8.-(1) Η καταβλητέα αποζημίωσις αναφορικώς προς επίταξιν ακινήτου ιδιοκτησίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σύγκειται εκ των ακολούθων ποσών, ήτοι-
(α) εκ ποσού ίσου προς το μίσθωμα όπερ ευλόγως δύναται να αναμένηται ότι θα καταβάλλετο υπό τινος, εν τη κατοχή της τοιαύτης ιδιοκτησίας τελούντος μισθωτού, διά περίοδον αρχομένην άμα τη ενάρξει της ισχύος της επιτάξεως και λήγουσαν άμα τη λήξει του οικείου διατάγματος επιτάξεως, δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως συναφθείσης αμέσως προ της ενάρξεως της ως είρηται περιόδου, δυνάμει της οποίας ο τοιούτος μισθωτής ανέλαβε το βάρος των εξόδων επισκευής και ασφαλίσεως, ως και τας τυχόν λοιπάς δαπάνας, αίτινες είναι αναγκαίαι διά την διατήρησιν της ιδιοκτησίας εις κατάστασιν τοιαύτην ώστε να δύναται να αποδώση το τοιούτο μίσθωμα~ και
(β) οσάκις κατά την ημερομηνίαν καθ’ ην εδημοσιεύθη το διάταγμα επιτάξεως, η τοιαύτη ιδιοκτησία εχρησιμοποιήτο και εάν η επίταξις δεν ελάμβανε χώραν θα εξηκολούθει να χρησιμοποιήται διά την ενάσκησιν επιχειρήσεως, εμπορίου, ελευθερίου ή άλλου τινος επαγγέλματος, εκ ποσού ίσου προς την ζημίαν ην τυχόν ούτος ευθέως υπέστη ως εκ της επιτάξεως~ και
(γ) εκ ποσού ίσου προς οιανδήποτε ελάττωσιν εις την αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, ήτις ήθελεν επέλθη είτε εκ της παρουσίας επί ή εντός ή υπεράνω της τοιαύτης ιδιοκτησίας οιασδήποτε οικοδομής ή ετέρου κτίσματος, έργου ή προσαρτήματος οικοδομηθέντος, κατασκευασθέντος ή προσαρτηθέντος υπό της επιτασσούσης αρχής, είτε εξ οιασδήποτε ζημίας επενεχθείσης εις την τοιαύτην ιδιοκτησίαν διαρκούσης της περιόδου καθ’ ην διατηρείται κατοχή επί της ιδιοκτησίας δυνάμει του διατάγματος επιτάξεως, μη λαμβανομένης υπ’ όψει της φυσικής φθοράς ή οιασδήποτε ζημίας ανορθωθείσης υπό της επιτασσούσης αρχής~ και
(δ) οσάκις η τοιαύτη ιδιοκτησία είναι γεωργική γαία, εκ ποσού ίσου προς το ποσόν όπερ ευλόγως δύναται να αναμένηται ότι θα κατεβάλλετο υπό τινος επερχομένου μισθωτού επί πλέον του μισθώματος, αναφορικώς προς τυχόν προηγουμένας πράξεις, αίτινες εγένοντο επί τω τέλει καλλιεργείας της ιδιοκτησίας, και αναφορικώς προς τυχόν σπόρους, όργωμα, ηρτημένους καρπούς και λοιπά παρόμοια ζητήματα, δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως της ιδιοκτησίας συναφθείσης αμέσως προ της ενάρξεως της ισχύος του διατάγματος επιτάξεως~ και
(ε) εκ ποσού ίσου προς τας ευλόγους δαπάνας, αίτινες εγένοντο, άλλως ή εκ μέρους της επιτασσούσης αρχής, επί τω τέλει συμμορφώσεως προς το διάταγμα επιτάξεως:
Νοείται ότι-
(i) κατά τον υπολογισμόν, διά τους σκοπούς της παραγράφου (α), του μισθώματος όπερ ευλόγως δύναται ν’ αναμένηται ότι θα κατεβάλλετο αναφορικώς προς ακίνητον ιδιοκτησίαν, διά τους σκοπούς της παραγράφου (β) οιασδήποτε ζημίας εις επιχείρησιν, εμπόριον, ελευθέριον ή άλλο επάγγελμα, και διά τους σκοπούς της παραγράφου (δ) οιουδήποτε ποσού όπερ ευλόγως δύναται ν’ αναμένηται ότι θα κατεβάλλετο επί πλέον του μισθώματος υπό τινος επερχομένου μισθωτού, το γεγονός ότι η κατοχή επί της ιδιοκτησίας κτάται δυνάμει διατάγματος επιτάξεως, εκτός οσάκις η τοιαύτη επίταξις γίνεται διά μεταλλευτικούς σκοπούς, ως και οιαδήποτε επαύξησις ήτις ήθελεν επέλθει εις τας αξίας λόγω των συνθηκών υφ’ ας η επίταξις κατέστη αναγκαία, ουδόλως λαμβάνονται υπ’ όψιν~ και
(ii) δεν καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (γ) αναφορικώς προς ζημίαν επελθούσαν εις ακίνητον ιδιοκτησίαν, ποσόν μείζον της αξίας της τοιαύτης ιδιοκτησίας κατά τον χρόνον καθ’ ον εκτήθη επί ταύτης κατοχή δυνάμει διατάγματος επιτάξεως, μη λαμβανομένης υπ’ όψει οιασδήποτε επαυξήσεως εις την αξίαν ταύτης, επελθούσης λόγω των ειδικών συνθηκών υφ’ ας η επίταξις της τοιαύτης ιδιοκτησίας κατέστη αναγκαία.
(2) Αποζημίωσις οφειλομένη δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) λογίζεται καθισταμένη απαιτητή από ημέρας εις ημέραν διαρκούσης της περιόδου ήτις άρχεται άμα τη ενάρξει της ισχύος επιτάξεως και λήγει άμα τη λήξει του διατάγματος επιτάξεως, και αναλόγως καταμερίζεται χρονικώς, και καταβάλλεται εις το πρόσωπον όπερ εκάστοτε θα εδικαιούτο να κατέχη την ιδιοκτησίαν, εάν η επίταξις δεν ελάμβανεν χώραν~ το παρόν όμως εδάφιον δεν εφαρμόζεται κατά τοιούτον τρόπον ώστε να απαιτήται η καταβολή πληρωμών ανά διαστήματα ελάσσονα του ενός μηνός.
(3) Αποζημίωσις οφειλομένη δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), καθίσταται απαιτητή κατά τον χρόνον καθ’ ον επηνέχθη η ζημία αναφορικώς προς ην οφείλεται η τοιαύτη αποζημίωσης, και καταβάλλεται εις το υποστάν την τοιαύτην ζημίαν πρόσωπον.
(4) Αποζημίωσις οφειλομένη δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), καθίσταται απαιτητή κατά το τέλος της περιόδου καθ’ ην διετηρείτο κατοχή επί της ιδιοκτησίας δυνάμει του διατάγματος επιτάξεως, και καταβάλλεται εις το πρόσωπον όπερ κατά τον χρόνον τούτον ήτο ιδιοκτήτης της ιδιοκτησίας (ο τοιούτος όρος περιλαμβάνει και το πρόσωπον όπερ δικαιούται να εγγραφή ως ιδιοκτήτης ταύτης).
(5) Αποζημίωσις οφειλομένη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1), καθίσταται απαιτητή άμα ως κτηθή κατοχή δυνάμει του διατάγματος επιτάξεως και καταβάλλεται εις το πρόσωπον όπερ αμέσως προ του ως είρηται χρόνου, ήτο κάτοχος της ιδιοκτησίας.
(6) Αποζημίωσις οφειλομένη δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), καθίσταται απαιτητή κατά τον χρόνον καθ’ ον διενεργούνται αι δαπάναι αναφορικώς προς ας οφείλεται η αποζημίωσις, και καταβάλλεται εις το πρόσωπον υφ’ ου, ή εκ μέρους ούτινος, εγένοντο αι δαπάναι.
9.-(1) Η καταβλητέα αποζημίωσις αναφορικώς προς επίταξιν κινητής ιδιοκτησίας δυνάμει του παρόντος Νόμου, σύγκειται εκ των ακολούθων ποσών, ήτοι-
(α) οσάκις η ιδιοκτησία είναι τοιαύτης φύσεως ώστε να συνιστά υπό ομαλάς συνθήκας αντικείμενον μισθώσεως, εκ ποσού ίσου προς το μίσθωμα όπερ ευλόγως δύναται να αναμένηται ότι θα καταβάλλετο υπό τινος, εν τη κατοχή της τοιαύτης ιδιοκτησίας τελούντος, μισθωτού, διά περίοδον αρχομένην άμα τη ενάρξει της ισχύος της επιτάξεως και λήγουσαν άμα τη λήξει του οικείου διατάγματος επιτάξεως, δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως συναφθείσης αμέσως προ της ενάρξεως της ως είρηται περιόδου, δυνάμει της οποίας το τοιούτον πρόσωπον ανέλαβε το βάρος των εξόδων επισκευής και ασφαλίσεως και τας τυχόν λοιπάς δαπάνας, αίτινες είναι αναγκαίαι διά την διατήρησιν της ιδιοκτησίας εις κατάστασιν τοιαύτην, ώστε να δύναται να αποδώση το τοιούτον μίσθωμα, και, οσάκις η τοιαύτη ιδιοκτησία είναι όχημα, πλοίον ή αεροσκάφος (ο τοιούτος όρος λογίζεται περιλαμβάνων οιανδήποτε πτητικήν μηχανήν, ανεμοπλάνον, αερόπλοιον ή αερόστατον, προσηρτημένον ή ελεύθερον) τα έξοδα λειτουργίας του τοιούτου οχήματος, πλοίου ή αεροσκάφους~ και
(β) οσάκις κατά την ημερομηνίαν καθ’ ην εδημοσιεύθει το διάταγμα επιτάξεως, η τοιαύτη ιδιοκτησία εχρησιμοποιήτο και εάν η επίταξις δεν ελάμβανεν χώραν θα εξηκολούθει να χρησιμοποιήται διά την ενάσκησιν επιχειρήσεως, εμπορίου, ελευθερίου ή άλλου επαγγέλματος, εκ ποσού ίσου προς την ζημίαν ην τυχόν ούτος ευθέως υπέστη ως εκ της επιτάξεως~ και
(γ) εκ ποσού ίσου προς τα έξοδα ανορθώσεως οιασδήποτε ζημίας μη επαγομένης ολικήν απώλειαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, και γενομένης διαρκούσης της περιόδου της επί ταύτης κατοχής δυνάμει του διατάγματος επιτάξεως, μη υπολογιζομένης της φυσικής φθοράς ή οιασδήποτε ζημίας ανορθωθείσης υπό της επιτασσούσης αρχής~ ή οσάκις η τοιαύτη ζημία επάγεται ολικήν απώλειαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, εκ ποσού ίσου προς την αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας αμέσως προ του χρόνου καθ’ ον επηνέχθη η τοιαύτη ζημία~ και
(δ) εκ ποσού ίσου προς τας ευλόγους δαπάνας αίτινες εγένοντο, άλλως ή εκ μέρους της επιτασσούσης αρχής, επί τω τέλει συμμορφώσεως προς το διάταγμα επιτάξεως:
Νοείται ότι-
(i) κατά τον υπολογισμόν, διά τους σκοπούς της παραγράφου (α), του ποσού όπερ ευλόγως δύναται να αναμένηται ότι θα κατεβάλλετο διά την χρήσιν οιασδήποτε ιδιοκτησίας, διά δε τους σκοπούς της παραγράφου (β), οιασδήποτε ζημίας επενεχθείσης εις επιχείρησιν, εμπόριον, ελευθέριον ή άλλο επάγγελμα, το γεγονός ότι η κατοχή επί της ιδιοκτησίας κτάται δυνάμει διατάγματος επιτάξεως, ως και οιαδήποτε επαύξησις ήτις ήθελεν επέλθη εις τας αξίας λόγω των συνθηκών υφ’ ας η επίταξις κατέστη αναγκαία, ουδόλως λαμβάνονται υπ’ όψει~
(ii) δεν καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (γ), αναφορικώς προς ζημίαν επενεχθείσαν εις οιανδήποτε ιδιοκτησίαν και μη επαγομένην ολικήν απώλειαν ταύτης, ποσόν μείζον της αξίας της τοιαύτης ιδιοκτησίας κατά τον χρόνον καθ’ ον εκτήθη επί ταύτης κατοχή δυνάμει του διατάγματος επιτάξεως, μη λαμβανομένης υπ’ όψει οιασδήποτε επαυξήσεως εις την αξίαν ταύτης, επελθούσης λόγω των ειδικών συνθηκών υφ’ ας η επίταξις της τοιαύτης ιδιοκτησίας κατέστη αναγκαία.
(2) Αποζημίωσις οφειλομένη δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) λογίζεται καθισταμένη απαιτητή από ημέρας εις ημέραν διαρκούσης της περιόδου ήτις άρχεται άμα τη ενάρξει της ισχύος της επιτάξεως, και λήγει άμα τη λήξει του διατάγματος επιτάξεως, και αναλόγως καταμερίζεται χρονικώς, και καταβάλλεται εις το πρόσωπον όπερ εκάστοτε θα εδικαιούτο να κατέχη την ιδιοκτησίαν, εάν η επίταξις δεν ελάμβανε χώραν~ το παρόν όμως εδάφιον δεν εφαρμόζεται κατά τοιούτον τρόπον ώστε να απαιτήται η καταβολή πληρωμών ανά διαστήματα ελάσσονα του ενός μηνός.
(3) Αποζημίωσις οφειλομένη δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), καθίσταται απαιτητή κατά τον χρόνον καθ’ ον επηνέχθη η ζημία αναφορικώς προς ην οφείλεται η τοιαύτη αποζημίωσις, και καταβάλλεται εις το υποστάν την ζημίαν πρόσωπον.
(4) Αποζημίωσις οφειλομένη δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), καθίσταται απαιτητή κατά το τέλος της περιόδου καθ’ ην διετηρείτο κατοχή επί της ιδιοκτησίας δυνάμει του διατάγματος επιτάξεως, και καταβάλλεται εις το πρόσωπον όπερ κατά τον χρόνον τούτον ήτο ιδιοκτήτης της ιδιοκτησίας, άμα δε τη καταβολή της τοιαύτης αποζημιώσεως εις οιονδήποτε πρόσωπον, αναφορικώς προς ζημίαν επαγομένην ολικήν απώλειαν, η επιτάσσουσα αρχή κέκτηται το αυτό δικαίωμα υποκαταστάσεως εις τα δικαιώματα εφ’ ο,τιδήποτε υπελείφθη εκ της ιδιοκτησίας, και τα αυτά δικαιώματα και ένδικα μέσα αναφορικώς προς την ιδιοκτησίαν, ως εάν η πληρωμή εγένετο υπό της επιτασσούσης αρχής ως ασφαλιστού, δυνάμει συμβάσεως δι’ ης καλύπτεται ασφαλιστικώς το πρόσωπον τούτο εναντίον της ζημίας.
(5) Αποζημίωσις οφειλομένη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) καθίσταται απαιτητή κατά τον χρόνον καθ’ ον διενεργούνται αι δαπάναι αναφορικώς προς ας οφείλεται η αποζημίωσις, και καταβάλλεται εις το πρόσωπον υφ’ ου, ή εκ μέρους ούτινος, εγένοντο αι δαπάναι.
10. Η επιτάσσουσα αρχή οφείλει, κατά τον ταχύτερον πρόσφορον χρόνον αφ’ ης η αποζημίωσις διά την επίταξιν κατέστη απαιτητή, να έλθη εις διαπραγματεύσεις διά τον συμβατικόν καθορισμόν και τον καταμερισμόν αυτής μεταξύ των ενδιαφερομένων προσώπων.
11. Εάν εντός τριών μηνών αφ’ ης η αποζημίωσις δι’ επίταξιν κατέστη απαιτητή, δεν επέλθη συμφωνία ως προβλέπεται εν τω άρθρω 10, ή καίτοι η προμνησθείσα περίοδος των τριών μηνών δεν παρήλθεν, δεν προβλέπεται ότι θα επέλθη συμφωνία υπό τας περιστάσεις, η επιτάσσουσα αρχή, ή πας ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήση, παρά του δικαστηρίου όπως προβή εις τον καθορισμόν της τοιαύτης αποζημιώσεως ή οσάκις τούτο ενδείκνυται, εις τον καταμερισμόν ταύτης μεταξύ των εις ταύτην ενδιαφερομένων.
12.-(1) Οσάκις οφείλεται ποσόν τι υπό μορφήν αποζημιώσεως δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 8 ή του εδαφίου (4) του άρθρου 9, εις τον ιδιοκτήτην οιασδήποτε ιδιοκτησίας επιταχθείσης δυνάμει του παρόντος Νόμου, θα εφαρμόζωνται αι ακόλουθοι διατάξεις, ήτοι-
(α) εάν, ότε το τοιούτο ποσόν κατέστη απαιτητόν, η τοιαύτη ιδιοκτησία υπέκειτο εις ενέχυρον ή εβαρύνετο διά της πληρωμής οιουδήποτε ποσού ησφαλισμένου δι’ υποθήκης, εγγραφής δικαστικής αποφάσεως, ή οιουδήποτε ετέρου εμπραγμάτου βάρους ή εμπραγμάτου ασφαλείας δυνάμει των διατάξεων του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου, εις τον αντίστοιχον ενεχυρούχον, ενυπόθηκον ή εκ δικαστικής αποφάσεως δανειστήν, ή αναλόγως της περιπτώσεως, εις οιονδήποτε έτερον πρόσωπον προς όφελος ούτινος υφίσταται το τοιούτον εμπράγματον βάρος ή ασφάλεια, καταβάλλεται το ως είρηται καταβλητέον ποσόν, ή μέρος επαρκές διά την ολικήν ή μερικήν απόσβεσιν του οφειλομένου χρέους, συμφώνως προς την υφισταμένην προτεραιότητα του τοιούτου ενεχύρου, υποθήκης, εγγραφής δικαστικής αποφάσεως, ή ετέρου εμπραγμάτου βάρους ή ασφαλείας~
(β) εάν, ότε το τοιούτο ποσόν κατέστη απαιτητόν, η τοιαύτη ιδιοκτησία υπέκειτο εις σύμβασιν ενοικιαγοράς, εις τον μισθωτήν καταβάλλεται μέρος της καταβλητέας αποζημιώσεως επαρκές διά την ικανοποίησιν οιασδήποτε απαιτήσεως ην ήθελεν ούτος προβάλει δυνάμει της περί ενοικιαγοράς συμβάσεως, αναφορικώς προς το ζήτημα δι’ ο η τοιαύτη αποζημίωσις καταβάλλεται.
(2) Ανεξαρτήτως παντός εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένου, αποζημίωσις καταβάλλεται ωσαύτως εις παν πρόσωπον όπερ ήθελεν αποδείξει, διά διατάγματος αρμοδίου δικαστηρίου, δικαίωμα ή συμφέρον επί της ιδιοκτησίας αναφορικώς προς ην καταβάλλεται αποζημίωσις.
(3) Εις περίπτωσιν διαφωνίας ως προς το πρόσωπον όπερ δικαιούται εις την αποζημίωσιν ή μέρος αυτής, αναφορικώς προς ιδιοκτησίαν επιταχθείσαν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή ως προς το ποσόν εις ο το τοιούτον πρόσωπον δικαιούται, το δικαστήριον αποφαίνεται επί της τοιαύτης διαφωνίας τη αιτήσει της επιτασσούσης αρχής, ή παντός ενδιαφερομένου εις την ιδιοκτησίαν προσώπου.
13.-(1) Άμα ως η καταβληθείσα αποζημίωσις, καταστάσα απαιτητή συμφωνηθή ή καθορισθή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αύτη καταβάλλεται πάραυτα τοις μετρητοίς εις τους ενδιαφερομένους με ετήσιον τόκον προς τέσσερα επί τοις εκατόν από της ημερομηνίας καθ’ ην η τοιαύτη αποζημίωσις κατέστη απαιτητή, μέχρι της ημερομηνίας πληρωμής:
Νοείται ότι διά τον υπολογισμόν του τόκου δυνάμει του παρόντος άρθρου, αποζημίωσις πληρωτέα δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 8 ή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 λογίζεται καθισταμένη απαιτητή ανά μηνιαία διαστήματα υπολογιζόμενα από της ημερομηνίας καθ’ ην ήρξατο η ισχύς της επιτάξεως.
(2) Η επιτάσσουσα αρχή, καθ’ οιονδήποτε χρόνον πριν ή η πληρωτέα αποζημίωσις συμφωνηθή ή καθορισθή δικαστικώς, τη απαιτήσει παντός εις την τοιαύτην αποζημίωσιν ενδιαφερομένου προσώπου, θα καταβάλλη τω τοιούτω προσώπω τα τρία τέταρτα οιουδήποτε ποσού όπερ ήθελε προσφερθή υπό της επιτασσούσης αρχής αναφορικώς προς την καταστάσαν ήδη απαιτητήν τοιαύτην αποζημίωσιν~ παν ούτω καταβληθέν ποσόν υπολογίζεται κατά την πληρωμήν της αποζημιώσεως ως προβλέπεται εν τω παρόντι άρθρω, άμα ως αύτη συμφωνηθή ή καθορισθή δικαστικώς.
(3) Εάν οιοσδήποτε των ενδιαφερομένων αρνηθή να εισπράξη την εις αυτόν καταβλητέαν αποζημίωσιν ή εάν δεν είναι δυνατή η καταβολή της αποζημιώσεως λόγω ανικανότητος ή απουσίας αυτού εκ της νήσου Κύπρου, η επιτάσσουσα αρχή δύναται, συμφώνως ταις οδηγίαις ας ήθελεν εκδώσει το δικαστήριον, να καταθέση το ποσόν της τοιαύτης αποζημιώσεως παρά τω Γενικώ Λογιστή της Δημοκρατίας.
(4) Η επιτάσσουσα αρχή πριν ή προβή, δυνάμει του παρόντος άρθρου εις την καταβολήν οιασδήποτε αποζημιώσεως οφειλομένης εις τον ιδιοκτήτην οιασδήποτε ιδιοκτησίας, αφαιρεί εκ του πληρωτέου ποσού τους πάσης φύσεως φόρους, τέλη ή δασμούς τους οφειλομένους αναφορικώς προς επιταχθείσαν ιδιοκτησίαν, και καταβάλλει το ούτω αφαιρεθέν ποσόν εις την αρχήν εις ην οφείλεται ο τοιούτος φόρος ή δασμός.