ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΕΣ
Υποχρέωση για εισφορές αναφορικά με μισθωτούς

4. Για κάθε περίοδο εισφοράς, μέσα στην οποία ένα πρόσωπο απασχολήθηκε ως μισθωτός, υπάρχει υποχρέωση καταβολής εισφορών από το μισθωτό, τον εργοδότη του και το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, εκτός από την περίπτωση όπου οι αποδοχές του μισθωτού είναι αμελητέες:

Νοείται ότι, όταν πρόκειται για μισθωτό που είναι μαθητευόμενος ή μισθωτό που εκτίει ποινή φυλάκισης απασχολούμενο σε φυλακή της Δημοκρατίας, υπάρχει υποχρέωση καταβολής εισφορών έστω και εάν οι αποδοχές είναι αμελητέες.

Ύψος εισφορών αναφορικά με μισθωτούς

5.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσό των εισφορών που καταβάλλεται για την απασχόληση μισθωτού, είναι ίσο με ποσοστό επί των ασφαλιστέων αποδοχών του -

(α) 15,5%, από το οποίο 6% καταβάλλεται από το μισθωτό, 6% από τον εργοδότη και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από τις 6 Οκτωβρίου 1980,

(β) 16,6%, από το οποίο 6,3% καταβάλλεται από το μισθωτό, 6,3% από τον εργοδότη και 4% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 1993,

(γ) 17,9%, από το οποίο 6,8% καταβάλλεται από το μισθωτό, 6,8% από τον εργοδότη και 4,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το μήνα εισφορών Απρίλιο 2009,

(δ) 20,2% από το οποίο 7,8% καταβάλλεται από το μισθωτό, 7,8% από τον εργοδότη και 4,6,% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2014,

(ε) 21,5%, από το οποίο 8,3% καταβάλλεται από το μισθωτό, 8,3% από τον εργοδότη και 4,9% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2019,

(στ) 23,1%, από το οποίο 8,9% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 8,9% από τον εργοδότη και 5,3% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2024,

(ζ) 24,7%, από το οποίο 9,5% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 9,5% από τον εργοδότη και 5,7% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2029,

(η) 26,4% από το οποίο 10,2% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 10,2% από τον εργοδότη και 6% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2034,

(θ) 27,7% από το οποίο 10,7% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 10,7% από τον εργοδότη και 6,3% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2039:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η αναλογιστική μελέτη που θα διενεργηθεί πριν από την επιβολή των προβλεπόμενων στις  παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίων αυξήσεων επί των ασφαλιστέων αποδοχών, καταδείξει ότι, με ή χωρίς τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων, δεν είναι αναγκαία η επιβολή των πιο πάνω αυξήσεων, ή είναι αναγκαία η επιβολή μικρότερων αυξήσεων, θα επιβάλλονται τα υποδεικνυόμενα από την υπό αναφορά αναλογιστική μελέτη ποσοστά επί των ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίες αυξήσεις δεν δύναται να είναι ύψους χαμηλότερου του ύψους των ισχυόντων κατά τον αμέσως προ της έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019, ποσοστών επί των ασφαλιστέων αποδοχών.

(2) Σε περίπτωση μισθωτού που καλύπτεται από επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων, χωρίς ο ίδιος να εισφέρει σ’ αυτό, το ποσοστό της εισφοράς είναι ίσο με ποσοστό επί των ασφαλιστέων αποδοχών του-

(α) 15,5%, από το οποίο 3% καταβάλλεται από το μισθωτό, 9% από τον εργοδότη και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από τις 6 Οκτωβρίου 1980,

(β) 16,6%, από το οποίο 3,2% καταβάλλεται από το μισθωτό, 9,4% από τον εργοδότη και 4% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 1993,

(γ) 17,9%, από το οποίο 3,45% καταβάλλεται από το μισθωτό, 10,15% από τον εργοδότη και 4,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το μήνα εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Απριλίου 2009,

(δ) 20,2%, από το οποίο 3,95% καταβάλλεται από το μισθωτό, 11,65% από τον εργοδότη και 4,6% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2014,

(ε) 21,5%, από το οποίο 4,2% καταβάλλεται από το μισθωτό, 12,4% από τον εργοδότη και 4,9% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2019,

(στ) 23,1%, από το οποίο 4,55% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 13,25% από τον εργοδότη και 5,3% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2024,

(ζ) 24,7%, από το οποίο 4,9% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 14,1% από τον εργοδότη και 5,7% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2029,

(η) 26,4%, από το οποίο 5,35% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 15,05% από τον εργοδότη και 6% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2034,

(θ) 27,7%, από το οποίο 5,6% καταβάλλεται από τον μισθωτό, 15,8% από τον εργοδότη και 6,3% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2039:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η αναλογιστική μελέτη που θα διενεργηθεί πριν από την επιβολή των προβλεπόμενων στις παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίων αυξήσεων επί των ασφαλιστέων αποδοχών, καταδείξει ότι, με ή χωρίς τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων, δεν είναι αναγκαία η επιβολή των πιο πάνω αυξήσεων ή είναι αναγκαία η επιβολή μικρότερων αυξήσεων, θα επιβάλλονται τα υποδεικνυόμενα από την υπό αναφορά αναλογιστική μελέτη ποσοστά επί των ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίες αυξήσεις δεν δύναται να είναι ύψους χαμηλότερου των ισχυόντων κατά τον αμέσως προ της έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019, ποσοστών επί των ασφαλιστέων αποδοχών.

(3) Για τους σκοπούς υπολογισμού του ποσού της εισφοράς, που καταβάλλεται για κάθε περίοδο εισφοράς σε σχέση με την απασχόληση μαθητευομένου χωρίς αποδοχές ή με αποδοχές κατώτερες του 50% των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, ο μαθητευόμενος λογίζεται ότι λαμβάνει αποδοχές ίσες με το 50% των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Για τους σκοπούς υπολογισμού του ποσού της εισφοράς, που καταβάλλεται για κάθε περίοδο εισφοράς, σε σχέση με την απασχόληση μισθωτού που εκτίει ποινή φυλάκισης και για τον οποίο εφαρμόζεται η επιφύλαξη του άρθρου 4, ο μισθωτός λογίζεται ότι λαμβάνει αποδοχές όχι κατώτερες από τις βασικές ασφαλιστέες αποδοχές.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10, ο εργοδότης ευθύνεται για την καταβολή στο Ταμείο τόσο της εισφοράς που ο ίδιος οφείλει, όσο και της εισφοράς που οφείλει ο μισθωτός και η εισφορά του μισθωτού η οποία καταβλήθηκε από τον εργοδότη λογίζεται ότι καταβλήθηκε από το μισθωτό.

(6) Για κατηγορίες μισθωτών που απασχολούνται συνήθως από δύο ή περισσότερους εργοδότες μέσα στην ίδια περίοδο εισφοράς, δύναται με Κανονισμούς να γίνει πρόβλεψη για καταβολή στο Ταμείο από το μισθωτό και των δύο εισφορών τις οποίες ευθύνεται να καταβάλει ο εργοδότης σύμφωνα με το εδάφιο (5), καθώς και για τις υποχρεώσεις του μισθωτού και του εργοδότη σε τέτοιες περιπτώσεις.

Επιστροφή εισφορών σε μισθωτούς που υπάγονται αναδρομικά σε επαγγελματικά σχέδια συντάξεων χωρίς εισφορές

6. Σε μισθωτό, στην περίπτωση του οποίου δεν εφαρμόζεται το εδάφιο (2) του άρθρου 5, ο οποίος υπάγεται αναδρομικά σ’ επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων χωρίς εισφορές από τον ίδιο, επιστρέφεται από τον εργοδότη του για την περίοδο απασχόλησής του που αναγνωρίστηκε ως συντάξιμη με βάση το εν λόγω επαγγελματικό σχέδιο, ποσό ίσο-

(α) με 3% του συνόλου των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από τις 6 Οκτωβρίου 1980 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992,

(β) με 3,1% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1993 μέχρι την 31η Μαρτίου 2009,

(γ) με 3,35% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2009 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013,

(δ) με 3,85% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018,

(ε) με 4,1% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2019 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2023,

(στ) με 4,45% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2024 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2028,

(ζ) με 4,8% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2029 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2033,

(η) με 5,25% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2034 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2038, και

(θ) με 5,5% των ασφαλιστέων αποδοχών του, για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2039:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η αναλογιστική μελέτη που θα διενεργηθεί πριν την επιβολή των προβλεπόμενων στις  παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίων αυξήσεων επί των ασφαλιστέων αποδοχών, καταδείξει ότι, με ή χωρίς τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων, δεν είναι αναγκαία η επιβολή των πιο πάνω αυξήσεων ή είναι αναγκαία η επιβολή μικρότερων αυξήσεων, θα επιβάλλονται τα υποδεικνυόμενα από την υπό αναφορά αναλογιστική μελέτη ποσοστά επί των ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίες αυξήσεις δεν δύναται να είναι ύψους χαμηλότερου του ύψους των ισχυόντων κατά τον αμέσως προ της έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019, ποσοστών ασφαλιστέων αποδοχών.

Εισφορά για πρόσωπα που υπηρετούν στην Εθνική Φρουρά

7.-(1) Για κάθε εβδομάδα κατά τη διάρκεια της οποίας πρόσωπο, που κλήθηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων, διατελεί σε ενεργό υπηρεσία, η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας καταβάλλει για το πρόσωπο αυτό καθορισμένη εισφορά, ίση με 1,25% των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(2) Το πρόσωπο για το οποίο καταβάλλεται εισφορά δυνάμει του εδαφίου (1), δεν θεωρείται ότι ασκεί ασφαλιστέα απασχόληση για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

(3) Η εισφορά που καταβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), λογίζεται ότι καταβλήθηκε πάνω σε ασφαλιστέες αποδοχές ίσες προς το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

Απασχόληση μισθωτού από δύο ή περισσότερους εργοδότες

8. Όταν ο μισθωτός απασχολείται από δύο ή περισσότερους εργοδότες μέσα στην ίδια περίοδο εισφοράς, υπάρχει υποχρέωση για καταβολή εισφορών σε σχέση με την απασχόληση του μισθωτού από τον κάθε εργοδότη.

Ασφαλισμένος που απασχολείται ως μισθωτός και ως αυτοτελώς εργαζόμενος μέσα στην ίδια περίοδο εισφοράς

9. Όταν ασφαλισμένος απασχολείται μέσα στην ίδια περίοδο εισφοράς ταυτόχρονα ή διαδοχικά, ως μισθωτός και ως αυτοτελώς εργαζόμενος, υπάρχει υποχρέωση καταβολής εισφορών και για τις δύο αυτές απασχολήσεις.

Παρακράτηση εισφοράς μισθωτού από τον εργοδότη

10.-(1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη σύμβαση ή συμφωνία, ο εργοδότης δεν δικαιούται να διεκδικεί ή παρακρατεί από τις αποδοχές μισθωτού, τον οποίο απασχολεί, το ποσό της εισφοράς που ο εν λόγω εργοδότης οφείλει να καταβάλει για τον εν λόγω μισθωτό.

(2) Εργοδότης, ο οποίος παρακρατεί ή αποπειράται να παρακρατήσει από τις αποδοχές μισθωτού το ποσό της εισφοράς που υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια ευρώ (€1.300,00).

(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη νόμου, σύμβαση ή συμφωνία, το ποσό της εισφοράς που οφείλει να καταβάλει ο μισθωτός, μπορεί να διεκδικείται ή παρακρατείται από τον εργοδότη μόνο από τις οφειλόμενες στο μισθωτό αποδοχές, για την περίοδο για την οποία είναι καταβλητέα η εν λόγω εισφορά.

(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο εργοδότης μαθητευομένου δεν δικαιούται να διεκδικεί ή παρακρατεί την εισφορά του μαθητευομένου, η οποία αναλογεί στη διαφορά μεταξύ του πραγματικού ποσού των αποδοχών του και του ποσού των αποδοχών που ο μαθητευόμενος λογίζεται ότι λαμβάνει σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 5.

(5) Στην περίπτωση μισθωτού για τον οποίο εφαρμόζεται το εδάφιο (4) του άρθρου 5, η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας είναι υπόχρεη να καταβάλλει τόσο την εισφορά που οφείλει ως εργοδότης, όσο και την εισφορά που οφείλει ο μισθωτός, με την επιφύλαξη ότι δύναται με Κανονισμούς να γίνει πρόβλεψη για παρακράτηση ολόκληρης ή μέρους της εισφοράς του μισθωτού από τις αποδοχές του.

Υποχρέωση για εισφορές αναφορικά με αυτοτελώς εργαζομένους

11. Για κάθε περίοδο εισφοράς μέσα στην οποία πρόσωπο απασχολήθηκε ως αυτοτελώς εργαζόμενος, υπάρχει υποχρέωση για καταβολή εισφοράς από τον αυτοτελώς εργαζόμενο και από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

Ύψος εισφορών για αυτοτελώς εργαζομένους

12. Το ποσό της εισφοράς που καταβάλλεται για την απασχόληση αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσο με ποσοστό επί των ασφαλιστέων αποδοχών του -

(α) 15,5%, από το οποίο 12% καταβάλλεται από τον ίδιο και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από τις 6 Οκτωβρίου 1980,

(β) 14,5%, από το οποίο 11% καταβάλλεται από τον ίδιο και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την 30η Μαΐου 1988,

(γ) 15,6%, από το οποίο 11,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 1993,

(δ) 16,9%, από το οποίο 12,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του μήνα εισφορών Απριλίου του 2009,

(ε) 19,2%, από το οποίο 14,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4,6% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2014,

(στ) 20,5%, από το οποίο 15,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4,9% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2019,

(ζ) 22,1%, από το οποίο 16,8% καταβάλλεται από τον ίδιο και 5,3% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2024,

(η) 23,7%, από το οποίο 18% καταβάλλεται από τον ίδιο και 5,7% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2029,

(θ) 25,4%, από το οποίο 19,4% καταβάλλεται από τον ίδιο και 6% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2034,

(ι) 26,7% από το οποίο 20,4% καταβάλλεται από τον ίδιο και 6,3% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2039:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η αναλογιστική μελέτη που θα διενεργηθεί πριν από την επιβολή των προβλεπόμενων στις  παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίων αυξήσεων επί των ασφαλιστέων αποδοχών, καταδείξει ότι, με ή χωρίς τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων, δεν είναι αναγκαία η επιβολή των πιο πάνω αυξήσεων ή είναι αναγκαία η επιβολή μικρότερων αυξήσεων, θα επιβάλλονται τα υποδεικνυόμενα από την υπό αναφορά αναλογιστική μελέτη ποσοστά επί των ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίες αυξήσεις δεν δύναται να είναι ύψους χαμηλότερου του ύψους των ισχυόντων κατά τον αμέσως προ της έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019, ποσοστών επί των ασφαλιστέων αποδοχών.

Περιορισμός αναδρομικής καταβολής εισφορών

13. Καμιά εισφορά δεν καταβάλλεται για απασχόληση μισθωτού ή αυτοτελώς εργαζομένου μετά την πάροδο έξι (6) ετών από το τέλος της περιόδου εισφοράς για την οποία οφείλεται η εισφορά.

Προαιρετική ασφάλιση

14.-(1) Κάθε πρόσωπο δικαιούται, κατόπιν υποβολής αίτησης προς το Διευθυντή, να ασφαλιστεί προαιρετικά εάν -

(α) έχει πραγματική βασική ασφάλιση, ίση με μια (1) τουλάχιστον ασφαλιστική μονάδα, ή

(β) έχει τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο και εργάζεται εκτός Κύπρου στην υπηρεσία Κύπριου εργοδότη στο έδαφος τρίτης χώρας:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), «κύπριος εργοδότης» σημαίνει εργοδότη που έχει τη συνήθη διαμονή του ή επαγγελματική εγκατάσταση στην Κύπρο ή νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο στην Κύπρο ή στο οποίο κύπριος πολίτης ή νομικό πρόσωπο εγγεγραμμένο στην Κύπρο, μετέχει ουσιωδώς.

(2) Πρόσωπο που έχει ασφαλιστεί προαιρετικά δυνάμει του παρόντος άρθρου, δικαιούται, εφόσον το επιθυμεί, να καταβάλλει εισφορά για κάθε περίοδο εισφοράς.

(3) Η προαιρετική ασφάλιση δυνάμει του παρόντος άρθρου ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής καθορίσει στην αίτησή του διαφορετική ημερομηνία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να είναι προγενέστερη της πρώτης ημέρας του έτους εισφορών που προηγείται εκείνου μέσα στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

Ύψος εισφορών για προαιρετικά ασφαλισμένους

15.-(1) To ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο, δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 14, είναι ίσο με ποσοστό επί των ασφαλιστέων αποδοχών του -

(α) 15,5%, από το οποίο 12% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από τις 6 Οκτωβρίου 1980,

(β) 13,5% από το οποίο 10% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 1993,

(γ) 14,8% από το οποίο 11% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 3,8% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του μήνα εισφορών Απριλίου του 2009,

(δ) 17,1% από το οποίο 13% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 4,1% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2014,

(ε) 18,4% από το οποίο 14% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 4,4% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2019,

(στ) 20% από το οποίο 15,2% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 4,8% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2024,

(ζ) 21,6% από το οποίο 16,4% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 5,2% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2029,

(η) 23,3% από το οποίο 17,8% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 5,5% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2034,

(θ) 24,6% από το οποίο 18,8% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 5,8% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2039:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η αναλογιστική μελέτη που θα διενεργηθεί πριν από την επιβολή των προβλεπόμενων στις  παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίων αυξήσεων επί των ασφαλιστέων αποδοχών, καταδείξει ότι, με ή χωρίς τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων, δεν είναι αναγκαία η επιβολή των πιο πάνω αυξήσεων ή είναι αναγκαία η επιβολή μικρότερων αυξήσεων, θα επιβάλλονται τα υποδεικνυόμενα από την υπό αναφορά αναλογιστική μελέτη, ποσοστά επί των ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίες αυξήσεις, δεν δύναται να είναι ύψους χαμηλότερου του ύψους των ισχυόντων κατά τον αμέσως προ της έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019, ποσοστών ασφαλιστέων αποδοχών.

(2) Το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο, δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 14, είναι ίσο με ποσοστό επί των ασφαλιστέων αποδοχών του-

(α) 15,5%, από το οποίο 12% καταβάλλεται από τον ίδιο και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από τις 6 Οκτωβρίου1980,

(β) 16,6%, από το οποίο 12,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 1993,

(γ) 17,9%, από το οποίο 13,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το μήνα εισφορών Απρίλιο 2009,

(δ) 20,2% από το οποίο 15,6% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 4,6% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2014,

(ε) 21,5% από το οποίο 16,6% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 4,9% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2019,

(στ) 23,1% από το οποίο 17,8% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 5,3% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2024,

(ζ) 24,7% από το οποίο 19% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 5,7% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2029,

(η) 26,4% από το οποίο 20,4% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 6% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2034,

(θ) 27,7% από το οποίο 21,4% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 6,3% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2039:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η αναλογιστική μελέτη που θα διενεργηθεί πριν από την επιβολή των προβλεπόμενων στις  παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ), ποσοστιαίων αυξήσεων επί των ασφαλιστέων αποδοχών, καταδείξει ότι, με ή χωρίς τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων, δεν είναι αναγκαία η επιβολή των πιο πάνω αυξήσεων ή είναι αναγκαία η επιβολή μικρότερων αυξήσεων, θα επιβάλλονται τα υποδεικνυόμενα από την υπό αναφορά αναλογιστική μελέτη, ποσοστά επί των ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίες αυξήσεις, δεν δύναται να είναι ύψους χαμηλότερου του ύψους των καταβλητέων κατά τον αμέσως προ της έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019, ποσοστών επί των ασφαλιστέων εισφορών.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), το ποσό των ασφαλιστέων αποδοχών επιλέγεται από τον ασφαλισμένο, δεν δύναται όμως να είναι ψηλότερο της εβδομαδιαίας αξίας των ασφαλιστικών μονάδων που έχει σε πίστη του κατά το τελευταίο συμπληρωμένο έτος εισφορών πριν από την ημερομηνία έναρξης της προαιρετικής ασφάλισης ή του ενός τρίτου της εβδομαδιαίας αξίας των σε πίστη του ασφαλιστικών μονάδων κατά τα τελευταία τρία (3) συμπληρωμένα έτη εισφορών, πριν από την έναρξη της προαιρετικής ασφάλισης:

Νοείται ότι, εάν το ως ανωτέρω υπολογιζόμενο ποσό είναι χαμηλότερο του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών που ορίστηκε για το έτος εισφορών για το οποίο καταβάλλονται εισφορές, ο ασφαλισμένος δικαιούται να επιλέξει να καταβάλλει εισφορά με βάση το εν λόγω ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Πρόσωπο που έχει ασφαλιστεί προαιρετικά δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 14, δύναται να επιλέξει να καταβάλλει εισφορές, είτε με βάση το ποσό ασφαλιστέων αποδοχών που αναφέρεται στο εδάφιο (3), είτε με βάση το ποσό αποδοχών του, όπως αυτό ορίζεται στη σχετική σύμβαση εργασίας, μέχρις όμως το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών.

(5) Όταν πρόσωπο, που έχει ασφαλιστεί προαιρετικά, ασκεί ταυτόχρονα ασφαλιστέα απασχόληση αναφορικά με την οποία υπάρχει υποχρέωση για καταβολή εισφορών δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 11, δικαιούται να καταβάλλει και εισφορά δυνάμει του παρόντος άρθρου πάνω σε ποσό ασφαλιστέων αποδοχών, το οποίο, προστιθέμενο στις ασφαλιστέες αποδοχές από την απασχόληση του εν λόγω προσώπου, δεν υπερβαίνει το ποσό ασφαλιστέων αποδοχών που υπολογίστηκε στην περίπτωσή του σύμφωνα με το εδάφιο (3).

Ηλικία μέχρι την οποία καταβάλλονται εισφορές

16. Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος Νόμου, καμιά εισφορά δεν καταβάλλεται από ή αναφορικά με -

(α) πρόσωπο για το οποίο δεν καταβλήθηκε καμιά εισφορά πριν από την ημέρα που αυτό συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία∙ και

(β) ασφαλισμένο για οποιαδήποτε περίοδο ή μέρος περιόδου εισφοράς μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία αυτός συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία:

Νοείται ότι, στην περίπτωση ασφαλισμένου που δεν ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις για θεσμοθετημένη σύνταξη, η συντάξιμη ηλικία παρατείνεται μέχρι την ημέρα που αυτός θα ικανοποιήσει τις εν λόγω προϋποθέσεις, σε καμιά περίπτωση όμως δεν παρατείνεται πέραν από την ηλικία των εξήντα οκτώ (68) ετών.

Περίοδοι εξομοιούμενης ασφάλισης

17.-(1) Ασφαλισμένος λογίζεται ότι έχει ασφαλιστέες αποδοχές για τις οποίες, όμως, δεν έχει υποχρέωση για καταβολή εισφορών -

(α) για κάθε περίοδο που αρχίζει κατά ή μετά την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών, μέσα στο οποίο συμπλήρωσε το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του, κατά την οποία αυτός τυγχάνει τακτικής εκπαίδευσης ή μαθητείας που εγκρίνει ο Διευθυντής, σε καμιά, όμως, περίπτωση για περίοδο πριν από τις 5 Οκτωβρίου 1964∙

(β) για κάθε περίοδο που αρχίζει την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών του αμέσως προηγούμενου εκείνου, μέσα στο οποίο κατέστη ασφαλισμένος και λήγει την τελευταία ημέρα της περιόδου εισφοράς πριν από αυτή, μέσα στην οποία κατέστη ασφαλισμένος∙

(γ) για κάθε ημέρα, κατά την οποία δικαιούται επίδομα ασθενείας, ανεργίας, μητρότητας, πατρότητας, σωματικής βλάβης ή γονικής άδειας∙

(δ) για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δικαιούται σύνταξη ανικανότητας∙

(ε) για κάθε ημέρα που είναι γι’ αυτόν ημέρα ανικανότητας για εργασία ή ανεργίας, εάν ασκεί συνήθως ασφαλιστέα απασχόληση, όπως αυτή ορίζεται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα και κερδίζει συνήθως τα προς το ζην από τέτοια απασχόληση∙

(στ) για κάθε ημέρα ανικανότητας για εργασία που αποτελεί τμήμα περιόδου διακοπής απασχόλησης, το οποίο έπεται της εξάντλησης του δικαιώματός του για επίδομα ασθενείας, εάν ασκεί συνήθως ασφαλιστέα απασχόληση, όπως αυτή καθορίζεται στο Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα και κερδίζει συνήθως τα προς το ζην από τέτοια απασχόληση:

Νοείται ότι, η συνολική περίοδος για την οποία ασφαλισμένος λογίζεται ότι έχει ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει των παραγράφων (ε) και/ή (στ), δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών σε κάθε περίοδο διακοπής απασχόλησης∙

(ζ) για κάθε ημέρα κατά την οποία απουσιάζει από την εργασία του με γονική άδεια και δεν λαμβάνει επίδομα γονικής άδειας·

(η) για κάθε ημέρα κατά την οποία απουσιάζει από την εργασία του με άδεια φροντίδας ή με άδεια για λόγους ανωτέρας βίας.

(2) Ασφαλισμένος, ο οποίος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 40 ή θεσμοθετημένη σύνταξη σύμφωνα με το άρθρο 36, ή ο οποίος πέθανε πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών (63) ετών και ο θάνατός του παρέχει δικαίωμα για περιοδική παροχή, λογίζεται ότι έχει συμπληρωματική ασφάλιση για κάθε εβδομάδα από τον ουσιώδη χρόνο, μέχρι και την ημερομηνία που θα συμπληρώσει ή θα συμπλήρωνε, ανάλογα με την περίπτωση, την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών:

Νοείται ότι, το άθροισμα των ασφαλιστέων αποδοχών που λογίζεται ότι έχει ο ασφαλισμένος με βάση το παρόν εδάφιο και των πραγματικών ή εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου στη συμπληρωματική ασφάλιση, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μεγαλύτερο από το γινόμενο της διαφοράς μεταξύ του ετήσιου ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και του ετήσιου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών επί τον αριθμό σαράντα (40).

(3) Ασφαλισμένη, η οποία γεννήθηκε κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 1930, λογίζεται ότι έχει ασφαλιστέες αποδοχές για κάθε εβδομάδα εισφορών, που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα των πρώτων δώδεκα (12) ετών της ηλικίας κάθε τέκνου της, εφόσον για την ίδια εβδομάδα δεν έχει ούτε πραγματικές ούτε εξομοιούμενες αποδοχές δυνάμει άλλης διάταξης του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, ο αριθμός των εβδομάδων, για τις οποίες η ασφαλισμένη λογίζεται ότι έχει ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει του παρόντος εδαφίου, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα έξι (156) αναφορικά με κάθε τέκνο της.

Ποσό ασφαλιστέων αποδοχών για περιόδους εξομοιούμενης ασφάλισης

18.-(1) Το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε εβδομάδα σύμφωνα με τις παραγράφους (α), (β), (ε), (στ), (ζ) και (η) του εδαφίου (1) και το εδάφιο (3) του άρθρου 17, είναι ίσο με το ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και μειώνεται ανάλογα εάν πρόκειται για περίοδο μικρότερη της εβδομάδας:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών δε μπορεί να είναι χαμηλότερο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του επόμενου έτους εισφορών:

Νοείται περαιτέρω ότι, το άθροισμα του ποσού των εξουμοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 17 και των υπέρ του ασφαλισμένου πραγματικών και εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών για το έτος εισφορών στο οποίο αναφέρονται δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μία (1) ασφαλιστική μονάδα.

(2) Το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε εβδομάδα, σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 17, είναι ίσο με την εβδομαδιαία αξία των ασφαλιστικών μονάδων, πάνω στις οποίες υπολογίστηκε το ύψος της σχετικής παροχής που καταβλήθηκε στον ασφαλισμένο, σε καμιά περίπτωση όμως, δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και μειώνεται ανάλογα όταν η περίοδος είναι μικρότερη της εβδομάδας:

Νοείται ότι, το ποσό των ανωτέρω εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών συμψηφίζεται με το ποσό των τυχόν πραγματικών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου για την ίδια εβδομάδα.

(3) Το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε εβδομάδα, σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 17, είναι ίσο με την εβδομαδιαία αξία των ασφαλιστικών μονάδων αναφορικά με τις οποίες υπολογίστηκε το εβδομαδιαίο ύψος της βασικής και συμπληρωματικής σύνταξης ανικανότητας, σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και μειώνεται ανάλογα όταν η περίοδος είναι μικρότερη της μιας εβδομάδας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση σύνταξης για μερική ανικανότητα προς εργασία, το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών μειώνεται, κατά την εκατοστιαία αναλογία της αντίστοιχης σύνταξης ανικανότητας:

Νοείται περαιτέρω ότι, το ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών συμψηφίζεται με το ποσό των τυχόν πραγματικών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου, για την ίδια εβδομάδα.

(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) εφαρμόζονται για περιόδους εισφοράς που είναι μεταγενέστερες της 31ης Μαρτίου 1983.

(5) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1), (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, «εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών» σημαίνει το ορισμένο για κάθε έτος εισφορών εβδομαδιαίο ποσό ασφαλιστέων αποδοχών, σύμφωνα με το άρθρο 20.

(6) Το εβδομαδιαίο ποσό των εξομοιούμενων ασφαλιστέων αποδοχών δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 17, είναι ίσο με την εβδομαδιαία αξία του ετήσιου μέσου όρου των ασφαλιστικών μονάδων συμπληρωματικής ασφάλισης του ασφαλισμένου για την περίοδο από τις 6 Οκτωβρίου 1980 ή από την πρώτη ημέρα του έτους εισφορών, μέσα στο οποίο ο ασφαλισμένος συμπλήρωσε την ηλικία των δεκαέξι (16) ετών, εάν αυτή είναι μεταγενέστερη της 6ης Οκτωβρίου 1980, μέχρι την τελευταία εβδομάδα εισφορών πριν από τον ουσιώδη χρόνο:

Νοείται ότι, εάν η περίοδος αυτή υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη λαμβάνεται υπόψη η αμέσως προ του ουσιώδους χρόνου περίοδος των πέντε (5) ετών, εάν αυτό είναι ευεργετικότερο για τον ασφαλισμένο:

Νοείται περαιτέρω ότι, εάν ο ασφαλισμένος συμπλήρωσε την ηλικία των είκοσι πέντε (25) ετών μετά τις 6 Οκτωβρίου 1980 λαμβάνεται υπόψη, εφόσον τούτο είναι ευεργετικότερο για τον ασφαλισμένο, η περίοδος από την εβδομάδα εισφορών μέσα στην οποία συμπλήρωσε την ηλικία των είκοσι πέντε (25) ετών μέχρι την τελευταία εβδομάδα πριν από τον ουσιώδη χρόνο, σε καμιά όμως περίπτωση λαμβάνεται υπόψη περίοδος μικρότερη των πέντε (5) ετών.

Μετατροπή ασφαλιστέων αποδοχών σε ασφαλιστικές μονάδες

19.-(1) Οι πραγματικές και εξομοιούμενες ασφαλιστέες αποδοχές του ασφαλισμένου σε κάθε έτος εισφορών μετατρέπονται σε ασφαλιστικές μονάδες αφού διαιρεθούν διά του ποσού των ετήσιων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών που ορίστηκε για το εν λόγω έτος και στρογγυλευτεί το πηλίκο της διαίρεσης στο πλησιέστερο εκατοστό:

Νοείται ότι, ο αριθμός των ασφαλιστικών μονάδων για το έτος εισφορών 1981, ο οποίος προέκυψε από πραγματικές ασφαλιστέες αποδοχές, αναπροσαρμόζεται με τον πολλαπλασιασμό του επί τον αριθμό 0,8.

(2) Οι εισφορές που πληρώθηκαν ή πιστώθηκαν αναφορικά με ασφαλισμένο πριν από τις 6 Οκτωβρίου 1980, μετατρέπονται σε ασφαλιστικές μονάδες, αφού πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των εβδομάδων εισφορών για τις οποίες πληρώθηκαν ή πιστώθηκαν οι εν λόγω εισφορές, επί τον αριθμό 0,02:

Νοείται ότι, ο αριθμός των ασφαλιστικών μονάδων που προκύπτει δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του αριθμού των ετών στην περίοδο πριν από την 6η Οκτωβρίου 1980, που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

(3) Η πρώτη από τις ασφαλιστικές μονάδες, όπως υπολογίζονται για κάθε έτος εισφορών σύμφωνα με το εδάφιο (1), αποτελεί τη βασική ασφάλιση και οποιοσδήποτε αριθμός μονάδων πέραν της μιας μονάδας αποτελεί τη συμπληρωματική ασφάλιση του ασφαλισμένου:

Νοείται ότι, όταν η περίοδος που λαμβάνεται υπόψη είναι μικρότερη του ενός έτους εισφορών, η αντίστοιχη βασική ασφάλιση μειώνεται ανάλογα με τη σχέση των εβδομάδων εισφορών στην περίοδο αυτή προς τον αριθμό πενήντα δύο (52).

(4) Οι ασφαλιστικές μονάδες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), προσμετρούν μόνο ως βασική ασφάλιση.

Ποσό βασικών ασφαλιστέων αποδοχών

20.-(1) Το εβδομαδιαίο και ετήσιο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών για το έτος 2009 είναι €162,22 και €8.435, αντίστοιχα, και για κάθε έτος εισφορών αυξάνεται με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το ποσοστό αύξησης του μέσου όρου των ασφαλιστέων αποδοχών κατά το προηγούμενο έτος εισφορών σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο αυτού έτος εισφορών.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), διεξάγεται έρευνα από αναλογιστή με βάση τα στοιχεία των ασφαλιστέων αποδοχών, όπως προκύπτουν από τους ατομικούς λογαριασμούς των ασφαλισμένων.

(3) Μετά τη διεξαγωγή της έρευνας που προβλέπεται στο εδάφιο (2), συντάσσεται από τον αναλογιστή έκθεση στον Υπουργό που υποβάλλεται όχι αργότερα από την 30η Ιουνίου του έτους που έπεται του έτους εισφορών στο οποίο αναφέρεται η έρευνα.

Ειδική διάταξη

20Α.  Ανεξάρτητα από τα διαλαμβανόμενα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν σε σχέση με την υποχρέωση καταβολής πρόσθετου τέλους για εκπρόθεσμη καταβολή εισφορών από τους εργοδότες και τους αυτοτελώς εργαζομένους, όσον αφορά τις καθυστερημένες εισφορές για τους μήνες του 2014 μέχρι και το τέλος του εν λόγω έτους, οι οποίες θα εξοφληθούν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2014 δεν επιβάλλεται οποιοδήποτε πρόσθετο τέλος καθόσον αφορά τους μήνες για τους οποίους υπήρξε καθυστέρηση στην καταβολή εισφορών:

Νοείται ότι, για οποιαδήποτε καθυστερημένη εισφορά, η οποία δεν εξοφλείται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2014, δεν θα τυγχάνει εφαρμογής η εξαίρεση που προβλέπεται ανωτέρω.