42.—(1) Διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν σύστασης του Υπουργού, Επίτροπος Εποπτείας, σύμφωνα με όρους εντολής που καθορίζονται στην πράξη του διορισμού του, για να εκτελεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 43.
(2) O Eπίτροπος κατέχει ακαδημαϊκά προσόντα, τουλάχιστο μεταπτυχιακού επιπέδου, σε ένα ή περισσότερους από τους τομείς της Νομικής, των Οικονομικών ή των Χρηματοοικονομικών, των βασικών επιστημών του τομέα της υγείας, της Δημόσιας Διοίκησης ή Διοίκησης Επιχειρήσεων και πείρα τουλάχιστον εφτά χρόνων στον τομέα του.
(3) Η θητεία του Επιτρόπου είναι εξαετής και αφυπηρετεί στο τέλος του μήνα που έχει συμπληρώσει το εξηκοστό όγδοο έτος της ηλικίας του.
(4) Ο Επίτροπος είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος, υπόλογος μόνο στο Υπουργικό Συμβούλιο.
(5) (α) Δεν διορίζεται ούτε διατηρεί τη θέση του ως Επίτροπος, πρόσωπο που, είτε το ίδιο είτε ο/η σύζυγός του ή πρώτου βαθμού συγγενής του ασχολείται επαγγελματικά ή κατέχει μετοχές, σε ποσοστό πέραν του 1% του μετοχικού κεφαλαίου ή έχει οποιοδήποτε άλλο άμεσο, έμμεσο ή συγκρουόμενο συμφέρον σε επιχειρήσεις ή οποιαδήποτε άλλη σχέση με την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας που παρέχονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(β) Πρόσωπο εκπίπτει από την ιδιότητα του ως Επίτροπος, εάν μετά το διορισμό του-
(i) Αποκτά μία από τις ιδιότητες που συνιστούν κώλυμα διορισμού δυνάμει της παραγράφου (α)∙
(ii) προβαίνει σε πράξεις ή αναλαμβάνει οποιαδήποτε εργασία ή έργο ή αποκτά άλλη ιδιότητα που δε συμβιβάζεται με τα καθήκοντά του ως Επιτρόπου∙
(iii) καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα, το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα∙
(iv) καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα για το οποίο του επιβάλλεται η ποινή της φυλάκισης∙
(v) καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 44∙
(vi) λόγω ανικανότητας να εκπληρώνει επαρκώς τις αρμοδιότητες, εξουσίες ή καθήκοντα της θέσης του για το υπόλοιπο της θητείας του.
(γ) Το Υπουργικό Συμβούλιο, ευθύς αμέσως όταν εξακριβώσει ότι έχει συμβεί οποιοδήποτε από τα γεγονότα που αναφέρονται στην παράγραφο (β), δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας γνωστοποίηση στην οποία αναφέρεται ότι ο Επίτροπος από συγκεκριμένη ημερομηνία που καθορίζεται σ' αυτήν, δεν κατέχει πλέον το αξίωμά του.
(6) (α) Στον Επίτροπο καταβάλλεται αποζημίωση το ύψος της οποίας καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(β) Ο Επίτροπος δεν δύναται να κατέχει οποιαδήποτε άλλη θέση ή αξίωμα στη Δημοκρατία ή να απασχολείται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία με αμοιβή.
(7) (α) Ο Επίτροπος κατά την ενάσκηση του έργου του έχει Γραφείο, το προσωπικό του οποίου θα αποτελείται από λειτουργούς που θα έχουν τέτοια προσόντα και θα υπηρετούν κάτω από τέτοιους όρους όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), για σκοπούς αποτελεσματικότερης λειτουργίας του Γραφείου του Επιτρόπου είναι δυνατή η στελέχωση αυτού με δημόσιους υπαλλήλους ή με ωρομίσθιο προσωπικό της δημόσιας υπηρεσίας, ανάλογα με την περίπτωση, το οποίο υπηρετεί ή μετακινείται ή αποσπάται στο Υπουργείο Υγείας και παραχωρείται για απασχόληση στο Γραφείο του Επιτρόπου:
(γ) Ο Επίτροπος έχει εξουσία όπως, διαφυλασσομένης της αρχής της ιεραρχίας στο προσωπικό του Γραφείου του, εξουσιοδοτήσει γραπτά οποιοδήποτε λειτουργό του Γραφείου του που κατέχει υπεύθυνη θέση όπως ενασκεί εκ μέρους του τέτοιες από τις εξουσίες του και κάτω από τέτοιους όρους, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις, όπως ο Επίτροπος θα καθορίσει στην εξουσιοδότησή του:
43.-(1) Ο Επίτροπος έχει αρμοδιότητα να εξετάζει παράπονα που υποβάλλονται από οποιοδήποτε πρόσωπο που καθορίζεται στο άρθρο 45 σχετικά με-
(α) Οποιαδήποτε απόφαση, πράξη ή παράλειψη του Οργανισμού αναφορικά με τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που καλύπτονται από τον Οργανισμό∙
(β) οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας στο πλαίσιο εφαρμογής της σύμβασης που υπογράφουν με τον Οργανισμό∙
(γ) οποιαδήποτε απόφαση, πράξη ή παράλειψη του Οργανισμού σε σχέση με τους παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας.
(2) Ο Επίτροπος δύναται να εξετάζει αυτεπάγγελτα οποιοδήποτε θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος που αφορά στην αποτελεσματική εφαρμογή και λειτουργία του Συστήματος.
(3) Ο Επίτροπος διερευνά, μετά από εντολή του Υπουργικού Συμβουλίου, οποιοδήποτε θέμα αφορά στη λειτουργία και εφαρμογή του Συστήματος.
(4) Δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Επιτρόπου και αυτός δεν δύναται να εξετάσει οποιοδήποτε παράπονο ή ενέργεια ή θέμα, αναφορικά με το οποίο εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή ενώπιον του Οργανισμού ή ενώπιον οποιασδήποτε άλλης διοικητικής ή ανεξάρτητης αρχής που λειτουργεί δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου.
44.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Επίτροπος και κάθε μέλος του προσωπικού του Γραφείου του Επιτρόπου θεωρεί και χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα, έγγραφο ή πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση του κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, όπως και κάθε έκθεση που έχει υποβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα, έγγραφο ή πληροφορία, εκτός μόνο για τους σκοπούς έρευνας ή έκθεσης σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.
(2) Ο Επίτροπος και κάθε μέλος του προσωπικού του Γραφείου του που κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου γνωστοποιεί οποιεσδήποτε πληροφορίες ή στοιχεία κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) πιο πάνω, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι τριών ετών ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
45.—(1) Παράπονο, δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται να υποβάλλεται από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει έννομο συμφέρον από τη διερεύνηση του παραπόνου.
(2) Το παράπονο δύναται να υποβληθεί είτε προσωπικά από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε μέσω δεόντως εξουσιοδοτημένου από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εκπροσώπου, είτε από τους νόμιμους κληρονόμους του και σε περίπτωση ανήλικου προσώπου, από τον κηδεμόνα του.
(3) [Καταργήθηκε].
(4) [Καταργήθηκε].
46.—(1) Ο Επίτροπος, προτού προβεί στη διερεύνηση παραπόνου, οφείλει να βεβαιωθεί ότι το παράπονο έγινε πρώτα στο πρόσωπο ή το σώμα εναντίον του οποίου στρέφεται και ότι δόθηκε σε αυτό κάθε εύλογη ευκαιρία να ερευνήσει και απαντήσει στο παράπονο.
(2) Δε διερευνάται παράπονο, δυνάμει του Μέρους αυτού, εκτός αν το παράπονο διατυπώθηκε γραπτώς από ή για λογαριασμό του παραπονουμένου, απευθύνεται στον Επίτροπο και η πράξη αναφορικά προς την οποία υποβάλλεται το παράπονο δεν έχει επισυμβεί σε χρόνο που υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημέρα κατά την οποία ο παραπονούμενος για πρώτη φορά έλαβε γνώση, εκτός αν ο Επίτροπος κρίνει εύλογο να προβεί στη διερεύνηση παραπόνου σχετικά με πράξη η οποία περιήλθε στη γνώση του παραπονουμένου σε χρονική περίοδο που υπερβαίνει την προαναφερόμενη περίοδο των δώδεκα μηνών.
(3) Ο Επίτροπος αποφασίζει κατά την κρίση του, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αν θα προβεί σε έρευνα ή αν θα συνεχίσει, θα αναστείλει ή διακόψει έρευνα, αναφορικά με παράπονο που υποβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους και ενημερώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με αιτιολογημένη απόφασή του, σε περίπτωση μη συνέχισης, αναστολής ή διακοπής της έρευνας.
46Α.-(1) Όταν ο Επίτροπος διεξάγει έρευνα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αυτό παρέχει την ευκαιρία στον Οργανισμό ή στον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας ή οποιοδήποτε αξιωματούχο, λειτουργό ή υπάλληλό τους ή άλλο πρόσωπο, το οποίο φέρεται ότι έχει ενεργήσει ή εξουσιοδοτήσει τη σχετική ενέργεια, να σχολιάσει οποιοδήποτε ισχυρισμό σχετικά με την ενέργεια αυτή.
(2) Αν σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας ο Επίτροπος κρίνει ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την υποβολή εκθέσεως ή συστάσεως από αυτόν η οποία δυνατό να επηρεάσει δυσμενώς τον Οργανισμό ή τον παροχέα ή οποιοδήποτε αξιωματούχο ή λειτουργό ή υπάλληλό τους ή άλλο πρόσωπο, ο Επίτροπος οφείλει να παράσχει σ’ αυτούς την ευκαιρία να ακουστούν.
(3) Αν σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας ή ύστερα από αυτή ο Επίτροπος κρίνει ότι δυνατό να έχει διαπραχθεί ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα από οποιοδήποτε αξιωματούχο, λειτουργό ή υπάλληλό τους ή άλλο πρόσωπο, ο Επίτροπος οφείλει να αναφέρει το ζήτημα αυτό στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή στην αρμόδια αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, για τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων.
(4) Οι διεξαγόμενες από τον Επίτροπο έρευνες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν είναι δημόσιες.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η διαδικασία που τηρείται κατά τη διεξαγωγή έρευνας είναι αυτή που ο Επίτροπος θεωρεί ως πρέπουσα σύμφωνα με τις περιστάσεις της υπόθεσης και, άνευ βλάβης της γενικότητας της διατάξεως αυτής, ο Επίτροπος έχει εξουσία όπως, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λαμβάνει πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και με οποιοδήποτε τρόπο κρίνει αυτός ορθό, δύναται δε να αποφασίσει αν ένα πρόσωπο δικαιούται να εκπροσωπηθεί με δικηγόρο ή διαφορετικά.
(6) Η διεξαγωγή έρευνας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζει οποιαδήποτε ενέργεια που έχει γίνει από τον Οργανισμό ή τον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας ή οποιαδήποτε εξουσία ή καθήκον τους να ερευνήσουν περαιτέρω οποιοδήποτε ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Οργανισμός και οι παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας υποχρεούνται όπως, αν τους ζητηθεί τούτο από τον Επίτροπο, παρέχουν κάθε συνδρομή στο επιτελούμενο από αυτόν έργο.
(8) Ο Επίτροπος δύναται, μετά την άρνηση ή την παράλειψη του Οργανισμού ή του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας, να παράσχει την απαιτούμενη συνδρομή στο έργο που επιτελείται από αυτόν, να παράσχει σε αυτήν ενόψει των περιστάσεων, εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας να τον καλεί να συνεργαστεί· σε περίπτωση που η παρασχεθείσα προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η μη σύμπραξη του Οργανισμού ή του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας στη διεξαγωγή της έρευνας αποτελεί αντικείμενο ειδικής έκθεσης του Επιτρόπου προς τον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό, ο οποίος μεριμνά για την παροχή της απαιτούμενης συνδρομής στο έργο του Επιτρόπου.
(9) Άρνηση οποιουδήποτε αξιωματούχου, λειτουργού ή υπαλλήλου να συνεργαστεί με τον Επίτροπο κατά τη διεξαγωγή έρευνας εκ μέρους αυτού με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όταν η εν λόγω συνεργασία απαιτείται ως εκ των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του, συνιστά πειθαρχικό αδίκημα παράβασης καθήκοντος.
(10) Άρνηση οποιουδήποτε παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας να συνεργαστεί με τον Επίτροπο κατά τη διεξαγωγή έρευνας εκ μέρους αυτού με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όταν η εν λόγω συνεργασία απαιτείται ως των παρεχόμενων υπηρεσιών φροντίδας υγείας, συνιστά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
46Β.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, κατά τις έρευνες που διεξάγονται από τον Επίτροπο δεν επιτρέπεται η επίκληση από τον Οργανισμό ή από λειτουργούς του καθήκοντος της εχεμύθειας, εκτός εάν πρόκειται για την παροχή πληροφορίας ή την απάντηση σε ερώτηση ή την παρουσίαση εγγράφου ή μέρους εγγράφου που αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ της Δημοκρατίας και οποιουδήποτε άλλου κράτους ή διεθνούς οργανισμού ή στην άμυνα ή την ασφάλεια ή την εξωτερική πολιτική της Δημοκρατίας ή που, σύμφωνα με πιστοποίηση της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου, σχετίζονται με τη διαδικασία, τις διαβουλεύσεις ή τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή Υπουργικής ή άλλης Επιτροπής που έχει οριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Υπουργός δύναται να δώσει γραπτή ειδοποίηση στον Επίτροπο ότι, κατά τη γνώμη του, η αποκάλυψη ενός συγκεκριμένου εγγράφου ή μιας συγκεκριμένης πληροφορίας θα επηρεάσει δυσμενώς την άμυνα ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας ή θα παραβλάψει το δημόσιο συμφέρον. όταν δίδεται τέτοια ειδοποίηση, ο Επίτροπος δεν κοινοποιεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο το έγγραφο αυτό ή την πληροφορία αυτή.
(3) Κατά τη διεξαγωγή μιας έρευνας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ο Επίτροπος έχει εξουσία να καλέσει οποιοδήποτε λειτουργό ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία ή να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή να προσαγάγει οποιαδήποτε έγγραφα που, κατά τη γνώμη του Επιτρόπου, σχετίζονται με την έρευνα και ο λειτουργός αυτός ή το πρόσωπο αυτό οφείλουν να εμφανιστούν ενώπιον του Επιτρόπου κατά το χρόνο που καθορίζεται από τον Επίτροπο.
(4) Με εξαίρεση τις περιπτώσεις για τις οποίες προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, κανένα πρόσωπο δεν υποχρεούται, για τους σκοπούς έρευνας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση ή να προσαγάγει οποιοδήποτε έγγραφο που αυτός δε θα υποχρεούτο να παράσχει ή να απαντήσει ή να προσαγάγει σε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου.
(5) Καμιά μαρτυρία ή απάντηση σε ερώτηση ή δήλωση που δίδεται ή γίνεται από οποιοδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο κατά τη διεξαγωγή έρευνας από τον Επίτροπο δεν γίνεται δεκτή ως μαρτυρία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή σε οποιαδήποτε άλλη έρευνα ή άλλη διαδικασία.
46Γ. Ο Επίτροπος δύναται να διατάξει την καταβολή σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται ενώπιον του για να δώσει μαρτυρία ή να παράσχει πληροφορία ή να προσαγάγει έγγραφα-
(α) Οποιουδήποτε ποσού για τα έξοδα ταξιδιού, διαμονής και διατροφής στα οποία υποβλήθηκε∙ και
(β)οποιουδήποτε επιδόματος ως αποζημίωσης για την ημεραργία.
46Δ. Πρόσωπο το οποίο-
(α) Χωρίς νόμιμη δικαιολογία παραλείπει να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία που γνωρίζει και η οποία σχετίζεται με έρευνα που διενεργεί ο Επίτροπος∙
(β) χωρίς νόμιμη δικαιολογία αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του Επιτρόπου ή να παράσχει τα αιτούμενα από τον Επίτροπο στοιχεία ή ηθελημένα παρακωλύει με οποιοδήποτε τρόπο την παροχή τους∙
(γ) παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχεία, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ανακριβή ή τα οποία έχει εύλογο λόγο να πιστεύει ότι δεν είναι ακριβή∙
(δ) χωρίς νόμιμη δικαιολογία παρακωλύει με οποιοδήποτε τρόπο την έρευνα που διεξάγεται από τον Επίτροπο∙
(ε) εξυβρίζει, παρεμποδίζει ή παρενοχλεί τον Επίτροπο ή οποιοδήποτε πρόσωπο που συμμετέχει σε οποιαδήποτε έρευνα∙
(στ) αρνείται να εργοδοτήσει, απολύει ή απειλεί πως θα απολύσει από την εργασία του, επηρεάζει ή απειλεί πως θα επηρεάσει, εκφοβίζει ή εξαναγκάζει, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ή επιβάλλει οποιαδήποτε χρηματική ή άλλη τιμωρία σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, λόγω του γεγονότος ότι το πρόσωπο αυτό-
(i) υπέβαλε ή προτίθεται να υποβάλει οποιοδήποτε παράπονο, για να εξεταστεί από τον Επίτροπο∙
(ii) χορήγησε ή παρουσίασε ή προτίθεται να χορηγήσει ή να παρουσιάσει οποιαδήποτε πληροφορία ή έγγραφα στον Επίτροπο∙
(iii) έδωσε ή προτίθεται να δώσει μαρτυρία ενώπιον του Επιτρόπου,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
46Ε.-(1) Δεν μπορεί να εγερθεί αγωγή εναντίον του Επιτρόπου για οποιαδήποτε πράξη του ή οποιαδήποτε γνώμη εξέφρασε ή έκθεση που υπέβαλε κατά την καλόπιστη ενάσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και μέσα στα όρια αυτών.
(2) Ο Επίτροπος ή οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού του Γραφείου του Επιτρόπου δε δύναται να κληθεί να δώσει μαρτυρία ενώπιον δικαστηρίου ή σε οποιαδήποτε διαδικασία δικαστικής φύσης, αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα το οποίο περιέρχεται σε γνώση του κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του.
46ΣΤ.- Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζουν οποιοδήποτε θέμα συναφές με το Μέρος VII του παρόντος Νόμου το οποίο πρέπει ή δύναται να καθοριστεί και για την καθοδήγηση του Επιτρόπου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του.
46Ζ.-(1) Οι διατάξεις του Μέρους VII του παρόντος Νόμου, δεν επηρεάζουν τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή διοικητικής πράξης ή οποιωνδήποτε κανόνων δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες προβλέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον οποιασδήποτε διοικητικής αρχής ή η διεξαγωγή έρευνας από ερευνητική επιτροπή ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία και καμιά διάταξη στον παρόντα Νόμο δεν περιορίζει και δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο οποιαδήποτε τέτοια θεραπεία ή δικαίωμα ή διαδικασία.
(2) Οι διενεργούμενες από τον Επίτροπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, έρευνες δεν αναστέλλουν τη διαδικασία που σχετίζεται με την ενέργεια που αφορά η έρευνα που διεξάγεται ή οποιαδήποτε προθεσμία για την άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου ή οποιασδήποτε ιεραρχικής προσφυγής.
47.—(1) Σε κάθε διερευνώμενη υπόθεση, δυνάμει του παρόντος Μέρους, ο Επίτροπος κοινοποιεί έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας—
(α) Στον παραπονούμενο·
(β) στο πρόσωπο ή σώμα εναντίον του οποίου έγινε το παράπονο·
(γ) στο πρόσωπο το οποίο σύμφωνα με τον ισχυρισμό εξουσιοδότησε την πράξη για την οποία έγινε το παράπονο·
(δ) στον Οργανισμό·
(ε) σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή σώμα το οποίο, κατά την κρίση του Επιτρόπου, επηρεάζεται από το αποτέλεσμα της έρευνας.
(2) Σε περίπτωση που ο Επίτροπος αποφασίσει να μην προβεί στη διερεύνηση παραπόνου, κοινοποιεί στον παραπονούμενο και στο επηρεαζόμενο από την έρευνα πρόσωπο ή σώμα τους λόγους της απόφασής του.
(3) Οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό θεωρούνται, σε αγωγές δυσφήμισης, απόλυτα προνομιούχες δημοσιεύσεις επιπροσθέτως αυτών που απαριθμούνται στο άρθρο 20 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου.
(4) Οι εκθέσεις του Επιτρόπου κοινοποιούνται-
(α) Στην περίπτωση που η διερεύνηση έγινε μετά την υποβολή παραπόνου, στον παραπονούμενο ή στον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του ή στους νόμιμους κληρονόμους του, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο εναντίον του οποίου έγινε το παράπονο, καθώς και στον Οργανισμό, ανεξάρτητα του κατά πόσο το παράπονο στρέφεται εναντίον του ή μη∙
(β) στην περίπτωση που η διερεύνηση έγινε μετά από αυτεπάγγελτη ενέργεια του Επιτρόπου ή μετά από εντολή του Υπουργικού Συμβουλίου, στο Υπουργικό Συμβούλιο και στον Οργανισμό.
(5) Όταν, μετά τη συμπλήρωση έρευνας ο Επίτροπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι προξενήθηκε οποιαδήποτε βλάβη ή αδικία σε βάρος του ενδιαφερόμενου προσώπου, στην έκθεσή του υποβάλλει και εισήγηση ή σύσταση προς τον Οργανισμό ή/και στον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας για την επανόρθωση της βλάβης ή της αδικίας, δύναται δε, κατά την κρίση του, να καθορίσει και το χρόνο εντός του οποίου η εν λόγω βλάβη ή αδικία πρέπει να επανορθωθεί.
(6) O Eπίτροπος, μετά την υποβολή της έκθεσής του, δύναται να διαβουλεύεται με κάθε πρόσφορο τρόπο για την υλοποίηση των εισηγήσεών του και για την επίλυση του προβλήματος του ενδιαφερόμενου προσώπου· σε περίπτωση που ο Οργανισμός ή/και ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας δεν ενημερώσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας ως προς τις ενέργειές του αναφορικά με την εφαρμογή των προτάσεων, εισηγήσεων ή συστάσεων του Επιτρόπου ή δεν αποδέχεται την εφαρμογή τους και εφόσον ο Επίτροπος κρίνει ότι οι προβληθέντες εκ μέρους του Οργανισμού ή/και του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας λόγοι σχετικά με τη μη αποδοχή τους δεν αιτιολογούνται επαρκώς, υποβάλλει το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεών του στο Υπουργικό Συμβούλιο, έχοντας τη δυνατότητα να δημοσιοποιήσει την άρνηση ή την παράλειψη συμμόρφωσης του Οργανισμού και του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας με τις προτάσεις του.
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση που μετά τη συμπλήρωση της έρευνας ο Επίτροπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια εναντίον της οποίας στρέφεται το παράπονο δυνατό να συνιστά ποινικό αδίκημα, αντίγραφο της έκθεσης, που υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κοινοποιείται στο Υπουργικό Συμβούλιο και στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(8) Οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο θεωρούνται, σε αγωγές δυσφήμησης, απόλυτα προνομιούχες δημοσιεύσεις επιπροσθέτως αυτών που απαριθμούνται στο άρθρο 20 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου.