16.-(1) Το πιστωτικό ίδρυμα, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 17, παρέχει κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων στον υποψήφιο αγοραστή πιστώσεων την αναγκαία πληροφόρηση, τηρουμένης της αρχής της ελαχιστοποίησης των δεδομένων του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων, σχετικά με τα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης και, όπου εφαρμόζεται, και τις συναφείς εγγυήσεις, προκειμένου ο υποψήφιος αγοραστής πιστώσεων να είναι σε θέση να διενεργήσει τη δική του αποτίμηση όσον αφορά την αξία των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης και τις πιθανότητες ανάκτησης της αξίας της εν λόγω σύμβασης, προτού συνάψει σύμβαση για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων του εν λόγω πιστωτή που απορρέουν από τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, εξασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία των πληροφοριών που γνωστοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα και της εμπιστευτικότητας των επιχειρηματικών δεδομένων.
(1Α) Ο αναφερόμενος στο εδάφιο (1) υποψήφιος αγοραστής πιστώσεων, διασφαλίζει την προστασία όλων των πληροφοριών που λαμβάνει από το πιστωτικό ίδρυμα, την εμπιστευτικότητα των επιχειρηματικών δεδομένων και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων και τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(2) Τα πιστωτικά ιδρύματα που μεταβιβάζουν σε αγοραστή πιστώσεων τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης και για τα οποία η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος υποδοχής, γνωστοποιούν σε εξαμηνιαία βάση στην Κεντρική Τράπεζα και στην αρμόδια αρχή που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) Τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI) του αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, ή, εάν ο εν λόγω αναγνωριστικός κωδικός δεν υπάρχει, τα ακόλουθα:
(i) τα στοιχεία ταυτότητας του αγοραστή πιστώσεων ή των μελών του διευθυντικού ή διοικητικού οργάνου του αγοραστή πιστώσεων και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στον αγοραστή πιστώσεων, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και
(ii) τη διεύθυνση του αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20·
(β) το συγκεντρωτικό υπόλοιπο των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης ή των ίδιων των μη εξυπηρετούμενων συμβάσεων πίστωσης που μεταβιβάστηκαν·
(γ) τον αριθμό και το μέγεθος των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης ή των ίδιων των μη εξυπηρετούμενων συμβάσεων πίστωσης που μεταβιβάστηκαν·
(δ) κατά πόσον η μεταβίβαση περιλαμβάνει τα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης ή τις ίδιες τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης που έχουν συναφθεί με καταναλωτές και τα είδη των περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης, όπου εφαρμόζεται.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, δύναται να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος υποδοχής, να παρέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) σε τριμηνιαία βάση, όποτε το κρίνει αναγκαίο, μεταξύ άλλων για την καλύτερη παρακολούθηση μεγάλου αριθμού μεταβιβάσεων που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια περιόδου κρίσης.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει, χωρίς καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (3), καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που κρίνει αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του αγοραστή πιστώσεων.
(5) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) έως (4) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σύμφωνα με τους Κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 2016/679 και (ΕΕ) αριθ. 2018/1725 και τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
17-(1) Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των προτύπων που πρέπει να χρησιμοποιούνται από πιστωτικά ιδρύματα για την παροχή πληροφόρησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 16, προκειμένου να παρέχουν στους αγοραστές πιστώσεων αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τα πιστωτικά ανοίγματά τους στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο, για την ανάλυση, τον διεξοδικό οικονομικό έλεγχο και την αποτίμηση των δικαιωμάτων πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης.
(2) Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών προσδιορίζει στα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) τα πεδία δεδομένων, περιλαμβανομένων των πεδίων δεδομένων που είναι υποχρεωτικά και την επεξεργασία των δεδομένων για τις εμπιστευτικές πληροφορίες κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 16.
(3) Τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων είναι αναλογικά προς τη φύση και το μέγεθος των πιστώσεων και των χαρτοφυλακίων πίστωσης.
(4) Τα πρότυπα δεδομένων χρησιμοποιούνται για συναλλαγές που σχετίζονται με πιστώσεις, οι οποίες εκδόθηκαν μετά την 1η Ιουλίου 2018 και κατέστησαν μη εξυπηρετούμενες μετά τις 28 Δεκεμβρίου 2021 και για τις πιστώσεις που χορηγούνται μεταξύ της 1ης Ιουλίου 2018 και της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο εδάφιο (1), τα πιστωτικά ιδρύματα συμπληρώνουν το πρότυπο δεδομένων με τις πληροφορίες που έχουν ήδη στη διάθεσή τους.
(5) Tα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τα εγκεκριμένα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα του εδαφίου (1), για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή τη μεταβίβαση της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα και τα πρότυπα δεδομένων χρησιμοποιούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα για την παροχή πληροφοριών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων σε περιπτώσεις που υφίσταται μόνο μεταβίβαση των δικαιωμάτων πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης.
18.-(1)(α) Αγοραστής πιστώσεων που έχει την κατοικία του (is domiciled) ή το εγγεγραμμένο γραφείο του στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος και η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος υποδοχής, ορίζει οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή διαχειριστή πιστώσεων για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων σε σχέση με τα δικαιώματα πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, που έχει συναφθεί στη Δημοκρατία με καταναλωτές·
(β) Αγοραστής πιστώσεων που δεν έχει την κατοικία του (is not domiciled) στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή δεν έχει την καταστατική του έδρα ή, εάν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, δεν έχει τα κεντρικά του γραφεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αντιπρόσωπος αυτού, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 20, ορίζει οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή διαχειριστή πιστώσεων, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αντιπρόσωπος είναι ο ίδιος οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή διαχειριστή πιστώσεων, για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων σε σχέση με τα δικαιώματα πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης που έχει συναφθεί στη Δημοκρατία με-
(i) φυσικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων καταναλωτές και ανεξάρτητοι εργαζόμενοι,
(ii) πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του παραρτήματος της Σύστασης της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.
(γ) Σε περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου πιστώσεων περιλαμβάνει συμβάσεις πίστωσης για τις οποίες απαιτείται ορισμός οντότητας που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή διαχειριστή πιστώσεων, και ταυτόχρονα περιλαμβάνει και άλλες συμβάσεις πίστωσης για τις οποίες δεν απαιτείται τέτοιος ορισμός, η προβλεπόμενη στις παραγράφους (α) και (β) απαίτηση επεκτείνεται σε όλες τις συμβάσεις πίστωσης που συνάπτονται στη Δημοκρατία με δανειολήπτες για τους οποίους η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος υποδοχής.
(2)(α) Αγοραστής πιστώσεων δεν υπόκειται σε άλλες πρόσθετες απαιτήσεις για την αγορά των δικαιωμάτων πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, πέραν όσων προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από τις διατάξεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας σχετικά με την προστασία του καταναλωτή, του δικαίου περί συμβάσεων και του αστικού ή ποινικού δικαίου.
(β) Η σχετική ενωσιακή και εθνική νομοθεσία που αφορά ιδίως την εκτέλεση συμβάσεων, την προστασία των καταναλωτών, τα δικαιώματα των δανειοληπτών και εγγυητών, την αρχική χορήγηση της πίστωσης, τους κανόνες για το τραπεζικό απόρρητο και το ποινικό δίκαιο εξακολουθεί να ισχύει για τον αγοραστή πιστώσεων κατά τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης ή τη μεταβίβαση της ίδιας της σύμβασης πίστωσης στον αγοραστή πιστώσεων.
(γ) Το επίπεδο προστασίας που παρέχεται βάσει του ενωσιακού και εθνικού δικαίου, καθώς και της νομοθεσίας αφερεγγυότητας, στους καταναλωτές και σε άλλους δανειολήπτες και εγγυητές δεν επηρεάζεται από τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης ή τη μεταβίβαση της ίδιας της σύμβασης πίστωσης στον αγοραστή πιστώσεων, υπό την επιφύλαξη των εθνικών και διεθνών κανόνων περί γραμματίων και συναλλαγματικών.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν θίγουν τις εθνικές εξουσίες όσον αφορά τα πιστωτικά μητρώα, περιλαμβανομένης της εξουσίας να απαιτούνται από τους αγοραστές πιστώσεων πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης ή με την ίδια τη σύμβαση πίστωσης και την απόδοσή της.
(4) Διαχειριστής πιστώσεων που έχει οριστεί ή οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4, συμμορφώνεται για λογαριασμό του αγοραστή πιστώσεων με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αγοραστή πιστώσεων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, καθώς και των διατάξεων των άρθρων 19, 21, και 27 και στην περίπτωση που δεν έχει οριστεί διαχειριστής πιστώσεων ή οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4, ο αγοραστής πιστώσεων ή ο αντιπρόσωπός του εξακολουθεί να υπόκειται στις εν λόγω υποχρεώσεις.
(5) Οι αγοραστές πιστώσεων υποβάλλουν δεδομένα για το σύνολο των πιστώσεων τις οποίες κατέχουν στο μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων ΑΡΤΕΜΙΣ ως τα δεδομένα αυτά καθορίζονται στην περί του Ορισμού Λειτουργίας Συστήματος ή Μηχανισμού Ανταλλαγής, Συγκέντρωσης και Παροχής Δεδομένων Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας.
(6) Οι κατά το παρόν άρθρο οριζόμενοι διαχειριστές πιστώσεων ή οντότητες που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4, υποχρεούνται για λογαριασμό του αγοραστή πιστώσεων να συμμορφώνονται με τα εδάφια (3) και (5) σε περίπτωση κατά την οποία η μεταξύ του αγοραστή πιστώσεων και διαχειριστή πιστώσεων σύμβαση διαχείρισης πιστώσεων και σύμβαση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην περίπτωση κατά την οποία τα υπό αναφορά στοιχεία περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, προβλέπουν για την προαναφερόμενη υποχρέωση.
(7)(α) Διαχειριστής πιστώσεων ή οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4, έχει δικαίωμα πρόσβασης στα πιστωτικά μητρώα που χρησιμοποιούνται στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (8), για σκοπούς αξιολόγησης του αξιόχρεου των πελατών του αγοραστή πιστώσεων ή/και αποτελεσματικότερης διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου ή και άλλων συναφών κινδύνων, καθώς και για σκοπούς άσκησης δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους (α) ή/και (β) του ορισμού του όρου «δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων» του άρθρου 2 και ειδικότερα, εξεύρεσης λύσεων αναδιάρθρωσης και/ή ρύθμισης και/ή διευθέτησης του χρέους.
(β) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) πρόσβαση παραχωρείται βάσει κριτηρίων, όρων και προϋποθέσεων, τα οποία καθορίζει η Κεντρική Τράπεζα δυνάμει της περί του Ορισμού Λειτουργίας Συστήματος ή Μηχανισμού Ανταλλαγής, Συγκέντρωσης και Παροχής Δεδομένων Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας και παραχωρείται στον διαχειριστή μόνο για τους προβλεπόμενους στην παράγραφο (α) σκοπούς, όπως προβλέπεται στη σχετική σύμβαση διαχείρισης, δυνάμει της οποίας ο διαχειριστής πιστώσεων αναλαμβάνει τις σχετικές εργασίες διαχείρισης πιστώσεων:
(γ) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) πρόσβαση παραχωρείται κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης στην Κεντρική Τράπεζα, η οποία αφού εξετάσει ότι τηρούνται τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β) κριτήρια, όροι και προϋποθέσεις, περιλαμβανομένων των όρων των συμβάσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (6), εγκρίνει ή απορρίπτει την αίτηση για τέτοια πρόσβαση.
(8) Για τους σκοπούς του εδαφίου (7), ο διαχειριστής πιστώσεων που έχει οριστεί ή οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 έχει πρόσβαση στα δεδομένα τα οποία καθορίζονται στην περί του Ορισμού Λειτουργίας Συστήματος ή Μηχανισμού Ανταλλαγής, Συγκέντρωσης και Παροχής Δεδομένων Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας, νοουμένου ότι είναι σε πλήρη συμμόρφωση με τις απορρέουσες από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2016/679 υποχρεώσεις του και τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(9) Οι εξουσίες πρόσβασης, εποπτείας, ελέγχου, καθορισμού της διαδικασίας επιβολής τελών και επιβολής κυρώσεων που έχει η Κεντρική Τράπεζα, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8) του άρθρου 28Δ, των διατάξεων του άρθρου 28Ε και των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 42 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, ισχύουν κατ’ αναλογία σε σχέση με τα δεδομένα τα οποία υποβάλλονται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (5) και (6).
(10) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει, με οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 31-
(α) τη διαδικασία επιβολής τελών προς τους αγοραστές και τους ορισμένους από αυτούς διαχειριστές πιστώσεων ή οντότητες που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4, ανάλογα με την περίπτωση, από τους μηχανισμούς ανταλλαγής δεδομένων και καθορίζει το ύψος των τελών χρέωσης,
(β) τη διαδικασία χειρισμού παραπόνων πελατών που σχετίζονται με δεδομένα, στοιχεία ή πληροφορίες που τηρούνται στους μηχανισμούς ανταλλαγής δεδομένων, και
(γ) οποιοδήποτε άλλο θέμα ήθελε κριθεί χρήσιμο ή σκόπιμο να ρυθμιστεί ή καθοριστεί στις οδηγίες που σχετίζονται με τους μηχανισμούς ανταλλαγής δεδομένων:
19.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, ο αντιπρόσωπος αυτού, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, ορίζει οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή διαχειριστή πιστώσεων, για την εκτέλεση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων σε σχέση με τα μεταβιβασθέντα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, ο αγοραστής πιστώσεων ή ο αντιπρόσωπος αυτού, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του για την ταυτότητα και τη διεύθυνση της οντότητας που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 ή του διαχειριστή πιστώσεων, το αργότερο κατά την ημερομηνία έναρξης των δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής πιστώσεων ή ο αντιπρόσωπός του, που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18, ορίζει οντότητα διαφορετική από εκείνη που γνωστοποιήθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), το γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του το αργότερο κατά την ημερομηνία της εν λόγω διαφοροποίησης και αναφέρει την ταυτότητα και τη διεύθυνση της νέας οντότητας στην οποία έχει αναθέσει την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων σε σχέση με τα μεταβιβασθέντα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους καταγωγής του αγοραστή πιστώσεων, διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του αγοραστή πιστώσεων, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του νέου διαχειριστή πιστώσεων τις πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2).
20.-(1) Σε περίπτωση πραγματοποίησης μεταβίβασης των δικαιωμάτων πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, ο αγοραστής πιστώσεων που δεν έχει την κατοικία του (is not domiciled) στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή δεν έχει την καταστατική του έδρα ή, εάν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, δεν έχει τα κεντρικά του γραφεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ορίζει εγγράφως αντιπρόσωπο που έχει την κατοικία του (is domiciled) στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή έχει την καταστατική του έδρα ή, εάν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, έχει τα κεντρικά του γραφεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(2) Ο αντιπρόσωπος που προβλέπεται στο εδάφιο (1), επικοινωνεί με την Κεντρική Τράπεζα επιπλέον ή αντί του αγοραστή πιστώσεων όσον αφορά όλα τα ζητήματα που αφορούν τη συνεχή συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ευθύνεται πλήρως για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αγοραστή πιστώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπρόσωπος που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν είναι διαχειριστής πιστώσεων ή οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4, ο εν λόγω αντιπρόσωπος ορίζει μια τέτοια οντότητα, προκειμένου να διασφαλίζεται η διατήρηση των ίδιων προτύπων για τα δικαιώματα των δανειοληπτών και μετά τη μεταβίβαση της μη εξυπηρετούμενης πίστωσης.
21.-(1) Αγοραστής πιστώσεων, για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής ή, κατά περίπτωση, ο αντιπρόσωπος αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, ο οποίος μεταβιβάζει τα δικαιώματα πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ενημερώνει την Κεντρική Τράπεζα, σε εξαμηνιαία βάση, για τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI) του νέου αγοραστή πιστώσεων και, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, ή σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει τέτοιος αναγνωριστικός κωδικός, για-
(α) τα στοιχεία ταυτότητας του νέου αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου του που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 ή των μελών του διευθυντικού ή διοικητικού οργάνου του νέου αγοραστή πιστώσεων ή του αντιπροσώπου αυτού και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στον νέο αγοραστή πιστώσεων ή στον αντιπρόσωπο αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και
(β) τη διεύθυνση του νέου αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20.
(2) Αγοραστής πιστώσεων για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής ή ο αντιπρόσωπος αυτού ενημερώνει επιπλέον την Κεντρική Τράπεζα, τουλάχιστον για τα ακόλουθα:
(α) Το συγκεντρωτικό υπόλοιπο των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης ή των μη εξυπηρετούμενων συμβάσεων πίστωσης που μεταβιβάστηκαν·
(β) τον αριθμό και το μέγεθος των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης ή των μη εξυπηρετούμενων συμβάσεων πίστωσης που μεταβιβάστηκαν·
(γ) κατά πόσον η μεταβίβαση περιλαμβάνει τα δικαιώματα πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, που έχει συναφθεί με καταναλωτές και τα είδη των περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, όπου εφαρμόζεται.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από αγοραστή πιστώσεων, για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής ή κατά περίπτωση από τον αντιπρόσωπο αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, να παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) σε τριμηνιαία βάση, όποτε το κρίνει αναγκαίο, μεταξύ άλλων, για την καλύτερη παρακολούθηση μεγάλου αριθμού μεταβιβάσεων που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια περιόδου κρίσης.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3) στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του νέου αγοραστή πιστώσεων.