
(β)(i) οφειλόμενες αποδοχές του μισθωτού και οποιοδήποτε ποσό που κατακρατήθηκε από τον εργοδότη από τις αποδοχές του μισθωτού για την πληρωμή υποχρεώσεων του μισθωτού, ή άλλως πως το οποίο ο εργοδότης δεν έχει καταβάλει· και
(ii) οποιοδήποτε άλλο ποσό ή ωφέλημα του μισθωτού που απορρέει από σύμβαση ή σχέση εργοδότησης περιλαμβανομένου οποιουδήποτε ποσού που οφείλεται σε αναγνωρισμένη συντεχνία που απορρέει από την εργασιακή σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου ή διαφορετικά το οποίο ο εργοδότης δεν έχει καταβάλει.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση μισθωτού ιδιωτικής εταιρείας ο οποίος είναι μέτοχος ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου της, εκτός εάν κατέχει μετοχές ή συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα και κατά τρόπο πρόδηλα τυπικό και όχι ουσιαστικό και νοουμένου ότι μεταξύ του ιδίου και του αντιπροσωπευομένου δεν υφίσταται συγγένεια πρώτου ή δεύτερου βαθμού.
(γ) κάθε ποσό αποζημίωσης που η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει σε μισθωτό, λόγω σωματικής βλάβης που ο μισθωτός υπέστηκε συνέπεια ατυχήματος που προκλήθηκε από την απασχόληση και ενώ απασχολείτο ως μισθωτός της εταιρείας·
Εξαιρείται η περίπτωση μισθωτού ιδιωτικής εταιρείας που είναι μέτοχος της, εκτός άν η εταιρεία διαλύεται εκούσια ή διαλύεται για σκοπούς αναδιάρθρωσης ή συγχώνευσης με άλλη εταιρεία·
(δ) κάθε ποσό που οφείλεται στο μισθωτό, εξαιρούμενο μισθωτό ιδιωτικής εταιρείας που είναι μέτοχος της, για την άδεια που δικαιούται από την απασχόληση του από την εταιρεία για περίοδο απασχόλησης ενός μόνο έτους.
(2) Όταν έγινε οποιαδήποτε πληρωμή-
(α) σε οποιοδήποτε υπάλληλο, υπηρέτη, τεχνίτη ή εργάτη στην υπηρεσία της εταιρείας, έναντι ημερομισθίων ή μισθού· ή
(β) σε οποιοδήποτε τέτοιο υπάλληλο, υπηρέτη, τεχνίτη ή εργάτη ή, σε περίπτωση θανάτου του, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του, έναντι οφειλόμενης παροχής για άδεια,
από χρήματα που καταβλήθηκαν από κάποιο πρόσωπο για εκείνο το σκοπό, το πρόσωπο που κατέβαλε τα χρήματα, κατά την εκκαθάριση, έχει δικαίωμα προτεραιότητας σε σχέση με τα χρήματα που καταβλήθηκαν με τον τρόπο αυτό και πληρώθηκαν μέχρι του ποσού που έφερε μείωση στο ποσό που ο υπάλληλος, υπηρέτης, τεχνίτης ή εργάτης, ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του, θα δικαιούταν προτεραιότητα στην εκκαθάριση λόγω της πληρωμής που έγινε.
(3) Τα προηγούμενα χρέη-
(α) κατατάσσονται εξίσου μεταξύ τους και πληρώνονται στο ακέραιο, εκτός αν το ενεργητικό δεν είναι αρκετό για την ικανοποίηση τους, στην οποία περίπτωση οι οφειλές θα μειωθούν σε ίσες αναλογίες· και
(β) στην έκταση που το ενεργητικό της εταιρείας το οποίο είναι διαθέσιμο για την πληρωμή γενικών πιστωτών δεν είναι αρκετό για την ικανοποίηση τους, έχουν προτεραιότητα έναντι των απαιτήσεων κατόχων χρεωστικών ομολόγων με βάση οποιαδήποτε κυμαινόμενη επιβάρυνση που δημιουργήθηκε από την εταιρεία, και θα πληρώνονται ανάλογα από οποιαδήποτε περιουσία που αποτελεί ή υπόκειται στην επιβάρυνση εκείνη.
(4) Με την επιφύλαξη της κατακράτησης τέτοιων ποσών που είναι αναγκαία για τα έξοδα και δαπάνες της εκκαθάρισης, τα προηγούμενα χρέη εξοφλούνται αμέσως στην έκταση που το ενεργητικό είναι αρκετό να τα καλύψει.
(5) Στην περίπτωση που ιδιοκτήτης ακινήτου ή άλλο πρόσωπο που κατακρατεί ή που έχει κατακρατήσει οποιαδήποτε αγαθά ή αντικείμενα της εταιρείας μέσα σε τρεις μήνες αμέσως πριν από την ημερομηνία του διατάγματος εκκαθάρισης, τα χρέη αποκτούν προτεραιότητα με βάση το άρθρο αυτό θα αποτελούν πρώτη επιβάρυνση πάνω στα κατακρατημένα αγαθά ή αντικείμενα ή το προϊον της πώλησης τους:
Νοείται ότι, σχετικά με οποιαδήποτε χρήματα που καταβλήθηκαν με βάση οποιαδήποτε τέτοια επιβάρυνση, ο ιδιοκτήτης ακινήτου ή άλλοπρόσωπο έχει τα ίδια δικαιώματα προτεραιότητας όπως το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η πληρωμή.
(6) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-
(α) οι όροι “αποδοχές”, “μισθωτός”, και “βασικές ασφαλιστικές αποδοχές” έχουν τις έννοιες πο τους αποδόθηκαν από τους Νόμους περι Κοινωνικών Ασφαλίσεων του 1980 μέχρι 1985·
(β) ο όρος “η σχετική ημερομηνία” σημαίνει-
(i) στην περίπτωση εταιρείας για την οποία εκδόθηκε διάταγμα για αναγκαστική εκκαθάριση, την ημερομηνία διορισμού (ή πρώτου διορισμού), προσωρινού εκκαθαριστή, ή, αν δεν έγινε τέτοιος διορισμός, η ημερομηνία του διατάγματος εκκαθάρισης, εκτός αν, σε καθεμιά περίπτωση, η εταιρεία άρχισε εκούσια εκκαθάριση πριν από την ημερομηνία εκείνη· και
(ii) σε οποιαδήποτε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος, σημαίνει την ημερομηνία έγκρισης του ψηφίσματος για εκκαθάριση της εταιρείας.
(7) Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εκκαθάρισης όταν το διάταγμα εκκαθάρισης εκδόθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, και σε τέτοια περίπτωση οι διατάξεις αναφορικά με προνομιούχες πληρωμές που θα τύγχαναν εφαρμογής αν ο Νόμος αυτός δεν είχε θεσπιστεί, λογίζονται ότι παραμένουν σε πλήρη ισχύ.
301.-(1) Οποιαδήποτε μεταβίβαση, επιβάρυνση, υποθήκη, παράδοση αγαθών, πληρωμή, εκτέλεση ή άλλη πράξη που σχετίζεται με ιδιοκτησία που έγινε από ή εναντίον εταιρείας μέσα σε έξι μήνες πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης της, που, αν εγίνετο από ή εναντίον φυσικού προσώπου μέσα σε έξι μήνες πριν από την αίτηση πτώχευσης κατά την οποία κηρύχτηκε σε πτώχευση, θα λογιζόταν στην πτώχευση του ως δόλια προτίμηση, στην περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας λογίζεται δόλια προτίμηση των πιστωτών της και ακολούθως ακυρώνεται:
(2) Οποιαδήποτε μεταβίβαση ή εκχώρηση από εταιρεία όλης της περιουσίας της σε εμπιστευματοδόχους σε όφελος όλων των πιστωτών της θα είναι άκυρη για όλους τους σκοπούς.
302.-(1) Όταν, σε περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας, οτιδήποτε έγινε ή διαπράχτηκε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού είναι άκυρη με βάση το άρθρο 301, ως δόλια προτίμηση προσώπου που προσώπων που έχει συμφέρον σε περιουσία που υποθηκεύθηκε ή επιβαρύνθηκε για ασφάλεια χρέους της εταιρείας, τότε (χωρίς βλάβη οποιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που προκύπτουν ανεξάρτητα με τη διάταξη αυτή) το πρόσωπο που έτυχε της προτίμησης υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις, και έχει τα ίδια δικαιώματα, όπως αν είχε αναλάβει προσωπικά ευθύνη ως εγγυητής για το χρέος κατά την έκταση της επιβάρυνσης πάνω στην περιουσία ή την αξία του συμφέροντος του, οποιοδήποτε είναι το λιγότερο.
(2) Η αξία του συμφέροντος του αναφερόμενου προσώπου ορίζεται όπως έχει κατά την ημερομηνία της δικαιοπραξίας η οποία αποτελεί τη δόλια προτίμηση, και ορίζεται όπως αν το συμφέρον ήταν απαλλαγμένο όλων των επιβαρύνσεων εκτός εκείνων που υπέκειτο τότε η επιβάρυνση για το χρέος της εταιρείας.
(3) Με την υποβολή οποιασδήποτε αίτησης στο Δικαστήριο σχετικά με οποιαδήποτε πληρωμή για το λόγο ότι η πληρωμή ήταν δόλια προτίμηση ασφαλιστή ή εγγυητή, το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει οποιαδήποτε θέματα σχετικά με την πληρωμή, που προκύπτει μεταξύ του προσώπου προς το οποίο έγινε η πληρωμή και του ασφαλιστή ή εγγυητή και να δώσει θεραπεία σχετικά με αυτή, ανεξάρτητα από το ότι δεν είναι αναγκαίο να το πράξει για τους σκοπούς της εκκαθάρισης, και για το σκοπό αυτό δύναται να δώσει άδεια για να προστεθεί ο ασφαλιστής ή εγγυητής ως τριτοδιάδικος όπως στην περίπτωση αγωγής για την ανάκτηση του ποσού που πληρώθηκε.
Το εδάφιο αυτό εφαρμόζεται, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις, σε σχέση με συναλλαγές άλλες από την πληρωμή χρημάτων όπως εφαρμόζεται σε σχέση με πληρωμές.
303. Όταν εταιρεία βρίσκεται σε εκκαθάριση, κυμαινόμενη επιβάρυνση πάνω στην επιχείρηση ή την περιουσία της εταιρείας που συστάθηκε μέσα σε δώδεκα μήνες από την έναρξη της εκκαθάρισης είναι άκυρη, εκτός αν αποδειχτεί ότι η εταιρεία ήταν φερέγγυα αμέσως μετά τη σύσταση της επιβάρυνσης, με εξαίρεση οποιοδήποτε ποσό που καταβλήθηκε στην εταιρεία κατά ή μετά τη σύσταση και ως αντιπαροχή, της επιβάρυνσης, μαζί με τόκο πάνω σε εκείνο το ποσό προς πέντε τοις εκατό ετήσια ή προς άλλο τέτοιο επιτόκιο που ήθελε εκάστοτε καθοριστεί με διάταγμα του Γενικού Λογιστή.
304.-(1) Όταν οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας εταιρείας που βρίσκεται σε εκκαθάριση, αποτελείται από ακίνητη περιουσία που είναι βεβαρημένη με φορτικές συμβάσεις, από μετοχές ή ομόλογα εταιρείας, από μη επικερδείς συμβάσεις, ή από οποιαδήποτε άλλη περιουσία που δεν δύναται να πωληθεί, ή να πωληθεί εύκολα, ένεκα του ότι δεσμεύει τον κάτοχο της να εκτελέσει οποιαδήποτε φορτική πράξη ή στην πληρωμή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, ο εκκαθαριστής της εταιρείας, ανεξάρτητα από το ότι αυτός προσπάθησε να πωλήσει ή λάβει κατοχή της περιουσίας ή τέλεσε οποιαδήποτε πράξη ιδιοκτησίας σε σχέση με αυτή, δύναται, με άδεια του Δικαστηρίου και τηρουμένων των προνοιών του άρθρου αυτού, με έγγραφο υπογραμμένο από αυτόν, οποτεδήποτε μέσα σε δώδεκα μήνες μετά την έναρξη της εκκαθάρισης ή τέτοιας παρατεινόμενης περιόδου που δύναται να επιτραπεί από το Δικαστήριο, να αποποιηθεί την περιουσία.
Νοείται ότι, όταν οποιαδήποτε τέτοια περιουσία δεν ήλθε στη γνώση του εκκαθαριστή μέσα σε ένα μήνα μετά την έναρξη της εκκαθάρισης, η εξουσία με βάση το άρθρο αυτό αποποίησης της περιουσίας δύναται να ασκηθεί οποτεδήποτε μέσα σε δώδεκα μήνες μετά που θα έλθει σε γνώση του ή μέσα σε τέτοια περίοδο παράτασης που δυνατό να επιτραπεί από το Δικαστήριο.
(2) Η αποποίηση θα λειτουργήσει ώστε να τερματιστούν από την ημερομηνία της αποποίησης, τα δικαιώματα, συμφέροντα και υποχρεώσεις της εταιρείας, και της περιουσίας της εταιρείας, με ή σε σχέση με την περιουσία που αποποιήθηκε, αλλά δεν θα επηρεάζει τα δικαιώματα ή υποχρεώσεις κάθε άλλου προσώπου, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο με σκοπό την απαλλαγή της εταιρείας και της περιουσίας της εταιρείας από ευθύνη.
(3) Το Δικαστήριο πριν από ή κατά την παραχώρηση άδειας αποποίησης, δύναται να απαιτήσει να δοθούν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τέτοιες ειδοποιήσεις, και επιβάλει τέτοιες προϋποθέσεις ή όρους για την παραχώρηση άδειας, και δύναται να εκδώσει άλλο τέτοιο διάταγμα για το θέμα που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.
(4) Ο εκκαθαριστής δεν θα δικαιούται να αποποιηθεί οποιαδήποτε περιουσία με βάση το άρθρο αυτό σε οποιαδήποτε περίπτωση που έγινε αίτηση γραπτή σε αυτόν από οποιαδήποτε πρόσωπα που έχουν συμφέρον πάνω στην περιουσία που ζητούσαν από αυτόν να αποφασίσει κατά πόσο θα αποποιηθεί ή δεν θα αποποιηθεί και ο εκκαθαριστής, μέσα σε περίοδο είκοσι οκτώ ημερών μετά τη λήψη της αίτησης ή τέτοιας περαιτέρω περιόδου που δύναται να επιτραπεί από το Δικαστήριο, δεν έχει δώσει ειδοποίηση προς τον αιτητή ότι αυτός προτίθεται να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για παραχώρηση άδειας αποποίησης, και, στην περίπτωση σύμβασης, αν ο εκκαθαριστής, μετά από τέτοια όπως πιο πάνω αναφερόμενη αίτηση, δεν αποποιείται τη σύμβαση μέσα στην αναφερόμενη περίοδο ή άλλη περαιτέρω περίοδο, η εταιρεία θα λογίζεται ότι την υιοθέτησε.
(5) Το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που δικαιούται, έναντι του εκκαθαριστή, του ωφελήματος ή υπόκειται στο βάρος της σύμβασης με την εταιρεία, να εκδώσει διάταγμα που να ακυρώνει τη σύμβαση με τέτοιες προϋποθέσεις ως προς την πληρωμή από ή σε έκαστο μέρος αποζημιώσεων για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, ή διαφορετικά που το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο και οποιεσδήποτε αποζημιώσεις βάσει του διατάγματος για οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο δύνανται να επαληθευθούν από αυτό ως χρέος στην εκκαθάριση.
(6) Το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που είτε αξιώνει οποιοδήποτε συμφέρον για περιουσία που έχει αποποιηθεί ή υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη που δεν απαλλάσσεται από το Νόμο αυτό σε σχέση με περιουσία που έχει αποποιηθεί και μετά την ακρόαση τέτοιων προσώπων που θεωρεί πρέπον, να εκδώσει διάταγμα για την παραχώρηση της περιουσίας ή την παράδοση της σε οποιαδήποτε πρόσωπα που δικαιούνται σε αυτήν, ή σε εκείνο που θεωρεί δίκαιο ότι πρέπει να παραδοθεί η περιουσία με μορφή αποζημίωσης για τέτοια ευθύνη όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ή εμπιστευματοδόχους για αυτόν, και με τέτοιες προϋποθέσεις που το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο, και με την έκδοση οποιουδήποτε τέτοιου διατάγματος η περιουσία που περιλαμβάνεται στο διάταγμα περιέρχεται ανάλογα στο πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό χωρίς οποιαδήποτε μεταβίβαση ή εκχώρηση για το σκοπό αυτό:
Νοείται ότι, όταν η περιουσία που αποποιείται είναι φύσης εκμίσθωσης, το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα παραχώρησης σε όφελος οποιουδήποτε προσώπου που αξιώνει από την εταιρεία εκτός με τους όρους που το πρόσωπο εκείνο-
(α) θα υπόκειται στις ίδιες ευθύνες και υποχρεώσεις στις οποίες η εταιρεία υπέκειτο με βάση τη μίσθωση σε σχέση με την εταιρεία, κατά την έναρξη της εκκαθάρισης ή
(β) αν το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον, να υπόκειται μόνο στις ίδιες ευθύνες και υποχρεώσεις ωσάν η μίσθωση εκχωρήθηκε στο πρόσωπο εκείνο την ημερομηνία εκείνη,
και σε κάθε περίπτωση, αν η περίπτωση απαιτεί με τον τρόπο αυτό, ωσάν η μίσθωση περιλάμβανε μόνο την περιουσία που περιλαμβάνεται στο διάταγμα παραχώρησης, και οποιοσδήποτε ενυπόθηκος δανειστής ή υποεκμισθωτής που αρνείται να αποδεχτεί διάταγμα παραχώρησης με τέτοιες προϋποθέσεις αποκλείεται από οποιοδήποτε συμφέρον και εγγύηση στην περιουσία, και, αν δεν υπάρχει κανένα πρόσωπο που αξιώνει για την εταιρεία που είναι πρόθυμο να αποδεχτεί διάταγμα με τέτοιες προϋποθέσεις, το Δικαστήριο έχει εξουσία να παραχωρήσει την περιουσία και συμφέρον της εταιρείας στην περιουσία σε οποιοδήποτε πρόσωπο που ευθύνεται είτε προσωπικά είτε με αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, και είτε μόνο ή μαζί με την εταιρεία, να εκτελέσει τις συμφωνίες του μισθωτή στη μίσθωση, ελεύθερες και απαλλαγμένες από όλα τα περιουσιακά βάρη, επιβαρύνσεις και συμφέροντα που δημιουργήθηκαν σε αυτή από την εταιρεία.
(7) Κάθε πρόσωπο που ζημιώνεται ένεκα της αποποίησης με βάση το άρθρο αυτό λογίζεται ως πιστωτής της εταιρείας στο ποσό της ζημιάς και δύναται ανάλογα να επαληθεύσει το ποσό ως χρέος κατά την εκκαθάριση.
305.-(1) Όταν πιστωτής έχει εκδώσει εκτέλεση εναντίον των αγαθών ή ακίνητης περιουσίας εταιρείας ή έχει κατάσχει στα χέρια τρίτου οποιοδήποτε χρέος που οφείλεται στην εταιρεία, και στη συνέχεια η εταιρεία εκκαθαρίζεται, δεν θα δικαιούται να κατακρατήσει το όφελος που αποκόμισε από την εκτέλεση ή την κατάσχεση, εναντίον του εκκαθαριστή της εκκαθάρισης της εταιρείας εκτός αν ο πιστωτής συμπλήρωσε την εκτέλεση ή κατάσχεση πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης:
Νοείται-
(α) Όταν οποιοσδήποτε πιστωτής είχε ειδοποιηθεί για τη συνέλευση που συγκλήθηκε στην οποία θα προτεινόταν ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, η ημερομηνία που ο πιστωτής είχε ειδοποίηση με τον τρόπο αυτό για τους σκοπούς της πιο πάνω πρόνοιας, θα αντικαθιστά την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης
(β) πρόσωπο που αγοράζει με καλή πίστη σε πώληση από τον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων οποιαδήποτε αγαθά εταιρείας πάνω στα οποία έγινε κατάσχεση θα αποκτά νόμιμο τίτλο πάνω σε αυτά έναντι του εκκαθαριστή και
(γ) τα δικαιώματα που παρέχονται από το εδάφιο αυτό στον εκκαθαριστή δύνανται να ακυρωθούν από το Δικαστήριο σε όφελος του πιστωτή σε τέτοια έκταση και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, εκτέλεση εναντίον αγαθών θεωρείται ότι συμπληρώθηκε με την κατάσχεση και πώληση, και κατάσχεση οφειλής στα χέρια τρίτου θα λογίζεται ότι συμπληρώθηκε με λήψη της οφειλής, και εκτέλεση εναντίον ακίνητης περιουσίας θα λογίζεται ότι συμπληρώθηκε με την καταχώρηση της απόφασης ως επιβάρυνσης πάνω στην ακίνητη περιουσία.
(3) Στο άρθρο αυτό η έκφραση “αγαθά” περιλαμβάνει οποιαδήποτε προσωπικά αντικείμενα και η έκφραση “εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων” περιλαμβάνει λειτουργό επιφορτισμένο με την εκτέλεση εντάλματος ή άλλης διαδικασίας.
306.-(1) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (3), όταν οποιαδήποτε αγαθά εταιρείας λήφθηκαν στην εκτέλεση, και, πριν από την πώληση τους ή τη συμπλήρωση της εκτέλεσης με την είσπραξη ή ανάκτηση ολόκληρου του ποσού της κατάσχεσης, επιδίδεται στον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ειδοποίηση ότι έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής ή ότι εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης ή ότι εγκρίθηκε ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων αφού του ζητηθεί με τον τρόπο αυτό, παραδίδει τα αγαθά και οποιαδήποτε χρήματα που κατασχέθηκαν ή λήφθηκαν για μερική ικανοποίηση της εκτέλεσης στον εκκαθαριστή αλλά τα έξοδα της εκτέλεσης είναι πρώτη επιβάρυνση στα αγαθά ή χρήματα που δόθηκαν με τον τρόπο αυτό, και ο εκκαθαριστής δύναται να πωλήσει τα αγαθά, ή ικανοποιητικό μέρος τους, για το σκοπό ικανοποίησης εκείνης της επιβάρυνσης.
(2) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (3), όταν με βάση την εκτέλεση σε σχέση με απόφαση για ποσό που υπερβαίνει τα εξακόσια πενήντα ευρώ (€650) τα αγαθά της εταιρείας πωλούνται ή πληρώνονται χρήματα για να αποφευχθεί η πώληση, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων αφαιρεί τα έξοδα της εκτέλεσης από το προϊόν της πώλησης ή των χρημάτων που πληρώθηκαν και κατακρατεί το υπόλοιπο για δεκατέσσερις ημέρες, και αν μέσα στην περίοδο εκείνη επιδοθεί σε αυτόν ειδοποίηση για την καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης της εταιρείας ή για τη σύγκληση συνέλευσης στην οποία θα προταθεί ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση της εταιρείας και εκδοθεί διάταγμα ή εγκριθεί ψήφισμα, ανάλογα με την περίπτωση, για εκκαθάριση της εταιρείας, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων πληρώνει το υπόλοιπο στον εκκαθαριστή, ο οποίος δικαιούται να το κατακρατήσει έναντι του πιστωτή, που διενεργεί την εκτέλεση.
(3) Τα δικαιώματα που παρέχονται από το άρθρο αυτό στον εκκαθαριστή δύνανται να ακυρωθούν από το Δικαστήριο σε όφελος του πιστωτή σε τέτοια έκταση και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.
(4) Στο άρθρο αυτό η έκφραση “αγαθά” περιλαμβάνει οποιαδήποτε προσωπικά αντικείμενα και η έκφραση “εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων” περιλαμβάνει λειτουργό επιφορτισμένο με την εκτέλεση εντάλματος ή άλλης διαδικασίας.
307.-(1) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο, που είναι πρώην ή υφιστάμενος αξιωματούχος εταιρείας που κατά το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος εκκαθαρίζεται, ή με την επίβλεψη του Δικαστηρίου ή εκούσια, ή μεταγενέστερα διατάχτηκε να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο ή μεταγενέστερα εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση-
(α) δεν αποκαλύπτει από όσα γνωρίζει και πιστεύει πλήρως και αληθινά στον εκκαθαριστή ολόκληρη την περιουσία της εταιρείας, ακίνητη και προσωπική, και πως σε ποιον και έναντι ποιας αντιπαροχής και πότε η εταιρεία διέθεσε οποιοδήποτε μέρος της, εκτός μέρους που διατέθηκε κατά τη συνηθισμένη πορεία των εργασιών της εταιρείας· ή
(β) δεν παραδίνει στον εκκαθαριστή, ή όπως αυτός διατάξει, ολόκληρο το μέρος της ακίνητης και προσωπικής περιουσίας της εταιρείας που είναι στη φύλαξη του ή τελεί υπό τον ελέγχο του και την οποία ο νόμος απαιτεί από αυτόν να παραδώσει· ή
(γ) δεν παραδίνει στον εκκαθαριστή ή όπως αυτός διατάσσει, όλα τα βιβλία και έγγραφα που βρίσκονται στη φύλαξη του ή βρίσκονται υπό τον έλεγχο του και τα οποία ο νόμος απαιτεί από αυτόν να παραδώσει· ή
(δ) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της αποκρύπτει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας της εταιρείας αξίας εξακόσια πενήντα ευρώ (€650) ή μεγαλύτερης, ή αποκρύπτει οποιοδήποτε χρέος που οφείλεται στην εταιρεία ή από την εταιρεία· ή
(ε) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της μετακινεί δόλια οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας της εταιρείας αξίας εξακόσια πενήντα ευρώ (€650) ή μεγαλύτερης· ή
(στ) κάνει οποιαδήποτε ουσιώδη παράλειψη σε οποιαδήποτε έκθεση σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας· ή
(ζ) ενώ γνωρίζει ή πιστεύει ότι ψεύτικη οφειλή επαληθεύτηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο στην εκκαθάριση, παραλείπει να πληροφορήσει για αυτήν τον εκκαθαριστή για περίοδο ενός μηνός· ή
(η) μετά την έναρξη της εκκαθάρισης παρεμποδίζει την προσαγωγή οποιουδήποτε βιβλίου ή εγγράφου που επηρεάζει ή σχετίζεται με την περιουσία ή υποθέσεις της εταιρείας· ή
(θ) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της, αποκρύπτει, καταστρέφει, αποκόπτει ή παραποιεί ή είναι συνεργός στην απόκρυψη, καταστροφή, αποκοπή ή παραποίηση οποιουδήποτε βιβλίου ή εγγράφου που επηρεάζει ή που σχετίζεται με την περιουσία ή υποθέσεις της εταιρείας· ή
(ι) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της εκκαθάρισης κάνει ή είναι συνεργός στο να γίνει ψεύτικη καταχώρηση σε οποιοδήποτε βιβλίο ή έγγραφο που επηρεάζει ή σχετίζεται με την περιουσία ή υποθέσεις της εταιρείας· ή
(κ) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο, μετά την έναρξη της, δόλια αποχωρίζεται, αλλάσσει ή κάνει οποιαδήποτε παράλειψη, ή είναι συνεργός στο δόλιο αποχωρισμό, αλλαγή ή παράλειψη σε οποιοδήποτε έγγραφο που επηρεάζει ή σχετίζεται με την περιουσία ή υποθέσεις της εταιρείας· ή
(λ) μετά την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιαδήποτε συνέλευση των πιστωτών της εταιρείας μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης αποπειράται να δώσει λογαριασμό για οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας της εταιρείας με εικονικές ζημιές ή δαπάνες· ή
(μ) έχει μέσα σε δώδεκα μήνες πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της, με οποιαδήποτε ψεύτικη παράσταση ή άλλο δόλο αποκτήσει περιουσία για την εταιρεία ή για λογαριασμό της με πίστωση που η εταιρεία στη συνέχεια δεν δύναται να πληρώσει· ή
(ν) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της, με ψεύτικη παράσταση ότι η εταιρεία διεξάγει τις εργασίες της, αποκτά με πίστωση, για την εταιρεία ή για λογαριασμό της εταιρείας, οποιαδήποτε περιουσία που η εταιρεία στη συνέχεια δεν δύναται να πληρώσει· ή
(ξ) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της, ενεχυριάζει, υποθηκεύει ή διαθέτει οποιαδήποτε περιουσία της εταιρείας που αποκτήθηκε με πίστωση και δεν πληρώθηκε εκτός αν η τέτοια ενεχυρίαση, υποθήκευση αυτή ή διάθεση είναι κατά τη συνηθισμένη διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας· ή
(ο) είναι ένοχο για οποιαδήποτε ψεύτικη παράσταση ή άλλο δόλο με σκοπό να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των πιστωτών της εταιρείας ή οποιωνδήποτε από αυτούς σε μια συμφωνία αναφορικά με την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας ή για την εκκαθάριση, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης, στην περίπτωση των αδικημάτων που αναφέρονται αντίστοιχα στις παραγράφους (μ), (ν) και (ξ) του εδαφίου αυτού, θα υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη και, σε περίπτωση οποιουδήποτε άλλου αδικήματος θα υπόκειται σε φυλάκιση που δεν θα υπερβαίνει τα δύο έτη:
Νοείται ότι αποτελεί δυνατή υπεράσπιση σε κατηγορία με βάση τις παραγράφους (α), (β), (γ), (δ), (στ), (ν) και (ξ), αν ο κατηγορούμενος αποδείξει ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης, και σε κατηγορία με βάση τις παραγράφους (η), (θ) και (ι), αν αυτός αποδείξει ότι δεν είχε πρόθεση να αποκρύψει την κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ή να παραβεί το νόμο.
(2) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο ενεχυριάζει, υποθηκεύει ή διαθέτει οποιαδήποτε περιουσία υπό περιστάσεις που ισοδυναμούν με αδικήματα σύμφωνα με την παράγραφο (ξ) του εδαφίου (1), κάθε πρόσωπο που λαμβάνει ως ενέχυρο ή υποθήκη ή διαφορετικά λαμβάνει την περιουσία εν γνώσει του ότι ενεχυριάστηκε, υποθηκεύτηκε, ή διατέθηκε υπό τέτοιες περιστάσεις που λέχτηκε πιο πάνω, είναι ένοχο αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές της φυλάκισης αυτής και του προστίμου.
(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, η έκφραση “αξιωματούχος” περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο σύμφωνα με τις διαταγές ή οδηγίες του οποίου οι σύμβουλοι εταιρείας συνηθίζουν να ενεργούν.
308.-(1) Αν οποιοσδήποτε αξιωματούχος ή συνεισφορέας οποιασδήποτε εταιρείας που εκκαθαρίζεται, καταστρέφει, αλλάσσει ή παραποιεί οποιαδήποτε βιβλία, έγγραφα ή ομόλογα ή κάνει ή συνεργεί για να γίνει οποιαδήποτε ψεύτικη ή δόλια καταχώρηση, σε οποιοδήποτε μητρώο, λογιστικό βιβλίο ή έγγραφο που ανήκει στην εταιρεία με πρόθεση να καταδολιεύσει ή εξαπατήσει οποιοδήποτε πρόσωπο, είναι ένοχος αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.
(2) Όταν μία εταιρεία υπόκειται σε εκκαθάριση, είτε μέσω του Δικαστηρίου είτε εθελοντικά, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ήταν στο παρελθόν ή είναι στο παρόν αξιωματούχος της εταιρείας, προβεί σε ουσιαστική παράλειψη σε οποιαδήποτε δήλωση που σχετίζεται με τις υποθέσεις της εταιρείας, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο ποινές μαζί.
(3) Όταν μία εταιρεία διαταχθεί να τεθεί σε εκκαθάριση από το δικαστήριο, ή έχει εγκρίνει ψήφισμα για εθελοντική εκκαθάριση, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο πριν από την εκκαθάριση, προέβη σε ουσιαστική παράλειψη σε οποιαδήποτε δήλωση, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο ποινές μαζί.
(4) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει των εδαφίων (2) και (3), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει, ότι προέβη στις δηλώσεις αυτές, χωρίς πρόθεση εξαπατήσει.
309. Αν οποιοδήποτε πρόσωπο που κατά το χρόνο διάπραξης του ισχυριζόμενου αδικήματος είναι αξιωματούχος εταιρείας που μεταγενέστερα διατάχτηκε να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο ή μεταγενέστερα εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση-
(α) έχει με ψεύτικες παραστάσεις ή με άλλο δόλο προτρέψει οποιοδήποτε πρόσωπο να δώσει πίστωση στην εταιρεία· ή
(β) με πρόθεση καταδολίευσης των πιστωτών της εταιρείας, έχει κάνει ή προκαλέσει οποιαδήποτε δωρέα ή μεταβίβαση ή επιβάρυνση, ή προκάλεσε ή ανέχτηκε οποιαδήποτε κατάσχεση, περιουσίας της εταιρείας·
(γ) με πρόθεση καταδολίευσης των πιστωτών της εταιρείας, έχει αποκρύψει ή μετακινήσει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας της εταιρείας από, ή μέσα σε δύο μήνες προηγουμένως, της ημερομηνίας οποιασδήποτε απόφασης ή διατάγματος που δεν ικανοποιήθηκαν για πληρωμή χρημάτων που λήφθηκαν εναντίον της εταιρείας,
είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.
310.-(1) Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται, φαίνεται ότι δεν τηρούνται κατάλληλα λογιστικά βιβλία από την εταιρεία σε όλη τη διάρκεια της περιόδου των δύο αμέσως ετών πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης, ή της περιόδου μεταξύ της σύστασης της εταιρείας και την έναρξη της εκκαθάρισης, οποιαδήποτε είναι η συντομότερη, καθένας αξιωματούχος της εταιρείας που ευθύνεται για παράλειψη, υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εκτός αν αποδείξει ότι ενέργησε έντιμα και ότι υπό τις περιστάσεις που εκτελείτο η εργασία της εταιρείας η παράλειψη ήταν συγχωρητέα.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, κατάλληλα λογιστικά βιβλία θα λογίζονται ότι δεν τηρήθηκαν στην περίπτωση οποιασδήποτε εταιρείας αν δεν τηρήθηκαν τέτοια βιβλία ή λογαριασμοί που είναι αναγκαία για να εκθέτουν και εξηγούν τις συναλλαγές και οικονομική θέση του εμπορίου ή εργασίας της εταιρείας, περιλαμβανομένων βιβλίων που περιέχουν καταχωρήσεις από ημέρα σε ημέρα με ικανοποιητικές λεπτομέρειες όλων των εισπραχθέντων μετρητών και πληρωθέντων μετρητών, και όταν το εμπόριο ή εργασία αφορούν συναλλαγές αγαθών, εκθέσεις ετήσιων απογραφών, αποθεματικού και (εκτός από την περίπτωση αγαθών που πωλήθηκαν με μορφή συνηθισμένου λιανικού εμπορίου) όλων των αγαθών που πωλήθηκαν και αγοράστηκαν, που δείχνουν τα αγαθά και τους αγοραστές και πωλητές τους με ικανοποιητικές λεπτομέρειες ώστε να δύνανται τα αγαθά εκείνα και εκείνοι οι αγοραστές και πωλητές να αναγνωριστούν.
311.-(1) Αν κατά την πορεία της εκκαθάρισης εταιρείας φαίνεται ότι οποιαδήποτε εργασία της εταιρείας διεξήχθηκε με πρόθεση καταδολίευσης των πιστωτών της εταιρείας ή πιστωτές οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή για οποιοδήποτε δόλιο σκοπό, το Δικαστήριο μετά από αίτηση του επίσημου παραλήπτη, ή του εκκαθαριστή ή οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα της εταιρείας, δύναται, αν το θεωρεί ορθό να το κάνει με τον τρόπο αυτό, να δηλώσει ότι οποιαδήποτε πρόσωπα που εσκεμμένα έλαβαν μέρος στη διεξαγωγή της εργασίας με τον πιο πάνω αναφερόμενο τρόπο είναι προσωπικά υπεύθυνα, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό ευθύνης, για όλα ή οποιαδήποτε χρέη ή υποχρεώσεις της εταιρείας που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.
Κατά την ακρόαση της αίτησης με βάση το εδάφιο αυτό ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται ο ίδιος να δώσει μαρτυρία ή να καλέσει μάρτυρες.
(2) Όταν το Δικαστήριο κάνει τέτοια δήλωση, δύναται να δώσει τέτοιες περαιτέρω οδηγίες όπως το θεωρεί πρέπον με σκοπό να κάνει τη δήλωση του αποτελεσματική, και ειδικότερα δύναται να εκδώσει διάταξη ώστε να κάνει την ευθύνη του προσώπου αυτού με βάση τη δήλωση, επιβάρυνση πάνω σε κάθε οφειλή ή υποχρέωση που οφείλεται σε αυτό από την εταιρεία, ή πάνω σε οποιαδήποτε υποθήκη ή επιβάρυνση ή συμφέροντος πάνω σε υποθήκη ή επιβάρυνση πάνω στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας που κατέχονται ή βρίσκονται στην εξουσία του ή σε οποιαδήποτε εταιρεία ή πρόσωπο για λογαριασμό του, ή οποιουδήποτε προσώπου που αξιώνει ως εκδοχέας από ή μέσω του προσώπου που ευθύνεται ή οποιασδήποτε εταιρείας ή προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του, και δύναται από καιρό σε καιρό να εκδώσει τέτοιο περαιτέρω διάταγμα που δύναται να είναι αναγκαίο με σκοπό εκτέλεσης οποιασδήποτε επιβάρυνσης που επιβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο αυτό.
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, η φράση “εκδοχέας” περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο ή σε όφελος του οποίου, με τις οδηγίες του προσώπου που ευθύνεται, το χρέος, υποχρέωση, υποθήκη ή επιβάρυνση δημιουργήθηκε, εκδόθηκε ή μεταβιβάστηκε ή το συμφέρον δημιουργήθηκε, αλλά δεν περιλαμβάνει εκδοχέα με αντάλλαγμα αξίας (που δεν περιλαμβάνει αντάλλαγμα λόγω γάμου) που δόθηκε με καλή πίστη και χωρίς ειδοποίηση οποιωνδήποτε των θεμάτων με βάση των οποίων έγινε η δήλωση.
(3) Όταν οποιαδήποτε εργασία της εταιρείας διεξάγεται με τέτοια πρόθεση ή τέτοιο σκοπό που αναφέρθηκε στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, οποιοδήποτε πρόσωπο που εσκεμμένα έλαβε μέρος στη διεξαγωγή της εργασίας με τον πιο πάνω αναφερόμενο τρόπο, σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και προστίμου.
(4) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν ανεξάρτητα από το ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δύναται να είναι ποινικά υπεύθυνο σε σχέση με τα θέματα με βάση τα οποία γίνεται η δήλωση.
312.-(1) Αν κατά τη διάρκεια εκκαθάρισης εταιρείας φαίνεται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο που πήρε μέρος στη σύσταση ή ίδρυση της εταιρείας ή οποιοσδήποτε προηγούμενος ή υφιστάμενος σύμβουλος, διαχειριστής ή εκκαθαριστής, ή οποιοσδήποτε αξιωματούχος της εταιρείας, καταχράστηκε ή κατακράτησε ή είναι υπεύθυνος ή υπόλογος, για οποιαδήποτε χρήματα ή περιουσία της εταιρείας, ή είναι ένοχος παράβασης ή αθέτησης εμπιστεύματος σχετικά με την εταιρεία, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του επίσημου παραλήπτη, ή του εκκαθαριστή, ή οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα, να εξετάσει τη διαγωγή του ιδρυτή, σύμβουλο, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή αξιωματούχου, και να τον εξαναγκάσει να επιστρέψει ή αποκαταστήσει τα χρήματα ή περιουσία ή οποιοδήποτε μέρος τους αντίστοιχα, με τόκο σε τέτοιο ποσοστό που το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο, ή να συνεισφέρει τέτοιο ποσό στο ενεργητικό της εταιρείας με μορφή αποζημίωσης σχετικά με την κατάχρηση, κατακράτηση, παράβαση ή αθέτηση εμπιστεύματος όπως το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο.
(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν ανεξάρτητα από το ότι το αδίκημα είναι τέτοιο που ο υπαίτιος δυνατό να είναι ποινικά υπεύθυνος.
(3) Όταν εκδίδεται διάταγμα για πληρωμή χρημάτων με βάση το άρθρο αυτό, το διάταγμα λογίζεται ως τελεσίδικη απόφαση με την έννοια της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Πτωχεύσεως Νόμου.
313.-(1) Αν φανεί στο Δικαστήριο στην πορεία της εκκαθάρισης από, ή με την εποπτεία του Δικαστηρίου, ότι οποιοσδήποτε προηγούμενος ή υφιστάμενος αξιωματούχος, ή οποιοδήποτε μέλος, της εταιρείας είναι ένοχο οποιουδήποτε αδικήματος σχετικά με την εταιρεία για το οποίο βρίσκεται ποινικά υπεύθυνο, το Δικαστήριο δύναται, είτε μετά από αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που ενδιαφέρεται στην εκκαθάριση ή αυτεπάγγελτα, να διατάξει τον εκκαθαριστή να αναφέρει το ζήτημα στο Γενικό Εισαγγελέα.
(2) Αν φανεί στον εκκαθαριστή κατά τη διάρκεια εκούσιας εκκαθάρισης ότι οποιοσδήποτε προηγούμενος ή υφιστάμενος αξιωματούχος, ή οποιοδήποτε μέλος, της εταιρείας είναι ένοχο οποιουδήποτε αδικήματος σχετικά με την εταιρεία για το οποίο ευθύνεται ποινικά, πρέπει αμέσως να καταγγείλει το θέμα στο Γενικό Εισαγγελέα, και να δώσει στο Γενικό Εισαγγελέα τέτοιες πληροφορίες και να του δώσει τέτοιο δικαίωμα προσπέλασης σε και διευκολύνσεις για την επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων οποιωνδήποτε εγγράφων, που είναι πληροφορίες ή έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή ή κάτω από τον έλεγχο του εκκαθαριστή και σχετίζονται με το επίδικο θέμα όπως αντίστοιχα αυτός δύναται να απαιτήσει.
(3) Όταν γίνεται καταγγελία με βάση το εδάφιο (2) στο Γενικό Εισαγγελέα, αυτός δύναται, αν το θεωρεί πρέπον, να αναφέρει το θέμα στον Επίσημο Παραλήπτη και Έφορο για περαιτέρω έρευνα και ο Επίσημος Παραλήπτης και Έφορος ερευνά το θέμα και δύναται αν αυτός το θεωρεί σκόπιμο, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος που να παρέχει σε αυτόν ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο που διορίζεται από αυτόν για το σκοπό αυτό σχετικά με την ενδιαφερόμενη εταιρεία, τέτοιες εξουσίες για έρευνα της περιουσιακής κατάστασης της εταιρείας όπως παρέχονται από το Νόμο αυτό στην περίπτωση εκκαθάρισης από το Δικαστήριο.
(4) Αν φανεί στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια εκούσιας εκκαθάρισης ότι οποιοσδήποτε προηγούμενος ή υφιστάμενος αξιωματούχος, ή οποιοδήποτε μέλος, της εταιρείας είναι ένοχο όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, και ότι καμιά έκθεση σχετικά με το θέμα δεν έγινε από τον εκκαθαριστή στο Γενικό Εισαγγελέα με βάση το εδάφιο (2), το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου στην εκκαθάριση προσώπου ή αυτεπάγγελτα, να διατάξει τον εκκαθαριστή να κάνει τέτοια έκθεση και αφού γίνει η έκθεση οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν ωσάν η καταγγελία έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(5) Όταν οποιοδήποτε θέμα εκτεθεί ή αναφερθεί στο Γενικό Εισαγγελέα με βάση το άρθρο αυτό, κρίνει ότι η υπόθεση είναι τέτοια ώστε έπρεπε να εγερθεί ποινική δίωξη, εγείρει δίωξη ανάλογα, και θα είναι καθήκον του εκκαθαριστή και οποιουδήποτε αξιωματούχου και αντιπροσώπου της εταιρείας προηγούμενου και υφιστάμενου (εκτός του εναγόμενου στη διαδικασία) να δώσει σε αυτόν κάθε βοήθεια αναφορικά με τη δίωξη που αυτός δύναται εύλογα να δώσει.
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, η έκφραση “αντιπρόσωπος” σχετικά με εταιρεία λογίζεται ότι περιλαμβάνει οποιοδήποτε τραπεζίτη ή δικηγόρο της εταιρείας και οποιοδήποτε πρόσωπο που απασχολείται από την εταιρεία ως ελεγκτής, ανεξάρτητα αν το πρόσωπο αυτό είναι ή δεν είναι αξιωματούχος της εταιρείας.
(6) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει ή αμελεί να δώσει βοήθεια με τον απαιτούμενο από το εδάφιο (5) τρόπο, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, να διατάξει το πρόσωπο εκείνο να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του εδαφίου που αναφέρθηκε, και όταν γίνει τέτοια αίτηση σχετικά με εκκαθαριστή το Δικαστήριο δύναται, να διατάξει να καταβληθούν προσωπικά τα έξοδα της αίτησης από τον εκκαθαριστή, εκτός αν φανεί ότι η παράλειψη ή αμέλεια συμμόρφωσης οφειλόταν στο ότι ο εκκαθαριστής δεν είχε στα χέρια του αρκετά περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας ώστε να τον καταστήσουν ικανό να το πράξει.
314. Νομικό πρόσωπο αποκλείεται για διορισμό ως εκκαθαριστής εταιρείας, είτε σε εκκαθάριση από ή με την εποπτεία του Δικαστηρίου ή σε εκούσια εκκαθάριση, και -
(α) οποιοσδήποτε διορισμός που γίνεται με παράβαση της διάταξης αυτής είναι άκυρος και
(β) οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο που ενεργεί ως εκκαθαριστής εταιρείας υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.
314Α.-(1) Με εξαίρεση τον επίσημο παραλήπτη, ο εκκαθαριστής πρέπει να είναι πρόσωπο που κέκτηται τα προσόντα και άδεια εξάσκησης του επαγγέλματος του Συμβούλου Αφερεγγυότητας σύμφωνα με τον περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμο.
(2) Σε περίπτωση διορισμού περισσότερων του ενός εκκαθαριστές, η απόφαση διορισμού δέον να αναφέρει κατά πόσο οποιαδήποτε πράξη και/ή διαδικασίες θα γίνεται από όλους τους εκκαθαριστές ή οποιοδήποτε συγκεκριμένο εκκαθαριστή.
(3) Οι πράξεις ή/και οι ενέργειες του εκκαθαριστή είναι έγκυρες ανεξαρτήτως οποιουδήποτε ελαττώματος στο διορισμό αυτού.
315. Οποιοδήποτε πρόσωπο που δίνει ή συμφωνεί ή προσφέρει να δώσει σε οποιοδήποτε μέλος ή πιστωτή εταιρείας οποιοδήποτε αντάλλαγμα αξίας με σκοπό να διασφαλίζει το δικό του διορισμό ή υποψηφιότητα, ή να διασφαλίσει ή παρεμποδίσει το διορισμό ή υποψηφιότητα άλλου προσώπου ή του ιδίου, ως εκκαθαριστή της εταιρείας, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.
316.-(1) Αν οποιοσδήποτε εκκαθαριστής που παρέλειψε να καταχωρήσει, παραδώσει ή ετοιμάσει οποιαδήποτε έκθεση, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο, ή να δώσει οποιαδήποτε ειδοποίηση που υποχρεώνεται από το Νόμο να καταχωρήσει, παραδώσει, ετοιμάσει ή δώσει, παραλείπει να αποκαταστήσει την παράλειψη εντός δεκατεσσάρων ημερών μετά την επίδοση ειδοποίησης σε αυτόν με την οποία του ζητείται να το πράξει, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση που γίνεται στο Δικαστήριο από οποιοδήποτε συνεισφορέα ή πιστωτή της εταιρείας ή του εφόρου εταιρειών, να εκδώσει διάταγμα που να διατάσσει τον εκκαθαριστή να αποκαταστήσει την παράλειψη μέσα σε τέτοιο χρόνο που ορίζεται στο διάταγμα.
(2) Οποιοδήποτε τέτοιο διάταγμα δύναται να διατάσσει ότι όλα τα έξοδα της αίτησης και τα επακόλουθα της φέρει ο εκκαθαριστής.
(3) Καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν εκλαμβάνεται ότι επηρεάζει την ισχύ οποιουδήποτε νόμου που επιβάλλει ποινές στον εκκαθαριστή σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια παράλειψη που αναφέρθηκε πιο πάνω.
317.-(1) Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται, είτε από, ή με την εποπτεία του Δικαστηρίου, είτε εκούσια, κάθε τιμολόγιο, παραγγελία για εμπορεύματα, ή επιστολόχαρτο που εκδίδεται από ή για λογαριασμό της εταιρείας ή εκκαθαριστή ή παραλήπτη ή διαχειριστή της περιουσίας της εταιρείας, που είναι έγγραφο πάνω ή μέσα στο οποίο φαίνεται το όνομα της εταιρείας, πρέπει να περιέχουν δήλωση ότι η εταιρεία βρίσκεται σε εκκαθάριση.
(2) Αν υπάρξει παράλειψη συμμόρφωσης με το άρθρο αυτό, η εταιρεία και οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα που εν γνώσει του και εσκεμμένα εξουσιοδοτεί ή επιτρέπει την παράλειψη, δηλαδή οποιοσδήποτε αξιωματούχος της εταιρείας, οποιοσδήποτε εκκαθαριστής της εταιρείας και οποιοσδήποτε παραλήπτης ή διαχειριστής υπόκειται σε πρόστιμο εκατό λιρών.
318. Στην περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας από το Δικαστήριο ή εκούσιας εκκαθάρισης από πιστωτές εταιρείας-
(α) κάθε έγγραφο που σχετίζεται αποκλειστικά με οποιαδήποτε υποθήκη, επιβάρυνση ή άλλο εμπράγματο βάρος πάνω σε οποιαδήποτε κληρονομική περιουσία, δικαίωμα ή συμφέρον πάνω σε οποιαδήποτε περιουσία που αποτελεί μέρος του ενεργητικού της εταιρείας και η οποία μετά την εκτέλεση του εγγράφου είναι ή παραμένει μέρος του ενεργητικού της εταιρείας και
(β) κάθε πληρεξούσιο έγγραφο, εξουσιοδότηση, ένταλμα, διάταγμα, πιστοποιητικό, ένορκη δήλωση, γραμμάτιο ή άλλο έγγραφο ή γραπτό κείμενο που σχετίζεται αποκλειστικά με την περιουσία της εταιρείας που εκκαθαρίζεται με τον τρόπο αυτό, ή σε οποιαδήποτε διαδικασία με βάση οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία,
εξαιρείται από τα τέλη που επιβάλλονται με βάση τους νόμους για τις χαρτοσημάνσεις.
319. Όταν εταιρεία είναι υπό εκκαθάριση, όλα τα βιβλία και έγγραφα της εταιρείας και των εκκαθαριστών, αποτελούν μεταξύ των συνεισφορέων της εταιρείας, εκ πρώτης όψεως μαρτυρία της αλήθειας όλων των θεμάτων που φέρονται καταχωρημένα σε αυτά.
320.-(1) Όταν εταιρεία είναι σε εκκαθάριση και πρόκειται να διαλυθεί, τα βιβλία και έγγραφα της εταιρείας και των εκκαθαριστών δύνανται να διατεθούν όπως πιο κάτω, ήτοι-
(α) στην περίπτωση εκκαθάρισης από ή με την εποπτεία του Δικαστηρίου, με τέτοιο τρόπο όπως το Δικαστήριο διατάξει
(β) σε περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης από μέλη, με τέτοιο τρόπο που διατάσσει η εταιρεία με έκτακτο ψήφισμα, και σε περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης από πιστωτές, με τέτοιο τρόπο που θα διατάξει η επιτροπή επιθεώρησης, ή αν δεν υπάρχει τέτοια επιτροπή, όπως διατάξουν οι πιστωτές της εταιρείας.
(2) Μετά από πέντε έτη από τη διάλυση της εταιρείας, ουδεμία ευθύνη θα έχει η εταιρεία, οι εκκαθαριστές, ή οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε η φύλαξη των βιβλίων και εγγράφων, επειδή οποιοδήποτε βιβλίο ή έγγραφο δεν δόθηκε σε οποιοδήποτε πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι ενδιαφέρεται.
(3) Δύναται να γίνει διάταξη με γενικούς κανονισμούς που να καθιστά τον επίσημο παραλήπτη ικανό να εμποδίζει για τέτοια περίοδο (που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη από τη διάλυση εταιρείας) όπως ο επίσημος παραλήπτης θεωρεί κατάλληλη, την καταστροφή των βιβλίων και εγγράφων εταιρείας που εκκαθαρίστηκε και να καθιστά ικανό οποιοδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα της εταιρείας να εφεσιβάλλει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε διαταγή που δύναται να δοθεί για το θέμα από τον επίσημο παραλήπτη.
(4) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί κατά παράβαση οποιωνδήποτε γενικών κανονισμών που εκδόθηκαν για τους σκοπούς του άρθρου αυτού ή οποιασδήποτε διαταγής του επίσημου παραλήπτη που δόθηκε με βάση αυτούς, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.
321.-(1) Αν όταν εταιρεία βρίσκεται σε εκκαθάριση, η εκκαθάριση δεν συμπληρώνεται μέσα σε ένα έτος μετά την έναρξη της, ο εκκαθαριστής πρέπει, σε τέτοια χρονικά διαστήματα που δυνατό να καθοριστούν, μέχρι να συμπληρωθεί η εκκαθάριση, να παραδίδει έκθεση στον έφορο εταιρειών με τον καθορισμένο τύπο που να περιέχει τις καθορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία και τη θέση της εκκαθάρισης.
(2) Αν εκκαθαριστής παραλείψη να συμμορφωθεί με το άρθρο αυτό υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες για κάθε ήμερα που συνεχίζεται η παράλειψη.
322.-(1) Αν, όταν εταιρεία είναι σε εκκαθάριση, φανεί είτε από οποιαδήποτε έκθεση που στάληκε στον έφορο με βάση το άρθρο 321, ή διαφορετικά ότι ο εκκαθαριστής έχει στα χέρια του ή υπό τον έλεγχο του οποιαδήποτε χρήματα που αντιπροσωπεύουν αδιεκδίκητο ή αδιανέμητο ενεργητικό της εταιρείας που παρέμεινε αδιεκδίκητο ή αδιανέμητο για περίοδο έξι μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής τους ή οποιαδήποτε χρήματα που κατέχονται από την εταιρεία ως εμπίστευμα σε σχέση με μερίσματα ή άλλα ποσά που οφείλονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ως μέλους της εταιρείας, ο εκκαθαριστής αμέσως πρέπει να καταβάλει τα αναφερόμενα χρήματα στο Λογαριασμό Εκκαθάρισης Εταιρειών που τηρεί ο Γενικός Λογιστής, και δικαιούται στο καθορισμένο πιστοποιητικό παραλαβής χρημάτων που κατέβαλε, με τον τρόπο αυτό, και το πιστοποιητικό εκείνο αποτελεί ικανοποιητική απαλλαγή του σχετικά με αυτά.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο που αξιώνει ότι δικαιούται σε οποιαδήποτε χρήματα που πληρώθηκαν στο Γενικό Λογιστή σύμφωνα με το άρθρο αυτό δύναται να απευθυνθεί σε αυτόν για πληρωμή τους, και ο Γενικός Λογιστής δύναται, μετά από πιστοποίηση από τον εκκαθαριστή ότι το πρόσωπο που αξιώνει δικαιούται, να εκδώσει διαταγή για την πληρωμή στο πρόσωπο εκείνο του ποσού που οφείλεται.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Γενικού Λογιστή σχετικά με αξίωση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό δύναται να την εφεσιβάλει στο Δικαστήριο.
323. Όταν εγκριθεί ψήφισμα σε αναβληθείσα συνέλευση των πιστωτών ή συνεισφορέων εταιρείας, το ψήφισμα, για όλους τους σκοπούς, θα θεωρείται ότι λήφθηκε κατά την ημερομηνία που στην πραγματικότητα λήφθηκε, και δεν θα λογίζεται ότι λήφθηκε σε οποιαδήποτε προηγούμενη ημερομηνία.
324.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, για τα θέματα που σχετίζονται με την εκκαθάριση εταιρείας, να λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες των πιστωτών ή συνεισφορέων της εταιρείας, όπως αποδεικνύονται ενώπιον του με οποιαδήποτε επαρκή μαρτυρία, και δύναται, αν το θεωρεί πρέπον, με σκοπό την εξακρίβωση των επιθυμιών εκείνων, να διατάξει σύγκληση συνελεύσεων των πιστωτών ή συνεισφορέων, που να συγκαλούνται, συγκροτούνται και διεξάγονται με τέτοιο τρόπο που το Δικαστήριο διατάσσει, και δύναται να διορίζει πρόσωπο που να ενεργεί ως πρόεδρος οποιασδήποτε τέτοιας συνέλευσης και να αναφέρει το αποτέλεσμα στο Δικαστήριο.
(2) Στην περίπτωση πιστωτών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αξία του χρέους κάθε πιστωτή.
(3) Στην περίπτωση συνεισφορέων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των ψήφων που παρέχονται σε κάθε συνεισφορέα από το Νόμο αυτό ή το καταστατικό.
(3Α) Πρακτικά διαδικασίας σε συνέλευση πιστωτών ή συνεισφορέων βάσει του Νόμου αυτού, υπογραμμένα στην ίδια ή την αμέσως επόμενη συνέλευση, από πρόσωπο το οποίο περιγράφεται ή το οποίο φαίνεται ότι είναι πρόεδρος της συνέλευσης στην οποία το πρακτικό υπογράφηκε, θεωρείται επαρκής μαρτυρία.
(3Β) Εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο, τεκμαίρεται ότι κάθε συνέλευση πιστωτών ή συνεισφορέων, στην οποία υπογράφηκε πρακτικό διαδικασίας σύμφωνα με το εδάφιο (3Α), συγκλήθηκε και συνήλθε δεόντως και ότι όλες οι αποφάσεις που λήφθηκαν ή διαδικασίες που διεξήχθηκαν σε αυτή τη συνέλευση, λήφθηκαν ή διεξήχθηκαν με τη συνήθη διαδικασία.
325.-(1) Οποιαδήποτε ένορκη δήλωση που απαιτείται να βεβαιώνεται ενόρκως με βάση τις διατάξεις ή για τους σκοπούς του Μέρους αυτού δύναται να βεβαιώνεται ενόρκως στη Δημοκρατία, ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, δικαστή ή προσώπου που είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένο να δέχεται και λαμβάνει ένορκες δηλώσεις ή ενώπιον οποιουδήποτε των προξένων ή υποπροξένων της Δημοκρατίας σε οποιοδήποτε μέρος έξω από τη Δημοκρατία.
(2) Όλα τα Δικαστήρια, δικαστές, Λειτουργοί της Δικαιοσύνης, επίτροποι και πρόσωπα που ενεργούν δικαστικά, λαμβάνουν δικαστική γνώση της σφραγίδας ή υπογραφής, ανάλογα με την περίπτωση, οποιουδήποτε τέτοιου Δικαστηρίου, δικαστή, προσώπου, προξένου ή υποπροξένου που επισυνάπτεται, προσαρτάται ή υπογράφεται σε οποιαδήποτε τέτοια ένορκη δήλωση ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που θα χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς του Μέρους αυτού.
326.-(1) Όταν εταιρεία έχει διαλυθεί, το Δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε μέσα σε δύο έτη από την ημερομηνία της διάλυσης, με αίτηση που γίνεται για το σκοπό αυτό από τον εκκαθαριστή της εταιρείας ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που φαίνεται στο Δικαστήριο ότι ενδιαφέρεται, να εκδώσει διάταγμα, με τέτοιους όρους όπως το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον, που να κηρύττει τη διάλυση ότι ήταν άκυρη, και τότε δύναται να γίνουν τέτοιες διαδικασίες που θα μπορούσαν να γίνουν αν η εταιρεία δεν είχε διαλυθεί.
(2) Αποτελεί καθήκον του προσώπου με την αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα, μέσα σε επτά ημέρες μετά την έκδοση του διατάγματος, ή τέτοιου περαιτέρω χρόνου που το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει, να παραδώσει στον έφορο εταιρειών για εγγραφή αντίγραφο του διατάγματος, και αν το πρόσωπο εκείνο παραλείψει να το κάνει ευθύνεται στην πληρωμή προστίμου που δεν θα υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη.
327.-(1) Όταν ο έφορος εταιρειών έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι εταιρεία δεν διεξάγει εργασία ή δεν λειτουργεί, δύναται να αποστείλει στην εταιρεία με το ταχυδρομείο επιστολή για εξακρίβωση κατά πόσο η εταιρεία διεξάγει εργασία ή είναι σε λειτουργία.
(2) Αν ο έφορος δεν πάρει οποιαδήποτε απάντηση μέσα σε ένα μήνα από την αποστολή της επιστολής, αυτός μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες μετά την πάροδο της περιόδου ενός μηνός αποστέλλει ταχυδρομικώς προς την εταιρεία συστημένη επιστολή που να αναφέρεται στην πρώτη και να δηλώνει ότι δεν λήφθηκε καμιά απάντηση σε αυτή, και ότι αν μέσα σε ένα μήνα δεν ληφθεί απάντηση στη δεύτερη επιστολή από την ημερομηνία αυτής, θα δημοσιευθεί ειδοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 365A με σκοπό να διαγραφτεί η επωνυμία της εταιρείας από το μητρώο εγγραφής.
(2Α) Ο έφορος εταιρειών δύναται επίσης να διαγράψει εταιρεία από το μητρώο-
(α) Κατόπιν αίτησης των συμβούλων της η οποία παραδίδεται στον έφορο εταιρειών στον καθορισμένο τύπο και νοουμένου ότι η εταιρεία έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της οι οποίες προκύπτουν από το Νόμο·
(β) σε περίπτωση παράλειψης καταβολής από την εταιρεία του ετήσιου τέλους που προβλέπεται στο άρθρο 391 για περίοδο ενός έτους, από την ημερομηνία που αυτό κατέστη πληρωτέο·
(γ) σε περίπτωση μη καταχώρισης στον έφορο εταιρειών του ειδικού ψηφίσματος προς συμμόρφωση με το εδάφιο (2) του άρθρου 370ΙΕ εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2021.
(3) Σε περίπτωση που ο έφορος εταιρειών-
(α) Αποστείλει επιστολή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και/ή του εδαφίου (2), και λάβει απάντηση ότι η εταιρεία δεν διεξάγει εργασία ή ότι δεν βρίσκεται σε λειτουργία ή δεν λάβει οποιαδήποτε απάντηση μέσα σε ένα (1) μήνα από την αποστολή δεύτερης επιστολής, ή
(β) λάβει αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2Α), ή
(γ) διαπιστώσει ότι εταιρεία έχει παραλείψει να καταβάλει το ετήσιο τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 391 για περίοδο ενός έτους από την ημερομηνία που αυτό κατέστη πληρωτέο,
δημοσιεύει σύμφωνα με της διατάξεις του άρθρου 365Α και αποστέλλει στην εταιρεία μέσω ταχυδρομείου, ειδοποίηση ότι μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της ειδοποίησης, η επωνυμία της εταιρείας που αναφέρεται στην ειδοποίηση, εκτός αν αποδειχθεί αιτία για το αντίθετο, θα διαγραφεί από το μητρώο και τότε η εταιρεία διαλύεται.
(3Α) Στην περίπτωση που εταιρεία έχει υποβάλει αίτηση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2Α), δύναται να αποσύρει την αίτηση αυτή πριν τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο εδάφιο (3), παραδίδοντας στον έφορο σχετική ειδοποίηση στον καθορισμένο τύπο.
(4) Αν, σε οποιαδήποτε περίπτωση που εταιρεία εκκαθαρίζεται, ο έφορος έχει εύλογη αιτία να πιστεύει είτε ότι κανένας εκκαθαριστής δεν ενεργεί, ή ότι τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας εκκαθαρίστηκαν εξολοκλήρου, και ότι οι εκθέσεις που απαιτούνται να γίνουν από τον εκκαθαριστή δεν έγιναν για περίοδο έξι συνεχών μηνών, ο έφορος δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αποστέλλει στην εταιρεία ή τον εκκαθαριστή, αν υπάρχει, παρόμοια ειδοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (3).
(5) Μετά την πάροδο του χρόνου που αναφέρεται στην ειδοποίηση ο έφορος δύναται, εκτός αν αποδειχθεί προηγουμένως αιτία για το αντίθετο από την εταιρεία ή από οποιοδήποτε μέλος ή πιστωτή της εταιρείας πριν τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο εδάφιο (3), υποβάλλοντας ένσταση στον καθορισμένο τύπο, να διαγράψει την επωνυμία της από το μητρώο, και δημοσιεύει γι’ αυτό ειδοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 365Α και με τη δημοσίευση της ειδοποίησης η εταιρεία διαλύεται:
Νοείται ότι-
(α) η ευθύνη, αν υπάρχει, καθενός συμβούλου, διευθύνοντα αξιωματούχου και οποιουδήποτε μέλους της εταιρείας θα συνεχίζεται και δύναται να εκτελεστεί ωσάν η εταιρεία δεν είχε διαλυθεί· και
(β) καμιά διάταξη στο εδάφιο αυτό δεν επηρεάζει την εξουσία του Δικαστηρίου να εκκαθαρίζει εταιρεία που η επωνυμία της διαγράφτηκε από το μητρώο εγγραφής εταιρειών.
(6) Οποιαδήποτε εταιρεία που παραλείπει να καταχωρήσει στον έφορο οποιοδήποτε έγγραφο που απαιτείται από το Νόμο αυτό να καταχωρηθεί σε αυτόν, δύναται να διαγραφτεί από το Μητρώο Εγγραφής Εταιρειών, και η διαγραφή αυτή γίνεται μετά την παρέλευση έξι τουλάχιστο μηνών από την ημερομηνία της επιστολής του εφόρου με την οποία ζητήθηκε το έγγραφο αυτό και δημοσιεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 365Α.
(7)(α) Στην περίπτωση που εταιρεία ή οποιοδήποτε μέλος ή πιστωτής της αισθάνεται δυσαρεστημένος από το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρεία διαγράφτηκε από το μητρώο, ή/και όποιος έχει υποστεί ζημιά από τις πράξεις της εν λόγω εταιρείας πριν τη διαγραφή της, δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο την επαναφορά της επωνυμίας της εταιρείας στο μητρώο πριν από την πάροδο είκοσι ετών από τη ημέρα δημοσίευσης της διαγραφής της, ως ανωτέρω, δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (3), (5) και (6) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 365Α.
(β) Το Δικαστήριο δύναται, εφόσον ικανοποιηθεί ότι η εταιρεία κατά το χρόνο της διαγραφής της διεξήγαγε εργασία ή ήταν σε λειτουργία, ή διαφορετικά ότι είναι δίκαιο η εταιρεία να αποκατασταθεί στο μητρώο, να διατάξει την επαναφορά της επωνυμίας της εταιρείας στο μητρώο, και με την παράδοση επίσημου αντιγράφου του διατάγματος στον έφορο για εγγραφή η εταιρεία λογίζεται ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ωσάν η επωνυμία της δεν διαγράφτηκε.
(γ) Το Δικαστήριο δύναται με το εν λόγω διάταγμα να-
(i) Δώσει τέτοιες οδηγίες και να εκδώσει τέτοιες διατάξεις που θεωρεί δίκαιες για την αποκατάσταση της εταιρείας και όλων των άλλων προσώπων στην ίδια θέση κατά το δυνατό, ωσάν η επωνυμία της εταιρείας δεν είχε διαγραφεί,
(ii) διατάξει την παράδοση στον έφορο τέτοιων εγγράφων σε σχέση με την εταιρεία τα οποία είναι αναγκαία για την επικαιροποίηση του μητρώου το οποίο τηρείται από τον έφορο,
(iii) διατάξει την καταβολή των οφειλόμενων τελών της εταιρείας προς τον έφορο, και
(iv) διατάξει την καταβολή των εξόδων του εφόρου σχετικά με τη διαδικασία αποκατάστασης της εταιρείας στο μητρώο.
(8) Ειδοποίηση που πρέπει να σταλεί με βάση το άρθρο αυτό σε εκκαθαριστή δύναται να απευθύνεται στον εκκαθαριστή στον τελευταίο γνωστό τόπο εργασίας του, και επιστολή ή ειδοποίηση που πρέπει να αποστέλλεται σε εταιρεία με βάση το άρθρο αυτό, δύναται να απευθύνεται στο εγγεγραμμένο γραφείο της ή αν δεν γράφτηκε γραφείο, με τη φροντίδα κάποιου αξιωματούχου της εταιρείας, ή, αν δεν υπάρχει αξιωματούχος της εταιρείας του οποίου το όνομα και η διεύθυνση είναι γνωστά στον έφορο εταιρειών, δύναται να αποστέλλεται σε καθένα από τα πρόσωπα που υπέγραψαν το ιδρυτικό έγγραφο στη διεύθυνση του η οποία αναφέρεται στο ιδρυτικό έγγραφο.
327Α.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 327, ο έφορος δύναται, κατόπιν αίτησης στον καθορισμένο τύπο από οποιοδήποτε σύμβουλο ή μέλος εταιρείας της οποίας η επωνυμία διαγράφηκε από το μητρώο δυνάμει των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (3) και εδαφίου (6) του άρθρου 327, να επαναφέρει την επωνυμία της στο μητρώο εφόσον:
(α) Η σχετική αίτηση υποβληθεί εντός είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία διαγραφής της επωνυμίας της εταιρείας δυνάμει του άρθρου 327, και
(β) η εταιρεία διεξήγαγε εργασίες και/ή λειτουργούσε όταν διαγράφηκε, και
(γ) έχουν παραδοθεί ή επισυναφθεί με την εν λόγω αίτηση όλα τα σχετικά έντυπα, εκθέσεις, οικονομικές καταστάσεις και έγγραφα ώστε να επικαιροποιηθεί το αρχείο της εταιρείας που τηρείται από τον έφορο, και
(δ) έχουν πληρωθεί ή καταβληθεί με την εν λόγω αίτηση όλα τα τέλη, επιβαρύνσεις και/ή πρόστιμα παράλειψης τα οποία είχαν προκύψει και/ή επιβληθεί πριν από την ημερομηνία διαγραφής της επωνυμίας της εταιρείας, και
(ε) το τέλος διοικητικής επαναφοράς έχει καταβληθεί με την υποβολή της σχετικής αίτησης, και
(στ) ο έφορος έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι η διαγραφή της επωνυμίας της εταιρείας έχει θέσει τον αιτητή σε μειονεκτική θέση.
(2) Επιπρόσθετα των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση που περιουσία και/ή δικαιώματα της εταιρείας έγιναν αντικείμενο χειρισμού από τη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 328, ο αιτητής οφείλει να επισυνάψει γραπτή συγκατάθεση αρμόδιου εκπροσώπου της Δημοκρατίας για την επαναφορά της εταιρείας.
(3) Ο έφορος, αφού ικανοποιηθεί ότι τα κριτήρια που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) πληρούνται, εκδίδει πιστοποιητικό επαναφοράς της επωνυμίας της εταιρείας στο μητρώο με το οποίο η εταιρεία λογίζεται ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ωσάν η επωνυμία της δεν είχε διαγραφεί και δημοσιεύει ανακοίνωση της επαναφοράς της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 365Α και η ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού επαναφοράς από τον έφορο λογίζεται και ως η ημερομηνία επαναφοράς της εταιρείας στο μητρώο.
(4) Η διοικητική επαναφορά της εταιρείας δεν επηρεάζει το δικαίωμα του αιτητή να καταφύγει, εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία επαναφοράς της εταιρείας, στο Δικαστήριο και να αιτηθεί έκδοση διατάγματος βάσει του στοιχείου (i) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (7) του άρθρου 327.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η επαναφορά της επωνυμίας της εταιρείας στο μητρώο δε θα επηρεάζει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της εταιρείας σε σχέση με οποιοδήποτε χρέος ή υποχρέωση ή οποιαδήποτε σύμβαση που συνάφθηκε από, με ή εκ μέρους της εταιρείας μεταξύ της ημερομηνίας διαγραφής της και της ημερομηνίας επαναφοράς της.
328. Όταν εταιρεία διαλυθεί, ολόκληρη η περιουσία και τα δικαιώματα τα οποία με οποιοδήποτε τρόπο περιήλθαν σε ή κρατούνταν ως εμπίστευμα για την εταιρεία αμέσως πριν από τη διάλυση της (δεν περιλαμβάνει περιουσία που κατέχεται από την εταιρεία με εμπίστευμα για άλλο πρόσωπο) τηρουμένου και άνευ βλάβης οποιουδήποτε διατάγματος το οποίο δύναται οποτεδήποτε να εκδοθεί από το Δικαστήριο με βάση τα άρθρα 326 και 327, θεωρείται αδέσποτη και ανήκει ανάλογα στη Δημοκρατία και περιέρχεται και δύναται να είναι αντικείμενο χειρισμού με τον ίδιο τρόπο όπως άλλη αδέσποτη περιουσία που περιέρχεται στη Δημοκρατία.
329.-(1) Όταν περιουσία περιέρχεται στη Δημοκρατία με βάση το άρθρο 328, ο τίτλος της Δημοκρατίας σε αυτή με βάση το άρθρο εκείνο δύναται να αποποιηθεί με ειδοποίηση υπογραμμένη από το Γενικό Λογιστή.
(2) Όταν ειδοποίηση της αποποίησης βάσει του άρθρου αυτού εκτελείται σχετικά με οποιαδήποτε περιουσία, η περιουσία εκείνη δε θεωρείται ότι περιήλθε στη Δημοκρατία βάση το άρθρο 328, και τα εδάφια (2) και (6) του άρθρου 304 εφαρμόζονται σχετικά με την περιουσία ωσάν αυτή να είχε αποποιηθεί με βάση το εδάφιο (1) του αναφερόμενου άρθρου 304 αμέσως πριν από τη διάλυση της εταιρείας.
(3) Το δικαίωμα εκτέλεσης ειδοποίησης αποποίησης με βάση το άρθρο αυτό δύναται να εγκαταλειφθεί από ή για λογαριασμό της Δημοκρατίας είτε ρητά είτε με τη λήψη κατοχής ή άλλης πράξης που αποδεικνύει εκείνη την πρόθεση.
(4) Ειδοποίηση αποποίησης με βάση το άρθρο αυτό δεν ισχύει εκτός αν εκτελείται μέσα σε δώδεκα μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η περιέλευση της περιουσίας όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ήλθε σε γνώση του Γενικού Λογιστή, ή, αν έγινε γραπτή αίτηση στο Γενικό Λογιστή από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενδιαφέρεται στην περιουσία που απαιτεί από αυτόν να αποφασίσει κατά πόσο αυτός θα αποποιηθεί ή όχι, μέσα σε περίοδο τριών μηνών μετά τη λήψη της αίτησης ή τέτοιας περαιτέρω περιόδου όπως δυνατό να επιτραπεί από το Δικαστήριο το οποίο θα είχε δικαιοδοσία να εκκαθαρίσει την εταιρεία αν αυτή δεν είχε διαλυθεί.
(5) Δήλωση σε ειδοποίηση αποποίησης οποιασδήποτε περιουσίας με βάση το άρθρο αυτό, ότι η περιέλευση της περιουσίας ήλθε σε γνώση του Γενικού Λογιστή σε ορισμένη ημερομηνία ή ότι καμιά τέτοια αίτηση δεν λήφθηκε από αυτόν όπως αναφέρθηκε πιο πάνω σχετικά με την περιουσία πριν από ορισμένη ημερομηνία, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου, αποτελεί ικανοποιητική μαρτυρία για το γεγονός που δηλώθηκε.
(6) Ειδοποίηση απόρριψης με βάση το άρθρο παραδίνεται στον έφορο εταιρειών και κρατείται και εγγράφεται από αυτόν και αντίγραφα της δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αποστέλλονται σε οποιαδήποτε πρόσωπα που έδωσαν ειδοποίηση στο Γενικό Λογιστή ότι αξιώνουν ότι ενδιαφέρονται για την περιουσία.
330. Λογαριασμός, που ονομάζεται “ο Λογαριασμός Εκκαθάρισης Εταιρειών” τηρείται από το Γενικό Λογιστή, και όλα τα χρήματα που εισπράττονται από αυτόν με βάση τις διατάξεις του άρθρου 322 καταβάλλονται σε εκείνο το λογαριασμό.
331.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διορίζει τέτοιους επιπρόσθετους λειτουργούς που θα απαιτηθούν για την εκτέλεση του Μέρους αυτού, και δύναται να παύει οποιοδήποτε πρόσωπο που διορίστηκε με τον τρόπο αυτό.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο διατάσσει κατά πόσο οποιαδήποτε και ποια αμοιβή θα επιτρέπεται σε οποιοδήποτε λειτουργό ή πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα με βάση το Μέρος αυτό σχετικά με την εκκαθάριση εταιρειών, και δύναται να αλλάσσει, αυξάνει ή μειώνει την αμοιβή αυτή όπως αυτός το θεωρεί πρέπον.
332. Ο επίσημος παραλήπτης και οποιοσδήποτε λειτουργός του Δικαστηρίου που ενεργεί σε εκκαθαρίσεις εταιρειών υποβάλλουν στο Γενικό Λογιστή τέτοιες εκθέσεις για τις εργασίες τους, αναφορικά με αυτές, σε τέτοια χρονικά διαστήματα, και με τέτοιο τρόπο και τύπο, που ο Γενικός Λογιστής δυνατό να διατάξει, και από εκείνες τις εκθέσεις ο Γενικός Λογιστής δύναται να φροντίζει για την ετοιμασία βιβλίων τα οποία, με βάση Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, θα είναι ανοικτά για δημόσια ενημέρωση και έρευνα.
333. Το Υπουργικό Συμβούλιο με τη συμβουλή και βοήθεια του Αρχιδικαστή, δύναται να εκδίδει γενικούς κανονισμούς για την αποτελεσματική εφαρμογή των σκοπών του Νόμου αυτού στην έκταση που αφορούν την εκκαθάριση εταιρειών και για τα τέλη που πρέπει να πληρώνονται σχετικά με τη σχετική διαδικασία και τον τρόπο που αυτά θα εισπράττονται και θα υπολογίζονται.