6.-(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε κυπριακό πλοίο, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, να εκτελεί πλόες οπουδήποτε στην υδρόγειο, εάν το εν λόγω πλοίο δεν διαθέτει ασφάλιση και το πλοίο δεν είναι εφοδιασμένο με εν ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης.
(2) Απαγορεύεται ο κατάπλους σε ή ο απόπλους από λιμένα της Δημοκρατίας, οποιουδήποτε αλλοδαπού πλοίου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, εάν το εν λόγω πλοίο δεν διαθέτει ασφάλιση και το πλοίο δεν είναι εφοδιασμένο με εν ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης.
7.-(1)(α) Σε περίπτωση κυπριακού πλοίου και τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 8 και 9 του παρόντος Νόμου, το πιστοποιητικό ασφάλισης θα εκδίδεται από την αρμόδια αρχή μετά από αίτηση που υποβάλλει στο Διευθυντή-
(i) ο μεταφορέας ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει ανάλογη προς τούτο πληροφόρηση από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, ή
(ii) ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, ή
(iii) ο αντιπρόσωπος των αναφερόμενων στις υποπαραγράφους (i) και (ii) προσώπων στη Δημοκρατία,
και εφόσον καταβληθεί στο Διευθυντή το τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου.
(β) Ο πλοίαρχος κυπριακού πλοίου, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου και ο μεταφορέας ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά έχουν έκαστος την υποχρέωση να φυλάσσουν επί του πλοίου το πιστοποιητικό ασφάλισης:
Νοείται ότι σε περίπτωση άλλου κοινοτικού πλοίου, το πιστοποιητικό ασφάλισης εκδίδεται από τις αρχές του Κράτους Μέλους της σημαίας του οποίου αυτό φέρει:
Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση μη κοινοτικού πλοίου, το πιστοποιητικό ασφάλισης δύναται να εκδίδεται-
(α) τηρουμένων των διατάξεων των υποπαραγράφων (β) και (γ), από τις αρχές Κράτους Μέλους∙
(β) σε περίπτωση που το πλοίο φέρει τη σημαία κράτους για το οποίο είναι σε ισχύ η Σύμβαση των Αθηνών, μετά την έναρξη ισχύος αυτής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 αυτής, από τις αρχές του κράτους της σημαίας που αυτό φέρει∙
(γ) σε περίπτωση που το πλοίο φέρει τη σημαία κράτους για το οποίο δεν είναι σε ισχύ η Σύμβαση των Αθηνών, μετά την έναρξη ισχύος αυτής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 αυτής, από τις αρχές κράτους για το οποίο είναι σε ισχύ η Σύμβαση των Αθηνών.
8.-(1) Ο Υπουργός καθορίζει με διάταγμά του, λαμβάνοντας υπόψη σχετική πρόταση του Διευθυντή, τις προϋποθέσεις και τους όρους που θα πρέπει να ικανοποιούν οι Όμιλοι Προστασίας και Αποζημίωσης (P&I Clubs) και οι άλλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί ή εταιρείες που εκδίδουν αποδεικτικά ασφάλισης για να γίνονται αυτά αποδεκτά για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να τροποποιεί, ακυρώνει και αντικαθιστά με νέο διάταγμά του, λαμβάνοντας υπόψη σχετική πρόταση του Διευθυντή, το διάταγμα που αναφέρεται πιο πάνω και να επιβάλλει γενικές και ειδικές κατά περίπτωση προϋποθέσεις και όρους.
(2) Οι Όμιλοι Προστασίας και Αποζημίωσης (P&I Clubs) και άλλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί ή εταιρείες που παρέχουν ασφαλιστική κάλυψη σε πλοία που επιθυμούν τα αποδεικτικά ασφάλισης που εκδίδουν να γίνονται δεκτά από την αρμόδια αρχή ή ο αντιπρόσωπός τους στη Δημοκρατία υποβάλουν προς τούτο σχετική αίτηση στο Διευθυντή.
(3) Ο Διευθυντής, αφού εξετάσει την υποβληθείσα αίτηση και εφόσον καταβληθεί σε αυτόν το τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου, υποβάλλει σχετική πρόταση στον Υπουργό.
(4) Ο Υπουργός καθορίζει με απόφασή του, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική πρόταση του Διευθυντή, τους Ομίλους Προστασίας και Αποζημίωσης (P&I Clubs) και τους άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς ή εταιρείες που εκδίδουν αποδεικτικά ασφάλισης που είναι αποδεκτά από την αρμόδια αρχή και σε περίπτωση που κρίνει σκόπιμο επιβάλει σχετικούς όρους ή προϋποθέσεις:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να τροποποιεί, ακυρώνει και αντικαθιστά με νέα απόφασή του, λαμβάνοντας υπόψη σχετική πρόταση του Διευθυντή, την απόφαση που αναφέρεται πιο πάνω και να επιβάλλει γενικές και ειδικές κατά περίπτωση προϋποθέσεις και όρους.
(5) Ο Διευθυντής δημοσιεύει με γνωστοποίησή του, τους Ομίλους Προστασίας και Αποζημίωσης (P&I Clubs) και τους άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς ή εταιρείες που εκδίδουν αποδεικτικά ασφάλισης τα οποία είναι αποδεκτά από την αρμόδια αρχή και τους όποιους προς τούτο όρους ή προϋποθέσεις επέβαλε ο Υπουργός.
(6)(α) Οι εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί έχουν την εξουσία να διενεργούν απρογραμμάτιστες ή περιοδικές επανεξετάσεις ή ελέγχους με σκοπό τη διαπίστωση της συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις και τους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ή/και τους όρους ή τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.
(β) Οι εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν τα ευρήματα των επιθεωρήσεων ή ελέγχων που διενεργούν μαζί με τις συνάδουσες με αυτές συστάσεις στο Διευθυντή, ο οποίος λαμβάνοντας υπόψη αυτά υποβάλλει σχετικές προτάσεις στον Υπουργό.
(7) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε σχέση με χρηματοοικονομική ασφάλεια ως αποδεικτικό ασφάλισης.
9.-(1) Ο Διευθυντής δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει με γνωστοποίηση:
(α) τη διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοση πιστοποιητικών ασφάλισης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
(β) το έντυπο και περιεχόμενο των πιστοποιητικών ασφάλισης που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 392/2009, τη Σύμβαση των Αθηνών και τις Κατευθυντήριες Γραμμές του ΔΝΟ∙
(γ) τη διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την αποδοχή της ασφαλιστικής κάλυψης που παρέχουν Όμιλοι Προστασίας και Αποζημίωσης (P&I Clubs) ή/και άλλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί ή εταιρείες ως αποδεικτικό ασφάλισης για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου∙
(δ) τη διαδικασία και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την αποδοχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας ως αποδεικτικό ασφάλισης για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου. και
(ε) τα τέλη για την έκδοση πιστοποιητικού ασφάλισης και για την παροχή οποιασδήποτε άλλης υπηρεσίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Ο Διευθυντής έχει εξουσία να εκδίδει οδηγίες προς τους εξουσιοδοτημένους λειτουργούς σε σχέση με τις απρογραμμάτιστες ή περιοδικές επανεξετάσεις ή ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (6) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου.
10.-(1) Τηρουμένων των άρθρων 8 και 9 του παρόντος Νόμου και του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να εκδίδει πιστοποιητικό ασφάλισης σε αλλοδαπό πλοίο το οποίο δεν είναι κοινοτικό πλοίο, κατόπιν συνεννόησης με τις αρχές του κράτους της σημαίας του πλοίου ή αιτήματος των προαναφερομένων αρχών προς την αρμόδια αρχή, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Διευθυντή από-
(i) το μεταφορέα, ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει ανάλογη προς τούτο πληροφόρηση από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου∙ ή
(ii) τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου∙ ή
(iii) τον αντιπρόσωπο αυτών στη Δημοκρατία∙ ή
(iv) τo ναυτικό πράκτορα του πλοίου.
και εφόσον καταβληθεί στο Διευθυντή το τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου.
(2) Η αρμόδια αρχή δύναται να προβεί στην έκδοση του πιο πάνω πιστοποιητικού ασφάλισης, εφόσον:
(α) η ασφάλιση και το αποδεικτικό ασφάλισης ικανοποιούν τις απαιτήσεις για την έκδοση του ίδιου πιστοποιητικού ως εάν το εν λόγω πλοίο να ήταν κυπριακό πλοίο∙
(β) το κράτος της σημαίας του πλοίου αναλάβει δέσμευση έναντι της Δημοκρατίας να πληροφορήσει, σε περίπτωση ακύρωσης του πιστοποιητικού, αμέσως ως προς τούτο τον πλοίαρχο του πλοίου, τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου και το μεταφορέα ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά που αναφέρεται στο ακυρωθέν πιστοποιητικό και να απαιτήσει από αυτούς την άμεση επιστροφή του πιστοποιητικού στην αρμόδια αρχή∙ και
(γ) το κράτος της σημαίας του πλοίου αναλάβει δέσμευση έναντι της Δημοκρατίας να πληροφορήσει αμέσως την αρμόδια αρχή σε περίπτωση που το πλοίο πρόκειται να παύσει ή έπαυσε να φέρει τη σημαία του.
(3) Ο πλοίαρχος αλλοδαπού πλοίου, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου στο οποίο έχει εκδοθεί πιστοποιητικό ασφάλισης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και ο μεταφορέας ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά έχουν έκαστος την υποχρέωση να φυλάσσουν επί του πλοίου το πιστοποιητικό ασφάλισης.
11.-(1)(α) Χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων των επιβατών που πιθανόν να επηρεάζονται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση ή επικύρωση πιστοποιητικού ασφάλισης, η αρμόδια αρχή μπορεί να ακυρώσει πιστοποιητικό που εκδόθηκε ή επικυρώθηκε από αυτή, νοουμένου ότι διαπιστωθεί ότι:
(i) εξασφαλίστηκε κατόπιν δόλου, ψευδούς δήλωσης ή απόκρυψης ουσιώδους γεγονότος∙ ή
(ii) τηρουμένου του άρθρου 4α(6) της Σύμβασης των Αθηνών, το αποδεικτικό ασφάλισης είναι ή κατέστη ή αναμένεται να καταστεί άκυρο κατά τη διάρκεια της ισχύος του πιστοποιητικού∙ ή
(iii) προέκυψαν ή αναμένεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια της ισχύος του πιστοποιητικού οποιαδήποτε ζητήματα ή περιστάσεις, αναφορικά με τον ασφαλιστή ή τους ασφαλιστές που επηρεάζουν ή δυνατό να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης ασφάλισης ή άλλης χρηματικής εξασφάλισης.
(β) Η αρμόδια αρχή καθορίζει τη χρονική στιγμή κατά την οποία το πιστοποιητικό καθίσταται άκυρο.
(γ) Τηρουμένου του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση ακύρωσης πιστοποιητικού ασφάλισης που εκδόθηκε σε κυπριακό πλοίο δυνάμει των σχετικών προς τούτο διατάξεων του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή πληροφορεί ως προς τούτο διά χειρός ή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου:
(i) το μεταφορέα ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά που αναφέρεται στο ακυρωθέν πιστοποιητικό, τον πλοίαρχο και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου και μαζί με τους λόγους της ακύρωσης∙
(ii) το κράτος στο λιμένα του οποίου το πλοίο βρίσκεται ή κατευθύνεται. και
(iii) εάν το κρίνει σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους της ακύρωσης, τα άλλα Κράτη Μέλη ανάλογα.
(δ) Τηρουμένου του εδαφίου (2) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση ακύρωσης πιστοποιητικού ασφάλισης που εκδόθηκε σε αλλοδαπό πλοίο που δεν είναι κοινοτικό πλοίο δυνάμει των σχετικών προς τούτο διατάξεων του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή πληροφορεί ως προς τούτο διά χειρός ή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου:
(i) το κράτος της σημαίας του εν λόγω πλοίου∙
(ii) το κράτος στο λιμένα του οποίου το πλοίο βρίσκεται ή κατευθύνεται. και
(iii) εάν το κρίνει σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους της ακύρωσης, τα άλλα Κράτη Μέλη ανάλογα.
(2) Τηρουμένου του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου και ανεξάρτητα από την ημερομηνία εκπνοής της ισχύος του πιστοποιητικού που αναγράφεται σε αυτό, η ισχύς του πιστοποιητικού παύει αυτοδίκαια από τη στιγμή που -
(α) το αποδεικτικό ασφάλισης παύει να ισχύει∙
(β) το πρόσωπο που αναφέρεται στο πιστοποιητικό ως μεταφορέας ο οποίος εκτελεί όντως τη μεταφορά παύει να εκτελεί θαλάσσιες μεταφορές επιβατών με το εν λόγω πλοίο∙
(γ) σε περίπτωση που το πιστοποιητικό εκδόθηκε σε κυπριακό πλοίο, το πλοίο παύει να είναι κυπριακό πλοίο∙
(δ) σε περίπτωση που το πιστοποιητικό εκδόθηκε σε αλλοδαπό πλοίο το οποίο δεν είναι κοινοτικό πλοίο, το πλοίο παύει να φέρει τη σημαία του κράτους το οποίο συναίνεσε ή ζήτησε από την αρμόδια αρχή την έκδοση του πιστοποιητικού.
(3) Κάθε πρόσωπο, στην κατοχή ή στον έλεγχο του οποίου βρίσκεται οποιοδήποτε πιστοποιητικό που ακυρώθηκε ή έπαυσε να ισχύει σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2), οφείλει, μόλις πληροφορηθεί το γεγονός αυτό, να το επιστρέψει στην αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση μη επιστροφής του εν λόγω πιστοποιητικού, αυτό θεωρείται ότι δεν υπάρχει από τη χρονική στιγμή που αυτό ακυρώθηκε ή έπαυσε να ισχύει.
12.-(1) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση των άρθρων 5 και/ή 6 και/ή 7(1)(β) και/ή 10(3) του παρόντος Νόμου και/ή των υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 392/2009, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2)(α) Πρόσωπο που-
(i) υποβάλλει στην αρμόδια αρχή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία περί της ύπαρξης της απαιτούμενης από το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου ασφάλισης ή της ύπαρξης του απαιτούμενου από το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου πιστοποιητικού ασφάλισης, ή
(ii) παρουσιάζει στην αρμόδια αρχή προς έκδοση ή επικύρωση πιστοποιητικού ασφάλισης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή που παρουσιάζει για τους σκοπούς του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία,
διαπράττει το κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αδίκημα και υπόκειται στις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (α), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία ή/και τα στοιχεία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ή/και τα παρεχόμενα στοιχεία ήταν ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητικά.
13.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να ελέγχει και να επαληθεύει τη συμμόρφωση των κυπριακών πλοίων με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ ή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009, ανεξάρτητα από το πού αυτά βρίσκονται στην υδρόγειο.
(2) Άνευ επηρεασμού επιπρόσθετων εξουσιών που χορηγούνται στην αρμόδια αρχή δυνάμει του παρόντος Νόμου ή οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας, σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή-
(α) διαπιστώσει πως δεν φυλάσσεται επί κυπριακού πλοίου πιστοποιητικό ασφάλισης, ή
(β) διαπιστώσει πως το πιστοποιητικό ασφάλισης που φυλάσσεται επί κυπριακού πλοίου δε συνάδει προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ ή του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών, ή
(γ) διαπιστώσει ότι η παρεχόμενη ασφάλιση ή το αποδεικτικό ασφάλισης δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και/ ή του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και/ ή των Κατευθυντηρίων Γραμμών του ΔΝΟ, ή
(δ) τύχει ενημέρωσης από τις αρχές άλλου Κράτους Μέλους ότι δεν φυλάσσεται επί κυπριακού πλοίου πιστοποιητικό ασφάλισης που να πληροί τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009 και/ ή του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και/ ή ότι, κατά την άποψη του άλλου Κράτους Μέλους, η ασφάλιση δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και/ ή το αποδεικτικό ασφάλισης δεν πληροί τις διατάξεις των Κατευθυντηρίων Γραμμών του ΔΝΟ,
δύναται με σκοπό τη συμμόρφωση του κυπριακού πλοίου-
(αα) να απαγορεύει την εκτέλεση πλόων από αυτό∙
(ββ) να διατάζει τέτοιο πλοίο όπως μετακινείται σε συγκεκριμένο σημείο και παραμένει εκεί∙
(γγ) να λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα και/ ή να προβαίνει σε οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες κρίνει υπό τις περιστάσεις σκόπιμες και/ ή αναγκαίες.
14.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να ελέγχει και/ ή να επαληθεύει τη συμμόρφωση των αλλοδαπών πλοίων όταν αυτά βρίσκονται σε λιμένα της Δημοκρατίας, αναφορικά με την υποχρέωσή τους να διατηρούν υποχρεωτική ασφάλιση και να είναι εφοδιασμένα με πιστοποιητικό ασφάλισης.
(2) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή-
(α) διαπιστώνει πως δεν φυλάσσεται επί αλλοδαπού πλοίου πιστοποιητικό ασφάλισης, ή
(β) διαπιστώνει πως το πιστοποιητικό ασφάλισης που φυλάσσεται επί αλλοδαπού πλοίου δεν συνάδει προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών, ή
(γ) διαπιστώνει ότι η παρεχόμενη ασφάλιση δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και/ ή του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών, ή
(δ) τύχει ενημέρωσης από τις αρχές άλλου Κράτους Μέλους ότι δεν φυλάσσεται επί αλλοδαπού πλοίου πιστοποιητικό που να πληροί τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009 και/ ή του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και/ ή ότι, κατά την άποψη του άλλου Κράτους Μέλους, η ασφάλιση δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών και/ ή το αποδεικτικό ασφάλισης δεν πληροί τις διατάξεις των Κατευθυντηρίων Γραμμών του ΔΝΟ,
δύναται με σκοπό τη συμμόρφωση του αλλοδαπού πλοίου:
(αα) να απαγορεύει τον κατάπλου του πλοίου σε λιμένα της Δημοκρατίας·
(ββ) να εκδιώκει το πλοίο από λιμένα της Δημοκρατίας·
(γγ) να απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου από λιμένα της Δημοκρατίας·
(δδ) να διατάζει τέτοιο πλοίο, μετά από συνεννόηση με την Αρχή Λιμένων Κύπρου, όπως μετακινείται σε συγκεκριμένο σημείο εντός λιμένα της Δημοκρατίας και όπως παραμένει εκεί·
(εε) να λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα και/ ή να προβαίνει σε οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες κρίνει υπό τις περιστάσεις σκόπιμες και/ ή αναγκαίες.
15.-(1) Κάθε απόφαση της αρμόδιας αρχής που λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 13 ή 14 του παρόντος Νόμου, καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της διά χειρός ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου, στον πλοίαρχο ή/και στο μεταφορέα που εκτελεί όντως ολόκληρη ή ένα μέρος της μεταφοράς επιβατών του επηρεαζόμενου πλοίου, και ισχύει μέχρις ότου ανακληθεί από την αρμόδια αρχή, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (3) ή ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος Νόμου ή ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
(2) Σε κάθε απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η αρμόδια αρχή-
(α) παραθέτει τους λόγους έκδοσής της, και
(β) πληροφορεί το πρόσωπο, στο οποίο η απόφαση διαβιβάζεται, περί του δικαιώματος του επηρεαζόμενου προσώπου, ή του αντιπροσώπου του στη Δημοκρατία, να προσβάλουν την απόφαση με ιεραρχική προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος Νόμου ή με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
(3) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή ικανοποιείται ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους εξέδωσε απόφαση, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13 ή 14 του παρόντος Νόμου, εφόσον καταβληθεί στο Διευθυντή το τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 9 και οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο επιβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ανακαλεί την απόφαση γραπτώς και διαβιβάζει την απόφαση αυτή διά χειρός ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ή τηλετύπου στον πλοίαρχο ή/και στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.
(4) Πρόσωπο που αρνείται ή/και παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλει απόφαση της αρμόδιας αρχής, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 13 ή 14 του παρόντος Νόμου διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(5) Διαπράττει το κατά το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου ποινικό αδίκημα και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι αυτουργός, συνεργός ή σύμβουλος, κατά τα άρθρα 20 έως 23 του Ποινικού Κώδικα αναφορικά με τη διάπραξη του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.