Α. Διατάγματα Δήμευσης
Έρευνα για διαπίστωση αν ο κατηγορούμενος είχε έσοδα

6. (1) Δικαστήριο το οποίο έχει καταδικάσει πρόσωπο για καθορισμένο αδίκημα προτού επιβάλει ποινή προβαίνει σε έρευνα για να διαπιστώσει αν o κατηγορούμενος απεκόμισε οποιαδήποτε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ακολουθώντας τη διαδικασία που καθορίζει το παρόν Μέρος του Νόμου ή τη διαδικασία που αναφέρεται στο Μέρος VI.

(2) Για να ακολουθηθεί η διαδικασία που καθορίζει το Μέρος αυτό αποφασίζει ο Γενικός Εισαγγελέας ο οποίος και υποβάλλει σχετική αίτηση στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης αν ακολουθηθεί η διαδικασία δυνάμει του Μέρους αυτού ή να επιβάλει ανάλογη χρηματική ποινή αν ακολουθηθεί η διαδικασία δυνάμει του Μέρους VΙ.

Υπολογισμός εσόδων από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος

7. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-

(α) Λογίζονται ως έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όλες οι πληρωμές οι οποίες καταβλήθηκαν σ’ αυτόν ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είτε πριν είτε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού σε σχέση με παράνομες δραστηριότητες ή με αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν αυτό έχει διαπραχθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από άλλο πρόσωπο˙

(β) τα έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι το σύνολο των πληρωμών ή αμοιβών οι οποίες έχουν καταβληθεί σ’ αυτόν ή το προϊόν παράνομων δραστηριοτήτων ή αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή έσοδα όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου.

(2) Το Δικαστήριο, για να διαπιστώσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για να υπολογίσει το ύψος των εσόδων του, δύναται, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση καταδειχθεί το αντίθετο, να υποθέσει ότι—

(α) Οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος μετά τη διάπραξη της εν λόγω παράνομης δραστηριότητας ή του εν λόγω αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή απέκτησε ή μεταβιβάστηκε σε αυτόν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του αποτελεί έσοδο, πληρωμή ή αμοιβή από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙

(β) κάθε δαπάνη του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου έχει γίνει από τα έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή πληρωμές ή αμοιβές οι οποίες καταβλήθηκαν σε αυτόν σε σχέση με τη διάπραξη από τον ίδιο παράνομων δραστηριοτήτων ή αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙

(γ) οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος σύμφωνα με την παράγραφο (α) την παρέλαβε ελεύθερη από επιβαρύνσεις και συμφέροντα άλλων προσώπων για σκοπούς υπολογισμού της αξίας της:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά και τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του ότι η περιουσία ή/και οι δαπάνες του κατηγορουμένου που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) είναι δυσανάλογα ή/και δεν δικαιολογούνται από τα νόμιμα εισοδήματά του.

(3) Οι πρόνοιες του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται αν-

(α) Αποδειχθεί ότι δεν ισχύουν στην περίπτωση του κατηγορουμένου ή

(β) το δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας εις βάρος του κατηγορουμένου αν εφαρμόζονταν.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο δεν εφαρμόζει τις πρόνοιες του εδαφίου (2), εκθέτει τους λόγους του για την απόφασή του αυτή.

(5) Για σκοπούς υπολογισμού των εσόδων του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αν σε προηγούμενη περίπτωση εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα δήμευσης, το δικαστήριο δε θεωρεί έσοδα από διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος τα έσοδα τα οποία θα καταδειχθεί ότι λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού το οποίο αναφέρεται στο προηγούμενο διάταγμα.

Διάταγμα δήμευσης

8. (1) Σε περίπτωση όπου το δικαστήριο μετά τη διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του Μέρους αυτού διαπιστώσει ότι ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα, προτού επιβάλει ποινή είτε για το αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί είτε για άλλα αδικήματα τα οποία το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη στην επιβολή της ποινής-

(α) Εκδίδει διάταγμα δήμευσης του προϊόντος του αδικήματος, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή του κατηγορουμένου ή τρίτου προσώπου, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 13 ή/και για την είσπραξη του ποσού των εσόδων όπως αυτά υπολογίζονται και εξακριβώνονται δυνάμει του άρθρου 7˙

(β) εκδίδει διάταγμα δήμευσης μέσων˙

και ακολούθως επιβάλλει οποιαδήποτε από τις ποινές τις οποίες έχει αρμοδιότητα να επιβάλει.

(2) Η έκδοση διατάγματος δήμευσης δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε πρόνοια άλλων νόμων η οποία περιορίζει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην επιβολή χρηματικών ποινών.

(3) Σε περίπτωση που, ως αποτέλεσμα καθορισμένου αδικήματος, θύμα ή παραπονούμενος του αδικήματος αυτού έχει αξιώσεις κατά του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δήμευσης, το διάταγμα αυτό ή η πιθανή εκτέλεσή του, δεν εμποδίζει το εν λόγω θύμα ή παραπονούμενο να διεκδικήσει τις αξιώσεις του με αστική αγωγή κατά του εν λόγω προσώπου.

(4) (α) Ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να μην υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος δήμευσης εάν ικανοποιηθεί ότι το θύμα ή ο παραπονούμενος έχει εγείρει οποιαδήποτε αστική διαδικασία εναντίον του κατηγορουμένου σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που έχει υποστεί από τη διάπραξη του αδικήματος.

(β) Σε περίπτωση που έχει εγερθεί οποιαδήποτε αστική διαδικασία, οποιοδήποτε διάταγμα δήμευσης που δυνατό να έχει εκδοθεί δύναται να μην εκτελεστεί και ακολούθως το σχετικό διάταγμα δέσμευσης ή επιβάρυνσης ή δήμευσης ακυρώνεται από το Δικαστήριο, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα.

Διαδικασία εκτέλεσης διατάγματος δήμευσης

9. (1) Χωρίς να επηρεάζονται οι εξουσίες του δικαστηρίου που αναφέρονται στα άρθρα 17 μέχρι 19, οι συνέπειες του διατάγματος δήμευσης είναι οι ίδιες με τις συνέπειες της επιβολής χρηματικής ποινής και ο Πίνακας του άρθρου 128 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου αντικαθίσταται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου με τον ακόλουθο:

 

ΠΙΝΑΚΑΣ
Πρώτη στήλη

Δεύτερη

Στήλη

Ποσό που δεν υπερβαίνει τα 100 ευρώ 7 ημέρες

Ποσό που υπερβαίνει τα 100 ευρώ

αλλά όχι τα 200 ευρώ

14 ημέρες

Ποσό που υπερβαίνει τα 200 ευρώ

αλλά όχι τα 1000 ευρώ

30 ημέρες

Ποσό που υπερβαίνει τα 1000 ευρώ

αλλά όχι τα 2000 ευρώ

60 ημέρες

Ποσό που υπερβαίνει τα 2000 ευρώ

αλλά όχι τα 4000 ευρώ

90 ημέρες

Ποσό που υπερβαίνει τα 4000 ευρώ

αλλά όχι τα 10000 ευρώ

6 μήνες

Ποσό που υπερβαίνει τα 10000 ευρώ

αλλά όχι τα 20000 ευρώ

9 μήνες

Ποσό που υπερβαίνει τα 20000 ευρώ

αλλά όχι τα 40000  ευρώ

12 μήνες

Ποσό που υπερβαίνει τα 40000 ευρώ

αλλά όχι τα 100000 ευρώ

18 μήνες

Ποσό που υπερβαίνει τα 100000 ευρώ

αλλά όχι τα 200000 ευρώ

2 έτη

Ποσό που υπερβαίνει τα 200000 ευρώ

αλλά όχι τα 500000 ευρώ

3 έτη

Ποσό που υπερβαίνει τα 500000 ευρώ

αλλά όχι τα δύο εκατομμύρια ευρώ ... ...

5 έτη

Ποσό που υπερβαίνει τα δύο

εκατομμύρια ευρώ

10 έτη.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στην περίπτωση έκδοσης διατάγματος δήμευσης δυνάμει του άρθρου 28  όπου o κατηγορούμενος είχε διαφύγει και εμφανίστηκε σε μεταγενέστερο στάδιο.

Εκτέλεση διατάγματος δήμευσης μέσων

10. Η εκτέλεση διατάγματος για τη δήμευση μέσων γίνεται με κατάσχεση ακολουθώντας τυχόν οδηγίες του δικαστηρίου ανάλογα με το είδος του μέσου.

Διαδικασία για την έκδοση διατάγματος δήμευσης

11. (1) Η κατηγορούσα αρχή παρουσιάζει, μαζί με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για έρευνα δυνάμει του άρθρου 6 ή δυνάμει των άρθρων 35 ή 36 ή εντός της προθεσμίας την οποία καθορίζει το δικαστήριο, έκθεση ισχυρισμών στην οποία εκτίθενται γεγονότα και στοιχεία σχετικά με την έρευνα για τη διαπίστωση τυχόν εσόδων του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή με τον υπολογισμό των εν λόγω εσόδων ή της περιουσίας που αποτελεί το προϊόν των παράνομων δραστηριοτήτων ή του αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και, αν ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο παρόν άρθρο, παραδεχθεί την ορθότητα του περιεχομένου της εν λόγω έκθεσης ή μέρους της, το δικαστήριο για τους σκοπούς της εν λόγω έρευνας και για σκοπούς υπολογισμού δύναται να εκλάβει την εν λόγω παραδοχή ως αναμφισβήτητη απόδειξη των γεγονότων και στοιχείων στα οποία αναφέρεται.

(2) Μετά την παρουσίαση από την κατηγορούσα αρχή της έκθεσης γεγονότων και στοιχείων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (1), το δικαστήριο, αφού ικανοποιηθεί ότι αντίγραφό της επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, τον καλεί να δηλώσει κατά πόσο παραδέχεται οποιουσδήποτε από τους ισχυρισμούς της έκθεσης και να υποβάλει έκθεση σχετικά με όσους δεν παραδέχεται (η οποία θα καλείται "έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών") στην οποία να υποδεικνύει τα στοιχεία και τους λόγους επί των οποίων προτίθεται να στηρίξει την υπόθεσή του τόσο για αντίκρουση των ισχυρισμών της κατηγορούσας αρχής όσο και σχετικά με το ποσό το οποίο διαπιστώθηκε ότι δύναται να ληφθεί από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία του. Η έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών υποβάλλεται μέσα στη χρονική περίοδο την οποία καθορίζει το δικαστήριο ή μέσα σε τρεις ημέρες από την επίδοση στον κατηγορούμενο της έκθεσης γεγονότων και στοιχείων της κατηγορούσας αρχής.

(3) Η παράλειψη του κατηγορουμένου να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε από τις οδηγίες του δικαστηρίου λογίζεται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως παραδοχή όλων των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στην έκθεση.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία στην έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών περιλαμβάνονται ισχυρισμοί σχετικά με το ποσό το οποίο διαπιστώθηκε ότι δύναται να ληφθεί κατά την έκδοση του διατάγματος δήμευσης και η κατηγορούσα αρχή αποδέχεται όλους τους ισχυρισμούς ή μερικούς από αυτούς ή μέρος τους, το δικαστήριο δύναται για τους σκοπούς της πιο πάνω διαπίστωσης να θεωρήσει την εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής αποδοχή αναμφισβήτητη απόδειξη των ισχυρισμών στους οποίους αναφέρεται.

(5) Η αποδοχή ισχυρισμών είτε αυτή αφορά τον κατηγορούμενο είτε την κατηγορούσα αρχή γίνεται προφορικά ενώπιον του δικαστηρίου, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

(6) Η παραδοχή στην οποία προβαίνει ο κατηγορούμενος για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δε δύναται να γίνει δεκτή ως μαρτυρία σε οποιαδήποτε άλλη ποινική διαδικασία.

(7) Το δικαστήριο δύναται να ορίσει ημερομηνία για τη διεξαγωγή της έρευνας και να την αναβάλει οποτεδήποτε το κρίνει αναγκαίο.

(8) Το δικαστήριο εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση για όλα τα θέματα της έρευνας.

Ποσό που ανακτάται δυνάμει διατάγματος δήμευσης

12. (1) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (2), το ποσό το οποίο πρέπει να ανακτηθεί με την έκδοση διατάγματος δήμευσης είναι το ποσό το οποίο το δικαστήριο υπολογίζει ότι αντιπροσωπεύει τα έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(2) Αν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι κατά την έκδοση του διατάγματος το ποσό το οποίο θα ήταν δυνατό να ρευστοποιηθεί είναι μικρότερο του ποσού το οποίο το δικαστήριο υπολόγισε ως αντιπροσωπευτικό των εσόδων του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το ποσό το οποίο, σύμφωνα με το διάταγμα δήμευσης, πρέπει να ανακτηθεί είναι το ποσό το οποίο, κατά την άποψη του δικαστηρίου, δύναται στην πραγματικότητα να εξασφαλισθεί από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία. Στην περίπτωση αυτή αναφέρεται στο διάταγμα και το ποσό το οποίο έπρεπε να ανακτηθεί ως αντιπροσωπευτικό των εσόδων του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ποσό το οποίο δύναται να ληφθεί από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία είναι μικρότερο από το ποσό το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί, δύναται να εκδώσει για τη διαφορά μεταξύ των δύο ποσών διάταγμα είτε για τη διαγραφή της διαφοράς είτε για την αναστολή της είσπραξης της, το οποίο, κατά τη γνώμη του και λαμβανομένων υπόψη των λόγων της διαφοράς, κρίνει δίκαιο και σκόπιμο.

Ρευστοποιήσιμη περιουσία, προνομιούχα χρέη, απαγορευμένες δωρεές και απαγορευμένες μεταβιβάσεις

13. (1) Στον παρόντα Νόμο, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), "ρευστοποιήσιμη περιουσία" σημαίνει-

(α) Περιουσία την οποία έχει ο κατηγορούμενος είτε αυτή βρίσκεται  στο έδαφος  της Κυπριακής Δημοκρατίας είτε βρίσκεται στο εξωτερικό˙ και

(β) περιουσία την οποία έχει άλλο πρόσωπο προς το οποίο ο κατηγορούμενος άμεσα ή έμμεσα προέβη σε απαγορευμένη από τον παρόντα Νόμο δωρεά της συγκεκριμένης αυτής περιουσίας ή περιουσία που έχει άλλο πρόσωπο προς το οποίο ο κατηγορούμενος άμεσα ή έμμεσα προέβη σε απαγορευμένη μεταβίβαση περιουσίας είτε αυτή βρίσκεται  στο έδαφος  της Κυπριακής Δημοκρατίας είτε βρίσκεται στο εξωτερικό:

Νοείται ότι, για σκοπούς της παραγράφου (β), η απαγορευμένη μεταβίβαση περιουσίας περιλαμβάνει το προϊόν του αδικήματος ή άλλη περιουσία η αξία της οποίας είναι ισοδύναμη με το προϊόν του αδικήματος.

(1Α) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων αυτού, κατηγορούμενος ή άλλο πρόσωπο λογίζεται ότι έχει περιουσία, εάν έχει συμφέρον ή δικαίωμα επί της περιουσίας αυτής.

(2) Στην έννοια της ρευστοποιήσιμης περιουσίας δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε περιουσία η οποία υπόκειται σε κατάσχεση με βάση διάταγμα δικαστηρίου το οποίο εκδόθηκε σε ποινική υπόθεση.

(3) Για τους σκοπούς των άρθρων 11 και 12 το ποσό το οποίο δύναται, κατά την έκδοση του διατάγματος δήμευσης, να εξασφαλισθεί είναι-

(α) Το σύνολο των αξιών όλης της ρευστοποιήσιμης περιουσίας την οποία έχει ο κατηγορούμενος κατά την έκδοση του διατάγματος˙

(β) πλέον το σύνολο όλων των αξιών των κατά την έκδοση του διατάγματος απαγορευμένων από το Νόμο δωρεών ή απαγορευμένων μεταβιβάσεων περιουσίας˙

(γ) μείον το σύνολο των υποχρεώσεων οι οποίες, κατά την έκδοση του διατάγματος, έχουν, σύμφωνα με το εδάφιο (6), προτεραιότητα.

(4) Τηρουμένων των ακόλουθων προνοιών του παρόντος άρθρου, αξία περιουσίας, εκτός από μετρητά, είναι-

(α) Η αγοραία αξία της περιουσίας, όταν αυτή ανήκει αποκλειστικά σε ένα πρόσωπο˙

(β) σε περίπτωση κατά την οποία και άλλο πρόσωπο έχει συμφέρον στην εν λόγω περιουσία, η αγοραία αξία της περιουσίας μείον το ποσό το οποίο απαιτείται για την ικανοποίηση του συμφέροντος του άλλου προσώπου και την ακύρωση οποιασδήποτε επιβάρυνσης, εξαιρουμένης επιβάρυνσης με βάση επιβαρυντικό διάταγμα.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αναφορά στην αξία δωρεάς σημαίνει την αξία της περιουσίας στην ανοικτή αγορά κατά το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος δήμευσης ή κατά το χρόνο της δωρεάς, αν η αξία της τότε ήταν μεγαλύτερη από την αξία της κατά την έκδοση του διατάγματος δήμευσης.

(6) Για τους σκοπούς του εδαφίου (3) οι υποχρεώσεις του κατηγορουμένου οι οποίες έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων είναι-

(α) Οι υποχρεώσεις για την καταβολή χρηματικών ποινών οι οποίες επιβλήθηκαν πριν από την έκδοση του διατάγματος δήμευσης ή άλλων ποσών πληρωτέων δυνάμει διατάγματος του δικαστηρίου το οποίο εκδόθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος δήμευσης˙

(β) η υποχρέωσή του για την πληρωμή ποσών τα οποία θα περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομιούχων χρεών του κατηγορουμένου, αν κατά την έκδοση του διατάγματος δήμευσης κηρυσσόταν σε πτώχευση ή, προκειμένου περί εταιρείας, αν διαταζόταν η διάλυσή της˙

(γ) οποιαδήποτε άλλη καλόπιστη απαίτηση εναντίον του κατηγορουμένου την οποία το δικαστήριο κρίνει κατάλληλη για να της δοθεί προτεραιότητα με την επιβολή των όρων που το δικαστήριο κρίνει δίκαιους υπό τις περιστάσεις

και "Προνομιούχα χρέη" στο εδάφιο αυτό σημαίνει-

(i) Σχετικά με πτώχευση, τα χρέη τα οποία πληρώνονται κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 38 του περί Πτωχεύσεως Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, ως εάν ήταν η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος δήμευσης η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος παραλαβής˙

(ii) σχετικά με διάλυση εταιρείας, τα χρέη τα οποία πληρώνονται κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, ως εάν ήταν η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος δήμευσης η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος διάλυσης της εταιρείας˙

(iii) σχετικά τόσο με πτώχευση φυσικού προσώπου όσο και με διάλυση εταιρείας, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του παρόντος εδαφίου.

(7) Οι δωρεές, περιλαμβανομένων και των δωρεών που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, που θεωρούνται απαγορευμένες από τον Νόμο αυτό είναι-

(α) Όσες έγιναν από τον κατηγορούμενο κατά τα τελευταία έξι έτη πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του˙ ή

(β) όσες έγιναν από τον κατηγορούμενο οποτεδήποτε και αφορούν περιουσία-

(i) Την οποία αποδέχτηκε ο κατηγορούμενος ως δωρεά σε σχέση με γενεσιουργό αδίκημα το οποίο διέπραξε ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο˙ ή

(ii) η οποία εξολοκλήρου ή μερικώς αντιπροσωπεύει άμεσα ή έμμεσα περιουσία την οποία αποδέχτηκε σε σχέση με γενεσιουργό αδίκημα το οποίο διέπραξε ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο˙ ή

(γ) όσες έγιναν από τον κατηγορούμενο μετά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του.

(8) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ο κατηγορούμενος λογίζεται ότι προβαίνει σε δωρεά και σε περίπτωση που άμεσα ή έμμεσα μεταβιβάζει περιουσία με αντάλλαγμα σημαντικά χαμηλότερο της πραγματικής αξίας της περιουσίας κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Στην περίπτωση αυτή οι προηγούμενες πρόνοιες του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ως εάν προέβη o κατηγορούμενος στη δωρεά εκείνου του μέρους της περιουσίας το οποίο σε σύγκριση με την αξία ολόκληρης της περιουσίας αντιπροσωπεύει το ποσοστό της διαφοράς μεταξύ της αξίας του ανταλλάγματος το οποίο δέχτηκε για τη μεταβίβασή της και της πραγματικής αξίας της περιουσίας κατά το χρόνο της μεταβίβασης.

(9) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου –

“απαγορευμένη μεταβίβαση περιουσίας” σημαίνει  άμεση ή έμμεση μεταβίβαση ή μεταφορά από τον κατηγορούμενο του προϊόντος του αδικήματος σε άλλο πρόσωπο, όταν το άλλο πρόσωπο γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει ότι ο σκοπός της μεταβίβασης ή της μεταφοράς είναι να αποφευχθεί η δήμευση και το γεγονός αυτό συνάγεται με βάση συγκεκριμένα στοιχεία και περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένου του ότι η μεταβίβαση ή η μεταφορά πραγματοποιήθηκε χωρίς αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα σημαντικά κατώτερο από την αγοραία αξία της εν λόγω περιουσίας·

“κατηγορούμενος” περιλαμβάνει πρόσωπο για το οποίο υπάρχει εύλογη υποψία ότι δύναται να κατηγορηθεί για διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(10) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (8) και (9), τα δικαιώματα καλόπιστων τρίτων διαφυλάσσονται.