58. Υπόχρεη οντότητα εφαρμόζει επαρκείς και κατάλληλες πολιτικές, ελέγχους και διαδικασίες, οι οποίες είναι ανάλογες με τη φύση και το μέγεθός της, ώστε να μετριάζει και να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, σε σχέση με τα ακόλουθα:
(α) Τον προσδιορισμό ταυτότητας και την άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 60-66 του παρόντος Νόμου ˙
(β) την τήρηση αρχείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 του παρόντος Νόμου˙
(γ) την εσωτερική αναφορά και αναφορά στη ΜΟ.Κ.Α.Σ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69 του παρόντος Νόμου˙
(δ) τον εσωτερικό έλεγχο, την αξιολόγηση και διαχείριση κινδύνου με σκοπό τη παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
(ε) την ενδελεχή εξέταση κάθε συναλλαγής που κρίνεται ότι λόγω τη φύσεως της είναι ιδιαίτερα επιδεκτική ως προς το να συνδεθεί με αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και ιδίως των πολύπλοκων ή ασυνήθιστα μεγάλων συναλλαγών και όλων των ασυνήθιστων ειδών συναλλαγών που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό ή σαφή νόμιμο λόγο.
(στ) την ενημέρωση των εργοδοτουμένων του σχετικά με -
(i) Τα συστήματα και τις διαδικασίες δυνάμει των παραγράφων (α) μέχρι (ε) του παρόντος άρθρου.
(ii) την παρούσα νομοθεσία.
(iii) τις οδηγίες που εκδίδει η αρμόδια Εποπτική Αρχή, βάσει του εδαφίου (4) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου·
(iv) τις εκάστοτε οδηγίες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. και
(v) τις σχετικές απαιτήσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
(η) την τακτική εκπαίδευση των εργοδοτουμένων του πάνω σε θέματα αναγνώρισης και χειρισμού συναλλαγών και δραστηριοτήτων οι οποίες πιθανόν να συνδέονται με αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
(θ) τις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου·
(ι) τη διαχείριση της συμμόρφωσης·
(ια) την πρόσληψη και αξιολόγηση της ακεραιότητας των υπαλλήλων.
58Α. (1) Για σκοπούς της παραγράφου (δ) του άρθρου 58, υπόχρεη οντότητα λαμβάνει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εντοπίζει και να εκτιμά τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που διατρέχουν, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με τους πελάτες της, τις χώρες ή τις γεωγραφικές περιοχές, τα προϊόντα, τις υπηρεσίες, τις συναλλαγές ή τους δίαυλους παροχής υπηρεσιών:
Νοείται ότι, τα μέτρα αυτά είναι ανάλογα με τη φύση και το μέγεθος της υπόχρεης οντότητας.
(2) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) εκτιμήσεις κινδύνων τεκμηριώνονται, επικαιροποιούνται και τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής.
58Β. Όταν ενδείκνυται λόγω, του μεγέθους και της φύσης των δραστηριοτήτων της υπόχρεης οντότητας, συνίσταται ανεξάρτητη υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου για την εξακρίβωση των εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών που αναφέρονται στο άρθρο 58:
58Γ. Τα ανώτερα διοικητικά στελέχη υπόχρεης οντότητας εγκρίνουν τις πολιτικές, τις διαδικασίες και τους ελέγχους που εφαρμόζει η υπόχρεη οντότητα σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, παρακολουθούν δε και, όπου ενδείκνυται, ενισχύουν τα μέτρα που έχουν ληφθεί.
58Δ. Υπόχρεη οντότητα ορίζει μέλος του διοικητικού συμβουλίου, νοουμένου ότι υφίσταται διοικητικό συμβούλιο, το οποίο θα φέρει την ευθύνη για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και εγκυκλίων ή/και κανονισμών περιλαμβανομένων των οποιωνδήποτε σχετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
58E. Σε περίπτωση που φυσικό πρόσωπο που εμπίπτει στις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) έως (θ) του άρθρου 2Α, αναλαμβάνει επαγγελματική δραστηριότητα ως υπάλληλος νομικού προσώπου, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 49, των παραγράφων (στ) και (η) του άρθρου 58, του εδαφίου (10) του άρθρου 59 και του άρθρου 68Α, βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι το φυσικό πρόσωπο.
59. (1) Εποπτικές Αρχές, των υπόχρεων οντοτήτων είναι-
(α) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου-
(i) για τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανόμενων υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που κατέχουν άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο∙
(ii) για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, συμπεριλαμβανομένων υποκαταστημάτων και αντιπροσώπων ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, που κατέχουν σχετική άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμο του 2012, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται, για τις οποίες έχουν ανατεθεί εποπτικές αρμοδιότητες στην Κεντρική Τράπεζα·
(iii) για τα ιδρύματα πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων υποκαταστημάτων και αντιπροσώπων ιδρυμάτων πληρωμών που κατέχουν σχετική άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σε σχέση μετις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμο, ως εκάστοτε ισχύει, για τις οποίες έχουν ανατεθεί εποπτικές αρμοδιότητες στην Κεντρική Τράπεζα∙
(iv) για εποπτευόμενα από την Κεντρική Τράπεζα πρόσωπα, σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο και για τις οποίες η Κεντρική Τράπεζα ασκεί εποπτεία·
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
(i) σε σχέση με τις υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρέχονται από τις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) όπως καθορίζονται στον περί των Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο, ως εκάστοτε ισχύει˙ και
(ii) σε σχέση με οργανισμό συλλογικών επενδύσεων που διαθέτει ο ίδιος τα μερίδιά του και είναι εγκατεστημένος στη Δημοκρατία·
(iii) σε σχέση με τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που παρέχονται από τα αδειούχα πρόσωπα όπως καθορίζονται στον περί της Ρύθμισης των Επιχειρήσεων Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(iv) σε σχέση με οντότητα που είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και ασκεί διαχείριση επενδύσεων σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων·
(v) σε σχέση με τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που παρέχονται από πρόσωπα, η εποπτεία των οποίων ανατίθεται στην Επιτροπή δυνάμει του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου·
(vi) σε σχέση με τις υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρέχονται από υποκατάστημα οποιασδήποτε εκ των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii), (iii) και (vii), το οποίο βρίσκεται στη Δημοκρατία, ανεξαρτήτως του εάν η έδρα της εν λόγω υπόχρεης οντότητας βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα·
(vii) σε σχέση με τις υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρέχονται από τους Παρόχους Υπηρεσιών που αφορούν Κρυπτοπεριουσιακά Στοιχεία, οι οποίοι εγγράφονται στο μητρώο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 61Ε·
(viii) σε σχέση με τις υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρέχονται από τα υποκαταστήματα που βρίσκονται στη Δημοκρατία των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν οι ίδιοι τα μερίδιά τους, ανεξαρτήτως του εάν η έδρα τους βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα·
(ix) σε σχέση με τις υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρέχονται από τα υποκαταστήματα που βρίσκονται στη Δημοκρατία των οντοτήτων που ασκούν διαχείριση επενδύσεων σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, ανεξαρτήτως του εάν η έδρα τους βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα.
(γ) ο ΄Εφορος Ασφαλίσεων σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και άλλων συναφών θεμάτων Νόμο, ως εκάστοτε ισχύει.
(δ) ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου για τις επαγγελματικές δραστηριότητες -
(i) μέλους του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ)∙
(ii) ομόρρυθμης εταιρείας ή ετερόρρυθμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, η πλειοψηφία των ομορρύθμων εταίρων ή των μετόχων και των διευθυντών της οποίας είναι μέλη του ΣΕΛΚ, καθώς και οποιασδήποτε σχετικής θυγατρικής εταιρείας τέτοιων εταιρειών:
(ε) το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, για τις επαγγελματικές δραστηριότητες -
(i) δικηγόρου και/ή εταιρείας δικηγόρων κατά την έννοια που δίδεται στους όρους αυτούς από τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου∙
(ii) ομόρρυθμης εταιρείας ή ετερόρρυθμης εταιρείας της οποίας οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι δικηγόροι ή εταιρείες δικηγόρων, καθώς και οποιασδήποτε σχετικής θυγατρικής εταιρείας τέτοιων εταιρειών:
(στ) το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των κτηματομεσιτών·
(ζ) η Εθνική Αρχή Στοιχημάτων·
(η) η Εθνική Αρχή Παιγνίων και Εποπτείας Καζίνο για τα τυχερά παιχνίδια του Καζίνο και τις οικονομικές δραστηριότητες και συναλλαγές του Καζίνο που σχετίζονται με τα τυχερά παιχνίδια στο Καζίνο εντός της Δημοκρατίας∙
(θ) o Έφορος Φορολογίας σε σχέση με-
(i) πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά, εφόσον η πληρωμή καταβάλλεται ή εισπράττεται σε μετρητά και αφορά ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από δέκα χιλιάδες (€10.000) ευρώ, ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μια μόνη πράξη ή με περισσότερες πράξεις μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση, και
(ii) πρόσωπα που εμπορεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης, έστω και αν οι πράξεις αυτές πραγματοποιούνται από αίθουσες τέχνης και οίκους δημοπρασιών, εφόσον η αξία της συναλλαγής ή σειράς συνδεδεμένων πράξεων ανέρχεται σε δέκα χιλιάδες (€10.000) ευρώ ή περισσότερα·
(ι) το Τμήμα Τελωνείων σε σχέση με πρόσωπα που αποθηκεύουν, εμπο-ρεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης, όταν αυτό πραγματοποιείται από ελεύθερους λιμένες, εφόσον η αξία της συναλλαγής ή σειράς συνδεδεμένων πράξεων ανέρχεται σε δέκα χιλιάδες (€10 000) ευρώ ή περισσότερα.
(2) [Διαγράφηκε].
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να ορίσει οποιαδήποτε άλλη Εποπτική Αρχή, αν το κρίνει αναγκαίο.
(4) Εποπτική Αρχή, για σκοπούς παρεμπόδισης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου, εκδίδει και απευθύνει οδηγίες προς τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται:
(5)(α) Οι Εποπτικές Αρχές παρακολουθούν, αξιολογούν και εποπτεύουν την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους και των οδηγιών που εκδίδουν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) από τα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία τους:
(β) Κατά την εφαρμογή προσέγγισης εποπτείας ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η Εποπτική Αρχή-
(i) έχει σαφή κατανόηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που υφίστανται στη Δημοκρατία·
(ii) έχει πρόσβαση επιτόπου και εξ αποστάσεως σε όλες τις πληροφορίες σχετικές με τους συγκεκριμένους εγχώριους και διεθνείς κινδύνους που συνδέονται με τους πελάτες, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες υπόχρεης οντότητας· και
(iii) βασίζει τη συχνότητα και την ένταση της εποπτείας επιτόπου και εξ αποστάσεως στα χαρακτηριστικά κινδύνου της υπόχρεης οντότητας και στους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίοι υπάρχουν στη Δημοκρατία:
(5Α) Οι αρμόδιες Εποπτικές Αρχές όλων των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2Α λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίσουν πρόσωπα από το να κατέχουν διοικητική θέση ή να είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι στις εν λόγω υπόχρεες οντότητες, εφόσον, τα πρόσωπα αυτά ή συνεργοί τους έχουν καταδικασθεί για σχετικά αδικήματα.
(6)(α) Εποπτική Αρχή δύναται να λάβει όλα ή οποιαδήποτε από τα πιο κάτω αναφερόμενα μέτρα σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο που υπόκειται στην εποπτεία της παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του Μέρους αυτού του παρόντος Νόμου ή τις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή βάσει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου ή τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 847/2015:
(i) Να απαιτήσει από το εποπτευόμενο πρόσωπο να λάβει τέτοια μέτρα εντός συγκεκριμένου χρονικού ορίου ως ήθελε καθορίσει η Εποπτική αρχή για τη θεραπεία της κατάστασης˙
(ii) να επιβάλει -
(αα) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000), αφού δώσει την ευκαιρία στο εποπτευόμενο πρόσωπο να ακουστεί, και
(ββ) σε περίπτωση που ο υπαίτιος παράβασης προσπορίστηκε όφελος από την παράβαση αυτή το οποίο υπερβαίνει το ποσό του διοικητικού προστίμου που αναφέρεται στην υπό-υπόπαράγραφο (αα) διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι το διπλάσιο ποσό του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε από την παράβαση και,
(γγ) σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης·
(iii) να τροποποιήσει ή αναστείλει ή ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας εποπτευομένου προσώπου και στην περίπτωση ΠΥΚΣ που εποπτεύεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να τροποποιήσει ή αναστείλει την εγγραφή του στο μητρώο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 61Ε ή να τον διαγράψει από αυτό∙
(iv) προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπα που ασκούν διοικητικά καθήκοντα σε υπόχρεη οντότητα, ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο που θεωρείται υπαίτιο για την παράβαση της άσκησης διοικητικών καθηκόντων σε υπόχρεη οντότητα·
(v) να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παρούσας παραγράφου σε πρόσωπο που ασκεί διοικητικά καθήκοντα σε υπόχρεη οντότητα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια·
(vi) να προβεί σε δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο θεωρείται υπαίτιο για παράβαση, και τη φύση της σχετικής παράβασης·
(vii) να υποχρεώσει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο θεωρείται υπαίτιο για παράβαση, να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει.
(α1) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α), σε περίπτωση που η υπόχρεη οντότητα είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστω-τικός οργανισμός, η αρμόδια Εποπτική Αρχή δύναται, επιπρόσθετα από τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) διοικητικά πρόστιμα, να επιβάλει τις ακόλουθες κυρώσεις:
(i) Σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000) ή το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου:
(ii) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000).
(α2) Νομικό πρόσωπο δύναται να υπέχει ευθύνη για παραβάσεις που διαπράττονται προς όφελός του από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί είτε ατομικώς είτε ως μέλος οργάνου του εν λόγω νομικού προσώπου και κατέχει ανώτερη θέση εντός αυτού, βάσει -
(i) εξουσίας εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ή
(ii) εξουσίας λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου, ή
(iii) εξουσίας άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου:
(α3) Κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου του διοικητικού προστίμου ή μέτρων, η αρμόδια Εποπτική Αρχή λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση -
(i) η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης,
(ii) ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου,
(iii) η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου,
(iv) το κέρδος που αποκόμισε από την παράβαση το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί,
(v) οι ζημιές τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,
(vi) ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια Εποπτική Αρχή,
(vii) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.
(α4) Εποπτική Αρχή ασκεί τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο εξουσίες επιβολής διοικητικών κυρώσεων άμεσα ή/και σε συνεργασία με άλλες αρχές:
(β) ανεξάρτητος επαγγελματίας νομικός ή ελεγκτής ή εξωτερικός λογιστής ο οποίος παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και τις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή βάσει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, παραπέμπεται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή στο αρμόδιο Πειθαρχικό όργανο που αποφασίζει ανάλογα.
(6Α)(α) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή δημοσιεύει στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο το διοικητικό πρόστιμο ή τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (α1) του εδαφίου (6), πλην της περίπτωσης της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εν λόγω εδαφίου, όπου η δημοσίευση αποφασίζεται από την αρμόδια κατά περίπτωση Εποπτική Αρχή, αμέσως μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στο εποπτευόμενο πρόσωπο:
(β) Σε περίπτωση που, κατόπιν αξιολόγησης που διενεργείται κατά περίπτωση σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης των δεδομένων αυτών, η αρμόδια Εποπτική Αρχή θεωρήσει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) υπαίτιων προσώπων ή των προσωπικών δεδομένων αυτών των προσώπων είναι δυσανάλογη, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή την έκβαση έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη, η αρμόδια Εποπτική Αρχή δύναται να -
(i) αναβάλει τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή διοικητικού προστίμου ή μέτρου μέχρις ότου εκλείψουν οι λόγοι μη δημοσίευσης,
(ii) δημοσιεύσει την απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου χωρίς παράθεση ονομάτων, εφόσον η ανωνυμία εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των προσωπικών δεδομένων:
(iii) μην δημοσιεύσει την απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου, στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί-
(αα) ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, ή
(ββ) ο αναλογικός χαρακτήρας της δημοσίευσης της απόφασης σε σχέση με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.
(γ) Η Αρμόδια Εποπτική Αρχή διασφαλίζει ότι κάθε δημοσίευση που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου θα παραμείνει στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο για διάστημα πέντε (5) ετών από την ημερομηνία ανάρτησής της:
(δ) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σχετικά με τα διοικητικά πρόστιμα ή τα μέτρα που έχουν επιβληθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (6) σε πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης κάθε προσφυγής που έχει ασκηθεί και της έκβασής της.
(ε) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή ελέγχει, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, την ύπαρξη σχετικής καταδίκης στο ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου και για το σκοπό αυτό, ανταλλάσσονται πληροφορίες όπως προβλέπεται στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 71.068.
(6Β)(α) Οι Εποπτικές Αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση της καταγγελίας στην αρμόδια Εποπτική Αρχή ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβάσεων των υποχρεώσεων των υπόχρεων οντοτήτων, που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο ή στις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και για το σκοπό αυτό, παρέχουν έναν ή περισσότερους ασφαλείς δίαυλους επικοινωνίας για πρόσωπο που επιθυμεί να προβεί στις εν λόγω καταγγελίες:
(β) Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο (α) μηχανισμοί περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(i) Ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή καταγγελιών για παραβάσεις και την παρακολούθηση της έκβασής τους·
(ii) κατάλληλη προστασία των υπαλλήλων υπόχρεης οντότητας ή των προσώπων με παρόμοιο καθεστώς στην υπόχρεη οντότητα, οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράχθηκαν εντός της υπόχρεης οντότητας·
(iii) κατάλληλη προστασία του προσώπου που αφορά η παράβαση·
(iv) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει παράβαση, όσο και του φυσικού προσώπου το οποίο κατά τη διερεύνηση, φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679·
(v) σαφείς κανόνες, ώστε να διασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα, σε όλες τις περιπτώσεις, σχετικά με το πρόσωπο το οποίο καταγγέλλει παραβάσεις οι οποίες έχουν διαπραχθεί εντός της υπόχρεης οντότητας, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από άλλη νομοθεσία στη Δημοκρατία, στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή επακόλουθης δικαστικής διαδικασίας.
(γ) Κάθε υπόχρεη οντότητα καθιερώνει κατάλληλες διαδικασίες που επιτρέπουν στους υπαλλήλους ή στα πρόσωπα με παρόμοιο καθεστώς να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και ανώνυμου δίαυλου επικοινωνίας, ανάλογου προς τον χαρακτήρα και το μέγεθος της εκάστοτε υπόχρεης οντότητας:
(6Γ) Οι Εποπτικές Αρχές διασφαλίζουν ότι διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και ότι το προσωπικό τους διαθέτει ακεραιότητα χαρακτήρα και τα απαιτούμενα προσόντα, και διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο, μεταξύ άλλων και σε ζητήματα εμπιστευτικότητας, προστασίας των δεδομένων και κανόνων για την αντιμετώπιση της σύγκρουσης συμφερόντων.
(6Δ) Οι Εποπτικές Αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) παρέχουν στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων της βάσει των διατάξεων της Οδηγίας της Ε.Ε.
(6Ε) Οι αναφερόμενες στις παραγράφους (δ), (ε) και (στ) του εδαφίου (1) Εποπτικές Αρχές δημοσιεύουν ετήσια έκθεση η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με-
(α) τα μέτρα που έλαβαν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου,
(β) όπου εφαρμόζεται, τον αριθμό των καταγγελιών που έλαβαν σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6Β),
(γ) όπου εφαρμόζεται, τον αριθμό και την περιγραφή των μέτρων που εφαρμόστηκαν βάσει των διατάξεων του εδαφίου (5Α) ή/και ευρύτερα των διατάξεων του παρόντος άρθρου, για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων προς τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με-
(i) τα άρθρα 60, 61, 62, 63, 64, 65 και 66· αναφορικά με τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη,
(ii) τα άρθρα 69 και 70 αναφορικά με την αναφορά ύποπτων συναλλαγών,
(iii) το άρθρο 68 αναφορικά με την τήρηση αρχείων, και
(iv) τα άρθρα 68Α, 58 και 58Δ αναφορικά με τους εσωτερικούς ελέγχους.
(7) Σε περίπτωση που Εποπτική Αρχή έχει πληροφορίες και πιστεύει ότι πρόσωπο ενέχεται σε διάπραξη αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή άλλων ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται με τον παρόντα Νόμο -
(α) διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατό, τις πληροφορίες στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και
(β) σε περίπτωση που οι πληροφορίες αφορούν συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, ανεξαρτήτως του ύψους τους, για τα οποία υπάρχει εύλογη υποψία ότι συνιστούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, διαβιβάζει το συντομότερο δυνατό τις πληροφορίες στη Μονάδα.
(8) Η Μονάδα και οι Εποπτικές Αρχές προσώπων που διεξάγουν χρηματοοικονομικές ή άλλες δραστηριότητες, δύνανται να αλληλοενημερώνονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες, στα πλαίσια εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους, που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο.
(9) Οι Εποπτικές Αρχές δύνανται-
(α) να ζητούν και συλλέγουν από πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία τους πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και να απαιτούν, μέσα σε ταχθείσα προθεσμία, την παροχή πληροφοριών, στοιχείων και εγγράφων. Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου που υπόκειται στην εποπτεία τους να συμμορφωθεί με αίτημά τους για συλλογή πληροφοριών μέσα στην ταχθείσα προθεσμία ή σε περίπτωση που αυτό αρνείται να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή επιδεικνύει ή προσκομίζει ελλιπείς ή ψευδείς ή παραποιημένες πληροφορίες, έχουν εξουσία να λάβουν όλα ή οποιαδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου· και
(β) για σκοπούς εξακρίβωσης της συμμόρφωσης των προσώπων που υπόκεινται στην εποπτεία τους να διενεργούν ελέγχους, να ζητούν, επιθεωρούν και συλλέγουν πληροφορίες, να εισέρχονται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους των εποπτευόμενων προσώπων και να ελέγχουν αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία αποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματά τους:
(10) Σε περίπτωση που υπόχρεη οντότητα διατηρεί υποκατάστημα ή/και θυγατρική σε τρίτη χώρα και εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (5) του άρθρου 68Α για τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων, η αρμόδια Εποπτική Αρχή προβαίνει σε επιπρόσθετες εποπτικές ενέργειες, περιλαμβανομένων-
(α) να απαιτήσει από τον όμιλο να μην συνάψει ή να τερματίσει επιχειρηματικές σχέσεις και να μην εκτελέσει συναλλαγές, και
(β) εφόσον είναι απαραίτητο, να ζητήσει από τον όμιλο να παύσει τις δραστηριότητές του στην τρίτη χώρα, σε περίπτωση που τα επιπρόσθετα μέτρα που οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να λάβουν δεν επαρκούν.
(11)(α) Σε περίπτωση που υπόχρεη οντότητα από άλλο κράτος μέλος λειτουργεί εγκαταστάσεις στη Δημοκρατία, η αρμόδια Εποπτική Αρχή διασφαλίζει με εποπτικές δράσεις ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(β) Σε περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που ανήκουν σε όμιλο, η αρμόδια Εποπτική Αρχή, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου (α), συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση.
(γ) Σε περίπτωση που υπόχρεη οντότητα είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία υπό μορφή αντιπροσώπου ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος ή αντιπροσώπου ιδρύματος πληρωμών, η αρμόδια Εποπτική Αρχή δύναται να περιλάβει στις εποπτικές της δράσεις που προβλέπονται στο παρόν Μέρος τη λήψη κατάλληλων και αναλογικών μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρών ελλείψεων που απαιτούν άμεσες λύσεις:
(12) Σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού που ανήκει σε όμιλο και του οποίου η μητρική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, η αρμόδια Εποπτική Αρχή εποπτεύει την αποτελεσματική εφαρμογή των αναφερόμενων στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 68Α πολιτικών και διαδικασιών σε επίπεδο ομίλου:
(13) Οι Εποπτικές Αρχές δύνανται, πέραν των μέτρων που προβλέπονται στις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 64-
(α) να απαιτούν από τις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν, ανάλογα με την περίπτωση, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα πρόσθετα μέτρα μετριασμού σε πρόσωπα και νομικές οντότητες που εκτελούν συναλλαγές με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου:
(i) εφαρμογή πρόσθετων στοιχείων αυξημένης δέουσας επιμέλειας·
(ii) εισαγωγή ενισχυμένων σχετικών μηχανισμών αναφοράς ή συστηματικής αναφοράς χρηματοοικονομικών συναλλαγών·
(iii) περιορισμό των επιχειρηματικών σχέσεων ή των συναλλαγών με φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες από τις εν λόγω χώρες,
(β) να εφαρμόζουν, όπου αρμόζει, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα σχετικά με τις τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου:
(i) Άρνηση της ίδρυσης θυγατρικών ή υποκαταστημάτων ή γραφείων εκπροσώπησης υπόχρεων οντοτήτων από την ενδιαφερόμενη χώρα, ή συνεκτίμηση με άλλο τρόπο του γεγονότος ότι η σχετική υπόχρεη οντότητα προέρχεται από χώρα που δεν διαθέτει επαρκή μέτρα καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
(ii) απαγόρευση σε υπόχρεες οντότητες να ιδρύουν υποκαταστήματα ή γραφεία εκπροσώπησης στην ενδιαφερόμενη χώρα, ή συνεκτίμηση με άλλο τρόπο του γεγονότος ότι το σχετικό υποκατάστημα ή γραφείο εκπροσώπησης θα βρισκόταν σε χώρα που δεν διαθέτει επαρκή μέτρα καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
(iii) απαίτηση για αυξημένη εποπτική εξέταση ή απαίτηση για αυξημένο εξωτερικό έλεγχο για τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές υπόχρεων οντοτήτων που ευρίσκονται στην εν λόγω χώρα·
(iv) απαίτηση αυξημένου εξωτερικού ελέγχου για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους σε σχέση με οποιοδήποτε από τα υποκαταστήματα και τις θυγατρικές που βρίσκονται στην ενδιαφερόμενη χώρα·
(v) απαίτηση όπως τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αναθεωρούν και τροποποιούν ή, αν είναι απαραίτητο, τερματίζουν τις διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης με ίδρυμα πελάτη από την ενδιαφερόμενη χώρα:
59A.-(1) Πρόσωπο, το οποίο εργάζεται ή έχει εργαστεί σε Εποπτική Αρχή, η οποία εποπτεύει πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς αναφορικά με τη συμμόρφωσή τους με τον παρόντα Νόμο, καθώς και ελεγκτής ή εμπειρογνώμονας, ο οποίος ενεργεί εκ μέρους τέτοιας Εποπτικής Αρχής, υπόκειται σε υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου:
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου δεν εμποδίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ-
(α) Εποπτικών Αρχών, οι οποίες εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς εντός της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή άλλων Νόμων, οι οποίοι αφορούν την εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων και οργανισμών·
(β) αρμόδιων αρχών που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε διαφορετικά κράτη μέλη, σύμφωνα με την Οδηγία της Ε.Ε. ή άλλα νομοθετήματα που αφορούν την εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων και οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όταν αυτή ενεργεί σύμφωνα με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων» και η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών υπόκειται στους όρους του επαγγελματικού απορρήτου όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
(3) Οι Εποπτικές Αρχές, οι οποίες εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή σύμφωνα με τις διατάξεις άλλων Νόμων στους τομείς της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και της προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής κυρώσεων·
(β) κατά την άσκηση προσφυγής εναντίον απόφασης Εποπτικής Αρχής, η οποία εποπτεύει πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης δικαστικής διαδικασίας·
(γ) στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας η οποία έχει αρχίσει δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από ευρωπαϊκή νομοθεσία, η οποία εκδόθηκε στον τομέα της Οδηγίας της Ε.Ε. ή στον τομέα της προληπτικής ρύθμισης και της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
(4) Οι Εποπτικές Αρχές, οι οποίες εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, οφείλουν να συνεργάζονται στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό μεταξύ τους για τους σκοπούς της Οδηγίας της Ε.Ε., ανεξάρτητα από την αντίστοιχη φύση ή καθεστώς τους:
(5)(α) Οι Εποπτικές Αρχές, οι οποίες εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, δύνανται να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν συνεργασία και ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών με αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.
(β) Οι αναφερόμενες στο παρόν εδάφιο συμφωνίες συνεργασίας συνάπτονται στη βάση της αμοιβαιότητας και μόνο εφόσον οι πληροφορίες οι οποίες ανταλλάσσονται καλύπτονται από τις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου, οι οποίες είναι ισοδύναμες τουλάχιστον με αυτές που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
(γ) Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που καθίστανται αντικείμενο ανταλλαγής σύμφωνα με τις αναφερόμενες στο παρόν εδάφιο συμφωνίες συνεργασίας-
(i) χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών, και
(ii) όταν προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, γνωστοποιούνται μόνο μετά από τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις γνωστοποίησε στις Εποπτικές Αρχές και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της η αρχή αυτή.
(6) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1) και (3) του παρόντος άρθρου και της παραγράφου (ε) του άρθρου 69, οι Εποπτικές Αρχές δύνανται να ανταλλάζουν πληροφορίες τόσο μεταξύ τους, όσο και με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών:
(7) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1) και (3), επιτρέπεται η γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών δυνάμει διατάξεων άλλων Νόμων προς αρχές της Δημοκρατίας, οι οποίες είναι κατά νόμον αρμόδιες επί θεμάτων εποπτείας των χρηματοπιστωτικών αγορών, ή έχουν καθορισμένες αρμοδιότητες στο πεδίο της διερεύνησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:
(8) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται να επιτρέψει γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, προς κοινοβουλευτικές επιτροπές, εθνικά ελεγκτικά συνέδρια και άλλες οντότητες στη Δημοκρατία που αναλαμβάνουν τη διενέργεια ερευνών, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
(α) Οι οντότητες έχουν ακριβή εντολή βάσει του εθνικού δικαίου να ερευνούν ή να ελέγχουν τις ενέργειες των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων ή με τη θέσπιση νόμων σχετικά με την εν λόγω εποπτεία·
(β) οι πληροφορίες είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της παραγράφου (α)·
(γ) τα πρόσωπα τα οποία έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου βάσει του εθνικού δικαίου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις αναφερόμενες στο εδάφιο (1)·
(δ) όταν η πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, γνωστοποιείται μόνο με τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τη γνωστοποίησε και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της η εν λόγω αρχή.
60. Υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν τις διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη στις εξής περιπτώσεις:
(α) Όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις·
(β) όταν διενεργούν μεμονωμένη συναλλαγή που -
(i) ανέρχεται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000), ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες πράξεις μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση, ή
(ii) αποτελεί μεταφορά χρηματικών ποσών όπως ορίζεται στην παράγραφο 9 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 για ποσό άνω των χιλίων ευρώ (€1.000)·
(γ) όταν υπάρχει υποψία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ανεξάρτητα από το ποσό της συναλλαγής και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(δ) όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια ή την επάρκεια των εγγράφων, στοιχείων ή πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως για την εξακρίβωση της ταυτότητας υφιστάμενου πελάτη.
(ε) για παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών και το Καζίνο, είτε κατά την είσπραξη των κερδών είτε κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε και στις δύο περιπτώσεις, όταν πραγματοποιούν συναλλαγές που ανέρχονται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των δύο χιλιάδων ευρώ (€2.000), ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες πράξεις μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση.
(στ) για πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά, όταν διενεργούν μεμονωμένες συναλλαγές σε μετρητά που ανέρχονται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των δέκα χιλιάδων ευρώ (€10.000), ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη ή με περισσότερες πράξεις μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση.
(ζ) για Παρόχους Υπηρεσιών που αφορούν Κρυπτοπεριουσιακά Στοιχεία, όταν διενεργούν μεμονωμένη συναλλαγή που ανέρχεται σε ή υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000), ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη ή με περισσότερες πράξεις μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση.
61. (1) Οι διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
(α) Την εξακρίβωση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη βάσει εγγράφων, στοιχείων ή πληροφοριών που εκδίδονται ή λαμβάνονται από αξιόπιστη και ανεξάρτητη πηγή συμπεριλαμβανομένων, όπου υπάρχουν, μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, σχετικών υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όπως ορίζονται στην πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (Ε.Ε.) αριθμ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014 , σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ» και στον περί της Εφαρμογής του Κανονισμού (Ε.Ε.) αριθμ. 910/2014 σχετικά με την Ηλεκτρονική Ταυτοποίηση και τις Υπηρεσίες Εμπιστοσύνης για τις Ηλεκτρονικές Συναλλαγές στην Εσωτερική Αγορά Νόμο ή οποιασδήποτε άλλης ασφαλούς εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονικής, διαδικασίας ταυτοποίησης που ρυθμίζεται, αναγνωρίζεται, εγκρίνεται ή γίνεται δεκτή από αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας·
(β) την εξακρίβωση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου και τη λήψη εύλογων μέτρων για την επαλήθευση της ταυτότητάς του, ώστε να διασφαλίζεται ότι η υπόχρεη οντότητα γνωρίζει τον πραγματικό δικαιούχο και όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, τα εμπιστεύματα, τις εταιρείες, τα ιδρύματα και τις παρεμφερείς νομικές διευθετήσεις, τη λήψη εύλογων μέτρων, για να γίνει κατανοητή η διάρθρωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και του ελέγχου του πελάτη:
(γ) την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, τη συλλογή πληροφοριών για το σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης·
(δ) την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τα στοιχεία και πληροφορίες που κατέχει η υπόχρεη οντότητα σχετικά με τον πελάτη, την επιχείρηση και το προφίλ του κινδύνου του πελάτη, και, εφόσον απαιτείται, σχετικά με την προέλευση των χρηματικών ποσών, καθώς και τη διασφάλιση της τήρησης ενημερωμένων εγγράφων, στοιχείων ή πληροφοριών:
(2) Υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν τις διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, κατά το εδάφιο (1) αλλά μπορούν να καθορίζουν την έκταση των μέτρων αυτών ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τις μεταβλητές που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι του παρόντος Νόμου. Οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες Εποπτικές Αρχές ότι η έκταση των μέτρων είναι ανάλογη με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που αντιμετωπίζουν.
(3) Για σκοπούς των διατάξεων που αφορούν τους τρόπους προσδιορισμού ταυτότητας, και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας η απόδειξη ταυτότητας είναι επαρκής αν-
(α) Είναι εύλογα δυνατό να διαπιστωθεί ότι ο πελάτης είναι πράγματι το πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι. και
(β) το πρόσωπο το οποίο εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία του πελάτη ικανοποιείται, σύμφωνα με τις διαδικασίες οι οποίες ακολουθούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου, ότι ο πελάτης είναι πράγματι το πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι.
(4) Όσον αφορά ασφάλεια ζωής ή άλλων ασφαλειών με επενδυτικό σκοπό, επιπλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας που απαιτούνται για τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, μόλις ταυτοποιηθούν ή προσδιοριστούν οι δικαιούχοι, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν τα ακόλουθα μέτρα δέουσας επιμέλειας για τους δικαιούχους ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής και άλλων ασφαλιστήριων συμβολαίων με επενδυτικό σκοπό:
(α) Στην περίπτωση δικαιούχων που ταυτοποιούνται ως συγκεκριμένα κατονομαζόμενα πρόσωπα ή νομικές διευθετήσεις, λαμβάνουν το όνομά τους· και
(β) στην περίπτωση δικαιούχων που προσδιορίζονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους ή ανά κατηγορία ή με άλλα μέσα, λαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους εν λόγω δικαιούχους, ώστε να βεβαιωθούν ότι είναι σε θέση να προσδιορίσουν την ταυτότητα του δικαιούχου το αργότερο κατά τον χρόνο της πληρωμής του προϊόντος του ασφαλιστήριου συμβολαίου.
(5) Όσον αφορά δικαιούχους εμπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών διευθετήσεων, οι οποίοι προσδιορίζονται ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά τους ή ανά κατηγορία, οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον δικαιούχο, ώστε να βεβαιωθούν ότι θα είναι σε θέση να προσδιορίσουν την ταυτότητα του δικαιούχου κατά τον χρόνο της πληρωμής ή τη στιγμή που ο δικαιούχος ασκεί τα κεκτημένα του δικαιώματα.
(6)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των παραγράφων (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και του άρθρου 62 και με βάση κατάλληλη αξιολόγηση κινδύνων που δείχνει ότι ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι μικρός, υπόχρεη οντότητα δύναται να μην εφαρμόσει ορισμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε ό,τι αφορά το ηλεκτρονικό χρήμα, αν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις μετριασμού του κινδύνου:
(i) Το μέσο πληρωμής δεν διαθέτει δυνατότητα επαναφόρτισης ή έχει ανώτατο μηνιαίο όριο πράξεων πληρωμής εκατόν πενήντα ευρώ (€150) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πράξεις πληρωμής μόνο εντός της Δημοκρατίας·
(iii) το ανώτατο ποσό που αποθηκεύεται ηλεκτρονικά δεν υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα ευρώ (€150)·
(iv) το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών·
(v) το μέσο πληρωμής δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί με ανώνυμο ηλεκτρονικό χρήμα·
(vi) ο εκδότης διαθέτει κατάλληλα και επαρκή συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των συναλλαγών ή των επιχειρηματικών σχέσεων ώστε να είναι δυνατός ο εντοπισμός ασυνήθιστων ή ύποπτων συναλλαγών.
(β) Οι διατάξεις της παραγράφου (α) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που γίνει εξόφληση σε μετρητά ή ανάληψη σε μετρητά της νομισματικής αξίας του ηλεκτρονικού χρήματος και το σχετικό ποσό υπερβαίνει τα πενήντα ευρώ (€50) ή, σε περίπτωση εξ αποστάσεως συναλλαγών πληρωμής όπως ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ», όταν το καταβαλλόμενο ποσό υπερβαίνει τα πενήντα ευρώ (€50) ανά συναλλαγή.
(β1) Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα και χρηματοπιστωτικός οργανισμός ενεργεί ως αγοραστής, μπορεί να δέχεται πληρωμές που πραγματοποιούνται με ανώνυμες προπληρωμένες κάρτες που έχουν εκδοθεί σε τρίτες χώρες μόνον εφόσον οι εν λόγω κάρτες πληρούν απαιτήσεις ισοδύναμες με τις αναφερόμενες στις παραγράφους (α) και (β).
(γ) Η εξαίρεση από την εφαρμογή ορισμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν περιλαμβάνει την υποχρέωση διενέργειας ελέγχου των συναλλαγών και της επιχειρηματικής σχέσης επί συνεχούς βάσης ως επίσης και την υποχρέωση εντοπισμού και αναφοράς ύποπτων συναλλαγών.
(7) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), υπόχρεη οντότητα δύναται να μην ολοκληρώσει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας σε περίπτωση που η ολοκλήρωσή τους ενδέχεται να συνιστά αδίκημα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 48:
Νοείται ότι, σε τέτοια περίπτωση, οι υπόχρεες οντότητες ενημερώνουν αμέσως τη Μονάδα.
61Α.-(1)(α) Εταιρεία και άλλη νομική οντότητα που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία, αποκτά και φυλάσσει επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους της, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών σχετικά με τα δικαιώματα που κατέχουν οι πραγματικοί δικαιούχοι.
(β) Οι πραγματικοί δικαιούχοι, συμπεριλαμβανομένων δικαιούχων μέσω μετοχών, δικαιωμάτων ψήφου, δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, μετοχών στον κομιστή ή ελέγχου με άλλα μέσα, των εταιρειών και άλλων νομικών οντοτήτων, παρέχουν στις εταιρείες και στις άλλες νομικές οντότητες όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, προκειμένου να συμμορφώνονται με τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) απαιτήσεις.
(2) Αναφερόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) εταιρεία και νομική οντότητα παρέχει στις υπόχρεες οντότητες, επιπρόσθετα από τις πληροφορίες σχετικά με τον νόμιμο δικαιούχο, πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, όταν οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας και προσδιορισμού ταυτότητας που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο.
(3) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή, η Μονάδα, το Τμήμα Τελωνείων, το Τμήμα Φορολογίας και η Αστυνομία, στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, δύνανται να έχουν εγκαίρως πρόσβαση στις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες.
(4)(α) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες καταχωρίζονται σε Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων Εταιρειών και Άλλων Νομικών Οντοτήτων.
(β) Το Μητρώο καταρτίζεται, τηρείται και δημοσιεύεται από τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη, ο οποίος, ως η αρχή τήρησης του Μητρώου, φυλάσσει πληροφορίες σχετικά με τις εταιρείες και άλλες νομικές οντότητες και τους πραγματικούς δικαιούχους τους.
(γ) Τα χαρακτηριστικά, η ίδρυση και λειτουργία του Μητρώου, η διαδικασία και εξασφάλιση δικαιώματος ή νομιμοποίησης πρόσβασης σε αυτό, καθώς και οποιαδήποτε συναφή θέματα για τα οποία γίνεται αναφορά στον παρόντα Νόμο, καθορίζονται με Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου από την αρχή τήρησης του Μητρώου, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται:
(5)(α) Οι πληροφορίες που καταχωρίζονται στο Μητρώο είναι επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες.
(β) Οι υπόχρεες οντότητες αναφέρουν στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη οποιαδήποτε διαφορά εντοπίζουν μεταξύ των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που περιλαμβάνονται στο Μητρώο και αυτών που έχουν στη διάθεσή τους:
(γ) Ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης, διασφαλίζει μέσω των προβλεπόμενων στο εδάφιο (4) Οδηγιών ότι λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την έγκαιρη επίλυση των διαφορών και τη δυνατότητα να περιληφθεί σχετική μνεία στο Μητρώο μέχρι την επίλυση της διαφοράς.
(6)(α) Τα ακόλουθα πρόσωπα έχουν, σε κάθε περίπτωση, πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο μέσω του Μητρώου:
(i) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή, η Μονάδα, το Τμήμα Τελωνείων, το Τμήμα Φορολογίας και η Αστυνομία χωρίς κανένα περιορισμό·
(ii) οι υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο της λήψης των μέτρων δέουσας επιμέλειας και προσδιορισμού ταυτότητας για τον πελάτη τα οποία καθορίζονται στον παρόντα Νόμο:
(iii) μέλος του ευρύτερου κοινού έχει πρόσβαση στο όνομα, στο μήνα και στο έτος γέννησης, στην υπηκοότητα και στη χώρα διαμονής του πραγματικού δικαιούχου, καθώς και στο είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει.
(β) Ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης, εφαρμόζει την πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που προβλέπεται στις παραγράφους (ii) και (iii) της παραγράφου (α) υπό τον όρο της ηλεκτρονικής εγγραφής και καταβολής τέλους που καθορίζεται στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) Οδηγίες, το οποίο δεν υπερβαίνει τα διοικητικά έξοδα της διάθεσης των πληροφοριών, συμπεριλαμβανο-μένων των δαπανών της συντήρησης και της ανάπτυξης του Μητρώου.
(7)(α) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή, η Μονάδα, το Τμήμα Τελωνείων, το Τμήμα Φορολογίας η Αστυνομία έχουν ταχεία και απεριόριστη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που διατηρούνται στο Μητρώο, χωρίς να ειδοποιούνται οι σχετικές εταιρείες και άλλες νομικές οντότητες για την εν λόγω πρόσβαση.
(β) Οι υπόχρεες οντότητες έχουν ταχεία πρόσβαση στο Μητρώο, όταν λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας και προσδιορισμού ταυτότητας ως προς τον πελάτη τα οποία καθορίζονται στον παρόντα Νόμο.
(γ) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) έχουν πρόσβαση στο Μητρώο, με βάση τα δικαιώματα πρόσβασης που προβλέπονται στο εδάφιο αυτό.
(8) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή, η Αστυνομία, το Τμήμα Τελωνείων, το Τμήμα Φορολογίας και η Μονάδα παρέχουν εγκαίρως και δωρεάν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές και τις Μονάδες άλλων κρατών μελών.
(9)(α) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται σε Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύναται να προβλεφθούν κατά περίπτωση εξαιρέσεις από την πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο σε περίπτωση που η πρόσβαση που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (ii) και (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) θα εξέθεται τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ή σε περίπτωση που ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή με άλλο τρόπο νομικά ανίκανος:
(β) Στην βάση των εκδιδόμενων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου Οδηγιών, πρόσωπο δύναται να αιτηθεί στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη, εξαίρεση δημοσιοποίησης πληροφοριών σε σχέση με τον πραγματικό δικαιούχο.
(γ) Η απόφαση του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη σε αίτηση εξαίρεσης δημοσιοποίησης στοιχείων για τον πραγματικό δικαιούχο, υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος:
(δ) Ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης, δημοσιοποιεί ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των εξαιρέσεων που χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α), και τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκαν και υποβάλλει τα σχετικά δεδομένα στην Επιτροπή.
(10)(α) Ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης, φυλάσσει τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους για εταιρείες και νομικές οντότητες που είναι εγγεγραμμένες ή έχουν την εταιρική έδρα τους στην Δημοκρατία.
(β) Ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης δύναται να καθορίζει μέσω εκδιδόμενων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) Οδηγιών τις πληροφορίες που γνωστοποιούνται στο Μητρώο, καθώς και τη διαδικασία και τα χρονικά περιθώρια γνωστοποίησής τους σχετικά με τις εταιρείες και νομικές οντότητες.
(γ) Κάθε εταιρεία και άλλη νομική οντότητα καθώς και κάθε αξιωματούχος της, ενημερώνει το Μητρώο με τα στοιχεία των τελικών δικαιούχων, στη βάση των προβλεπομένων στο εδάφιο (4) Οδηγιών:
(δ) Η υποχρέωση των αναφερόμενων στην παράγραφο (γ) προσώπων για ενημέρωση του Μητρώου, υφίσταται αναφορικά με αλλαγή του πραγματικού δικαιούχου εταιρείας ή άλλης νομικής οντότητας στο χρονικό πλαίσιο που καθορίζεται με τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) Οδηγίες.
(ε) Πρόσωπο, το οποίο αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να εκπληρώσει υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων για τους πραγματικούς δικαιούχους εταιρειών και άλλων νομικών οντοτήτων, όπως οι υποχρεώσεις αυτές προκύπτουν βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Οδηγιών, υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση διακοσίων ευρώ (€200) και περαιτέρω χρηματική επιβάρυνση εκατό ευρώ (€100) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, με ανώτατο όριο συνολικής επιβάρυνσης είκοσι χιλιάδων ευρώ (€20.000).
(στ) Πρόσωπο, το οποίο, μετά από σχετική ειδοποίηση από την αρχή τήρησης του Μητρώου,
(i) αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να εκπληρώσει υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων για τους πραγματικούς δικαιούχους εταιρειών και άλλων νομικών οντοτήτων, όπως οι υποχρεώσεις αυτές προκύπτουν βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Οδηγιών, ή/και
(ii) κατά την παροχή πληροφοριών προς τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη για σκοπούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Οδηγιών, προβαίνει, εν γνώσει του σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς τους πραγματικούς δικαιούχους εταιρείας ή άλλης νομικής οντότητας,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(η) Νομικό πρόσωπο και οποιοδήποτε από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτού, ο γενικός διευθυντής, ο γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος ή άλλο όργανο διοικήσεως του νομικού αυτού προσώπου, που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος υπέχει ποινική ευθύνη σε σχέση με το προβλεπόμενο στην παράγραφο (στ) ποινικό αδίκημα.
(11)(α) Το αναφερόμενο στο παρόν άρθρο Μητρώο διασυνδέεται μέσω της ευρωπαϊκής κεντρικής πλατφόρμας που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (1) του άρθρου 22 της Οδηγίας 2017/1132 και σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που καθορίζονται από τις εκτελεστικές πράξεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 24 της εν λόγω Οδηγίας και με το άρθρο 31α της Οδηγίας της Ε.Ε.
(β) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες διατίθενται μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων που θεσπίστηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22 της Οδηγίας 2017/1132 σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (6) και (7) του παρόντος άρθρου.
(γ) Ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης δύναται να καθορίσει μηχανισμούς και διαδικασία σχετικά με την αναφερόμενη στο παρόν εδάφιο διασύνδεση του Μητρώου και να καθορίσει μέτρα και διαδικασίες για να διασφαλίσει ότι οι πληροφορίες που αντιστοιχούν στους πραγματικούς δικαιούχους των εταιρειών και άλλων νομικών οντοτήτων και διατίθενται μέσω του συστήματος διασύνδεσης, είναι επικαιροποιημένες.
(δ) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες μέσω του Μητρώου και μέσω του αναφερόμενου στο παρόν εδάφιο συστήματος διασύνδεσης των μητρώων, για χρονική περίοδο μέχρι δέκα (10) έτη από τη διαγραφή της εταιρείας ή άλλης νομικής οντότητας από σχετικό μητρώο που τηρεί ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο ή άλλη νομοθεσία:
(12) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
“άλλη νομική οντότητα” σημαίνει νομική οντότητα που εγγράφεται στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη∙
“Μητρώο” σημαίνει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων Εταιρειών και Άλλων Νομικών Οντοτήτων.».
61Β.-(1)(α) Σωματείο, Ίδρυμα, Ομοσπονδία, Ένωση, κατά την έννοια που αποδίδεται σε αυτά σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμου, και ίδρυμα κατά την έννοια που αποδίδεται σε αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου αποκτά και φυλάσσει επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους αυτού, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών σχετικά με τα δικαιώματα που κατέχουν οι πραγματικοί δικαιούχοι εάν αυτό εφαρμόζεται.
(β) Οι πραγματικοί δικαιούχοι, συμπεριλαμβανομένων μέσω δικαιωμάτων ψήφου, δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, ή ελέγχου με άλλα μέσα, του συνόλου των αναφερομένων στην παράγραφο (α) νομικών οντοτήτων, παρέχουν σε αυτές όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, προκειμένου να συμμορφώνονται με τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) απαιτήσεις.
(2) Αναφερόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) νομική οντότητα παρέχει στις υπόχρεες οντότητες, επιπρόσθετα από τις πληροφορίες σχετικά με τον νόμιμο δικαιούχο, πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, όταν οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας και προσδιορισμού ταυτότητας που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο.
(3) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή, η Μονάδα, το Τμήμα Τελωνείων, το Τμήμα Φορολογίας και η Αστυνομία, στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, δύνανται να έχουν εγκαίρως πρόσβαση στις αναφε-ρόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες.
(4)(α) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες καταχωρίζονται σε Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων Νομικών Οντοτήτων.
(β) Το Μητρώο καταρτίζεται, τηρείται και δημοσιεύεται από τον Γενικό Έφορο ο οποίος, ως η αρχή τήρησης του Μητρώου, φυλάσσει πληροφορίες σχετικά με τις νομικές οντότητες και τους πραγματικούς δικαιούχους τους.
(γ) Τα χαρακτηριστικά, η ίδρυση και λειτουργία του Μητρώου, η διαδικασία και εξασφάλιση δικαιώματος ή νομιμοποίησης πρόσβασης σε αυτό, καθώς και οποιαδήποτε συναφή θέματα για τα οποία γίνεται αναφορά στον παρόντα Νόμο, καθορίζονται σε Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, από την αρχή τήρησης του Μητρώου, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται:
(5)(α) Οι πληροφορίες που καταχωρίζονται στο Μητρώο είναι επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες.
(β) Οι υπόχρεες οντότητες αναφέρουν στον Γενικό Έφορο οποιαδήποτε διαφορά εντοπίζουν μεταξύ των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, οι οποίες περιλαμβάνονται στο Μητρώο και των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους:
(γ) Ο Γενικός Έφορος, διασφαλίζει μέσω των προβλεπόμενων στο εδάφιο (4) Οδηγιών ότι λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την έγκαιρη επίλυση διαφορών και την δυνατότητα να περιληφθεί σχετική μνεία στο Μητρώο μέχρι την επίλυσή τους.
(6)(α) Τα ακόλουθα πρόσωπα έχουν, σε κάθε περίπτωση, πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο μέσω του Μητρώου:
(i) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή, η Μονάδα, το Τμήμα Τελωνείων, το Τμήμα Φορολογίας και η Αστυνομία χωρίς κανένα περιορισμό·
(ii) οι υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο της λήψης των μέτρων δέουσας επιμέλειας και προσδιορισμού ταυτότητας για τον πελάτη τα οποία καθορίζονται στον παρόντα Νόμο:
(iii) μέλος του ευρύτερου κοινού έχει πρόσβαση στο όνομα, στο μήνα και στο έτος γέννησης, στην υπηκοότητα και στη χώρα διαμονής του πραγματικού δικαιούχου, καθώς και στο είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει, εάν αυτό εφαρμόζεται.
(β) Ο Γενικός Έφορος, δύναται να εφαρμόσει την πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που προβλέπεται στις παραγράφους (ii) και (iii) της παραγράφου (α) υπό τον όρο της ηλεκτρονικής εγγραφής και καταβολής τέλους που καθορίζεται στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) Οδηγίες, το οποίο δεν υπερβαίνει τα διοικητικά έξοδα της διάθεσης των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών της συντήρησης και της ανάπτυξης του Μητρώου.
(7)(α) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή, η Μονάδα, το Τμήμα Τελωνείων, το Τμήμα Φορολογίας η Αστυνομία, έχουν ταχεία και απεριόριστη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο Μητρώο, χωρίς να ειδοποιούνται οι σχετικές νομικές οντότητες για την εν λόγω πρόσβαση.
(β) Οι υπόχρεες οντότητες έχουν ταχεία πρόσβαση στο αναφερόμενο στο εδάφιο (4) κεντρικό μητρώο πραγματικών δικαιούχων εταιρειών και άλλων νομικών οντοτήτων, όταν λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας και προσδιορισμού ταυτότητας ως προς τον πελάτη τα οποία καθορίζονται στον παρόντα Νόμο.
(γ) Τα αναφερόμενα στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) πρόσωπα, με βάση τα δικαιώματα πρόσβασης που προβλέπει το εδάφιο αυτό.
(8) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή, η Αστυνομία, το Τμήμα Τελωνείων, το Τμήμα Φορολογίας και η Μονάδα παρέχουν εγκαίρως και δωρεάν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές και τις Μονάδες άλλων κρατών μελών.
(9)(α) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται σε Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύναται να προβλεφθούν κατά περίπτωση εξαιρέσεις από την πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, σε περίπτωση που η πρόσβαση που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (ii) και (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) θα εξέθετε τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ή σε περίπτωση που ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή με άλλο τρόπο νομικά ανίκανος:
(β) Στη βάση των εκδιδόμενων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου Οδηγιών, πρόσωπο δύναται να αιτηθεί στον Γενικό Έφορο εξαίρεση δημοσιοποίησης πληροφοριών σε σχέση με τον πραγματικό δικαιούχο.
(γ) Η απόφαση του Γενικού Εφόρου σε αίτηση εξαίρεσης δημοσιοποίησης στοιχείων για τον πραγματικό δικαιούχο, υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος:
(δ) Ο Γενικός Έφορος δημοσιοποιεί ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των εξαιρέσεων που χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α), και τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκαν και υποβάλλει τα σχετικά δεδομένα στην Επιτροπή.
(10)(α) Ο Γενικός Έφορος, φυλάσσει τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους για τις νομικές οντότητες οι οποίες είναι εγγεγραμμένες ή έχουν την έδρα τους στην Δημοκρατία.
(β) Ο Γενικός Έφορος, δύναται να καθορίζει μέσω των προβλεπόμενων το εδάφιο (4) Οδηγιών τις πληροφορίες που γνωστοποιούνται στο Μητρώο, καθώς και τη διαδικασία και χρονικά περιθώρια γνωστοποίησης αυτών σχετικά με τις νομικές οντότητες.
(γ) Κάθε νομική οντότητα, καθώς και κάθε αξιωματούχος της, έχει υποχρέωση να ενημερώνει το Μητρώο με τα στοιχεία των τελικών δικαιούχων, στη βάση των προβλεπόμενων στο εδάφιο (4) Οδηγιών:
(δ) Η υποχρέωση των αναφερομένων στην παράγραφο (γ) προσώπων για ενημέρωση του Μητρώου υφίσταται και αναφορικά με ενημέρωση αλλαγής του πραγματικού δικαιούχου νομικής οντότητας στο χρονικό πλαίσιο που καθορίζεται στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) Οδηγίες.
(ε) Πρόσωπο, το οποίο αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να εκπληρώσει υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων για τους πραγματικούς δικαιούχους νομικών οντοτήτων, όπως αυτές προκύπτουν βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Οδηγιών, υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση διακοσίων ευρώ (€200) και περαιτέρω χρηματική επιβάρυνση εκατό ευρώ (€100) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης με ανώτατο όριο συνολικής επιβάρυνσης είκοσι χιλιάδων ευρώ (€20.000).
(στ) Πρόσωπο, το οποίο, μετά από σχετική ειδοποίηση από την αρχή τήρησης του Μητρώου,
(i) αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να εκπληρώσει υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων για τους πραγματικούς δικαιούχους νομικών οντοτήτων οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), όπως οι υποχρεώσεις αυτές προκύπτουν βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Οδηγιών ή/και
(ii) κατά την παροχή πληροφοριών προς τον Γενικό Έφορο για σκοπούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Οδηγιών, προβαίνει, εν γνώση του σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς τους πραγματικούς δικαιούχους νομικής οντότητας,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(ζ) Νομικό πρόσωπο και οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτού, ο γενικός διευθυντής, ο γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος ή άλλο όργανο διοικήσεως του νομικού αυτού προσώπου, που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος υπέχει ποινικής ευθύνης σε σχέση με το προβλεπόμενο στη παράγραφο (στ) ποινικό αδίκημα.
(11)(α) Το Μητρώο διασυνδέεται μέσω της ευρωπαϊκής κεντρικής πλατφόρμας που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (1) του άρθρου 22 της Οδηγίας 2017/1132 και σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που καθορίζονται από τις εκτελεστικές πράξεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 24 της εν λόγω Οδηγίας και με το άρθρο 31α της Οδηγίας της Ε.Ε.
(β) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες διατίθενται μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων που θεσπίστηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22 της Οδηγίας 2017/1132 σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (6) και (7) του παρόντος άρθρου.
(γ) Ο Γενικός Έφορος δύναται να καθορίσει μηχανισμούς και διαδικασία σχετικά με την αναφερόμενη στο παρόν εδάφιο διασύνδεση του Μητρώου και να καθορίσει μέτρα και διαδικασίες για να διασφαλίσει ότι οι πληροφορίες που αντιστοιχούν στους πραγματικούς δικαιούχους των νομικών οντοτήτων και διατίθενται μέσω του συστήματος διασύνδεσης, είναι επικαιροποιημένες.
(δ) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες, καθίστανται διαθέσιμες μέσω του Μητρώου και μέσω του αναφερόμενου στην παράγραφο (β) συστήματος διασύνδεσης, για χρονική περίοδο μέχρι δέκα (10) έτη από τη διαγραφή της νομικής οντότητας από σχετικό μητρώο που τηρεί ο Γενικός Έφορος με βάση τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμο ή άλλη νομοθεσία:
(12) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
“Γενικός Έφορος” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμου∙
“Μητρώο” σημαίνει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) Κεντρικό Μητρώο Πραγματικών Δικαιούχων Νομικών Οντοτήτων.
61Γ.-(1)(α) Εμπιστευματοδόχος ή επίτροπος σε ρητό εμπίστευμα (express trust), του οποίου η διαχείριση διενεργείται στη Δημοκρατία, αποκτά και διατηρεί επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους του εμπιστεύματος, οι οποίες περιλαμβάνουν την ταυτοποίηση-
(i) του ή των εμπιστευματοπάροχων,
(ii) του ή των εμπιστευματοδόχων,
(iii) του ή των προστατών, εάν υπάρχουν,
(iv) των δικαιούχων ή, σε περίπτωση που τα πρόσωπα που αποτελούν δικαιούχους του εμπιστεύματος δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμη, της κατηγορίας προσώπων προς το συμφέρον της οποίας έχει κυρίως συσταθεί ή λειτουργεί το εμπίστευμα, και
(v) οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου ασκεί τελικό έλεγχο επί του εμπιστεύματος μέσω άμεσης ή έμμεσης ιδιοκτησίας ή με άλλα μέσα.
(β) Πρόσωπο, το οποίο κατέχει ισοδύναμη θέση με εμπιστευ-ματοδόχο σε παρεμφερή νομική διευθέτηση της οποίας η διαχείριση διενεργείται στη Δημοκρατία, αποκτά και διατηρεί επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους της παρεμφερούς νομικής διευθέτησης, οι οποίοι κατέχουν θέση αντίστοιχη ή ανάλογη με τη θέση των προσώπων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii), (iii), (iv) και (v) της παραγράφου (α).
(2) Σε περίπτωση που εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή πρόσωπο, το οποίο κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση, συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή πραγματοποιεί μεμονωμένη συναλλαγή που υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται στις διατάξεις των παραγράφων (β), (ε), (στ) και (ζ) του άρθρου 60, γνωστοποιεί στις υπόχρεες οντότητες την ιδιότητά του και παρέχει εγκαίρως τις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες.
(3) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή, η Μονάδα, το Τμήμα Τελωνείων, το Τμήμα Φορολογίας και η Αστυνομία έχουν πρόσβαση εγκαίρως στις πληροφορίες του εδαφίου (1).
(4)(α) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει και τηρεί Μητρώο Ρητών Εμπιστευμάτων και Παρεμφερών Νομικών Διευθετήσεων στη Δημοκρατία, στο οποίο καταχωρίζονται πληροφορίες σχετικά με ρητά εμπιστεύματα, παρεμφερείς νομικές διευθετήσεις, τους πραγματικούς δικαιούχους των ρητών εμπιστευμάτων και τους πραγματικούς δικαιούχους παρεμφερών νομικών διευθετήσεων.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί το Μητρώο στον διαδικτυακό της τόπο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο αυτή αποφασίσει.
(γ) Η πρόσβαση στο μητρώο καθορίζεται με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (12).
(δ) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να καθορίσει με Οδηγία της τι λογίζεται ως ρητό εμπίστευμα, καθώς και τον τρόπο λειτουργίας, διαχείρισης, τήρησης, ενημέρωσης και επικαιροποίησης του Μητρώου.
(5)(α) Επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου (γ), η εγγραφή στο Μητρώο είναι υποχρεωτική.
(β) Στο Μητρώο εγγράφονται, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου (γ), ρητά εμπιστεύματα και παρεμφερείς νομικές διευθετήσεις, ανεξαρτήτως της εγγραφής τους σε Μητρώο Εμπιστευμάτων το οποίο τηρείται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25Α του περί της Ρύθμισης των Επιχειρήσεων Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών και Συναφών Θεμάτων Νόμου, εφόσον-
(i) o εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση είναι εγκατεστημένος ή διαμένει στη Δημοκρατία, ή
(ii) ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση, ο οποίος είναι εγκατεστημένος ή διαμένει εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή αποκτά ακίνητη περιουσία εξ ονόματος του ρητού εμπιστεύματος ή της παρεμφερούς νομικής διευθέτησης στη Δημοκρατία.
(γ) Εξαιρούνται της εγγραφής στο Μητρώο ρητά εμπιστεύματα και παρεμφερείς νομικές διευθετήσεις εφόσον παρέχεται πιστοποιητικό με την απόδειξη εγγραφής ή απόσπασμα των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο από μητρώο άλλου κράτους μέλους, το οποίο ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 31(3α) της Οδηγίας Ε.Ε., στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) Ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση είναι εγκατεστημένος ή διαμένει σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία· ή,
(ii) σε περίπτωση πέραν του ενός εμπιστευματοδόχου ρητού εμπιστεύματος ή προσώπου που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση, ο ένας εξ αυτών είναι εγκατεστημένος ή διαμένει στη Δημοκρατία· ή
(iii) ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση συνάπτει πολλαπλές επιχειρηματικές σχέσεις εξ ονόματος του ρητού εμπιστεύματος ή της παρεμφερούς νομικής διευθέτησης σε διαφορετικά κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της Δημοκρατίας.
(6)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αίτηση εγγραφής στο Μητρώο, γνωστοποιώντας πληροφορίες σχετικά με το ρητό εμπίστευμα ή την παρεμφερή νομική διευθέτηση και τους πραγματικούς δικαιούχους αυτού.
(β) Ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση μεριμνά και διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες.
(γ) Ο χρόνος υποβολής αίτησης εγγραφής ρητού εμπιστεύματος ή παρεμφερούς νομικής διευθέτησης, οι πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στην αίτηση εγγραφής, καθώς και η διαδικασία εγγραφής καθορίζονται με Οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση οφείλει να συμμορφώνεται.
(7)(α) Ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε μεταβολή στα στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν κατά την εγγραφή του στο Μητρώο, παρέχοντας πληροφορίες, οι οποίες είναι επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να καθορίσει τη διαδικασία και τον χρόνο γνωστοποίησης των μεταβολών, με Οδηγία της με την οποία ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση οφείλει να συμμορφώνεται.
(8)(α) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο τήρησης του Μητρώου διατηρεί το δικαίωμα, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την εγγραφή ρητού εμπιστεύματος ή παρεμφερούς νομικής διευθέτησης στο Μητρώο, να ζητήσει από τον εμπιστευματοδόχο ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση, στοιχεία και πληροφορίες ή/και να του υποδείξει τροποποιήσεις.
(β) Ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση συμμορφώνεται με οποιοδήποτε αίτημα ή/και υπόδειξη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α).
(9)(α) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται-
(i) να εγκρίνει ή να απορρίψει αίτηση εγγραφής στο Μητρώο με βάση τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σε Οδηγία,
(ii) να διαγράψει εγγεγραμμένο ρητό εμπίστευμα ή παρεμφερή νομική διευθέτηση από το Μητρώο όταν δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) ή όταν δεν είναι πλέον σε ισχύ το ρητό εμπίστευμα ή η παρεμφερής νομική διευθέτηση,
(iii) να αναστείλει την εγγραφή ρητού εμπιστεύματος ή παρεμφερούς νομικής διευθέτησης, με βάση τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σε Οδηγία,
(iv) σε περίπτωση μη προσκόμισης πληροφοριών για εγγραφή στο Μητρώο, ως αυτές καθορίζονται σε Οδηγία η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (6), να επιβάλει χρηματική επιβάρυνση διακοσίων ευρώ (€200) και περαιτέρω χρηματική επιβάρυνση εκατό ευρώ (€100) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης με ανώτατο όριο συνολικής επιβάρυνσης είκοσι χιλιάδων ευρώ (€20.000),
(v) σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή τις Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει αυτών να λάβει όλα ή οποιαδήποτε από τα πιο κάτω μέτρα:
(αα) Χρηματική επιβάρυνση που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000) και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης το ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης· και
(ββ) αναστολή ή διαγραφή της εγγραφής ρητού εμπιστεύματος ή παρεμφερούς νομικής διευθέτησης από το Μητρώο,
(vi) σε περίπτωση που πρόσωπο, κατά την παροχή ή/και γνωστοποίηση πληροφοριών προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για σκοπούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή των εκδιδόμενων δυνάμει αυτών Οδηγιών, εν γνώση του ή κατόπιν αμέλειας παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή στοιχεία ή έγγραφα ή έντυπα ή αποκρύπτει ουσιώδη πληροφορία, να λάβει όλα ή οποιαδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (v) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου.
(β)(i) Πρόσωπο, το οποίο αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να υποβάλει ή/και να γνωστοποιήσει πληροφορίες προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για σκοπούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή των εκδιδόμενων δυνάμει αυτών Οδηγιών, επιπρόσθετα από το ότι διαπράττει παράβαση για την οποία επιβάλλεται διοικητική κύρωση κατά τα προβλεπόμενα στην υποπαράγραφο (v) της παραγράφου (α), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(ii) Πρόσωπο το οποίο, εν γνώση του παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή στοιχεία ή έγγραφα ή έντυπα, ή αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες, επιπρόσθετα από το ότι διαπράττει παράβαση για την οποία επιβάλλεται διοικητική κύρωση κατά τα προβλεπόμενα στην υποπαράγραφο (vi) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000) ή στις δύο αυτές ποινές.
(iii) Ποινική ευθύνη, για τα προβλεπόμενα στις υποπαραγράφους (i) και (ii) αδικήματα, που διαπράττονται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτού, ο γενικός διευθυντής, ο γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος ή άλλο όργανο διοικήσεως του νομικού αυτού προσώπου, που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος.
(10) Σε περίπτωση που εγγεγραμμένο ρητό εμπίστευμα ή εγγεγραμμένη νομική διευθέτηση διαγραφεί από το Μητρώο συνεπεία του ότι δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) ή όταν δεν είναι πλέον σε ισχύ το ρητό εμπίστευμα ή η παρεμφερής νομική διευθέτηση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεχίζει να τηρεί στο Μητρώο τις πληροφορίες του εν λόγω ρητού εμπίστευματος ή της εν λόγω παρεμφερούς νομικής διευθέτηση και των πραγματικών δικαιούχων αυτών για χρονική περίοδο δέκα (10) ετών από την εν λόγω διαγραφή:
(11)(α) Ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερή νομική διευθέτηση καταβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τέλη ή/και συνδρομές για την εγγραφή ή/και ανανέωση της εγγραφής του ρητού εμπιστεύματος ή της παρεμφερούς νομικής διευθέτησης στο Μητρώο, καθώς και για την υποβολή ή/και εξέταση αιτημάτων ή/και για τις γνωστοποιήσεις που αφορούν ρητό εμπίστευμα ή παρεμφερή νομική διευθέτηση εγγεγραμμένα στο Μητρώο ή/και για έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής ή αποσπάσματος των πληροφοριών για τον πραγματικό δικαιούχο ρητού εμπιστεύματος ή παρεμφερούς νομικής διευθέτησης.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με οδηγία της να καθορίζει το ύψος των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) τελών ή/και συνδρομών.
(γ) Τα τέλη και οι συνδρομές που καταβάλλονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) λογίζονται ως έσοδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής τους λαμβάνονται, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλα μέτρα που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, δικαστικά μέτρα προς είσπραξή τους ως αστικό χρέος.
(12) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να παρέχει πρόσβαση στο Μητρώο-
(α) στην αρμόδια Εποπτική Aρχή, στη Μονάδα, στο Τμήμα Τελωνείων, στο Τμήμα Φορολογίας και στην Αστυνομία χωρίς κανένα περιορισμό,
(β) στις υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο της λήψης μέτρων δέουσας επιμέλειας και προσδιορισμού ταυτότητας για τον πελάτη τους, τα οποία καθορίζονται στα άρθρα 59, 60, 61, 62, 63, 64, 66 και 67:
(γ) σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, κατόπιν αιτήματός του στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αποδεικνύει έννομο συμφέρον:
(δ) σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο υποβάλλει γραπτό αίτημα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικά με ρητό εμπίστευμα ή παρεμφερή νομική διευθέτηση που κατέχει ή έχει στον έλεγχό του, ελέγχουσα συμμετοχή σε εταιρεία ή άλλη νομική οντότητα, μεταξύ άλλων, είτε μέσω άμεσου ή έμμεσου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, ή μέσω μετοχών στον κομιστή ή μέσω ελέγχου με άλλα μέσα, εξαιρουμένης συμμετοχής σε εταιρεία ή άλλη νομική οντότητα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 61Α και στο εδάφιο (1) του άρθρου 61Β ή που συστάθηκαν σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία:
(13)(α) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται-
(i) υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (12), να παρέχει πρόσβαση ή να εγκρίνει ή να απορρίψει αίτημα πρόσβασης στις πληροφορίες που τηρούνται στο Μητρώο,
(ii) να καθορίσει με Οδηγία της τις διαδικασίες πρόσβασης ή έγκρισης αιτήματος πρόσβασης στις πληροφορίες που τηρούνται στο Μητρώο, καθώς και το είδος των πληροφοριών στο οποίο θα έχουν πρόσβαση τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (12).
(β) Οι αναφερόμενες στην παράγραφο (α) του εδαφίου (12) αρχές και τα αναφερόμενα στις παραγράφους (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (12) πρόσωπα συμμορφώνονται με την Οδηγία που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α) και εγγράφονται ηλεκτρονικά στο Μητρώο.
(14)(α) Τα αναφερόμενα στις παραγράφους (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (12) πρόσωπα καταβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τέλη ή/και συνδρομές για την πρόσβασή τους στο Μητρώο.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με Οδηγία της να καθορίζει το ύψος των προβλεπόμενων στην παράγραφο (α) τελών ή/και συνδρομών), τα οποία δεν υπερβαίνουν το διοικητικό κόστος της διάθεσης των πληροφοριών, περιλαμβανομένου και του κόστους ανάπτυξης και διατήρησης του Μητρώου.
(γ) Τα τέλη και οι συνδρομές που καταβάλλονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) λογίζονται έσοδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής τους λαμβάνονται, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλα μέτρα που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, δικαστικά μέτρα προς είσπραξή τους ως αστικό χρέος.
(15)(α) Οι αναφερόμενες στην παράγραφο (α) του εδαφίου (12) αρχές, εφόσον κρίνουν την αναφορά σκόπιμη και όταν αυτή η αναφορά δεν θα παρέμβει αδικαιολόγητα στις λειτουργίες τους, καθώς και οι υπόχρεες οντότητες που έχουν πρόσβαση δυνάμει των διατάξεων παραγράφου (β) του εδαφίου (12) αναφέρουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαφορές και αναντιστοιχίες που εντοπίζουν μεταξύ των πληροφοριών που τηρούνται στο Μητρώο και αυτών που έχουν στη διάθεσή τους ως προς τους πραγματικούς δικαιούχους των ρητών εμπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών διευθετήσεων.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα προς επίλυση των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) διαφορών και αναντιστοιχιών έγκαιρα και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, δύναται να περιλάβει σχετική μνεία στο Μητρώο μέχρι την επίλυσή τους.
(16)(α)(i) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν λεπτομερούς αξιολόγησης της εξαιρετικής φύσης των περιστάσεων, να εξαιρεί κατά περίπτωση από την πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εγγεγραμμένου ρητού εμπιστεύματος ή παρεμφερούς νομικής διευθέτησης στο Μητρώο, σε περίπτωση που η παροχή πρόσβασης στα αναφερόμενα στις παραγράφους (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (12) πρόσωπα θα εξέθετε τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ή σε περίπτωση που ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή με άλλο τρόπο νομικά ανίκανος.
(ii) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να καθορίσει σε Οδηγία της τις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i).
(iii) Στη βάση της εκδιδόμενης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαι-αγοράς πρόσωπο δύναται να αιτηθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εξαίρεση δημοσιοποίησης πληροφοριών σε σχέση με τον πραγματικό δικαιούχο.
(iv) Η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε αίτηση εξαίρεσης δημοσιοποίησης στοιχείων για τον πραγματικό δικαιούχο, υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος:
(β) Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) εξαιρέσεις δεν ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) για τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 2Α όταν είναι πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί· και
(ii) για τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (12).
(γ) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των εξαιρέσεων που χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) και τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκαν και υποβάλλει τα στοιχεία στην Επιτροπή.
(17)(α) Το Μητρώο διασυνδέεται μέσω της ευρωπαϊκής κεντρικής πλατφόρμας που συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (1) του άρθρου 22 της Οδηγίας 2017/1132 και σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που καθορίζονται από τις εκτελεστικές πράξεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 24 της εν λόγω Οδηγίας και με το άρθρο 31α της Οδηγίας της Ε.Ε..
(β) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (12), της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (13) και του εδαφίου (15), οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες διατίθενται μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων το οποίο θεσπίστηκε δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (2) του άρθρου 22 της Οδηγίας 2017/1132.
(γ) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες για το ρητό εμπίστευμα ή την παρεμφερή νομική διευθέτηση παραμένουν διαθέσιμες μέσω του αναφερόμενου στην παράγραφο (α) συστήματος διασύνδεσης για χρονική περίοδο δέκα (10) ετών από την έλευση των προϋποθέσεων της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) ή εφόσον δεν είναι πλέον σε ισχύ το ρητό εμπίστευμα ή η παρεμφερής νομική διευθέτηση:
(18) Η πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται στο Μητρώο συνάδει με τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, καθώς και του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.
(19) Οι αναφερόμενες στην παράγραφο (α) του εδαφίου (12) αρχές παρέχουν εγκαίρως και δωρεάν τις πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (3) στις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών.
(20)(α) Χωρίς επηρεασμό οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου που προβλέπουν για την έκδοση Οδηγιών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εκδίδει Οδηγία, η οποία καθορίζει ή/και εξειδικεύει οποιοδήποτε άλλο θέμα χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού ή/και εξειδίκευσης σχετικά με το παρόν άρθρο.
(β) Η συμμόρφωση με τις Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου είναι υποχρεωτική για τα πρόσωπα στα οποία αυτές απευθύνονται και παράβαση της εφαρμογής οποιασδήποτε από αυτές συνιστά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(21) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
“εμπιστευματοδόχος” σημαίνει εμπιστευματοδόχο ή επίτροπο·
“Μητρώο” σημαίνει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) Μητρώο Ρητών Εμπιστευμάτων και Παρεμφερών Νομικών Διευθεήσεων.
61Δ.-(1) Οι υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 59 παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, βάσει των διατάξεων του εδαφίου (9) του άρθρου 59, τις πιο κάτω πληροφορίες σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών και τους τραπεζικούς λογαριασμούς προσδιοριζόμενους από αριθμό IBAN, όπως ορίζονται στην πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012 , σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009» και τις θυρίδες ασφαλείας που διατηρούν:
(α) Για τον κάτοχο λογαριασμού πελάτη και κάθε πρόσωπο που προτίθεται να ενεργήσει για λογαριασμό του πελάτη, το ονοματεπώνυμο και τα άλλα στοιχεία εξακρίβωσης της ταυτότητας που απαιτούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 61·
(β) για τον πραγματικό δικαιούχο του κατόχου λογαριασμού πελάτη, το ονοματεπώνυμο και τα άλλα στοιχεία εξακρίβωσης της ταυτότητας που απαιτούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 61·
(γ) για τον τραπεζικό λογαριασμό ή για τον λογαριασμό πληρωμών, ο αριθμός IBAN και η ημερομηνία ανοίγματος και κλεισίματος του λογαριασμού·
(δ) για τη θυρίδα ασφαλείας, το ονοματεπώνυμο του μισθωτή και τα άλλα στοιχεία εξακρίβωσης της ταυτότητας που απαιτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 61.
(2) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες φυλάσσονται ηλεκτρονικά σε Κεντρικό Μητρώο Τραπεζικών Λογαριασμών, Λογαριασμών Πληρωμής και Θυρίδων Ασφαλίας, το οποίο τηρεί η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου:
(3) Η Μονάδα, η Αστυνομία, το Τμήμα Φορολογίας και το Τμήμα Τελωνείων, δύνανται να έχουν πρόσβαση και να πραγματοποιούν αναζήτηση, άμεσα, απευθείας και χωρίς παρεμβολές, στις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες που τηρούνται στο προβλεπόμενο στο εδάφιο (2) Μητρώο, όταν αυτό απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους όσον αφορά την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη καθορισμένου αδικήματος ή την υποστήριξη ποινικής έρευνας που αφορά καθορισμένα αδικήματα, περιλαμβανομένης της ανίχνευσης, του εντοπισμού και της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται με τέτοια έρευνα:
(4) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται να απαιτήσει από τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 59 να της παρέχουν επιπρόσθετες πληροφορίες από αυτές που αναφέρονται στο εδάφιο (1), οι οποίες θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την ίδια, τη Μονάδα, την Αστυνομία, το Τμήμα Φορολογίας, ή το Τμήμα Τελωνείων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(5)(α) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου τηρεί αρχεία καταχωρίσεων κάθε πρόσβασης των πιο πάνω αρμόδιων αρχών, οι οποίες περιλαμβάνουν, ειδικότερα τα ακόλουθα:
(i) Τα στοιχεία του φακέλου·
(ii) την ημερομηνία και ώρα υποβληθέντος ερωτήματος ή αναζήτησης·
(iii) το είδος των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για την υποβολή του ερωτήματος ή την πραγματοποίηση της αναζήτησης·
(iv) τους μοναδικούς κωδικούς αναγνώρισης των αποτελεσμάτων·
(v) το όνομα της αρμόδιας αρχής που συμβουλεύτηκε το Μητρώο· και
(vi) τον μοναδικό κωδικό αναγνώρισης χρήστη του υπαλλήλου που πραγματοποίησε το ερώτημα ή την αναζήτηση και, κατά περίπτωση, του υπαλλήλου που έδωσε τη σχετική προς τούτο εντολή, και στο μέτρο του δυνατού, τον μοναδικό κωδικό αναγνώρισης χρήστη του παραλήπτη των αποτελεσμάτων του ερωτήματος ή της αναζήτησης.
(β) Τα αρχεία καταχωρίσεων ελέγχονται τακτικά από τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.
(γ) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου διαθέτει τα αρχεία καταχωρίσεων, κατόπιν αιτήματος, στον Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ο οποίος έχει διοριστεί ως εποπτική αρχή δυνάμει των διατάξεων του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(δ) Οι καταχωρίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) χρησιμοποιούνται μόνο για τον έλεγχο της προστασίας των δεδομένων, περιλαμβανομένου του ελέγχου του παραδεκτού ενός αιτήματος και της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων, καθώς και για τη διασφάλιση της ασφάλειας των δεδομένων:
(ε) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ως η αρχή που διαχειρίζεται το Κεντρικό Μητρώο Τραπεζικών Λογαριασμών, Λογαριασμών Πληρωμής και Θυρίδων Ασφαλείας λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν επίγνωση των ισχυουσών διατάξεων της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κανόνων για την προστασία των δεδομένων:
(6)(α) Η πρόσβαση στις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πληροφορίες που τηρούνται στο Κεντρικό Μητρώο Τραπεζικών Λογαριασμών, Λογαριασμών Πληρωμής και Θυρίδων Ασφαλείας και η αναζήτηση τέτοιων πληροφοριών διενεργείται μόνον από τα πρόσωπα των αναφερόμενων στο εδάφιο (3) αρχών, τα οποία έχουν οριστεί και εξουσιοδοτηθεί ειδικά για εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων και βάσει, κατά περίπτωση, εξέτασης.
(β) Το προσωπικό των αρχών που προβλέπονται στο εδάφιο (3) διατηρεί υψηλά επαγγελματικά πρότυπα όσον αφορά ζητήματα εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων, διακρίνεται για την ακεραιότητά του και διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα.
(γ) Η πρόσβαση και η αναζήτηση των πληροφοριών που τηρούνται στο Κεντρικό Μητρώο Τραπεζικών Λογαριασμών, Λογαριασμών Πληρωμής και Θυρίδων Ασφαλείας από τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (3) αρχές, υποστηρίζονται από τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που εγγυώνται την ασφάλεια των δεδομένων βάσει υψηλών τεχνολογικών προτύπων.
61Ε.-(1)(α) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει και τηρεί Μητρώο των Παρόχων Υπηρεσιών που Αφορούν Κρυπτοπεριουσιακά Στοιχεία.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιεί το Μητρώο στον διαδικτυακό της τόπο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ήθελε αποφασίσει.
(γ) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να καθορίζει με Οδηγία της τον τρόπο λειτουργίας, τήρησης, ενημέρωσης και επικαιροποίησης του Μητρώου.
(2) Στο Μητρώο το οποίο προλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) εγγράφονται-
(α) ΠΥΚΣ που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία.
(β) ΠΥΚΣ που δεν έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και παρέχει ή ασκεί υπηρεσίες ή δραστηριότητες σε επαγγελματική βάση από τη Δημοκρατία, ανεξάρτητα από την εγγραφή του σε μητρώο κράτους μέλους για τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες τις οποίες παρέχει. και
(γ) ΠΥΚΣ που δεν έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και παρέχει ή ασκεί υπηρεσίες ή δραστηριότητες σε επαγγελματική βάση στη Δημοκρατία, εκτός εάν έχει εγγραφεί σε μητρώο κράτους μέλους για τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες τις οποίες παρέχει στη Δημοκρατία.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), για εγγραφή στο Μητρώο, ΠΥΚΣ υποβάλλει αίτηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
(4) Πρόσωπο, το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο δύναται να παρέχει ή ασκεί στη Δημοκρατία υπηρεσίες ή δραστηριότητες που αφορούν κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία, εφόσον είναι σε ισχύ η εγγραφή του σε μητρώο κράτους μέλους για τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες που παρέχει ή ασκεί.
(5) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να-
(α) εγκρίνει ή απορρίπτει αίτηση εγγραφής με βάση τις προϋποθέσεις που καθορίζονται σε Οδηγία της,
(β) διαγράφει εγγεγραμμένους ΠΥΚΣ από το Μητρώο ή αναστέλλει την εγγραφή τους, με βάση τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται σε Οδηγία, και
(γ) τροποποιεί εγγραφή ΠΥΚΣ, κατόπιν αιτήματός του, σύμφωνα με διαδικασία που καθορίζεται σε Οδηγία.
(6)(α) ΠΥΚΣ συμμορφώνεται διαρκώς με τις προϋποθέσεις εγγραφής του στο Μητρώο και γνωστοποιεί αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε ουσιαστική μεταβολή αυτών.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με Οδηγία της να καθορίσει τις προϋποθέσεις εγγραφής η μεταβολή των οποίων θεωρείται ουσιαστική μεταβολή και τις ουσιαστικές αλλαγές που δύνανται να τύχουν της έγκρισης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
(7)(α) ΠΥΚΣ υιοθετεί και εφαρμόζει οργανωτικές και λειτουργικές απαιτήσεις.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με Οδηγία της να καθορίζει τις οργανωτικές και λειτουργικές απαιτήσεις που οφείλει να εφαρμόζει κάθε ΠΥΚΣ.
(8)(α) ΠΥΚΣ καταβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τέλη ή/και συνδρομές για την εγγραφή και ανανέωση της εγγραφής του στο Μητρώο, καθώς και για την υποβολή και εξέταση αιτημάτων, αιτήσεων, γνωστοποιήσεων ή/και κοινοποιήσεων.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με Οδηγία της να καθορίζει το ύψος των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) τελών ή/και συνδρομών.
(γ) Τα τέλη και οι συνδρομές που καταβάλλονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) λογίζονται έσοδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής τους λαμβάνονται, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλα μέτρα που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, δικαστικά μέτρα προς είσπραξή τους ως αστικό χρέος.
(9)(α) Πρόσωπο, το οποίο κατέχει διοικητική θέση σε ΠΥΚΣ οφείλει κατά πάντα χρόνο να είναι ικανό και έντιμο, ως αυτό εξειδικεύεται σε Οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, και να διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ΠΥΚΣ στον οποίο κατέχει διοικητική θέση με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των Οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει αυτού.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί την ικανότητα και την εντιμότητα των προσώπων που κατέχουν διοικητική θέση σε ΠΥΚΣ, σύμφωνα με τα κριτήρια και τη διαδικασία που καθορίζει με Οδηγία της.
(γ) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να καθορίζει με Οδηγία της τις υποχρεώσεις των προσώπων που κατέχουν διοικητική θέση σε ΠΥΚΣ, με τις οποίες οφείλουν κατά πάντα χρόνο να συμμορφώνονται.
(δ) ΠΥΚΣ διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που κατέχουν διοικητική θέση σε αυτόν συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου και τις πρόνοιες Οδηγίας, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ).
(10)(α) Δικαιούχος σε ΠΥΚΣ οφείλει κατά πάντα χρόνο να είναι ικανό και έντιμο πρόσωπο, ως αυτό εξειδικεύεται σε Οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί την ικανότητα και την εντιμότητα των προσώπων που είναι δικαιούχοι σε ΠΥΚΣ, σύμφωνα με τα κριτήρια και τη διαδικασία που καθορίζει με Οδηγία της.
(γ) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να καθορίζει με Οδηγία της, τις υποχρεώσεις των προσώπων που είναι δικαιούχοι σε ΠΥΚΣ με τις οποίες οφείλουν κατά πάντα χρόνο να συμμορφώνονται.
(δ) ΠΥΚΣ διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που είναι δικαιούχοι σε αυτόν συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου και τις πρόνοιες Οδηγίας, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ).
(11)(α) Χωρίς επηρεασμό οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου που προβλέπουν για την έκδοση Οδηγιών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εκδίδει Οδηγία με την οποία ρυθμίζεται, καθορίζεται ή/και εξειδικεύεται οποιοδήποτε άλλο θέμα χρήζει ή είναι δεκτικό ρύθμισης, καθορισμού ή/και εξειδίκευσης σχετικά με το παρόν άρθρο.
(β) Η συμμόρφωση με τις Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου είναι υποχρεωτική για τα πρόσωπα στα οποία αυτές απευθύνονται και παράβαση των προνοιών τους συνιστά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου δυνάμει των διατάξεων του οποίου αυτή εκδόθηκε.
(12) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου “Μητρώο” σημαίνει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) Μητρώο Παρόχων Υπηρεσιών που Αφορούν Κρυπτοπεριουσιακά Στοιχεία.
(13) ΠΥΚΣ που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του εδαφίου (2) είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
61ΣΤ. Εκτός από τη Μονάδα η οποία έχει τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 55, η Αστυνομία και το Τμήμα Τελωνείων, κατά τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων ή/και για τον εντοπισμό εσόδων ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων για σκοπούς δέσμευσης έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που επιτρέπουν την έγκαιρη εξακρίβωση κατά πόσον συγκεκριμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατέχουν ακίνητη περιουσία, μεταξύ άλλων, μέσω μητρώων ή ηλεκτρονικών συστημάτων ανάκτησης δεδομένων.
61Ζ.-(1) Η Αστυνομία, το Τμήμα Τελωνείων και το Τμήμα Φορολογίας έχουν το δικαίωμα να απαντούν, μέσω της εθνικής μονάδας Ευρωπόλ, όπως αυτή καθορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 3 του περί της Σύστασης και Λειτουργίας Εθνικής Μονάδας Ευρωπόλ Νόμου, σε δεόντως αιτιολογημένα αιτήματα υποβαλλόμενα από την Ευρωπόλ σχετικά με την παροχή πληροφοριών τραπεζικών λογαριασμών, όπως αυτές καθορίζονται στις παραγράφους (α) έως (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 61Δ, που πραγματοποιούνται στη βάση κατά περίπτωση εξέτασης εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ και της επιτέλεσης των καθηκόντων της:
(2) Η Μονάδα έχει το δικαίωμα να απαντά σε δεόντως αιτιολογημένα αιτήματα τα οποία αφορούν ύποπτα πρόσωπα για διάπραξη ποινικού αδικήματος, που της υποβάλλονται από την Ευρωπόλ μέσω της εθνικής μονάδας της Ευρωπόλ, τα οποία αφορούν χρηματοοικονομικές πληροφορίες και χρηματοοικονομική ανάλυση, που βρίσκονται στην κατοχή της, κατά περίπτωση, και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ευρωπόλ και για την εκτέλεση των καθηκόντων της:
(3) Κάθε περίπτωση μη ανταπόκρισης σε αιτήματα που υποβάλλονται από την Ευρωπόλ, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, επεξηγείται δεόντως.
(4) Η ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται ηλεκτρονικά μέσω του SIENA ή του διαδόχου του στη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο SIENA ή κατά περίπτωση, μέσω του FIU.Net ή του διαδόχου του.
(5) Η ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) διενεργείται σε εύλογο χρόνο και κατ’ αυτή την έννοια αιτήματα πληροφοριών της Ευρωπόλ αντιμετωπίζονται ως εάν να προέρχονταν από αντίστοιχη Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών του εξωτερικού.
62. (1) Ο έλεγχος της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου πραγματοποιείται πριν τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων ή τη διενέργεια συναλλαγής:
(2) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου δυνατό να ολοκληρωθεί κατά τη διάρκεια της σύναψης επιχειρηματικών σχέσεων, εφόσον αυτό απαιτείται για να μη διακοπεί η ομαλή διεξαγωγή των εργασιών και εφόσον ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι μικρός:
(2Α) [Διαγράφηκε].
(3) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (1), είναι δυνατό το άνοιγμα λογαριασμού σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων λογαριασμών που επιτρέπουν τις συναλλαγές κινητών αξιών, νοουμένου ότι υπάρχουν οι κατάλληλες εγγυήσεις που διασφαλίζουν ότι οι συναλλαγές δεν θα πραγματοποιούνται από τον πελάτη ή για λογαριασμό του, προτού εξασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και προσδιορισμού ταυτότητας ως προς τον πελάτη που ορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 61.
(4) Όταν υπόχρεη οντότητα δεν μπορεί να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη της, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 61, δεν πραγματοποιεί συναλλαγή μέσω τραπεζικού λογαριασμού, δεν συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή δεν πραγματοποιεί τη συναλλαγή, ανάλογα με την περίπτωση, τερματίζει την εν λόγω επιχειρηματική σχέση και εξετάζει το ενδεχόμενο υποβολής αναφοράς για ύποπτη συναλλαγή σε σχέση με τον πελάτη στη Μονάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69.
(5) Ανεξάρτητοι επαγγελματίες νομικοί, ελεγκτές, φορολογικοί σύμβουλοι και εξωτερικοί λογιστές, δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του εδαφίου (4), όταν αυτοί ενεργούν στο πλαίσιο της αξιολόγησης της νομικής κατάστασης των πελατών τους ή υπερασπίζονται ή εκπροσωπούν τους πελάτες τους σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή σχετικά με αυτή, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλής σχετικά με την έναρξη ή την αποφυγή έναρξης τέτοιας διαδικασίας.
(5Α) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (1), όσον αφορά το εδάφιο (4) του άρθρου 61, η επαλήθευση της ταυτότητας των δικαιούχων πραγματοποιείται το αργότερο κατά τον χρόνο της πληρωμής του προϊόντος του ασφαλιστήριου συμβολαίου:
(6) Οι διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη εφαρμόζονται τόσο σε νέους πελάτες όσο και στους υφιστάμενους πελάτες, την κατάλληλη χρονική στιγμή, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου εμπλοκής τους σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ή όταν μεταβάλλονται οι σχετικές περιστάσεις του πελάτη, ή όταν η υπόχρεη οντότητα έχει καθήκον, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να επικοινωνήσει με τον πελάτη κατά τη διάρκεια του σχετικού ημερολογιακού έτους με σκοπό την αναθεώρηση κάθε ουσιαστικής πληροφορίας που σχετίζεται με τον ή τους πραγματικούς δικαιούχους, ή εάν η υπόχρεη οντότητα έχει αυτό το καθήκον, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διοικητικής Συνεργασίας στον Τομέα της Φορολογίας Νόμου.
63. (1) Υπόχρεη οντότητα δύναται να εφαρμόζει απλουστευμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, εφόσον προηγουμένως βεβαιωθεί ότι η επιχειρηματική σχέση ή η συναλλαγή παρουσιάζει χαμηλότερο βαθμό κινδύνου και νοουμένου ότι δεν υπάρχει υποψία για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας:
(2) Κατά την εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, που σχετίζονται με κατηγορίες πελατών, γεωγραφικές περιοχές και με συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες, συναλλαγές ή διαύλους παροχής υπηρεσιών, η υπόχρεη οντότητα λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον τους διαλαμβανόμενους στο Παράρτημα ΙΙ παράγοντες που αφορούν καταστάσεις δυνητικά μικρότερου κινδύνου.
64.-(1) Υπόχρεη οντότητα εφαρμόζει αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, επιπλέον των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 60, 61 και 62, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όσον αφορά τις επιχειρηματικές σχέσεις ή τις συναλλαγές με τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου, εφαρμόζονται τα ακόλουθα αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη:
(i) Συλλογή πρόσθετων πληροφοριών σχετικά με τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο·
(ii) συλλογή πρόσθετων πληροφοριών για τον σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης·
(iii) συλλογή πληροφοριών σχετικά με την προέλευση των κεφαλαίων και την πηγή του πλούτου του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου·
(iv) συλλογή πληροφοριών σχετικά με τον σκοπό των συναλλαγών που σχεδιάζονται ή εκτελούνται·
(v) λήψη έγκρισης από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη για τη σύναψη ή τη διατήρηση επιχειρηματικής σχέσης με τέτοιο πρόσωπο·
(vi) διενέργεια αυξημένης εποπτείας της εν λόγω επιχειρημα-τικής σχέσης, μέσω αύξησης του αριθμού και της συχνότητας των ελέγχων που εφαρμόζονται, και μέσω επιλογής προτύπων των συναλλαγών που χρήζουν περαιτέρω εξέτασης:
(β) σε διασυνοριακές σχέσεις ανταπόκρισης που αφορούν εκτέλεση πληρωμών με ίδρυμα-πελάτη, πιστωτικό ίδρυμα και χρηματοπιστωτικός οργανισμός όταν συνάπτει επιχειρηματική σχέση-
(i) συλλέγει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το ίδρυμα-πελάτη για να καταστεί πλήρως κατανοητή η φύση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του και να γίνει δυνατή η εκτίμηση, από τις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, της φήμης του ιδρύματος και της ποιότητας της εποπτείας του,
(ii) αξιολογεί τα συστήματα και τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα-πελάτης για την παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,
(iii) λαμβάνει έγκριση από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη πριν από τη σύναψη νέων σχέσεων ανταπόκρισης,
(iv) τεκμηριώνει τις αντίστοιχες αρμοδιότητες του ιδρύματος-ανταποκριτή και του ιδρύματος-πελάτη,
(v) όσον αφορά τους λογαριασμούς πλάγιας πρόσβασης (payable-through accounts), διασφαλίζει ότι το ίδρυμα-πελάτης επαληθεύει την ταυτότητα των πελατών και ασκεί συνεχή δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες που έχουν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς του ιδρύματος-ανταποκριτή και ότι μπορεί να παράσχει στοιχεία και δεδομένα σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες κατόπιν σχετικού αιτήματος του ιδρύματος-ανταποκριτή.
(i) διαθέτει κατάλληλα συστήματα διαχείρισης του κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών βασιζομένων στους κινδύνους, για να καθορίζει εάν ο πελάτης ή ο πραγματικός δικαιούχος του πελάτη είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο,
(ii) εφαρμόζει τα ακόλουθα μέτρα σε περίπτωση επιχειρηματικής σχέσης με πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο:
(αα) Λαμβάνει έγκριση από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη για τη σύναψη ή τη διατήρηση επιχειρηματικής σχέσης με τέτοιο πρόσωπο·
(ββ) λαμβάνει επαρκή μέτρα για να εξακριβώνει την πηγή των περιουσιακών στοιχείων και την προέλευση των κεφαλαίων τα οποία αφορούν επιχειρηματική σχέση ή συναλλαγή με τέτοιο πρόσωπο·
(γγ) διενεργεί αυξημένη και συνεχή παρακολούθηση της εν λόγω επιχειρηματικής σχέσης:
(iii) εφαρμόζει τα αναφερόμενα στις υποπαραγράφους (i) και (ii) μέτρα στους στενούς συγγενείς ή στα πρόσωπα που είναι γνωστά ως στενοί συνεργάτες πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου.
(2)(α) Υπόχρεη οντότητα λαμβάνει εύλογα μέτρα προκειμένου να καθορίσει κατά πόσο δικαιούχος ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής ή άλλου ασφαλιστήριου συμβολαίου με επενδυτικό σκοπό ή/και ενδεχομένως, ο πραγματικός δικαιούχος του δικαιούχου είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο.
(β) Τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) μέτρα λαμβάνονται το αργότερο κατά τον χρόνο της πληρωμής του προϊόντος του ασφαλιστήριου συμβολαίου ή κατά τον χρόνο της εκχώρησης, εν όλω ή εν μέρει, του ασφαλιστήριου συμβολαίου.
(γ) Όταν -
(i) δικαιούχος ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής ή άλλου ασφαλιστήριου συμβολαίου, με επενδυτικό σκοπό ή/και ενδεχομένως ο πραγματικός δικαιούχος του δικαιούχου καθοριστεί ως πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο κατά το χρόνο της πληρωμής του προϊόντος του ασφαλιστήριου συμβολαίου ή κατά το χρόνο της εκχώρησης, ή/και
(ii) εντοπίζονται υψηλότεροι κίνδυνοι στις συναλλαγές ή στις επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο, επιπλέον της εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που αναφέρονται στα άρθρα 60, 61 και 62, υπόχρεη οντότητα -
(αα) ενημερώνει τα ανώτερα διοικητικά στελέχη πριν από την πληρωμή του προϊόντος του ασφαλιστήριου συμβολαίου, και
(ββ) διενεργεί αυξημένο έλεγχο ολόκληρης της επιχειρηματικής σχέσης με τον αντισυμβαλλόμενο.
(3) Υπόχρεη οντότητα εφαρμόζει αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, επιπλέον των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 60, 61 και 62, και σε άλλες περιπτώσεις οι οποίες από τη φύση τους παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:
(4)(α) Υπόχρεη οντότητα εξετάζει, στο μέτρο του ευλόγως δυνατού, το ιστορικό και τον σκοπό όλων των συναλλαγών, οι οποίες πληρούν τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Είναι πολύπλοκες συναλλαγές·
(ii) είναι ασυνήθιστα μεγάλες συναλλαγές·
(iii) ακολουθούν ένα ασυνήθιστο μοτίβο·
(iv) δεν έχουν προφανή οικονομικό ή νομικό σκοπό.
(β) Η υπόχρεη οντότητα εντείνει το βαθμό και τη φύση της παρακολούθησης της επιχειρηματικής σχέσης, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν οι εν λόγω συναλλαγές ή δραστηριότητες φαίνονται ύποπτες.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 188(I)/2007
- 58(I)/2010
- 13(I)/2018
66. (1) (α) Απαγορεύεται σε πιστωτικό ίδρυμα και σε χρηματοπιστωτικό οργανισμό να συνάπτει ή να συνεχίζει σχέση ανταπόκρισης με εικονική τράπεζα.
(β) Πιστωτικό ίδρυμα και χρηματοπιστωτικός οργανισμός αξιολογεί και λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι δεν συνάπτει ή δεν συνεχίζει, ανάλογα με την περίπτωση, σχέσεις ανταπόκρισης με πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, ο οποίος επιτρέπει να χρησιμοποιούνται οι λογαριασμοί του από εικονική τράπεζα.
(2) Απαγορεύεται στις υπόχρεες οντότητες να ανοίγουν ή να τηρούν ανώνυμους ή αριθμημένους λογαριασμούς ή λογαριασμούς σε ονόματα άλλα από αυτά που αναφέρονται σε επίσημα έγγραφα ταυτότητας ή ανώνυμες θυρίδες ασφαλείας.
(2Α) Οι υπόχρεες οντότητες εντοπίζουν και αξιολογούν τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σχετικά με την ανάπτυξη νέων προϊόντων και νέων επιχειρηματικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων νέων μηχανισμών παράδοσης, καθώς και σχετικά με τη χρήση νέων ή αναπτυσσόμενων τεχνολογιών τόσο για νέα, όσο και για προϋπάρχοντα προϊόντα, πριν απο την προώθηση ή χρήση αυτών των προϊόντων, πρακτικών και τεχνολογιών και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διαχειρίζονται και να μετριάζουν τους κινδύνους αυτούς.
(3) Οι υπόχρεες οντότητες οφείλουν να δίδουν ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε απειλή ή κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που μπορεί να προκύψει από προϊόντα ή συναλλαγές που ενδέχεται να ευνοήσουν την ανωνυμία, να λαμβάνουν μέτρα, εάν χρειαστεί, για τη πρόληψη της χρησιμοποίησης τους για τέτοιες ενέργειες και να εφαρμόζουν κατά το δυνατόν εύλογα μέτρα και διαδικασίες για την αντιμετώπιση των κινδύνων που προκύπτουν από τεχνολογικές εξελίξεις και νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα
67. (1) Οι υπόχρεες οντότητες βάσει του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου δύνανται να βασίζονται σε τρίτα πρόσωπα για την εκτέλεση των διαδικασιών προσδιορισμού ταυτότητας και μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όπως αυτά καθορίζονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 61 του παρόντος Νόμου:
(2)(α) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «τρίτα πρόσωπα» σημαίνει τις υπόχρεες οντότητες που καθορίζονται στις παραγράφους (α), (β), (γ) και (δ) του άρθρου 2Α ή άλλα ιδρύματα ή πρόσωπα που δραστηριοποιούνται σε χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή σε τρίτη χώρα, τα οποία-
(i) Εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και μέτρα τήρησης αρχείων τα οποία συνάδουν με αυτά που θεσπίζονται με την Οδηγία της Ε.Ε.· και
(ii) υπόκεινται σε εποπτεία που συνάδει με τις σχετικές απαιτήσεις της Οδηγίας της Ε.Ε.
(β) (i) Υπόχρεη οντότητα δεν βασίζεται σε τρίτα πρόσωπα εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου.
(ii) Κάθε αρμόδια Εποπτική Αρχή δύναται να εξαιρεί από την αναφερόμενη στην υποπαράγραφο (i) απαγόρευση υποκατάστημα και θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής υπόχρεης οντότητας εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν το εν λόγω υποκατάστημα ή η εν λόγω θυγατρική τηρεί πλήρως τις πολιτικές και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68Α.
(3) Η υπόχρεη οντότητα λαμβάνει-
(α) άμεσα από το τρίτο πρόσωπο, στο οποίο βασίζεται, τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 61· και
(β) κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίσει ότι το τρίτο πρόσωπο διαβιβάζει άμεσα κατάλληλα αντίγραφα των στοιχείων και εγγράφων εξακρίβωσης και επαλήθευσης της ταυτότητας του πελάτη, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον είναι διαθέσιμα, δεδομένων που αποκτήθηκαν με μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, με σχετικές υπηρεσίες εμπιστοσύνης, όπως ορίζονται στον Κανονισμό (Ε.Ε.) αριθ. 910/2014 και στον περί της Εφαρμογής του Κανονισμού (Ε.Ε.) αριθ. 910/2014 σχετικά με την Ηλεκτρονική Ταυτοποίηση και τις Υπηρεσίες Εμπιστοσύνης για τις Ηλεκτρονικές Συναλλαγές στην Εσωτερική Αγορά Νόμο, ή με οποιαδήποτε άλλη ασφαλή, εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονική διαδικασία ταυτοποίησης που ρυθμίζεται, αναγνωρίζεται, εγκρίνεται ή γίνεται αποδεκτή από αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας.
(4) Σε περίπτωση ομίλου, η αρμόδια Εποπτική Αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και η αρμόδια Εποπτική Αρχή του κράτους μέλους υποδοχής (για υποκαταστήματα και θυγατρικές) μπορούν να θεωρήσουν ότι υπόχρεη οντότητα εφαρμόζει τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3), μέσω του προγράμματος του ομίλου της, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η υπόχρεη οντότητα βασίζεται σε πληροφορίες που παρέχονται από τρίτο πρόσωπο το οποίο ανήκει στον ίδιο όμιλο·
(β) ο εν λόγω όμιλος εφαρμόζει μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, κανόνες για την τήρηση αρχείων και προγράμματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Οδηγίας της Ε.Ε. ή ισοδύναμους κανόνες·
(γ) η αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) υπόκειται σε εποπτεία σε επίπεδο ομίλου από την αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή της τρίτης χώρας.
(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε σχέσεις ανάθεσης ή σχέσεις πρακτόρευσης στο πλαίσιο των οποίων, βάσει συμβατικής ρύθμισης, ο πάροχος της εξωτερικής υπηρεσίας ή ο πράκτορας θεωρείται μέρος της υπόχρεης οντότητας.
68.-(1) Υπόχρεη οντότητα τηρεί τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες, για περίοδο πέντε (5) ετών μετά το τέλος της επιχειρηματικής της σχέσης με τον πελάτη ή μετά την ημερομηνία της μεμονωμένης συναλλαγής:
(α) Αντίγραφο των εγγράφων και των πληροφοριών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όπως ορίζονται στον παρόντα Νόμο, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι διαθέσιμες, πληροφοριών που αποκτώνται με μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, με σχετικές υπηρεσίες εμπιστοσύνης, όπως ορίζονται στον Κανονισμό (Ε.Ε.) αριθμ. 910/2014 και στον περί της Εφαρμογής του Κανονισμού (Ε.Ε.) αριθμ. 910/2014 σχετικά με την Ηλεκτρονική Ταυτοποίηση και τις Υπηρεσίες Εμπιστοσύνης για τις Ηλεκτρονικές Συναλλαγές στην Εσωτερική Αγορά Νόμο, ή με οποιαδήποτε άλλη ασφαλή, εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονική, διαδικασία ταυτοποίησης που ρυθμίζεται, αναγνωρίζεται, εγκρίνεται ή γίνεται δεκτή από αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας∙
(β) τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και αρχεία των συναλλαγών τα οποία είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των συναλλαγών·
(γ) τα σχετικά έγγραφα της αλληλογραφίας με τους πελάτες και άλλα πρόσωπα με τα οποία διατηρείται επιχειρηματική σχέση.
(1Α) Κατά τη λήξη της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) περιόδου, η υπόχρεη οντότητα διαγράφει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από άλλη διάταξη νόμου:
(1Β) Σε σχέση με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, στις 25 Ιουνίου 2015 εκκρεμούσαν νομικές διαδικασίες όσον αφορά την πρόληψη, τον εντοπισμό, την έρευνα ή την άσκηση ποινικής δίωξης, όταν υπάρχουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και υπόχρεη οντότητα έχει πληροφορίες ή έγγραφα σχετικά με τις εν λόγω εκκρεμείς διαδικασίες, η υπόχρεη οντότητα, δύναται να διατηρεί τις εν λόγω πληροφορίες ή έγγραφα, για χρονικό διάστημα μέχρι και τις 24 Ιουνίου 2020:
(2) Υπόχρεη οντότητα διασφαλίζει ότι όλα τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) έγγραφα τίθενται έγκαιρα και χωρίς καθυστέρηση στη διάθεση της Μονάδας και της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων που ανατίθενται σ’ αυτές δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(3) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) χρονική περίοδος τήρησης εγγράφων και πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου περαιτέρω τήρησης, η οποία δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) επιπλέον έτη, εφαρμόζεται επίσης σε σχέση με τα δεδομένα που είναι προσβάσιμα μέσω του Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Τραπεζικών Λογαριασμών, Λογαριασμών Πληρωμής και Θυρίδων Ασφαλείας, που αναφέρεται στο άρθρο 61Δ.
68Α.-(1) Υπόχρεη οντότητα που ανήκει σε όμιλο εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών για την προστασία των δεδομένων, καθώς και των πολιτικών και των διαδικασιών για την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο του ομίλου, για σκοπούς παρεμπόδισης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
(2) Υπόχρεη οντότητα βεβαιώνεται ότι οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πολιτικές και διαδικασίες εφαρμόζονται αποτελεσματικά σε επίπεδο υποκαταστημάτων και θυγατρικών, των οποίων το ιδιοκτησιακό καθεστώς έχει κατά πλειοψηφία, που βρίσκονται σε κράτος μέλος και τρίτη χώρα.
(3) Υπόχρεη οντότητα που λειτουργεί εγκαταστάσεις σε άλλο κράτος μέλος συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άλλου κράτους μέλους οι οποίες έχουν μεταφερθεί στην εθνική του νομοθεσία για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία της Ε.Ε..
(4) Σε περίπτωση που υπόχρεη οντότητα διαθέτει υποκαταστήματα ή θυγατρικές, των οποίων το ιδιοκτησιακό καθεστώς έχει κατά πλειοψηφία, και τα οποία βρίσκονται σε τρίτη χώρα, όπου οι ελάχιστες απαιτήσεις για την παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι λιγότερο αυστηρές από τις προβλεπόμενες στο παρόντα Νόμο και στις εκάστοτε Οδηγίες και Εγκυκλίους που εκδίδονται από τις αρμόδιες Εποπτικές Αρχές, τα εν λόγω υποκαταστήματά τους και οι θυγατρικές τους εφαρμόζουν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόντα Νόμο και στις εκάστοτε οδηγίες και εγκυκλίους που εκδίδονται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των δεδομένων, στον βαθμό που το επιτρέπει η νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκονται.
(5) Σε περίπτωση που η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των προβλεπόμενων στα εδάφια (1) και (2) πολιτικών και διαδικασιών, η υπόχρεη οντότητα που διατηρεί υποκαταστήματα και θυγατρικές, των οποίων το ιδιοκτησιακό καθεστώς έχει κατά πλειοψηφία, στην εν λόγω τρίτη χώρα οφείλει -
(α) Να λάβει επιπρόσθετα μέτρα ώστε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τον κίνδυνο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και
(β) να ενημερώσει άμεσα την αρμόδια Εποπτική Αρχή.
68Β. Οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν συστήματα και διαδικασίες που καθιστούν δυνατή την έγκαιρη ανταπόκριση σε ερωτήματα της Μονάδας ή της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής κατά πόσον τηρούν ή είχαν τηρήσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε (5) ετών επιχειρηματική σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα καθώς και ως προς το είδος αυτής της επιχειρηματικής σχέσης.
68Γ. Σε περίπτωση που πελάτης υπόχρεων οντοτήτων, ή πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να ενεργεί εκ μέρους του πελάτη, ή τρίτο πρόσωπο σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 67, πάνω στο οποίο η υπόχρεη οντότητα βασίζεται για την εκτέλεση των διαδικασιών προσδιορισμού ταυτότητας και μέτρων δέουσας επιμέλειας, εν γνώσει του παρέχει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία και πληροφορίες για την ταυτότητα του πελάτη ή του τελικού πραγματικού δικαιούχου ή παρουσιάζει ψευδή ή πλαστογραφημένα έγγραφα ταυτότητας, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
69. Οι υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς και αναφοράς στη Μονάδα οι οποίες:
(α) Ορίζουν ανώτερο διοικητικό στέλεχος το οποίο διαθέτει ικανότητα, γνώσεις και εμπειρογνωμοσύνη, ως “λειτουργό συμμόρφωσης” στον οποίο θα γίνεται η αναφορά για οποιαδήποτε πληροφορία ή άλλο θέμα το οποίο περιέρχεται στην αντίληψη του και που, κατά τη γνώμη του, αποδεικνύει ή δημιουργεί υποψίες ότι άλλο πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
(β) απαιτούν όπως, οποιαδήποτε τέτοια αναφορά, εξετάζεται υπό το φως όλων των σχετικών πληροφοριών από το λειτουργό συμμόρφωσης για να διαπιστωθεί κατά πόσο η πληροφορία ή άλλο θέμα που περιλαμβάνεται στην αναφορά πράγματι αποδεικνύει το γεγονός αυτό ή δημιουργούν τέτοια υποψία·
(γ) επιτρέπουν στο λειτουργό συμμόρφωσης σύμφωνα με την παράγραφο (β) πιο πάνω να έχει άμεση και έγκαιρη πρόσβαση σε άλλες πληροφορίες, στοιχεία και έγγραφα τα οποία δυνατό να το βοηθήσουν και τα οποία είναι διαθέσιμα στο πρόσωπο που διεξάγει χρηματοοικονομικές ή άλλες δραστηριότητες·
(δ) όταν γνωρίζουν ή έχουν εύλογες υποψίες ότι χρηματικά ποσά, ανεξαρτήτως του ύψους τους, συνιστούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, διασφαλίζουν ότι ενημερώνεται άμεσα η Μονάδα, με δική τους πρωτοβουλία από τον αναφερόμενο στην παράγραφο (α) λειτουργό συμμόρφωσης, υποβάλλοντας σχετική έκθεση και παρέχοντας συμπληρωματικές πληροφορίες μετά από σχετικό αίτημα της Μονάδας:
(δ1) παρέχουν αμελλητί στη Μονάδα, κατόπιν αιτήματός της, όλες τις αιτούμενες πληροφορίες·
(ε) Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 68Β και της παραγράφου (δ) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε ανεξάρτητους επαγγελματίες νομικούς, ελεγκτές, εξωτερικούς λογιστές και φορολογικούς συμβούλους, αποκλειστικά και μόνον στο βαθμό που η εν λόγω εξαίρεση αφορά τις πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά την αξιολόγηση της νομικής κατάστασης του εν λόγω πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν σε δίκη ή σχετικά με δίκη, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών για τη λήψη δικαστικών μέτρων ή την αποφυγή λήψης δικαστικών μέτρων, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τα δικαστικά μέτρα.
69Α. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση πληροφοριών από υπόχρεη οντότητα ή από υπάλληλο ή από διευθυντή τέτοιας υπόχρεης οντότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69, δεν αποτελεί παράβαση οποιασδήποτε συμβατικής ή νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής απαγόρευσης γνωστοποίησης πληροφοριών, ούτε συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για την υπόχρεη οντότητα ή τους διευθυντές ή τους υπαλλήλους της, ακόμη κι αν οι περιστάσεις δεν τους επέτρεπαν να γνωρίζουν ακριβώς ποια ήταν η βασική παράνομη δραστηριότητα και ανεξάρτητα από το εάν πράγματι διαπράχθηκε παράνομη δραστηριότητα.
69Β.-(1) Πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων και των αντιπροσώπων της υπόχρεης οντότητας, το οποίο υποβάλλει εσωτερική αναφορά ή αναφορά στη Μονάδα για ύποπτες συναλλαγές δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 69, τυγχάνει νομικής προστασίας από οποιαδήποτε έκθεσή του σε απειλές, αντίποινα ή εχθρικές ενέργειες, και ειδικότερα από δυσμενείς ενέργειες ή διακρίσεις στον εργασιακό χώρο.
(2) Πρόσωπο, το οποίο εκτίθεται σε απειλές, αντίποινα ή εχθρικές ενέργειες, και ειδικότερα σε δυσμενείς ενέργειες ή διακρίσεις στον εργασιακό χώρο λόγω του ότι υπέβαλε εσωτερική αναφορά ή αναφορά στη Μονάδα για ύποπτες συναλλαγές δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 69, δύναται να προβεί σε καταγγελία με τρόπο ασφαλή στην αντίστοιχη Εποπτική Αρχή και, χωρίς επηρεασμό του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που συγκεντρώνονται από τη Μονάδα, έχει το δικαίωμα αποτελεσματικής θεραπείας για την προάσπιση των δικαιωμάτων του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου.
70. Οι υπόχρεες οντότητες αποφεύγουν τη διενέργεια συναλλαγών, για τις οποίες γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι συνδέονται με αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, προτού αναφέρουν την υποψία τους στη Μονάδα σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 69 του παρόντος Νόμου:
70Α. (1) Η αρμόδια Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτήσει από εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος και πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ο οποίος είναι εγκατεστημένος στη Δημοκρατία υπό μορφή αντιπροσώπου το διορισμό ενός κεντρικού σημείου επαφής στη Δημοκρατία.
(2) Το κεντρικό σημείο επαφής που αναφέρεται στο εδάφιο (1) διασφαλίζει, για λογαριασμό του αρμόδιου για τον καθορισμό του κεντρικού σημείου επαφής ιδρύματος, τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν Μέρος και στις εκάστοτε οδηγίες που εκδίδονται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή για την παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για να διευκολύνει την εποπτεία από την αρμόδια Εποπτική Αρχή, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, έγγραφα και πληροφορίες κατόπιν απαίτησής της.
70Β. (1) Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου υπόκειται στις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.
(2) Για σκοπούς του παρόντος Νόμου τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις υπόχρεες οντότητες μόνο για σκοπούς των διατάξεων του παρόντος Νόμου και δεν υποβάλλονται σε οποιαδήποτε άλλη ασύμβατη επεξεργασία.
(3) Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς άλλους από αυτούς που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, όπως οι εμπορικοί σκοποί, απαγορεύεται.
(4) Οι υπόχρεες οντότητες παρέχουν στους νέους πελάτες τους -
(α) Τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, πριν από την έναρξη επιχειρηματικής σχέσης ή τη διεξαγωγή μεμονωμένης συναλλαγής, και
(β) ενημέρωση, πριν την έναρξη επιχειρηματικής σχέσης ή τη διεξαγωγή μεμονωμένης συναλλαγής, για την επεξεργασία στην οποία υποβάλλονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για σκοπούς παρεμπόδισης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
(5) Με βάση το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 για την προστασία προσωπικών δεδομένων, ο παρών Νόμος αίρει το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και στην επεξεργασία την οποία αυτά υποβάλλονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Για σκοπούς ορθής εκπλήρωσης των καθηκόντων των υπόχρεων οντοτήτων και των εποπτικών αρχών, όπως αυτά απορρέουν από τον παρόντα Νόμο· ή
(β) για να μην παρεμποδίζεται η διενέργεια επίσημων ή νομικών ερευνών, αναλύσεων ή διαδικασιών για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και να εξασφαλίζεται ότι δεν διακυβεύονται η πρόληψη, η διερεύνηση και ο εντοπισμός της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
(6) Με σκοπό την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λογίζεται βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ζήτημα δημόσιου συμφέροντος.
(7)(α) Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των παραγράφων (α1), (α2), και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 55 και των άρθρων 55Α, 61Δ και 61Ζ ρυθμίζεται, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρμόδιες Αρχές για τους Σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικημάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(β) Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την οποία αποκαλύπτεται η φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, οι θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, η συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, δεδομένα που αφορούν την υγεία ή δεδομένα που αφορούν τη σεξουαλική ζωή ή τον γενετήσιο προσανατολισμό φυσικού προσώπου επιτρέπεται μόνο υπό την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, σύμφωνα με τους πιο πάνω Νόμους:
71. Η μη εκτέλεση ή η καθυστέρηση εκτέλεσης οποιασδήποτε συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, από υπόχρεη οντότητα δε θα λογίζεται ως παράβαση οποιασδήποτε συμβατικής ή άλλης υποχρέωσης του εν λόγω προσώπου προς τον πελάτη του αν οφείλεται-
(α) στη μη παροχή επαρκών στοιχείων ή πληροφοριών για-
(i) τη φύση και τον οικονομικό ή εμπορικό σκοπό της συναλλαγής, ή/και
(ii) τα εμπλεκόμενα μέρη, όπως απαιτείται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/847, ή
(β) στη γνώση ότι τα χρήματα που βρίσκονται σε πίστη του λογαριασμού ή η συναλλαγή, πιθανόν να συνδέονται με αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή με τη διάπραξη άλλου ποινικού αδικήματος.
71Α.-(α) Κατά τη συνεργασία μεταξύ των Εποπτικών Αρχών, της Μονάδας, της Αστυνομίας και του Τμήματος Τελωνείων και αντίστοιχων αρμόδιων αρχών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου δεν απαγορεύεται η ανταλλαγή πληροφοριών ή η συνδρομή μεταξύ τους και δεν τίθενται παράλογοι ή υπερβολικοί περιοριστικοί όροι στην ανταλλαγή πληροφοριών ή στη συνδρομή μεταξύ τους.
(β) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων της παραγράφου (α), οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν απορρίπτουν αίτημα αρμόδιας αρχής κράτους μέλους για συνδρομή με την αιτιολογία ότι-
(i) το αίτημα θεωρείται ότι περιλαμβάνει φορολογικά θέματα,
(ii) η εθνική νομοθεσία απαιτεί από την υπόχρεη οντότητα να τηρεί απόρρητο ή εμπιστευτικότητα, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες που ζητούνται προστατεύονται από νομικό προνόμιο ή επαγγελματικό απόρρητο, όπως αυτά περιγράφονται στις διατάξεις της παραγράφου (ε) του άρθρου 69 και του άρθρου 44 του παρόντος Νόμου,
(iii) βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, εκτός εάν η συνδρομή θα παρεμπόδιζε την εν λόγω έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία,
(iv) η φύση ή η κατάσταση της αιτούσας ομολόγου αρμόδιας αρχής είναι διαφορετική από εκείνη της αρμόδιας αρχής προς την οποία απευθύνεται το αίτημα.