ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΑΔΕΙΑΙ
Άδεια εργοδοτουμένων

3.-(1) Έκαστος εργοδοτούμενος δικαιούται εις άδειαν η οποία χορηγείται εις αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Νοείται ότι, αν πρόσωπο το οποίο προέβαλε απαίτηση για τη χορήγηση άδειας ή ισχυρίζεται ότι δικαιούται ή εδικαιούτο άδεια είναι για οποιοδήποτε λόγο ανίκανο να ενεργήσει ή έχει αποβιώσει, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων δύναται να αποδεχθεί ώστε, εκτός από τη χήρα ή το χήρο, ανάλογα με την περίπτωση, άλλο πρόσωπο που θα κρίνει κατάλληλο να υποβάλει την αίτηση για διεκδίκηση ή είσπραξη της άδειας, ως αντιπρόσωπος ή για λογαριασμό ή εκ μέρους του προσώπου αυτού.

(2) Παρ’ εργοδοτουμένου όστις κατά την διάρκειαν της αδείας του αναλαμβάνει απασχόλησιν επί πληρωμή είτε υπό τον συνήθη εργοδότην του είτε υφ’ οιονδήποτε άλλον εργοδότην δυνατόν να απαιτηθή υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, κατόπιν αιτήσεως υπό του Ταμείου, όπως επιστρέψη εις το Ταμείον το όλον ή οιονδήποτε μέρος των απολαβών αδείας τας οποίας έλαβεν εκ του Ταμείου ως προς την άδειαν ταύτην.

(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός δύναται, τη συγκαταθέσει του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, να επιτρέψη διά Διατάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον ή τάξιν προσώπων όπως παραιτηθώσι της αδείας των καθ’ οιονδήποτε έτος αδείας, όταν θεωρή ότι τούτο είναι προς το δημόσιον συμφέρον:

Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται εν οιωδήποτε τοιούτω Διατάγματι να προβλέψη διά την συσσώρευσιν του όλου ή μέρους της αδείας της οποίας εγένετο παραίτησις δυνάμει του Διατάγματος.

(4) [Διαγράφηκε]

Ουδεμία υποχρέωσις εργοδότου να συνεισφέρη εις άλλας προνοίας δι’ αδείας

4. Κατόπιν της ορισθείσης ημέρας ουδείς εργοδότης υποχρεούται όπως συνεισφέρη οιονδήποτε χρηματικόν ποσόν εις οιασδήποτε προνοίας δι’ αδείας άλλας ή τας προνοουμένας υπό του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών εκδιδομένων δυνάμει τούτου.

Διάρκεια αδείας

5.-(1) Η διάρκεια της αδείας εργοδοτουμένου όταν ούτος έχη εργασθή ουχί ολιγωτέρας των σαράντα οκτώ εβδομάδων εντός του έτους αδείας είναι είκοσι εργάσιμοι ημέραι εις περίπτωσιν εργοδοτουμένου έχοντος πενθήμερον εβδομάδα εργασίας και είκοσι τέσσερις εργάσιμοι ημέραι εις περίπτωσιν εργοδοτουμένου έχοντος εξαήμερον εβδομάδα εργασίας:

Νοείται ότι όταν εργοδοτούμενος δικαιούται δυνάμει νόμου, εθίμου, συλλογικής συμβάσεως ή άλλου τινός εις χρονικόν διάστημα αδείας μακρότερον των εν τω παρόντι εδαφίω προνοουμένων ημερών, τότε ο αριθμός των ημερών εν τω μακροτέρω τούτω διαστήματι υποκαθιστά τας υπό του παρόντος άρθρου προβλεπομένας ημέρας εφ’ όσον ο εν λόγω νόμος, έθιμον, συλλογική σύμβασις ή άλλο τι παραμένει εν ισχύϊ.

(2) Ο Υπουργός δύναται διά Διατάγματος να αυξήση τον αριθμόν των εν τω εδαφίω (1) προνοουμένων ημερών αδείας:

Νοείται ότι, πριν ή εκδώση τοιούτο Διάταγμα, ο Υπουργός συμβουλεύεται το Εργατικόν Συμβουλευτικόν Σώμα και το Διοικητικόν Συμβούλιον.

(3) Οσάκις εργοδοτούμενος έχη εργασθή δι’ ολιγωτέρας των πεντήκοντα εβδομάδων εργασίας εντός έτους τινός αδείας, τότε ούτος δικαιούται αναφορικώς προς το έτος τούτο, εις ανάλογον άδειαν συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (1), υποκειμένην εις προσαρμογάς συμφώνως προς τους δυνάμει του άρθρου 9 εκδιδομένους Κανονισμούς:

Νοείται ότι τα χρονικά διαστήματα-

(α) προσωρινής απουσίας εργοδοτουμένου εκ της εργασίας του λόγω ατυχήματος ή ασθενείας,

(β) απουσίας εργοδοτουμένης εκ της εργασίας της ενώ διατελεί επ’ αδεία λόγω μητρότητος,

(γ) απουσίας εργοδοτουμένου από την εργασία του με γονική άδεια, άδεια πατρότητας ή άδεια φροντίδας ή άδεια για λόγους ανωτέρας βίας,

λογίζονται ως χρονικά διαστήματα εργασίας διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου.

(4) Ο Υπουργός δύναται διά Διατάγματος να καθορίση μακροτέραν άδειαν δι’ οιανδήποτε τάξιν εργοδοτουμένων εάν θεωρή τούτο αναγκαίον:

Νοείται ότι, πριν ή εκδώση οιονδήποτε τοιούτο Διάταγμα, ο Υπουργός συμβουλεύεται το Εργατικόν Συμβουλευτικόν Σώμα και το Διοικητικόν Συμβούλιον.

Χρονικά διαστήματα εξαιρούμενα εξ αδείας

6.-(1) Αι ακόλουθοι δεν λογίζονται ως ημέραι ετησίας αδείας:

(α) δημόσιαι αργίαι καθιερωμέναι διά νόμου, εθίμου ή συμβάσεως·

(β) το χρονικόν διάστημα αδείας λόγω μητρότητος και το χρονικό διάστημα άδειας λόγω πατρότητας·

(γ) ημέραι ανικανότητος προς εργασίαν οφειλομένης εις ατύχημα ή ασθένειαν·

(δ) ημέραι απεργίας ή ανταπεργίας (lock-out)·

(ε) οιονδήποτε χρονικόν διάστημα διά το οποίον εδόθη ειδοποίησις προς τερματισμόν απασχολήσεως·

(στ) το χρονικό διάστημα γονικής άδειας και το χρονικό διάστημα άδειας για λόγους ανωτέρας βίας·

(ζ) το χρονικό διάστημα άδειας φροντίδας.

(2) Εάν μία των εν τω εδαφίω (1) περιπτώσεων εγερθή διαρκούσης αδείας, η άδεια θεωρείται ως διακοπείσα και συμπληρούται κατά το δυνατόν εντός του αυτού έτους.

Ελάχιστον χρονικόν διάστημα και συσσώρευσις αδειών

7.-(1) Η άδεια περιλαμβάνει μίαν συνεχή περίοδον ουχί ολιγωτέραν των εννέα ημερών.

(2) Διά συμφωνίας μεταξύ του εργοδότου και του εργοδοτουμένου, αι άδειαι δυνατόν να συσσωρεύωνται μέχρις ανωτάτου ορίου ισουμένου προς την άδειαν εις την οποίαν ο εργοδοτούμενος δικαιούται ως προς δύο έτη.