6.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ίδρυμα πληρωμών δύναται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μόνον εφόσον έχει λάβει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε εταιρείες οι οποίες πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία· και
(β) διατηρούν τα κεντρικά γραφεία τους στη Δημοκρατία.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει με οδηγία της όριο συνολικού ποσού πράξεων πληρωμής, μέχρι το οποίο επιτρέπεται η παροχή ορισμένων ή του συνόλου των υπηρεσιών πληρωμών από φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος Μέρους. Τα πρόσωπα αυτά εγγράφονται στο μητρώο του άρθρου 8 και υπόκεινται στους όρους που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει με οδηγία της. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει σχετικά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(3) Το κεφάλαιο Δ του παρόντος Μέρους δεν εφαρμόζεται στα πρόσωπα του εδαφίου (2).
7.-(1) Για την απόκτηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποβάλλει αίτηση στην Κεντρική Τράπεζα συνοδευόμενη από τα στοιχεία που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ζητεί οποτεδήποτε την παροχή στοιχείων από ίδρυμα πληρωμών που έχει αδειοδοτηθεί προκειμένου να διαπιστώνεται ότι το ίδρυμα πληρωμών συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες. Κατά την εξέταση της αίτησης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται κατά την κρίση της να διαβουλευθεί με κάθε άλλη αρχή στη Δημοκρατία.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια εφόσον, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλιστεί ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει άρτιο οργανωτικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με αρμοδιότητες κατανεμημένες κατά τρόπο σαφή, διαφανή και συνεκτικό, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών· το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί είναι εκτενείς και ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει το ίδρυμα πληρωμών.
(4) Όταν ο αιτών ή ένα ήδη αδειοδοτημένο ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να παρέχει οποιαδήποτε υπηρεσία πληρωμών παράλληλα με την άσκηση άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί τη σύσταση χωριστού νομικού προσώπου για τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών όταν οι άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, είτε θίγουν ή υπάρχει κίνδυνος να θίξουν την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος είτε δυσχεραίνουν την Κεντρική Τράπεζα στην παρακολούθηση της συμμόρφωσης του ιδρύματος πληρωμών προς τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες.
Η Κεντρική Τράπεζα δύναται για τους ίδιους λόγους να απαιτήσει τη σύσταση χωριστού νομικού προσώπου και μετά την έναρξη άσκησης άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα δεν χορηγεί άδεια εάν, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστούν η ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, δεν έχει πεισθεί ως προς την καταλληλότητα των προσώπων-
(α) που έχουν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε σχέση με αυτό, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο «έλεγχος» στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή
(β) τα οποία είναι συνεταίροι του συνεταιρισμού που ζητεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.
(6) Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου μεταξύ του ιδρύματος πληρωμών και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας. Στην περίπτωση όπου ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει στενούς δεσμούς, υπάγονται σε νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εφόσον οι διατάξεις αυτές, λαμβανομένων υπόψη τυχόν δυσχερειών που προκύπτουν κατά την εφαρμογή τους, δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας.
(7) Στην άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών αναγράφεται το όνομα του ιδρύματος πληρωμών, ο αριθμός και η ημερομηνία έκδοσης της άδειας, οι υπηρεσίες πληρωμών που επιτρέπεται να παρέχει καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που η Κεντρική Τράπεζα κρίνει απαραίτητο.
(8) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, να καθορίζει, να εξειδικεύει ή να διευκρινίζει τις υποχρεώσεις του ιδρύματος πληρωμών και των αρμόδιων προσώπων του καθώς και οποιοδήποτε θέμα χρήζει χειρισμού δυνάμει του παρόντος Μέρους.
8.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δημιουργεί και ενημερώνει τακτικά δημόσιο μητρώο στο οποίο εγγράφονται τα ιδρύματα πληρωμών στα οποία χορηγεί άδεια λειτουργίας, οι αντιπρόσωποι και τα υποκαταστήματά τους.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει με οδηγία της τις καταχωρητέες πληροφορίες και τη λειτουργία του μητρώου.
9.-(1) Η εταιρεία που ζητεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών οφείλει να έχει αρχικό κεφάλαιο τουλάχιστον-
(α) 20 χιλιάδων ευρώ, όταν προτίθεται να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών του σημείου 6 του Παραρτήματος·
(β) 50 χιλιάδων ευρώ, όταν προτίθεται να παρέχει την υπηρεσία πληρωμών του σημείου 7 του Παραρτήματος· και
(γ) 125 χιλιάδων ευρώ, όταν προτίθεται να παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 1 έως 5 του Παραρτήματος.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει με οδηγία της τη σύνθεση του αρχικού κεφαλαίου.
(3) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να διαθέτει καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του ίδια κεφάλαια, την σύνθεση των οποίων καθορίζει με οδηγία της η Κεντρική Τράπεζα.
(4)(α) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει για έκαστο ίδρυμα πληρωμών τις μεθόδους για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο εδάφιο (3), με οδηγία της η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα πληρωμών.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τροποποιεί ή να αντικαθιστά οδηγία της που αναφέρεται στη παράγραφο (α) με άλλην οδηγία που συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα πληρωμών με σκοπό -
(i) να καθορίζει άλλη μέθοδο για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο εδάφιο (3),
(ii) να υποδεικνύει τον τρόπο εφαρμογής της εκάστοτε καθορισμένης μεθόδου υπολογισμού, ή/και
(iii) αφού αξιολογήσει τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, τις βάσεις δεδομένων σχετικά με τον κίνδυνο ζημίας και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να αυξάνει έως 20% ή να μειώνει έως 20% το ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από την εκάστοτε καθορισμένη μέθοδο.
(5) Έκαστο ίδρυμα πληρωμών, στο οποίο απευθύνεται οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (4), οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν.
(6) Τηρουμένων των προϋποθέσεων που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει με οδηγία της, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (4), να εξαιρεί από την υποχρέωση εφαρμογής μεθόδου για τον υπολογισμό ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων, ίδρυμα πληρωμών που περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία της τράπεζας ή του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση. Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την εν λόγω εξαίρεση με οδηγία της η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα πληρωμών.
(7) Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να μειωθούν κάτω από το επίπεδο του αρχικού κεφαλαίου κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).
10.-(1)(α) Τα ιδρύματα πληρωμών υποχρεούνται να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής. Όταν ένα τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα πληρωμών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται στις απαιτήσεις διασφάλισης του παρόντος άρθρου.
(β) Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο (α), αν το τμήμα χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής, κατά τα προβλεπόμενα στην εν λόγω παράγραφο, κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να προβλέπει ότι -
(i) το σχετικό ίδρυμα πληρωμών δύναται να αιτείται την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας ώστε οι απαιτήσεις διασφάλισης να αφορούν ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα πληρωμών, και
(ii) η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα εκτιμάται εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγίες-
(α) να καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙
(β) να περιορίζει την υποχρέωση διασφάλισης θέτοντας, κατά χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ανώτατο όριο μη διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙
(γ) να καθορίζει τους τρόπους διασφάλισης∙
(δ) να ορίζει ότι, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών διαλύεται ή/και τίθεται υπό εκκαθάριση, τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά διαχωρίζονται από την περιουσία του ιδρύματος πληρωμών και παραδίνονται στους δικαιούχους τους∙ και
(ε) να εξαιρεί από την υποχρέωση διασφάλισης τα ιδρύματα πληρωμών, τα οποία δεν ασκούν άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
11.-(1) Κάθε ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της:
Νοείται ότι, για σκοπούς εποπτείας του ιδρύματος πληρωμών, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει, εξειδικεύει και διευκρινίζει με οδηγίες της κάθε θέμα σχετικό με τη σύνταξη οικονομικών καταστάσεων ως προς τις υπηρεσίες πληρωμών και ως προς άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες ασκεί το ίδρυμα πληρωμών.
(2) Ο ελεγκτής ιδρύματος πληρωμών υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στην Κεντρική Τράπεζα κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά το ίδρυμα πληρωμών, των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχό του και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν-
(α) να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θέτουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν την παροχή υπηρεσιών πληρωμών∙
(β) να επηρεάσει τη συνεχή λειτουργία του ιδρύματος πληρωμών∙ ή
(γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.
(3) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (2) υποχρέωση ισχύει για ελεγκτή ιδρύματος πληρωμών όσον αφορά τα γεγονότα ή τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχο μιας επιχείρησης που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια που αποδίδεται στους όρους «στενοί δεσμοί» και «δεσμός ελέγχου», τηρουμένων των αναλογιών, στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου.
(4) Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας στην οποία τυχόν υπόκειται ελεγκτής ιδρύματος πληρωμών δεν θα θεωρείται ότι παραβιάζεται με την καλόπιστη γνωστοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα των πιο πάνω γεγονότων και αποφάσεων. Η γνωστοποίηση αυτή δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη του ελεγκτή.
12.-(1) Με την επιφύλαξη του ισχύοντος δικαίου, τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να ασκούν, πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, εμπορική δραστηριότητα ή επιχείρηση, περιλαμβανομένης της λειτουργίας συστημάτων πληρωμών η οποία λειτουργία συμμορφούται με την οδηγία που η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει δυνάμει του άρθρου 5, με σκοπό την εναρμόνιση με το Άρθρο 28 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ.
(2) Παρά τυχόν απαίτηση προηγούμενης αδειοδότησης για την άσκηση δεδομένης δραστηριότητας, τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να παρέχουν λειτουργικές και στενά συνδεόμενες επικουρικές υπηρεσίες προς εξυπηρέτηση της παρεχόμενης υπηρεσίας πληρωμών. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εξειδικεύει το παρόν εδάφιο με οδηγία της.
(3) Τα ιδρύματα πληρωμών απαγορεύεται -
(α) να διεξάγουν εργασίες αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των άρθρων 2 και 3(1) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή των άρθρων 2 και 41Α(1) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου∙ και
(β) να τηρούν λογαριασμούς πληρωμών που δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εκτέλεση πράξεων πληρωμών όταν παρέχουν υπηρεσία πληρωμών:
Νοείται ότι η παραλαβή χρηματικών ποσών από τους χρήστες για την εκτέλεση πράξης πληρωμής, δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, που αναφέρονται στην παράγραφο (α), ούτε ηλεκτρονικό χρήμα, κατά την έννοια του περί Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου.
(4) Τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να χορηγούν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 4, 5 ή 7 του Παραρτήματος εφόσον τηρούν όρους που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει με οδηγίες της.
13. Η Κεντρική Τράπεζα οφείλει, εντός τριών μηνών από την παραλαβή δεόντως συμπληρωμένης αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, να αποφασίσει επί της αίτησης και να ενημερώσει την αιτήτρια για τη χορήγηση άδειας ή την απόρριψη της αίτησης. Η αίτηση θεωρείται δεόντως συμπληρωμένη μόνο στις περιπτώσεις που περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες και συνοδεύεται από όλα τα στοιχεία και έντυπα που ορίζονται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7. Η απόρριψη της αίτησης αιτιολογείται κατάλληλα.
14. Καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, το ίδρυμα πληρωμών οφείλει να γνωστοποιεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην Κεντρική Τράπεζα οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών, στοιχείων και εντύπων που υποβάλλονται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7.
15. Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας σε πρόσθετες υπηρεσίες πληρωμών, υποβάλλει σχετική αίτηση στην Κεντρική Τράπεζα η οποία συνοδεύεται από πληροφορίες, στοιχεία και έντυπα κατά τα προβλεπόμενα δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 7. Η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει επί της αίτησης κατά τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
16.-(1) Άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών παύει αυτοδικαίως να ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όπου ίδρυμα πληρωμών δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών από την ημερομηνία έκδοσής της:
Νοείται ότι, εάν ίδρυμα πληρωμών κάνει μερική χρήση της άδειας λειτουργίας, η άδεια παύει να ισχύει ως προς εκείνες τις υπηρεσίες για τις οποίες δεν έχει γίνει χρήση της άδειας·
(β) όπου ίδρυμα πληρωμών παραιτείται ρητώς από την άδεια λειτουργίας·
(γ) όπου ίδρυμα πληρωμών δεν έχει παράσχει υπηρεσίες πληρωμών για περίοδο μεγαλύτερη από έξι μήνες:
Νοείται ότι, εάν ίδρυμα πληρωμών δεν έχει παράσχει όλες τις υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας, η άδεια παύει να ισχύει ως προς εκείνες τις υπηρεσίες που δεν έχουν παρασχεθεί.
(2) Το ίδρυμα πληρωμών οφείλει να ενημερώσει την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την παύση ισχύος της άδειας λειτουργίας.
17.-(1) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του άρθρου 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών σε περίπτωση κατά την οποία το ίδρυμα πληρωμών-
(α) εξασφάλισε τη χορήγηση άδειας λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·
(β) δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος Μέρους·
(γ) θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητα του συστήματος πληρωμών αν συνέχιζε τις εργασίες του σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εξειδικεύει τη διαδικασία η οποία θα ακολουθείται για ανάκληση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.
(3) Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας αιτιολογείται, κοινοποιείται στο ίδρυμα πληρωμών, καταχωρίζεται στο μητρώο του άρθρου 8 και δημοσιοποιείται.
(4) Μετά την εν όλω ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η επιχείρηση παραμένει υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας, μέχρις ότου η Κεντρική Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι έπαυσε η παροχή υπηρεσιών πληρωμών και τακτοποιήθηκαν όλες οι σχετικές υποχρεώσεις.
18. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αντί ανάκλησης ή άμεσα με την έναρξη διαδικασίας ανάκλησης, να αναστείλει εν όλω ή εν μέρει άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να τάσσει προθεσμία προς συμμόρφωση, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας αναστέλλει ή/και ανακαλεί την άδεια λειτουργίας.
19.-(1) Εάν το ίδρυμα πληρωμών, για το οποίο η Δημοκρατία είναι κράτος-μέλος καταγωγής, προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου, αιτείται την εγγραφή του αντιπροσώπου στο μητρώο του άρθρου 8. Η αίτηση πρέπει να συνοδε ύεται από τα στοιχεία που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της.
(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δεν εγγράφει αντιπρόσωπο εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι τα στοιχεία που της παρασχέθηκαν δυνάμει του εδαφίου (1) είναι ορθά και ότι ο αντιπρόσωπος πληροί τα κριτήρια που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει την εγγραφή αντιπροσώπου ο οποίος έπαψε να πληροί τα κριτήρια αυτά.
(3) Εάν το ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου σε κράτος μέλος εκτός της Δημοκρατίας-
(α) ακολουθεί τις διαδικασίες του άρθρου 23, τηρουμένων των αναλογιών, και
(β) η Κεντρική Τράπεζα δεν εγγράφει τον αντιπρόσωπο αυτόν προτού διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και λάβει υπόψη τη γνώμη τους.
(4) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να μεριμνά ώστε τα υποκαταστήματά του και οι αντιπρόσωποι που ενεργούν εξ ονόματός του να ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών προτού τους παράσχουν υπηρεσίες πληρωμών.
20. Εάν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέσει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε τρίτους εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, ενημερώνει σχετικά την Κεντρική Τράπεζα. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εξειδικεύει με οδηγία της την έννοια των λειτουργικών δραστηριοτήτων και να ορίζει προϋποθέσεις για την ανάθεση αυτών σε τρίτους.
21. Το ίδρυμα πληρωμών ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων-
(α) για τις πράξεις και παραλείψεις των υπαλλήλων του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους,
(β) για τις πράξεις και παραλείψεις των αντιπροσώπων του, όταν αυτοί ενεργούν για λογαριασμό του ιδρύματος πληρωμών,
(γ) για τις πράξεις και παραλείψεις των υποκαταστημάτων του, και
(δ) για τις πράξεις και παραλείψεις των τρίτων στους οποίους έχει ανατεθεί λειτουργική δραστηριότητα, κατά την άσκηση αυτής της δραστηριότητας.
22. Χωρίς επηρεασμό του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και κάθε άλλης σχετικής νομοθεσίας, το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να τηρεί αρχείο για τους σκοπούς των άρθρων 4 και 5 και του παρόντος Μέρους, επί τουλάχιστον πέντε έτη.
23.-(1) Ίδρυμα πληρωμών που έλαβε άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών σε άλλο κράτος μέλος, γνωστοποιεί την πρόθεσή του στην Κεντρική Τράπεζα παρέχοντας όσα στοιχεία η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει με οδηγία της:
(2) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τις ακόλουθες πληροφορίες, εντός ενός μηνός από την παραλαβή τους:
(α) την επωνυμία και τη γεωγραφική διεύθυνση του ιδρύματος πληρωμών∙
(β) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διαχείριση του υποκαταστήματος ή/και του αντιπροσώπου∙
(γ) την οργανωτική δομή του ιδρύματος πληρωμών∙ και
(δ) το είδος των υπηρεσιών πληρωμών που το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να παρέχει στο κράτος μέλος υποδοχής:
Νοείται ότι το ίδρυμα πληρωμών δεν δύναται να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από την πιο πάνω κοινοποίηση και ότι η Κεντρική Τράπεζα δύναται δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 81 να απαγορεύσει στο ίδρυμα πληρωμών την παροχή υπηρεσιών πληρωμών σε άλλο κράτος μέλος.
24.-(1) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1) του άρθρου 6, ίδρυμα πληρωμών, που έλαβε και διατηρεί άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους καταγωγής άλλου από τη Δημοκρατία, δύναται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών στη Δημοκρατία είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
(2) Oι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιούν στην Κεντρική Τράπεζα τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) την επωνυμία και τη γεωγραφική διεύθυνση του ιδρύματος πληρωμών∙
(β) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διαχείριση του υποκαταστήματος ή/και του αντιπροσώπου∙
(γ) την οργανωτική δομή του ιδρύματος πληρωμών∙ και
(δ) το είδος των υπηρεσιών πληρωμών που το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να παρέχει στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι το ίδρυμα πληρωμών:
(α) δεν δύναται να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία πριν από την πιο πάνω κοινοποίηση και
(β) δεν δύναται να συνεχίσει να παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου μετά την ανάκληση της εγγραφής του υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου από το αντίστοιχο δημόσιο μητρώο του κράτους μέλους καταγωγής.
25. Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του άρθρου 82, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές και να λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές, ανάλογα με την περίπτωση, του κράτους μέλους καταγωγής, κράτους μέλους υποδοχής ή μέλλοντος κράτους υποδοχής, κάθε πληροφορία σχετική με ίδρυμα πληρωμών, τους αντιπροσώπους και τα υποκαταστήματά του, καθώς και κάθε πληροφορία σχετική με τους τρίτους στους οποίους το ίδρυμα πληρωμών έχει αναθέσει λειτουργικές δραστηριότητες.