15. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ο φόρος προσδιορίζεται στις καθοριζόμενες περιπτώσεις όπως προβλέπεται στο παρόν Μέρος.
16. (1) Στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, επιδιδόμενης σε ασφαλιστικές εργασίες γενικού κλάδου, τα κέρδη ή οφέλη από τις εν λόγω εργασίες επί των οποίων είναι καταβλητέος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25, εξακριβώνονται με τον ακόλουθο τρόπο-
(α) αθροίζονται όλα τα ποσά των ακαθαρίστων ασφαλίστρων, τόκων, προμηθειών και άλλων εισοδημάτων,
(β) από το άθροισμα του (α) αφαιρούνται οποιαδήποτε ασφάλιστρα επιστρέφονται στους ασφαλισμένους και τα ασφάλιστρα για αντασφαλίσεις,
(γ) από το άθροισμα του (α) και (β) αφαιρείται το αποθεματικό για απαράγραφους κινδύνους κατά το τέλος του φορολογικού έτους και προστίθενται τα υπολογιζόμενα με όμοιο τρόπο αποθεματικά για απαράγραφους κινδύνους που εκκρεμούν κατά την έναρξη του φορολογικού έτους, και
(δ) από το ποσό που εξευρίσκεται στο (γ) αφαιρούνται οι καθαρές απαιτήσεις, οι δαπάνες καθώς και οποιεσδήποτε άλλες εκπτώσεις που επιτρέπονται δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου.
(2) Όταν το ποσό της ζημιάς το οποίο, αν ήταν κέρδος ή όφελος θα φορολογείτο δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι τόσο που να μην μπορεί να συμψηφισθεί ολόκληρο με το εισόδημα της ασφαλιστικής επιχείρησης από άλλες πηγές για το ίδιο φορολογικό έτος, το ποσό της ζημιάς αυτής, στην έκταση που δεν μπορεί με τον τρόπο αυτό να συμψηφιστεί, μεταφέρεται και-συμψηφίζεται με το κατά τα επόμενα έτη εισόδημα ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
«απαιτήσεις» σημαίνει το ποσό το οποίο προκύπτει όταν στο ποσό των αποζημιώσεων οι οποίες καταβλήθηκαν δυνάμει ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους προστεθεί ή αφαιρεθεί, ανάλογα, το ποσό της αύξησης ή της μείωσης των πληρωτέων αποζημιώσεων κατά τη διάρκεια του ιδίου φορολογικού έτους·
«αποθεματικά για απαραγράφους κινδύνους» περιλαμβάνουν το αποθεματικό για μη κερδηθέν εισόδημα και το αποθεματικό για μη λήξαντες κινδύνους και λογίζονται με τις μεθόδους τις οποίες ήθελε υιοθετήσει η ασφαλιστική επιχείρηση. Αυτές οι μέθοδοι θα εφαρμόζονται από έτος σε έτος με συνέπεια, εκτός αν υπάρχει επαρκής δικαιολογία για μεταβολή τους από την ασφαλιστική επιχείρηση και για τούτο ικανοποιείται ο Έφορος:
Νοείται ότι ο Έφορος μπορεί να μην αποδεχθεί οποιαδήποτε μέθοδο ή μεταβολή της μεθόδου που ακολουθείται από την ασφαλιστική επιχείρηση, αν αποδεδειγμένα δε συνάδει με γενικά παραδεκτές ασφαλιστικές και λογιστικές αρχές. Για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής μπορεί να απαιτήσει από την ασφαλιστική επιχείρηση την υποβολή τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ήθελε κρίνει αναγκαία·
«ασφαλιστική επιχείρηση» και «εργασίες γενικού κλάδου» έχουν την ίδια έννοια η οποία αποδίδεται στους όρους αυτούς στον περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο·
«δαπάνες» περιλαμβάνουν προμήθειες και, στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας η έδρα βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, δίκαιη αναλογία των δαπανών της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης οι οποίες δέον όπως μη υπερβαίνουν τα τρία τοις εκατόν (3%) του ποσού των ασφαλίστρων στη Δημοκρατία μετά την αφαίρεση του ποσού του καταβληθέντος για αντασφαλίσεις· και
«καθαρές απαιτήσεις» σημαίνει τις απαιτήσεις μειωμένες κατά το ποσό το οποίο ανακτήθηκε κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους σε σχέση με αυτές δυνάμει αντασφαλίσεως.
17. (1) Στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης επιδιδομένης σε ασφαλιστικές εργασίες μακροπροθέσμων κλάδων, τα κέρδη ή οφέλη εκ των εργασιών αυτών επί των οποίων είναι καταβλητέος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 εξακριβώνονται με τον ακόλουθο τρόπο-
(α) αθροίζονται όλα τα ποσά των ακαθαρίστων ασφαλίστρων και του καθαρού εισοδήματος από επενδύσεις,
(β) από το άθροισμα του (α) αφαιρούνται τα ποσά οποιωνδήποτε ασφαλίστρων για αντασφαλίσεις, καθαρών απαιτήσεων, των εξαγορών, των δαπανών καθώς και οποιωνδήποτε άλλων εκπτώσεων δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου, και
(γ) από το ποσό που εξευρίσκεται στο (β) αφαιρούνται τα ποσά των αποθεμάτων για υποχρεώσεις αναφορικά με όλες τις εργασίες μακροπροθέσμων κλάδων στη Δημοκρατία κατά το τέλος του φορολογικού έτους και προστίθενται στο ποσό τούτο τα ποσά των αποθεμάτων για υποχρεώσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη του φορολογικού έτους.
(2) Όταν δεν προκύπτει φόρος ή ο καταβλητέος φόρος επί των κερδών ή οφελών από ασφαλιστικές εργασίες μακροπροθέσμων κλάδων, δεν υπερβαίνει το ενάμιση τοις εκατόν (1.5%) του ακαθαρίστου ποσού ασφαλίστρων, εξαιρουμένων των συνεισφορών σε οποιοδήποτε εγκεκριμένο Ταμείο Συντάξεων ή Προνοίας ή άλλο Ταμείο, το οποίο διαχειρίζεται προς όφελος των μελών αυτού, η ασφαλιστική επιχείρηση θα καταβάλλει τη διαφορά υπό μορφή φόρου εισοδήματος.
(3) Στην περίπτωση των εισοδημάτων της ασφαλιστικής επιχείρησης από άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένων και των εισοδημάτων από τη διαχείριση οποιουδήποτε εγκεκριμένου Ταμείου Συντάξεως ή Προνοίας ή άλλου Ταμείου εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Όταν το ποσό της ζημιάς το οποίο, αν ήταν κέρδος ή όφελος θα φορολογείτο δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι τόσο που να μην μπορεί να συμψηφισθεί ολόκληρο με το εισόδημα της ασφαλιστικής επιχείρησης από άλλες πηγές για το ίδιο φορολογικό έτος, το ποσό της ζημιάς αυτής, στην έκταση που δεν μπορεί με τον τρόπο αυτό να συμψηφιστεί, μεταφέρεται και συμψηφίζεται με το κατά τα επόμενα έτη εισόδημα ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
«απαιτήσεις» σημαίνει το ποσό το οποίο προκύπτει όταν στο ποσό των αποζημιώσεων οι οποίες καταβλήθηκαν δυνάμει ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους προστεθεί ή αφαιρεθεί, ανάλογα, το ποσό της αύξησης ή της μείωσης των πληρωτέων αποζημιώσεων κατά τη διάρκεια του ιδίου φορολογικού έτους·
«ασφαλιστική επιχείρηση», «αναλογιστής», «εργασίες γενικού κλάδου» και «Έφορος Ασφαλίσεων» έχουν την ίδια έννοια η οποία αποδίδεται στους όρους αυτούς περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο·
«δαπάνες» περιλαμβάνουν προμήθειες και, στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας η έδρα βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, δίκαιη αναλογία των δαπανών της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης οι οποίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν το δυο τοις εκατόν (2%) του ποσού των ασφαλίστρων στη Δημοκρατία μετά την αφαίρεση του ποσού του καταβληθέντος για αντασφαλίσεις·
«καθαρές απαιτήσεις» σημαίνει τις απαιτήσεις μειωμένες κατά το ποσό το οποίο ανακτήθηκε κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους σε σχέση με αυτές δυνάμει αντασφαλίσεως ·
«καθαρό εισόδημα από επενδύσεις» περιλαμβάνει οποιοδήποτε κέρδος ή ζημιά από τη διάθεση επενδύσεων του αποθέματος μακροπροθέσμων κλάδων καθώς και αύξηση ή μείωση στην αξία των επενδύσεων καθόσον αφορά ασφάλειες συνδεδεμένες με συγκεκριμένες επενδύσεις (unit linked policies)· και
«υποχρεώσεις» περιλαμβάνουν και ωφελήματα προς τους ασφαλισμένους και εξακριβώνονται μετά από ετήσια έρευνα από αναλογιστή, η οποία εγκρίνεται από τον Έφορο Ασφαλίσεων. Τόσο οι υποχρεώσεις, όσο και τα οποιαδήποτε αποθεματικά τα οποία αφορούν στις υποχρεώσεις μακροπροθέσμων κλάδων, θα εξακριβώνονται δια της αναλογιστικής μεθόδου την οποίαν ήθελε υιοθετήσει η ασφαλιστική επιχείρηση. Η μέθοδος αυτή, ως επίσης και οι συντελεστές προεξόφλησης ή άλλοι συντελεστές οι οποίοι δεν αφορούν προεξοφλήσεις, θα εφαρμόζονται από έτος σε έτος με συνέπεια, εκτός αν υπάρχει επαρκής δικαιολογία για μεταβολή τούτων από την ασφαλιστική επιχείρηση και προς τούτο θα ικανοποιείται ο Έφορος:
Νοείται ότι ο Έφορος μπορεί να μην αποδεχθεί οποιαδήποτε μέθοδο ή μεταβολή της μεθόδου που ακολουθείται από την ασφαλιστική επιχείρηση, αν αποδεδειγμένα δεν συνάδει με γενικώς παραδεκτές ασφαλιστικές και λογιστικές αρχές. Για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής μπορεί να απαιτήσει από την ασφαλιστική επιχείρηση την υποβολή τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ήθελε κρίνει αναγκαία.
18. (1) Στην περίπτωση ιδιοκτήτη πλοίου ή αεροσκάφους, θα λογίζεται ότι αποτελούν τα κέρδη ή οφέλη της επιχείρησης του ως ιδιοκτήτη πλοίου ή αεροσκάφους, αν αυτός προσαγάγει ή μεριμνήσει όπως προσαχθεί στον Έφορο πιστοποιητικό όπως το αναφερόμενο στο εδάφιο (2), το ποσό το οποίο έχει τον ίδιο λόγο προς τα ποσά τα οποία είναι πληρωτέα για εισιτήρια ή ναύλα επιβατών, εμπορευμάτων ή ταχυδρομείων επιβιβαζόμενων ή φορτωνόμενων στη Δημοκρατία όπως ο λόγος των υπό του εν λόγω πιστοποιητικού δεικνυομένων συνολικών κερδών του κατά τη σχετική λογιστική περίοδο προς τα ακαθάριστα εισοδήματα του κατά την περίοδο αυτή.
(2) Το πιστοποιητικό το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου δέον να είναι πιστοποιητικό υπό της φορολογικής αρχής της χώρας στην οποία βρίσκεται η κύρια έδρα της επιχείρησης του ιδιοκτήτη του πλοίου ή αεροσκάφους και στο οποίο θα δηλώνονται τα πιο κάτω-
(i) ότι ο ιδιοκτήτης του πλοίου ή αεροσκάφους παρέσχε, προς ικανοποίηση της τέτοιας αρχής, λογαριασμό του συνόλου της επιχείρησής του· και
(ii) ο λόγος που έχουν τα κέρδη ή οφέλη του κατά τη σχετική λογιστική περίοδο προς το ακαθάριστο εισόδημα του ιδιοκτήτη του πλοίου ή του αεροσκάφους κατά την περίοδο αυτή, υπολογιζόμενα σύμφωνα με τον περί φορολογίας του εισοδήματος νόμο της χώρας αυτής, και αφαιρουμένου του τόκου επί κάθε χρηματικού ποσού δανεισθέντος και χρησιμοποιηθέντος προς κτήση των κερδών και οφελών αυτών.
(3) Αν τα κέρδη ή οφέλη ιδιοκτήτη πλοίου ή αεροσκάφους υπολογίσθηκαν με οποιαδήποτε βάση διαφορετική από τη βάση του λόγου των κερδών ή οφελών, που φαίνεται στο πιστοποιητικό όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2), σε οποιοδήποτε χρόνο μέσα σε δυο έτη από τη λήξη του φορολογικού έτους ο ιδιοκτήτης του πλοίου ή αεροσκάφους δικαιούται σε τέτοια αναθεώρηση η οποία θα απαιτείτο για την αναγνώριση του εν λόγω πιστοποιητικού και προς επιστροφή οποιουδήποτε φόρου ο οποίος καταβλήθηκε πέραν του κανονικού.
Νοείται ότι κέρδη ή οφέλη που προκύπτουν από την επιχείρηση εκμετάλλευσης πλοίων ή αεροσκαφών η οποία διεξάγεται από πρόσωπο μη κάτοικο της Δημοκρατίας, απαλλάσσονται από το φόρο, νοουμένου ότι ο Υπουργός Οικονομικών ικανοποιείται ότι ανάλογος απαλλαγή χορηγείται από τη χώρα στην οποία διαμένει το πρόσωπο αυτό σε πρόσωπα που είναι κάτοικοι της Δημοκρατίας.
(4) Στο άρθρο αυτό-
(α) ο όρος «ιδιοκτήτης πλοίου ή αεροσκάφους» σημαίνει οποιοδήποτε ιδιοκτήτη ή ναυλωτή πλοίων ή αεροσκαφών ο οποίος δεν είναι κάτοικος της Δημοκρατίας· και
(β) ο όρος «επιχείρηση εκμετάλλευσης πλοίων ή αεροσκαφών» σημαίνει επιχείρηση που διεξάγεται από ιδιοκτήτη ή ναυλωτή πλοίων ή αεροσκαφών.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 118(I)/2002
- 41(I)/2010
20. Το εισόδημα ατόμου, το οποίο είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, από σύνταξη για υπηρεσίες οι οποίες είχαν παρασχεθεί εκτός της Δημοκρατίας, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι ευρώ, υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή πέντε σεντ για κάθε λίρα:
20Α. Το εισόδημα ατόμου από σύνταξη χηρείας, το οποίο καταβάλλεται -
(α) με βάση το άρθρο 41 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου· ή/και
(β) με βάση σχέδιο συνταξιοδότησης, το οποίο διέπεται από Κανονισμούς που εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο· ή/και
(γ) από ταμείο επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο του Εφόρου Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών
και το οποίο υπερβαίνει το εκάστοτε ποσό φορολογητέου εισοδήματος επί του οποίου επιβάλλεται δυνάμει του Δευτέρου Παραρτήματος, φόρος με συντελεστή προς μηδέν τοις εκατόν (0%), υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή προς είκοσι τοις εκατόν (20%):
20B.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου, η μεταβλητή αμοιβή ατόμου που εργοδοτείται στη Δημοκρατία-
(α) Από Διαχειριστή Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (εφεξής “ΔΟΕΕ”). ή
(β) από εταιρεία στην οποία ο ΔΟΕΕ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του Οργανισμού Εναλλακτικών Επενδύσεων (εφεξής “ΟΕΕ”) που διαχειρίζεται. ή
(γ) από ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ,
η οποία συνιστά συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίας του ΟΕΕ (carried interest) υπόκειται σε φόρο συντελεστή ύψους οκτώ τοις εκατό (8%).
(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση-
(α) Ατόμου που ήταν κάτοικος στη Δημοκρατία σε οποιαδήποτε τρία (3) από τα πέντε (5) φορολογικά έτη που προηγούνται του έτους στο οποίο άρχισε η εργοδότησή του στη Δημοκρατία· και
(β) ατόμου που ήταν κάτοικος στη Δημοκρατία κατά το έτος που προηγείται του έτους που άρχισε η εργοδότησή του και του οποίου η εργοδότηση στη Δημοκρατία, από ΔΟΕΕ ή από εταιρεία στην οποία ο ΔΟΕΕ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του ΟΕΕ που διαχειρίζεται ή από ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ, άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2018.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται-
(α) Μόνο στην περίπτωση ατόμου το οποίο με την έναρξη της εργοδότησής του από ΔΟΕΕ ή από εταιρεία στην οποία ο ΔΟΕΕ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του ΟΕΕ που διαχειρίζεται ή από ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ καθίσταται κάτοικος της Δημοκρατίας,
(β) μόνο σε συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων (identified staff), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 14 του περί Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου και σε κατηγορίες υπαλλήλων εταιρείας στην οποία ο ΔΟΕΕ ή ο ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του ΟΕΕ που διαχειρίζεται ο ΔΟΕΕ ή του ίδιου του ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ, αντίστοιχα,
(γ) στην περίπτωση που το δικαίωμα συμμετοχής επί της δημιουργίας υπεραξίας του ΟΕΕ χορηγείται εφόσον η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων του ΟΕΕ υπερβαίνει το ποσό της αρχικής επένδυσης των επενδυτών,
(δ) για κάθε άτομο για περίοδο δέκα (10) ετών, συνολικά, σε μία ή περισσότερες εργοδοτήσεις, περιλαμβανομένων του έτους έναρξης και του έτους τερματισμού της εργοδότησης:
Νοείται ότι, μετά τη συμπλήρωση της περιόδου των δέκα (10) ετών, συνεχόμενων ή μη, το άτομο φορολογείται με βάση τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ και του Μέρους V.
(4) Το ελάχιστο ποσό φόρου που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ανέρχεται στις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ανά έτος.
(5) Η αμοιβή ατόμου που φορολογείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν προστίθεται σε οποιοδήποτε άλλο εισόδημα για σκοπούς φορολόγησης του εισοδήματος.
(6) Σε περίπτωση που η συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίας του ΟΕΕ καταβάλλεται υπό μορφή τίτλων, η αξία της ισούται με την αγοραία αξία των παραχωρηθέντων τίτλων κατά την ημερομηνία που η κυριότητά τους περιέρχεται στο άτομο μείον οποιοδήποτε ποσό καταβλήθηκε από το άτομο για την απόκτησή τους.
(7) Άτομο το οποίο εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος άρθρου δύναται, για κάθε φορολογικό έτος που εμπίπτει στην περίοδο που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), να επιλέγει να φορολογείται είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ και του Μέρους V:Νοείται ότι, στην περίπτωση που άτομο επιλέξει να φορολογηθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι απαλλαγές που προβλέπονται στα εδάφια (21) και (23) του άρθρου 8 δεν τυγχάνουν εφαρμογής.
(8)(α) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος «συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίας του ΟΕΕ (carried interest)» σημαίνει μερίδιο στα κέρδη του ΟΕΕ που περιέρχεται στους υπαλλήλους του ΔΟΕΕ ή της εταιρείας στην οποία ο ΔΟΕΕ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του ΟΕΕ που διαχειρίζεται ή του ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ, είτε άμεσα από τον ίδιο τον ΟΕΕ είτε μέσω του ΔΟΕΕ, ως αμοιβή για τη διαχείριση του ΟΕΕ, αλλά δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε μερίδιο στα κέρδη του ΟΕΕ που περιέρχεται στους εν λόγω υπαλλήλους ως αναλογική απόδοση επί οποιασδήποτε επένδυσής τους στον ΟΕΕ.
(β) Όροι που χρησιμοποιούνται στο παρόν άρθρο και δεν ορίζονται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον περί Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο και τον περί Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο.
20Γ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου, η μεταβλητή αμοιβή ατόμου, που εργοδοτείται στη Δημοκρατία-
(α) Από Εταιρεία Διαχείρισης. ή
(β) από εταιρεία στην οποία η Εταιρεία Διαχείρισης έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του Οργανισμού Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (εφεξής “ΟΣΕΚΑ”) που διαχειρίζεται. ή
(γ) από εσωτερικά διαχειριζόμενο ΟΣΕΚΑ,
η οποία συνιστά αμοιβή απόδοσης (performance fee) υπόκειται σε φόρο συντελεστή ύψους οκτώ τοις εκατό (8%).
(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση-
(α) Aτόμου που ήταν κάτοικος στη Δημοκρατία σε οποιαδήποτε τρία (3) από τα πέντε (5) φορολογικά έτη που προηγούνται του έτους στο οποίο άρχισε η εργοδότησή του στη Δημοκρατία· και
(β) ατόμου που ήταν κάτοικος στη Δημοκρατία κατά το έτος που προηγείται του έτους που άρχισε η εργοδότησή του και του οποίου η εργοδότηση στη Δημοκρατία, από Εταιρεία Διαχείρισης ή από εταιρεία στην οποία η Εταιρεία Διαχείρισης έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται ή από εσωτερικά διαχειριζόμενο ΟΣΕΚΑ, άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2018.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται-
(α) Mόνο στην περίπτωση ατόμου το οποίο με την έναρξη της εργοδότησής του από Εταιρεία Διαχείρισης ή από εταιρεία στην οποία η Εταιρεία Διαχείρισης έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται ή από εσωτερικά διαχειριζόμενο ΟΣΕΚΑ καθίσταται κάτοικος της Δημοκρατίας,
(β) μόνο σε συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων (identified staff), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 123Α του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου και σε κατηγορίες υπαλλήλων εταιρείας στην οποία η Εταιρεία Διαχείρισης ή ο εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΣΕΚΑ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται η Εταιρεία Διαχείρισης ή του ίδιου του εσωτερικά διαχειριζόμενου ΟΣΕΚΑ, αντίστοιχα,
(γ) στην περίπτωση που η αμοιβή απόδοσης χορηγείται εφόσον η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων του ΟΣΕΚΑ υπερβαίνει το ποσό της αρχικής επένδυσης των επενδυτών,
(δ) για κάθε άτομο για περίοδο δέκα (10) ετών, συνολικά, σε μία ή περισσότερες εργοδοτήσεις, περιλαμβανομένων του έτους έναρξης και του έτους τερματισμού της εργοδότησης:
(4) Το ελάχιστο ποσό φόρου που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ανέρχεται στις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ανά έτος.
(5) Η αμοιβή ατόμου που φορολογείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν προστίθεται σε οποιοδήποτε άλλο εισόδημα για σκοπούς φορολόγησης του εισοδήματος.
(6) Σε περίπτωση που η αμοιβή απόδοσης καταβάλλεται υπό μορφή τίτλων, η αξία της ισούται με την αγοραία αξία των παραχωρηθέντων τίτλων κατά την ημερομηνία που η κυριότητά τους περιέρχεται στο άτομο μείον οποιοδήποτε ποσό καταβλήθηκε από το άτομο για την απόκτησή τους.
(7) Άτομο το οποίο εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος άρθρου δύναται, για κάθε φορολογικό έτος που εμπίπτει στην περίοδο που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), να επιλέγει να φορολογείται είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ και του Μέρους V:
(8) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
(α) Ο όρος «αμοιβή απόδοσης» σημαίνει μεταβλητή αμοιβή που συνδέεται με την απόδοση του ΟΣΕΚΑ και μπορεί να βασίζεται σε στοιχεία, όπως ένα μερίδιο των κεφαλαιακών κερδών, ή με την αύξηση της αξίας των κεφαλαίων της καθαρής αξίας ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ ή με την αύξηση οποιουδήποτε τμήματος της καθαρής αξίας ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ σε σύγκριση με κατάλληλο δείκτη κινητών αξιών ή άλλο μέτρο απόδοσης επενδύσεων·
(β) ο όρος «απόδοση του ΟΣΕΚΑ» περιλαμβάνει την αύξηση της αξίας των κεφαλαίων και κάθε έσοδο που συνδέεται με τα στοιχεία ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ, όπως μερίσματα, και μπορεί να εκτιμηθεί σε σχέση με έναν στόχο απόδοσης.
(γ) όροι που χρησιμοποιούνται στο παρόν άρθρο και δεν ορίζονται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμο.
21. Το ακαθάριστο ποσό οποιωνδήποτε δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, αποζημιώσεως ή άλλου εισοδήματος που αποκτάται από πηγές εντός της Δημοκρατίας από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, το οποίο δεν επιδίδεται σε οποιαδήποτε επιχείρηση στη Δημοκρατία, ως αντιπαροχή για τη χρήση, ή για το προνόμιο της χρήσης, οποιουδήποτε συγγραφικού δικαιώματος, δικαιώματος εκμεταλλεύσεως, σχεδίου, μυστικού τρόπου κατασκευής ή τύπου, εμπορικού σήματος, μεθόδου ή άλλης παρόμοιας ιδιοκτησίας, ή ως αντιπαροχή για τεχνική βοήθεια, υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή δέκα σεντ κατά λίρα:
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εταιρεία θεωρείται "συνδεδεμένη" με άλλη εταιρεία εφόσον, τουλάχιστον:
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εταιρεία θεωρείται "συνδεδεμένη" με άλλη εταιρεία εφόσον, τουλάχιστον:
(i) η πρώτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης εταιρείας, ή
(ii) η δεύτερη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης εταιρείας, ή
(iii) μια τρίτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης εταιρείας.
22. Το ακαθάριστο ποσό οποιουδήποτε μισθώματος για την προβολή κινηματογραφικών ταινιών στη Δημοκρατία (είτε το μίσθωμα αυτό είναι καθορισμένο είτε συνίσταται σε ποσοστό των ακαθάριστων εισπράξεων) το οποίο αποκτά οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή πέντε σεντ κατά λίρα.
(i) από εταιρεία που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη εισοδήματα που καταβάλλονται μέσω μόνιμης εγκατάστασης αυτής που βρίσκεται σε κράτος άλλο από Kράτος μέλος; ή
(ii) από μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία εταιρείας που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία και όταν το εισόδημα αυτό αντιπροσωπεύει εκπιπτόμενη δαπάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Nόμου, για την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εταιρεία θεωρείται "συνδεδεμένη" με άλλη εταιρεία εφόσον, τουλάχιστον:
(i) η πρώτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης εταιρείας, ή
(ii) η δεύτερη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης εταιρείας, ή
(iii) μια τρίτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης εταιρείας.
23. Το ακαθάριστο εισόδημα το οποίο αποκτά οποιοδήποτε άτομο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία από την άσκηση στη Δημοκρατία οποιουδήποτε επαγγέλματος ή επιτηδεύματος, η αμοιβή προσώπων, τα οποία δεν είναι κάτοικοι στη Δημοκρατία, που παρέχουν υπηρεσίες ψυχαγωγίας στο κοινό και οι ακαθάριστες εισπράξεις οποιουδήποτε θεατρικού ή μουσικού ομίλου ή άλλης ομάδας προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες ψυχαγωγίας στο κοινό, περιλαμβανομένων ποδοσφαιρικών ομάδων και άλλων αθλητικών αποστολών από το εξωτερικό, που προκύπτουν από παραστάσεις στη Δημοκρατία, υπόκεινται σε φορολογία με συντελεστή δέκα σεντ για κάθε λίρα:
Νοείται ότι όταν δυνάμει του παρόντος άρθρου επιβάλλεται φορολογία επί του ομίλου ή της ομάδας τα συνιστώντα αυτόν μέλη δεν υπόκεινται σε φορολογία.
23Α. Το ακαθάριστο πόσο ή άλλο εισόδημα που αποκτάται από πηγές εντός της Δημοκρατίας, από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, το οποίο δεν πηγάζει από μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ως αντιπαροχή για υπηρεσίες που ασκούνται στη Δημοκρατία αναφορικά με την εξόρυξη, εξερεύνηση ή εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας, του υπέδαφους ή των φυσικών πόρων, καθώς και την εγκατάσταση και εκμετάλλευση αγωγών και άλλων εγκαταστάσεων στο έδαφος, στο βυθό της θάλασσας ή πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή πέντε τοις εκατόν (5%).
24. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο συνάπτει οποιαδήποτε σύμβαση με οποιοδήποτε άτομο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία ή με οποιαδήποτε εταιρεία η οποία δεν επιδίδεται στη διεξαγωγή οποιασδήποτε επιχείρησης στη Δημοκρατία, σε σχέση με δοσοληψίες της φύσεως που εκτίθενται στα άρθρα 21, 22, 23 και 23Α, οφείλει να παρακρατεί φόρο με το συντελεστή που καθορίζεται στα εν λόγω άρθρα από οποιεσδήποτε εισπράξεις που διενεργούνται εκ μέρους του τέτοιου ατόμου ή εταιρείας ή από οποιαδήποτε πληρωμή έγινε ή που θα γίνει προς το εν λόγω άτομο ή εταιρεία και να αποστείλει αυτόν αμέσως στον Έφορο, μαζί με κατάσταση η οποία να παρέχει πλήρη στοιχεία των συνθηκών συνεπεία των οποίων έγινε η παρακράτηση και δείχνοντας πώς υπολογίστηκε ο παρακρατηθείς φόρος.
(1Α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), όταν το πρόσωπο που διενεργεί την πληρωμή σε σχέση με δοσοληψίες της φύσεως που εκτίθενται στα άρθρα 23 και 23Α, δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία και δεν έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, και η πληρωμή επιβαρύνει συνδεδεμένο πρόσωπο το οποίο είναι κάτοικος της Δημοκρατίας ή έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ο φόρος παρακρατείται με βάση τις διατάξεις του εδάφιου (1) και αποστέλλεται στον Έφορο από το συνδεδεμένο πρόσωπο μέσα στο μήνα που ακολουθεί το μήνα στον οποίο το ποσό επιβαρύνει το συνδεδεμένο πρόσωπο, μαζί με κατάσταση η οποία παρέχει πλήρη στοιχεία των συνθηκών συνεπεία των οποίων έγινε η παρακράτηση και παρουσιάζοντας τον τρόπο υπολογισμού του παρακρατηθέντος φόρου.
(2) Οποιοσδήποτε φόρος που απαιτείται να παρακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), θεωρείται ως φόρος που επιβλήθηκε επί του προσώπου από το οποίο απαιτείται όπως ο εν λόγω φόρος παρακρατηθεί και μπορεί να ανακτηθεί από αυτόν με οποιοδήποτε τρόπο που προβλέπεται σε οποιοδήποτε νόμο που διέπει την είσπραξη φόρων:
(3) Αν οποιοσδήποτε τέτοιος φόρος δεν παρακρατηθεί ή, αν αφού παρακρατηθεί, δεν αποσταλεί στον Έφορο μέσα στο μήνα ο οποίος ακολουθεί το μήνα στον οποίο έγινε η παρακράτηση, προστίθεται σ' αυτόν, ως τόκος, ποσό ίσο με το καταβλητέο σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής φόρου ποσό οι δε διατάξεις οποιουδήποτε νόμου που αφορά στην είσπραξη και ανάκτηση φόρων εφαρμόζονται αναφορικά με την είσπραξη και ανάκτηση του τόκου αυτού:
(4) Οι διατάξεις οποιουδήποτε νόμου που αφορούν ενστάσεις και προσφυγές εφαρμόζονται για οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου δυνάμει του παρόντος άρθρου, αλλά η καταβολή του απαιτηθέντος φόρου δεν αναστέλλεται εκκρεμούντος του αποτελέσματος τέτοιας ένστασης ή προσφυγής.