9.-(1) Ο Επίτροπος έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες-
(α) Αναλαμβάνει την καθημερινή διαχείριση του Φορέα και την εσωτερική οργάνωση του προσωπικού του Φορέα, σε συνεργασία με τον Βοηθό Επίτροπο·
(β) δέχεται και επιλαμβάνεται παραπόνων κατά χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο και σε Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει αυτού αυτού και κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (4) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου·
(γ) διορίζει διαμεσολαβητή ως προς την αναδιάρθρωση πιστωτικών διευκολύνσεων μετά από αίτηση του χρεώστη δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIA του παρόντος Νόμου και των Οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει αυτού·
(δ) ασκεί όλες τις εξουσίες και αρμοδιότητες που του ανατίθενται κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο και σε Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει αυτού·
(ε) προτείνει στο Συμβούλιο την πρόσληψη προσωπικού ή/και τη σύναψη συμβάσεων με φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την παροχή υπηρεσιών σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμο·
(στ) εφαρμόζει τις αποφάσεις του Συμβουλίου·
(ζ) ετοιμάζει, υποβάλλει και δημοσιεύει εκθέσεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20·
(η) καταρτίζει και εκδίδει Οδηγίες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21·
(θ) συνεργάζεται στα θέματα των αρμοδιοτήτων του με τα αρμόδια όργανα άλλων κρατών μελών και με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές της Δημοκρατίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24·
(ι) δύναται, σε συνεργασία με το Φορέα, να εκδίδει ή να δημοσιεύει ενημερωτικά δελτία που να παρέχουν πληροφορίες ή συμβουλές, τις οποίες θεωρεί κατάλληλες με βάση τα παράπονα που υποβλήθηκαν ή βάσει των γραπτών αποφάσεών του·
(ια) τηρεί και δημοσιεύει Ειδικό Μητρώο Διαμεσολαβητών· και
(ιβ) διορίζει εμπειρογνώμονα για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (4).
(1Α) Ο Επίτροπος επιλαμβάνεται παραπόνων κατά χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων σε σχέση με τα οποία πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Το παράπονο να υποβάλλεται από καταναλωτή·
(β) προτού να υποβληθεί το παράπονο εναντίον χρηματοοικονομικής επιχείρησης στον Επίτροπο, ο καταναλωτής να έχει υποβάλει το παράπονό του στην επηρεαζόμενη χρηματοοικονομική επιχείρηση κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 11·
(γ) η χρηματοοικονομική επιχείρηση, κατά της οποίας υποβάλλεται το παράπονο, να λειτουργούσε κατά το χρόνο στον οποίο αναφέρεται το παράπονο βάσει νομίμως χορηγηθείσας άδειας λειτουργίας ή να λειτουργούσε δυνάμει καθεστώτος ελεύθερης εγκατάστασης ή να εποπτευόταν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δυνάμει της εναρμονιστικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167 στο ημεδαπό δίκαιο:
(1Β) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1Α), ο Επίτροπος επιλαμβάνεται επιπροσθέτως, παραπόνου επιλέξιμου οφειλέτη κατά χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, το οποίο υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.
(2) Με την υποβολή ενός παραπόνου, ο καταναλωτής δύναται να παραπονεθεί εναντίον περισσοτέρων της μιας χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων στην ίδια διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι το παράπονο εναντίον της κάθε χρηματοοικονομικής επιχείρησης συνδέεται άμεσα με το ίδιο αντικείμενο με αυτό του παραπόνου.
(3) Ο Επίτροπος δεν επιλαμβάνεται παραπόνου, το οποίο -
(α) αφορά συναλλαγή, που δεν εμπίπτει στις εποπτικές αρμοδιότητες των αρμοδίων εποπτικών αρχών·
(β) κατά την ημέρα υποβολής του, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 12 διαδικασία, είχε ήδη εκδοθεί απόφαση για το ίδιο παράπονο από δικαστήριο της Δημοκρατίας ή έχει εξεταστεί προηγουμένως από τον Επίτροπο ή από άλλο φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών ή ευρίσκεται σε εξέλιξη δικαστική διαδικασία για την εξέταση του ίδιου παραπόνου τηρουμένης της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου (2) του άρθρου 13·
(γ) υποβάλλεται στον Επίτροπο μετά την πάροδο δεκαοχτώ μηνών (18) από την ημερομηνία κατά την οποία ο καταναλωτής έλαβε γνώση ή, που λογικά θα έπρεπε κατά την κρίση του Επιτρόπου να είχε λάβει γνώση της επιβλαβούς πράξης ή παράλειψης της χρηματοοικονομικής επιχείρησης ή του γεγονότος ότι είχε έρεισμα για υποβολή παραπόνου· ή
(δ) κατά την κρίση του είναι κακόβουλο ή η διαφορά που προκύπτει είναι επουσιώδης.
(4) Ο Επίτροπος δύναται να χρησιμοποιεί εμπειρογνώμονες στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τεκμηριωμένα απαιτείται να λάβει γνώμη, για συγκεκριμένης εξειδικευμένης φύσεως παράπονα ή καταγγελίες, περιλαμβανομένων και όχι περιορισμένων, σε ιατρική γνωμάτευση, αναλογιστική μελέτη, μελέτη εκτίμησης ακινήτου, εξειδικευμένης χρηματοοικονομικής ανάλυσης:
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (3), ο Επίτροπος δύναται να επιληφθεί παραπόνου κατά χρηματοοικονομικής επιχείρησης εάν το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου διεξάγεται δικαστική διαδικασία για υπόθεση το αντικείμενο της οποίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν από την έκδοση απόφασης-
(α) καλέσει τους διάδικους να παραστούν ενώπιόν του για ενημέρωση αναφορικά με τη δυνατότητα υποβολής παραπόνου από καταναλωτή εναντίον χρηματοοικονομικής επιχείρησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και διακανονισμό της διαφοράς τους με τη διαδικασία αυτή· και
(β) κατόπιν κοινής αίτησης όλων των διαδίκων ή κατόπιν αίτησης ενός από τους διάδικους και με τη ρητή συναίνεση των υπολοίπων, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης αποφασίσει την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας για να λάβει χώρα εξώδικος διακανονισμός της διαφοράς που προκύπτει σύμφωνα με το παράπονο.
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε από τους διάδικους δεν συμφωνεί με την προσφυγή στον Επίτροπο, το δικαστήριο προχωρεί με τη δικαστική διαδικασία.
(7) Στην απόφαση του δικαστηρίου για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στη συναίνεση των διαδίκων και στη διάρκεια του διακανονισμού της διαφοράς, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.
(8) Με τη συμπλήρωση της χρονικής διάρκειας που καθορίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, οι διάδικοι ενημερώνουν το δικαστήριο για την ακολουθούμενη διαδικασία και το αποτέλεσμα της εξέτασης του παραπόνου και, σε περίπτωση που δεν έχουν καταλήξει σε διακανονισμό της διαφοράς, δύναται να ζητήσουν παράταση της διάρκειας της εξέτασης του παραπόνου για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.
(9) Το δικαστήριο δύναται, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διάδικου, να διακόψει τη διαδικασία εξέτασης του παραπόνου πριν από τη λήξη της καθορισμένης δυνάμει του παρόντος άρθρου προθεσμίας.
(10) Απόφαση του δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (8) και (9) δεν υπόκειται σε έφεση.
10.-(1) Καταναλωτής δύναται να υποβάλει παράπονο στον Επίτροπο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 12, εφόσον είναι-
(α) φυσικό πρόσωπο που δεν τελέι υπό καθεστώς πτώχευσης:
(β) νομικό πρόσωπο νομίμως εγγεγραμμένο που δεν τελεί υπό καθεστώς εκκαθάρισης, του οποίου ο ετήσιος κύκλος εργασιών κατά το έτος που προηγείται του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο στον Επίτροπο, δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000):
(γ) φιλανθρωπικό ίδρυμα ή σωματείο ή ένωση προσώπων, του οποίου τα ετήσια έσοδα κατά το έτος που προηγείται του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο στον Επίτροπο, δεν υπερβαίνουν τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000):
(δ) καταπίστευμα, το καθαρό ενεργητικό του οποίου κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο στον Επίτροπο, δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000):
(ε) ταμείο προνοίας, το καθαρό ενεργητικό του οποίου κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο στον Επίτροπο, δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000):
(2) Καταναλωτής του οποίου η πιστωτική διευκόλυνση εξαγοράζεται από εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ή αγοραστή πιστώσεων δυνάμει των διατάξεων του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου και της εναρμονιστικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167 στο ημεδαπό δίκαιο, αντίστοιχα, έχει το δικαίωμά υποβολής παραπόνου στον Επίτροπο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
10Α.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 10, καταναλωτής δύναται να υποβάλει παράπονο στον Επίτροπο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, το οποίο εξετάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 12 έως 14, εφόσον-
(α) εμπίπτει στον ορισμό του «επιλέξιμου οφειλέτη» όπως ορίζεται στο Μέρος VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου· και
(β) έχει υποβάλει το αίτημά του στον Επίτροπο εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης της σκοπούμενης πώλησης κατά τον Τύπο «ΙΑ» δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.
(2) Η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 12, 13 και 14 εφαρμόζεται και για την εξέταση αιτήματος αναφορικά με τους λόγους που προβλέπονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.
11.-(1) Καταναλωτής που έχει παράπονο εναντίον χρηματοοικονομικής επιχείρησης, δύναται να το υποβάλει γραπτώς στην χρηματοοικονομική επιχείρηση, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία που έλαβε γνώση ή που λογικά θα έπρεπε να είχε λάβει γνώση της επιβλαβούς, κατά την άποψή του, πράξης ή παράλειψης της χρηματοοικονομικής επιχείρησης ή του γεγονότος ότι είχε έρεισμα για υποβολή παραπόνου.
(2) Η χρηματοοικονομική επιχείρηση γνωστοποιεί τη λήψη του παραπόνου εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών (15) από της ημερομηνίας παραλαβής του παραπόνου και απαντά στον καταναλωτή επί του παραπόνου εντός προθεσμίας τριών μηνών (3) από της ημερομηνίας παραλαβής του:
(3) Σε περίπτωση που η χρηματοοικονομική επιχείρηση-
(α) απαντήσει εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο εδάφιο (2) και ο καταναλωτής δεν ικανοποιείται από την απάντηση, τότε δύναται, εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία υπέβαλε παράπονο στη χρηματοοικονομική επιχείρηση, να υποβάλει το παράπονό του στον Επίτροπο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12·
(β) δεν απαντήσει στον καταναλωτή εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο εδάφιο (2), τότε ο καταναλωτής δύναται, εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία υπέβαλε παράπονο στη χρηματοοικονομική επιχείρηση στον καταναλωτή, να υποβάλει το παράπονό του στον Επίτροπο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12.
12.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 11, ο καταναλωτής δύναται να υποβάλλει ενυπόγραφο παράπονο στον Επίτροπο και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10Α, ο επιλέξιμος οφειλέτης δύναται να υποβάλει ενυπόγραφο παράπονο στον Επίτροπο.
(2) Το παράπονο υποβάλλεται στον Επίτροπο δια χειρός ή ταχυδρομικά ή μέσω τηλεομοιοτύπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και, όπου είναι δυνατό, συνοδεύεται από αντίγραφο του παραπόνου που υποβλήθηκε στη χρηματοοικονομική επιχείρηση όπου ισχύει και της οποιασδήποτε απάντησης τυχόν έχει δοθεί.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Άρθρου, ο τύπος και ο τρόπος υποβολής παραπόνων καθορίζεται με Οδηγίες που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 21.
(4) [Διαγράφηκε].
(5) [Διαγράφηκε].
(6) Καταναλωτής που υπέβαλε παράπονο στον Επίτροπο δύναται με έγγραφη ειδοποίηση προς αυτόν να αποσύρει το εν λόγω παράπονο και, εφόσον το πράξει, δε δύναται να υποβάλει νέο παράπονο στον Επίτροπο με αντικείμενο το ίδιο με εκείνο του αρχικού παραπόνου.
(7) Ο καταναλωτής καταβάλλει, κατά την υποβολή του παραπόνου του στον Επίτροπο, τέλος ύψους είκοσι ευρώ (€20) ανά παράπονο.
13.-(1) Ο Επίτροπος εξετάζει τα παράπονα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του, σύμφωνα με τις Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21.
(2) Σε περίπτωση που, μετά την υποβολή παραπόνου προς τον Επίτροπο, ο καταναλωτής καταχωρίσει αγωγή με αντικείμενο το ίδιο με αυτό του παραπόνου που είχε υποβάλει εναντίον της χρηματοοικονομικής επιχείρησης, τότε αυθημερόν ειδοποιεί τον Επίτροπο για την ενέργεια αυτή:
(3) Σε περίπτωση που τα εμπλεκόμενα στο παράπονο μέρη καταλήξουν σε διευθέτηση της μεταξύ τους διαφοράς, οφείλουν να ειδοποιήσουν προς τούτο τον Επίτροπο, παρέχοντας λεπτομέρειες της συμφωνίας που επήλθε:
14.-(1) Ο Επίτροπος όταν ολοκληρώσει την εξέταση του παραπόνου, εκδίδει γραπτώς την τελική του απόφαση, την οποία λαμβάνει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες Οδηγίες και την κοινοποιεί τόσο στον καταναλωτή που υπέβαλε το παράπονο όσο και στη χρηματοοικονομική επιχείρηση, εναντίον της οποίας ο εν λόγω καταναλωτής είχε υποβάλει το παράπονο:
(2) Ο Επίτροπος στη γραπτή απόφασή του, η οποία δέον να είναι αιτιολογημένη και να φέρει την υπογραφή του, καθορίζει τα ακόλουθα:
(α) το διακανονισμό που επιτεύχθηκε ή ανάλογα με την περίπτωση το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκε διακανονισμός·
(β) σε περίπτωση που τα εμπλεκόμενα μέρη δεν έχουν αποδεχτεί την δεσμευτικότητα της απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αίτημα προς τους εμπλεκομένους όπως τον ειδοποιήσουν γραπτώς, εντός δύο (2) μηνών, κατά πόσο αποδέχονται την εκδοθείσα απόφαση ή εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών για τις περιπτώσεις παραπόνου από επιλέξιμο οφειλέτη·
(γ) την προθεσμία, εντός της οποίας τα εμπλεκόμενα μέρη οφείλουν να συμμορφωθούν με την απόφαση·
(δ) ότι η αποδοχή και από τα δύο μέρη της δεσμευτικότητας της απόφασης αυτής, την καθιστά τελική και μη υποκείμενη σε έφεση ενώπιον Δικαστηρίου·
(ε) ότι η προτεινόμενη λύση ενδέχεται να είναι διαφορετική από το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε από ένα δικαστήριο.
(3) Εάν εντός της προθεσμίας των δύο (2) μηνών ή των δέκα (10) εργάσιμων ημερών για τις περιπτώσεις παραπόνου από επιλέξιμο οφειλέτη που καθορίζεται στην απόφαση, ο καταναλωτής ή η χρηματοοικονομική επιχείρηση ή και τα δύο μέρη απορρίψουν την απόφαση ή και δεν ειδοποιήσουν γραπτώς τον Επίτροπο κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), τότε ο Επίτροπος αμέσως μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής θεωρεί ότι ο καταναλωτής και η χρηματοοικονομική επιχείρηση έχουν απορρίψει την απόφασή του και ως εκ τούτου η απόφαση δε θεωρείται πλέον δεσμευτική για οποιονδήποτε.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), μετά την εκπνοή της προθεσμίας των δύο μηνών ή των δέκα (10) εργάσιμων ημερών για τις περιπτώσεις παραπόνου από επιλέξιμο οφειλέτη που καθορίζεται στη απόφαση, ο Επίτροπος ενημερώνει τη χρηματοοικονομική επιχείρηση κατά πόσον ο καταναλωτής έχει αποδεχτεί ή απορρίψει την απόφαση και τον καταναλωτή, κατά πόσον η χρηματοοικονομική επιχείρηση έχει αποδεχτεί ή απορρίψει την απόφαση και ότι η εξέταση του παραπόνου θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί.
(5) Σε περίπτωση που παράπονο εξετάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και η τελική γραπτή απόφαση εκδίδεται προς όφελος του καταναλωτή και εναντίον της χρηματοοικονομικής επιχείρησης, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Επίτροπος στην απόφασή του:
(α) καθορίζει την καταβλητέα από τη χρηματοοικονομική επιχείρηση προς τον καταναλωτή, χρηματική αποζημίωση την οποία θεωρεί δίκαιη για την πραγματική χρηματική ζημιά που υπέστη ο καταναλωτής και, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των εκατόν χιλιάδων ευρώ (€100.000) και
(β) δύναται:
(i) να απευθύνει σύσταση προς τη χρηματοοικονομική επιχείρηση όπως λάβει τα κατά την κρίση του δίκαια και κατάλληλα μέτρα για την άρση του προβλήματος ή της διαφοράς και για την αποφυγή δημιουργίας παρόμοιας διαφοράς στο μέλλον·
(ii) να επιβάλει την καταβολή από τη χρηματοοικονομική επιχείρηση προς το Φορέα του κόστους, μέχρι του ποσού των τριακοσίων ευρώ (€300), για τις υπηρεσίες που δυνατό να έχουν παρασχεθεί στο Φορέα από εμπειρογνώμονα κατά την εξέταση το παραπόνου.
(5Α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (5), σε περίπτωση εξέτασης παραπόνου που υποβλήθηκε από επιλέξιμο οφειλέτη αναφορικά με αμφισβήτηση του ύψους του νόμιμα απαιτητού ποσού, ο Επίτροπος στην απόφασή του δηλώνει το κατά την άποψή του ύψος του νόμιμα απαιτητού ποσού.
(6) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), οι Οδηγίες δυνατό να καθορίζουν το ανώτατο ποσό που επιβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (5) ως δίκαιη αποζημίωση για συγκεκριμένο είδος απώλειας ή ζημίας, το οποίο δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το ποσό των εκατόν χιλιάδων ευρώ (€100.000).
(7) Ο Επίτροπος δύναται εφόσον κρίνει ότι η δίκαιη αποζημίωση συνεπάγεται την καταβολή μεγαλύτερου χρηματικού ποσού από το ανώτατο ποσό που καθορίζεται στο εδάφιο (5), να συστήσει στη χρηματοοικονομική επιχείρηση να καταβάλει, οικειοθελώς και επιπρόσθετα στον καταναλωτή, τη διαφορά μεταξύ του ανώτατου ποσού που καθορίζεται στο εδάφιο (5) και του μεγαλύτερου χρηματικού ποσού που ο ίδιος κρίνει ότι αποτελεί δίκαιη αποζημίωση.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), ο Επίτροπος δύναται στην απόφασή του να καθορίσει ότι η χρηματική αποζημίωση περιλαμβάνει και την καταβολή τόκου καθορίζοντας την ημερομηνία, από την οποία άρχεται ο υπολογισμός του τόκου:
(9) Σε περίπτωση που:
(α) παράπονο εξετάστηκε από τον Επίτροπο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
(β) εκδόθηκε από τον Επίτροπο γραπτή απόφαση προς όφελος του καταναλωτή,
(γ) ο καταναλωτής και η χρηματοοικονομική επιχείρηση, εναντίον της οποίας είχε υποβληθεί το παράπονο αποδέχτηκαν τη δεσμευτικότητα της απόφασης του Επιτρόπου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και
(δ) μετά την έκδοση της απόφασης και τα δύο μέρη δηλώσουν ρητά ότι αποδέχονται τη δεσμευτικότητά της δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), αλλά η χρηματοοικονομική επιχείρηση δε συμμορφώνεται με την απόφαση του Επιτρόπου εντός της προθεσμίας του προβλέπεται στην εν λόγω απόφαση,
ο καταναλωτής δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα κατά της χρηματοικονομικής επιχείρησης, ενημερώνοντας παράλληλα γραπτώς τον Επίτροπο για την ενέργεια αυτή.
(10) [Διαγράφηκε].
(11) Η τελική γραπτή απόφαση του Επιτρόπου γνωστοποιείται ως ακολούθως:
(α) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 του περί της Εναλλακτικής Επίλυσης Καταναλωτικών Διαφορών Νόμου, στην περίπτωση που το παράπονο υποβάλλεται από καταναλωτή, ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο,
(β) το αργότερο εντός ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ο Φορέας έλαβε, κατά την κρίση του Επιτρόπου, τον πλήρη φάκελο του παραπόνου στην περίπτωση που το παράπονο υποβάλλεται από καταναλωτή, ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο:
(γ) το αργότερο εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ο Φορέας έλαβε το παράπονο από επιλέξιμο οφειλέτη, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.
(12) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Μέρους, σε περίπτωση διορισμού Βοηθού Επιτρόπου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 7, παράπονο για διαμαρτυρία ή αντίρρηση ή διαφορά εναντίον χρηματοοικονομικής επιχείρησης, το ύψος της οποίας-
(α) δεν υπερβαίνει το όριο, ως αυτό καθορίζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (13), εξετάζεται από τον Βοηθό Επίτροπο, ο οποίος αποφαίνεται επί του παραπόνου, αφού προηγηθεί ενημέρωση του Επιτρόπου· και
(β) ξεπερνά το όριο, ως αυτό καθορίζεται δυνάμει του εδαφίου (13), εξετάζεται από τον Επίτροπο, ο οποίος αποφαίνεται επί του παραπόνου μετά από διαβούλευση με τον Βοηθό Επίτροπο.
(13) Η διαδικασία και το όριο του αναφερόμενου στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (12) ποσού της διαφοράς, το οποίο δύναται να είναι διαφορετικό ανά τομέα χρηματοοικονομικής επιχείρησης, καθορίζεται από το Συμβούλιο με Οδηγία που εκδίδει εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 2023, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21:
(14) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (12), οι διατάξεις των άρθρων 13 και 14 ισχύουν κατ’ αναλογία για τον Βοηθό Επίτροπο, όπου εφαρμόζεται.