13. (1) Γάμος είναι ελαττωματικός και υπόκειται σε ακύρωση ή διακήρυξη της ακυρότητας ή του ανυπόστατου του γάμου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αν είναι ακυρώσιμος, άκυρος, ή ανυπόστατος, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
(2) Ακυρώσιμος είναι ο γάμος που συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 14, άκυρος είναι εκείνος που συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17, και ανυπόστατος είναι εκείνος που συνάπτεται κατά παράβαση του άρθρου 19.
(3) Γάμος που είναι ακυρώσιμος, είναι θεραπεύσιμος κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 16.
14. (1) Για τη σύναψη γάμου απαιτείται η ελεύθερη συναίνεση των προσώπων που θα συνάψουν το γάμο.
(2) Πρόσωπο θεωρείται ότι δεν συναινεί ελεύθερα για σύναψη γάμου, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Είναι ανίκανο κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου να αντιληφθεί και να εκτιμήσει την πράξη του, ώστε να συναινέσει στη σύναψη γάμου, λόγω νοητικής διαταραχής ή ανεπάρκειας ή λόγω εγκεφαλικής ή άλλης πάθησης ή ασθένειας ή λόγω εξάρτησης από εξαρτησιογόνες ουσίες, ή
(β) τελεί υπό πλάνη σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου του άλλου προσώπου, ή
(γ) έχει εξαναγκαστεί να συνάψει το γάμο με απειλή, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.
(3) [Διαγράφηκε].
(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) απειλή συνιστά:
(α) κάθε ενέργεια, πράξη ή παράλειψη που δύναται να επιφέρει φόβο στο μέσο λογικό άνθρωπο, ότι θα εκτεθεί σε άμεσο και σημαντικό κίνδυνο η ζωή, η τιμή, η ελευθερία, η σωματική ακεραιότητα ή η περιουσία του ή εκείνη των μελών της οικογένειας του, και εκ του φόβου αυτού δίδει τη συγκατάθεση του για τέλεση γάμου·
(β) κάθε νόμιμη, παράνομη ή εναντίον των χρηστών ηθών ενέργεια ή πράξη ή δήλωση που επιφέρει φόβο στο μέσο λογικό άνθρωπο και ως εκ του λόγου αυτού αποσπάται η συγκατάθεση του ενός ή και των δύο προσώπων για τέλεση γάμου.
16. Γάμος παύει να είναι ακυρώσιμος:
(α) Αν, παρά το ότι τελέσθηκε χωρίς την ελεύθερη συναίνεση των προσώπων στη σύναψή του, ακολουθήσει ελεύθερη και πλήρης συναίνεση των συζύγων,
(β) αν, παρά το ότι συνάφθηκε από ανίκανο για σύναψη γάμου πρόσωπο, το εν λόγω πρόσωπο αναγνωρίσει το γάμο, αν και όταν καταστεί ικανό για σύναψη γάμου πρόσωπο,
(γ) [Διαγράφηκε],
(δ) αν, παρά το ότι συνάφθηκε εξαιτίας πλάνης σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου του άλλου συζύγου, το πλανηθέν πρόσωπο αναγνωρίσει το γάμο μετά τη διαπίστωση της πλάνης,
(ε) αν, παρά το ότι τελέσθηκε ως αποτέλεσμα εξαναγκασμού οποιουδήποτε προσώπου στο γάμο, το εξαναγκασθέν πρόσωπο αναγνωρίσει το γάμο μετά που θα παρέλθει η απειλή.
17.- (1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 18:
(α) «θρησκευτικός γάμος» σημαίνει γάμο που τελέστηκε ή που τελείται σύμφωνα με τους κανόνες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ή των δογμάτων των θρησκευτικών ομάδων που αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα, και περιλαμβάνει θρησκευτικό γάμο που τελέστηκε από εγγεγραμμένο ιερέα πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, δυνάμει του δι’ αυτού καταργηθέντος περί Γάμου Νόμου, Κεφ. 279, ως και θρησκευτικό γάμο που τελείται από ιερέα που αναφέρεται στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 40 του παρόντος Νόμου·
(β) «πολιτικός γάμος» περιλαμβάνει πολιτικό γάμο που τελέσθηκε πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, δυνάμει των δι’ αυτού καταργηθέντων περί Γάμου Νόμου, Κεφ. 279, και περί Πολιτικού Γάμου Νόμων του 1990 έως 1995.
(2) Γάμος είναι άκυρος, αν η τέλεση του γίνει:
(α) Προτού αμετάκλητα λυθεί ή ακυρωθεί τυχόν προϋπάρχων γάμος οποιουδήποτε των προσώπων, περιλαμβανομένου και του θρησκευτικού ή πολιτικού γάμου,
(β) μεταξύ συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή μέχρι και του πέμπτου βαθμού,
(γ) μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή μέχρι και του τρίτου βαθμού,
(δ) μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετουμένου ή των κατιόντων τους,
(ε) μεταξύ τέκνου και του βιολογικού πατέρα ή βιολογικής μητέρας ή των εξ αίματος συγγενών τους σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή μέχρι και του πέμπτου βαθμού,
(στ) μεταξύ παιδιού το οποίο δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του και οποιουδήποτε προσώπου.
18. (1) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 17:
(α) Η λύση ή ακύρωση γάμου, περιλαμβανομένου θρησκευτικού και πολιτικού γάμου, καθίσταται αμετάκλητη μετά την εκπνοή της προθεσμίας για καταχώριση έφεσης·
(β) σε περίπτωση καταχώρισης έφεσης, η λύση ή ακύρωση γάμου, περιλαμβανομένου θρησκευτικού και πολιτικού γάμου, αναστέλλεται μέχρι την έκδοση απόφασης στην έφεση·
(γ) [Διαγράφηκε]·
(δ) [Διαγράφηκε]·
(ε) στις περιπτώσεις όπου συνυπάρχει πολιτικός και θρησκευτικός γάμος, ή συνυπάρχουν πλείονες του ενός γάμοι, η λύση ή ακύρωση από Δικαστήριο του ενός από τους γάμους που συνυπάρχουν έχει ως αποτέλεσμα, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, τη λύση και ακύρωση του άλλου γάμου.
(2) Οι σύζυγοι μπορούν να δηλώσουν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι θεωρούν τον γάμο τους έγκυρο, πριν αυτός κηρυχθεί άκυρος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
19. (1) Γάμος είναι ανυπόστατος:
(α) αν έγινε χωρίς τη δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 9(1)·
(β) αν δεν τελέσθηκε από Λειτουργό Τέλεσης Γάμων ή από εγγεγραμμένο ιερέα·
(γ) αν είναι εικονικός·
(δ) αν τελέσθηκε ενόσω ίσχυε διάταγμα απαγόρευσης εκδοθέν από οποιοδήποτε δικαστήριο.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «εικονικός γάμος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο.
(3)Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 25, ο ανυπόστατος γάμος δεν έχει εξ υπαρχής οποιαδήποτε αποτελέσματα.