25.-(1) Τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα πληρούν ανά πάσα στιγμή την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων όταν απαιτείται από το παρόν άρθρο και από τα άρθρα 25Α έως 27 και 29 και σύμφωνα με τα άρθρα αυτά.
(2) Η υποχρέωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25Β(3), (4) ή (6) του παρόντος Νόμου, κατά περίπτωση, ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων και εκφράζεται ως ποσοστό-
(α) του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, υπολογιζόμενου σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και
(β) του μέτρου συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, υπολογιζόμενου σύμφωνα με τα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(2Α)(α) Σύμφωνα με το Άρθρο 65 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι παραπομπές του παρόντος Νόμου στο Άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση των επιχειρήσεων επενδύσεων, που δεν αποτελούν επιχειρήσεις επενδύσεων του Άρθρου 1, παράγραφος 2 ή 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, νοούνται ως εξής:
(i) Οι παραπομπές του παρόντος Νόμου στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά την απαίτηση του συνολικού δείκτη κεφαλαίου, αναφέρονται στο Άρθρο 11, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033·
(ii) οι παραπομπές του παρόντος Νόμου στο Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο, αναφέρονται στην ισχύουσα απαίτηση του Άρθρου 11, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 πολλαπλασιαζόμενο επί δώδεκα και μισό (12,5).
(β) Σύμφωνα με το Άρθρο 65 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, οι παραπομπές του παρόντος Νόμου στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας των ΕΠΕΥ Νόμου, όσον αφορά τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων που δεν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 2 ή 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, νοούνται ως παραπομπές στο άρθρο 33 του περί Προληπτικής Εποπτείας των ΕΠΕΥ Νόμου ή στο Άρθρο 40 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, αντίστοιχα.
(3)(α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), οι αρχές εξυγίανσης εξαιρούν από την απαίτηση του εδαφίου (1) τα ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης που χρηματοδοτούνται από καλυμμένα ομόλογα τα οποία, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, δεν επιτρέπεται να δέχονται καταθέσεις, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Τα ιδρύματα αυτά εκκαθαρίζονται μέσω των προβλεπόμενων στο κυπριακό δίκαιο διαδικασιών αφερεγγυότητας, ή μέσω άλλων διαδικασιών που προορίζονται για τα εν λόγω ιδρύματα και εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 48,50 ή 52. Και
(ii) οι διαδικασίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση όσων κατέχουν καλυμμένα ομόλογα, υφίστανται ζημιές κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης.
(4) Τα ιδρύματα που απαλλάσσονται από την υποχρέωση που προβλέπεται από το εδάφιο (1) δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ(1).
25Α.-(1)(α) Οι υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων εξυγίανσης μόνον όταν πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στο Άρθρο 72α, το Άρθρο 72β, με εξαίρεση το στοιχείο δ) της παραγράφου 2 αυτού, και το Άρθρο 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), όποτε ο παρών Νόμος αναφέρεται στις απαιτήσεις του Άρθρου 92α ή του Άρθρου 92β του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως επιλέξιμες υποχρεώσεις για τον σκοπό των εν λόγω άρθρων νοούνται οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, όπως ορίζονται στο Άρθρο 72ια του εν λόγω Κανονισμού και προσδιορίζονται σύμφωνα με το Κεφάλαιο 5α του Τίτλου Ι του Δεύτερου Μέρους του εν λόγω Κανονισμού.
(2)(α) Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα με ενσωματωμένα παράγωγα, όπως δομημένα αξιόγραφα, που πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, με εξαίρεση το Άρθρο 72α, παράγραφος 2, στοιχείο ιβ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνον εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Το βασικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από το χρεωστικό μέσο είναι γνωστό κατά τον χρόνο έκδοσης, είναι σταθερό ή αυξανόμενο και δεν επηρεάζεται από ένα ενσωματωμένο παράγωγο στοιχείο, και το συνολικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από το χρεωστικό μέσο, συμπεριλαμβανομένου του ενσωματωμένου παραγώγου, μπορεί να αποτιμάται καθημερινά με αναφορά σε μια ενεργή, ρευστή αγορά διπλής κατεύθυνσης για ισοδύναμο μέσο χωρίς πιστωτικό κίνδυνο, σύμφωνα με τα Άρθρα 104 και 105 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
(ii) το χρεωστικό μέσο περιλαμβάνει συμβατική ρήτρα που ορίζει ότι η αξία της απαίτησης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη και εξυγίανσης του εκδότη είναι σταθερή ή αυξανόμενη, και δεν υπερβαίνει το αρχικά καταβληθέν ποσό της υποχρέωσης.
(β) Τα χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο (α), συμπεριλαμβανομένων των ενσωματωμένων παραγώγων τους, δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε συμφωνία συμψηφισμού και η αποτίμησή τους δεν υπόκειται του άρθρου 58(3).
(γ) Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνο για το τμήμα της υποχρέωσης που αντιστοιχεί στο βασικό ποσό που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) της εν λόγω παραγράφου ή στο σταθερό ή αυξανόμενο ποσό που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της εν λόγω παραγράφου.
(3) Όταν οι υποχρεώσεις εκδίδονται, από θυγατρική εγκατεστημένη στην ΕΕ η οποία ανήκει στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με την οντότητα εξυγίανσης, σε υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, οι υποχρεώσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 45στ, παράγραφος 2, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ·
(β) η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής έναντι των εν λόγω υποχρεώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή το άρθρο 32ΣΤ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή το άρθρο 28 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 59 ή 62 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης·
(γ) οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν υπερβαίνουν ποσό το οποίο ισούται με το ποσό που αναφέρεται στην ακόλουθη υποπαράγραφο (ii) μείον το ποσό που αναφέρεται στην ακόλουθη υποπαράγραφο (i):
(i) Το άθροισμα των υποχρεώσεων που εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3)(β)·
(ii) το ποσό που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(1) και (2).
(4)(α) Χωρίς επηρεασμό της ελάχιστης απαίτησης του άρθρου 25Β(4) και του άρθρου 25Γ(1)(α), η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε τμήμα της απαίτησης του άρθρου 25Δ, ίσο με το 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, καλύπτεται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 25Β(4) ή (5), με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να επιτρέψει την κάλυψη επιπέδου χαμηλότερου από το 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, αλλά υψηλότερου από το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου [1-(X1/X2)] x 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 25Β(4) ή (5) του παρόντος Νόμου, με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης, ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 72β, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπου, τηρουμένου του ορίου της αναλογίας της μείωσης που είναι δυνατή δυνάμει του άρθρου 72β, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού -
X1 = 3,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και
X2 = το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα του 18% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του ποσού της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.
(γ) Όταν, για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 25Β(4), η εφαρμογή των παραγράφων (α) και (β) οδηγεί σε απαίτηση άνω του 27% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, η αρχή εξυγίανσης περιορίζει, για την οικεία οντότητα εξυγίανσης, το μέρος της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, σε ποσό ίσο προς το 27% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, εάν η αρχή εξυγίανσης έχει αξιολογήσει ότι-
(i) η πρόσβαση στο Ταμείο Εξυγίανσης και στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών δεν λαμβάνεται υπόψη στο σχέδιο εξυγίανσης ως επιλογή για την εξυγίανση της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης. και
(ii) όταν δεν εφαρμόζεται η υποπαράγραφος (i), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ, επιτρέπει στην εν λόγω οντότητα εξυγίανσης να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 103(4) ή (6), κατά περίπτωση.
(δ) Κατά την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο δυσανάλογης επίπτωσης στο επιχειρηματικό μοντέλο της οικείας οντότητας εξυγίανσης.
(ε) Για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 25Β(5), η παράγραφος (γ) του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζεται.
(5)(α) Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν είναι ούτε G-SII ούτε οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 25Β(4) ή (5), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι τμήμα της απαίτησης του άρθρου 25Δ είτε έως το 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, της οντότητας είτε έως το ποσό που προκύπτει από τον τύπο στο εδάφιο (8) του παρόντος άρθρου, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο, καλύπτεται με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης, ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Υποχρεώσεις άλλες από υποχρεώσεις χαμηλής κατάταξης που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου έχουν την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα στην εθνική διαδικασία αφερεγγυότητας με ορισμένες υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5) ή το άρθρο 54(6) και (7)(α) και (β)·
(ii) υπάρχει κίνδυνος, μετά τη σχεδιαζόμενη εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις άλλες από τις υποχρεώσεις χαμηλής κατάταξης που δεν εξαιρούνται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5) ή το άρθρο 54(6) και (7)(α) και (β), οι πιστωτές απαιτήσεων που απορρέουν από τις εν λόγω υποχρεώσεις να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας·
(iii) το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και άλλων υποχρεώσεων χαμηλής κατάταξης δεν υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για να διασφαλιστεί ότι οι πιστωτές που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) δεν υφίστανται ζημίες πάνω από το επίπεδο των ζημιών τις οποίες θα είχαν διαφορετικά υποστεί σε περίπτωση εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.
(β) Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι, εντός μιας τάξης υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται ή είναι ευλόγως πιθανό ότι θα εξαιρεθούν από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5) ή το άρθρο 54(6) και (7)(α) και (β), ανέρχεται σε άνω του 10% της εν λόγω τάξης, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί τον κίνδυνο που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου.
(6)(α) Για τους σκοπούς των εδαφίων (4), (5) και (7), οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις εφόσον αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα συμψηφισμού του αντισυμβαλλομένου.
(β) Τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης που χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας είναι επιλέξιμα για τη συμμόρφωση με την απαίτηση των εδαφίων (4), (5) και (7).
(7) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (4), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ, ικανοποιείται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκεινται στο άρθρο 25Β(4) ή (5), με ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, στο βαθμό που το άθροισμα των εν λόγω ιδίων κεφαλαίων, μέσων και υποχρεώσεων, λόγω της υποχρέωσης της οντότητας εξυγίανσης να συμμορφώνεται με συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στο άρθρο 25Β(4) και στο άρθρο 25Δ του παρόντος Νόμου, δεν υπερβαίνει το υψηλότερο μεταξύ-
(α) 8% του συνόλου των υποχρεώσεων της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων· ή
(β) του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου Ax2 +Bx2 +C, όπου A, B και C είναι τα ακόλουθα ποσά:
A = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
B = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο Άρθρο 104 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·
C = το ποσό που προκύπτει από την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.
(8)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ασκεί την εξουσία του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου όσον αφορά τις οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 25Β(4) ή (5) και πληρούν μία από τις προϋποθέσεις των υποπαραγράφων (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου έως το όριο του 30% του συνόλου των οντοτήτων εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 25Β(4) ή (5), και για τις οποίες η αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ.
(β) Οι προϋποθέσεις θεωρούνται από την αρχή εξυγίανσης ως εξής:
(i) Έχουν διαπιστωθεί ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης στην προηγούμενη εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης και-
(Α) δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα μετά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 20(5), εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει η αρχή εξυγίανσης, ή
(Β) τα διαπιστωθέντα ουσιαστικά εμπόδια δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με καμία από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 20(5), και η άσκηση της εξουσίας του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου θα αντιστάθμιζε εν μέρει ή πλήρως τον αρνητικό αντίκτυπο των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης·
(ii) η αρχή εξυγίανσης θεωρεί ότι είναι περιορισμένες η εφικτότητα και η αξιοπιστία της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους της οντότητας, της αλληλεπίδρασης, της φύσης, του εύρους, του κινδύνου και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, του νομικού της καθεστώτος και της μετοχικής δομής. Ή
(iii) η απαίτηση του άρθρου 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και του άρθρου 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η οντότητα εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκειται στο άρθρο 25Β(4) ή (5) του παρόντος Νόμου, καθόσον αφορά την επικινδυνότητα, συγκαταλέγεται στο ανώτερο 20% των ιδρυμάτων για τα οποία η αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση του άρθρου 25(1) του παρόντος Νόμου.
(γ) Για τους σκοπούς των ποσοστών που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), η αρχή εξυγίανσης στρογγυλοποιεί στον πλησιέστερο ακέραιο τον αριθμό που προκύπτει από τον υπολογισμό.
(9)(α) Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στα εδάφια (5) ή (7) μόνο μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση.
(β) Κατά τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη-
(i) το βάθος της αγοράς για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και τα επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης της οντότητας εξυγίανσης, την τιμολόγηση των εν λόγω μέσων, όπου υπάρχουν, και τον χρόνο που απαιτείται για την εκτέλεση κάθε πράξης που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με την απόφαση· και
(ii) το ποσό των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του ενός έτους από την ημερομηνία της απόφασης με σκοπό την ποσοτική προσαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στα εδάφια (5) και (7) του παρόντος άρθρου· και
(iii) τη διαθεσιμότητα και το ποσό των μέσων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από το στοιχείο δ) της παραγράφου 2 του Άρθρου 72β του εν λόγω Κανονισμού· και
(iv) εάν είναι σημαντικό σε σύγκριση με τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης, το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5) ή το άρθρο 54(6), και που, σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατατάσσονται σε ίση ή χαμηλότερη θέση από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις με την υψηλότερη κατάταξη· εφόσον το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων δεν υπερβαίνει το 5% του ποσού των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας εξυγίανσης, το εξαιρούμενο ποσό θεωρείται μη σημαντικό, διαφορετικά η σημασία των εξαιρούμενων υποχρεώσεων εκτιμάται από την αρχή εξυγίανσης· και
(v) το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης, καθώς και τη σταθερότητα και την ικανότητά της να συνεισφέρει στην οικονομία· και
(vi) τον αντίκτυπο του πιθανού κόστους αναδιάρθρωσης στην ανακεφαλαιοποίηση της οντότητας εξυγίανσης.
25B.-(1) Η κατά το άρθρο 25(1) απαίτηση καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, τουλάχιστον βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:
(α) Την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης·
(β) την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ότι η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα, ή ιδρύματα κράτους μέλους ή οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, διαθέτουν επαρκείς επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση εφαρμογής σε αυτές του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα ή εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, αντιστοίχως, οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ο συνολικός, δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης των σχετικών οντοτήτων μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή, κατά περίπτωση, βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης της ΕΕ·
(γ) την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τη δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων από τη διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 54(6) του παρόντος Νόμου, ή τη δυνατότητα πλήρους μεταβίβασης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η οντότητα εξυγίανσης διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ζημίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσει να πληροί τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης της ΕΕ·
(δ) το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης·
(ε) τον βαθμό στον οποίο η αφερεγγυότητα της οντότητας εξυγίανσης θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων, μέσω της μετάδοσης σε άλλα ιδρύματα ή οντότητες, λόγω της διασύνδεσής της οντότητας με άλλα ιδρύματα ή οντότητες ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
(2)(α) Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η δράση εξυγίανσης πρέπει να αναλαμβάνεται ή η εξουσία απομείωσης και μετατροπής των οικείων κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) να ασκείται σύμφωνα με το σχετικό σενάριο εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 10(3), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) ισούται με ποσό ικανό να διασφαλίσει ότι-
(i) οι ζημίες που αναμένεται να υποστεί η οντότητα απορροφώνται πλήρως (εφεξής, στο παρόν άρθρο, “η απορρόφηση ζημιών”)·
(ii) η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα ή ιδρύματα κράτους μέλους ή οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, ανακεφαλαιοποιούνται στο αναγκαίο επίπεδο ώστε να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις απόκτησης άδειας λειτουργίας και να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης της ΕΕ για χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος (“ανακεφαλαιοποίηση”).
(β) Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα εξυγίανσης εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή στο πλαίσιο άλλων ισοδύναμων εθνικών διαδικασιών, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί κατά πόσο δικαιολογείται να περιοριστεί η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), για την εν λόγω οντότητα, ώστε να μην υπερβαίνει ένα ποσό το οποίο επαρκεί για την απορρόφηση των ζημιών σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου.
(γ) Η αξιολόγηση της αρχής εξυγίανσης περιλαμβάνει, ειδικότερα, αξιολόγηση του ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου από την άποψη τυχόν αντικτύπου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στον κίνδυνο μετάδοσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
(3)(α) Για τις οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) έχει ως εξής:
(i) Για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α), το άθροισμα-
(Α) LAA(RW): του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου σχετικά με την οντότητα εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης· και
(Β) RCA(RW): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης· και
(ii) για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β), το άθροισμα-
(Α) LAA(LR): του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση του δείκτη μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης· και
(Β) RCA(LR): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης.
(β) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α), διά του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.
(γ) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(β), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατόν, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, διά του μέτρου συνολικού ανοίγματος.
(δ) Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 103(4), (5) και (6).
(ε) Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (δ), η αρχή εξυγίανσης-
(i) χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες αξίες που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις εξυγίανσης προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και
(ii) κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στην οντότητα εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης.
(στ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αυξήσει την απαίτηση RCA(RW) που προβλέπεται στην υπο-υποπαράγραφο (Β) της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την εξυγίανση, η οντότητα εξυγίανσης διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος.
(ζ) Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος (στ), το ποσό που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο ισούται με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται μετά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» του άρθρου 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στην παράγραφο 51(9)(α) της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14 του 2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε σχέση με ΚΕΠΕΥ.
(η) Το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (στ)-
(i) προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από το Ταμείο Εξυγίανσης ή χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (4) και (6), μετά την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης·
(ii) προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από το Ταμείο Εξυγίανσης ή χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (4) και (6) του παρόντος Νόμου ή κατά περίπτωση, το Άρθρο 44, παράγραφοι 5 και 8, και το Άρθρο 101, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.
(4)(α) Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και ανήκουν σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού άνω των εκατόν δισεκατομμυρίων ευρώ (€100.000.000.000), το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ισούται τουλάχιστον με-
(i) 13,5%, όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) του παρόντος Νόμου· και
(ii) 5%, όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β) του παρόντος Νόμου.
(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 25Α, οι οντότητες εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) συμμορφώνονται με το επίπεδο απαίτησης που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, το οποίο ισούται με 13,5% όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) και με 5% όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β), χρησιμοποιώντας ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Α(3).
(5)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, να αποφασίσει να εφαρμόσει τις απαιτήσεις του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου σε οντότητα εξυγίανσης που δεν υπόκειται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η οποία ανήκει σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού κάτω των εκατόν δισεκατομμυρίων ευρώ (€100.000.000.000) και, κατά την εκτίμηση της αρχής εξυγίανσης, είναι ευλόγως πιθανόν να δημιουργήσει συστημικό κίνδυνο σε περίπτωση που περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας.
(β) Κατά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη-
(i) την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών μέσων, στο μοντέλο χρηματοδότησης·
(ii) την περιορισμένη πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις·
(iii) τον βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης βασίζεται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ.
(γ) Η μη λήψη απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο (α) δεν θίγει τυχόν απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 25Α(5).
(6)(α) Για τις οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) έχει ως εξής:
(i) Για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α), το άθροισμα-
(Α) LAA(RW): του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου στο άρθρο 62 του Περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου όσον αφορά την οντότητα· και
(Β) RCA(RW): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση σχετικά με τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης· και
(ii) για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β), το άθροισμα-
(Α) LAA(LR): του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση στην οποία υπόκειται η οντότητα σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και
(Β) RCA(LR): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.
(β) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατόν, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου διά του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.
(γ) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(β), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατόν, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου διά του μέτρου του συνολικού ανοίγματος.
(δ) Κατά τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 103(4) και (6).
(ε) Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (δ), η αρχή εξυγίανσης-
(i) χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και
(ii) κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του Περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στην οντότητα εξυγίανσης μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.
(στ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αυξήσει την απαίτηση RCA(RW) που προβλέπεται στην υπο-υποπαράγραφο (Β) της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) η οντότητα εξυγίανσης μπορεί να διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.
(ζ) Εφόσον εφαρμόζεται η παράγραφος (στ), το ποσό που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο ισούται με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» του άρθρου 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στην παράγραφο 51(9)(α) της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14 του 2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε σχέση με ΚΕΠΕΥ.
(η) Το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (στ)-
(i) προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα της Δημοκρατίας ή το σχετικό πρόσωπο όσο και η πρόσβαση τους σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών στο Ταμείο Εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (5) και (6), μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) ή την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης·
(ii) προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) του παρόντος Νόμου όσο και η πρόσβαση τους σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών στο Ταμείο Εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (4) και (6), για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.
(7) Όταν η αρχή εξυγίανσης αναμένει ότι ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων υποχρεώσεων είναι ευλόγως πιθανό να εξαιρεθούν ολικώς ή μερικώς από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 54(6) και (7)(α) και (β) ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν πλήρως σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) πρέπει να ικανοποιείται με ίδια κεφάλαια ή άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις που επαρκούν για-
(α) να καλυφθεί το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 54(6) και (7)(α) και (β)·
(β) να διασφαλιστεί ότι πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στο εδάφιο (2).
(8) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλλει ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) έως (8) και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε να απηχεί οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου.
(9) Για τους σκοπούς των εδαφίων (3) και (6), οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την εφαρμογή από την αρμόδια αρχή των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται στα Κεφάλαια 1, 2 και 4 του Τίτλου Ι του Δέκατου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στις διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές από τον εν λόγω Κανονισμό.
25Γ.-(1) Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) μιας οντότητας εξυγίανσης η οποία αποτελεί G-SII ή μέρος μιας G-SII συνίσταται στα ακόλουθα:
(α) Τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα Άρθρα 92α και 494 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και
(β)κάθε συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προσδιορίζεται από την αρχή εξυγίανσης και αφορά συγκεκριμένα την οντότητα εξυγίανσης σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.
(2) Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) του παρόντος Νόμου όσον αφορά μία εντός της Δημοκρατίας σημαντική θυγατρική ενός G-SII εκτός ΕΕ συνίσταται στα εξής -
(α) Τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα Άρθρα 92β και 494 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και
(β) κάθε συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει προσδιορισθεί από την αρχή εξυγίανσης ειδικά για την εν λόγω σημαντική θυγατρική σύμφωνα με εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια και υποχρεώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 25Ε και του άρθρου 92(2).
(3) Η αρχή εξυγίανσης επιβάλλει πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) μόνο-
(α) όταν η απαίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) ή την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) δεν επαρκεί για να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 25Β· και
(β) στον βαθμό που διασφαλίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 25Β.
(4) Για τους σκοπούς των άρθρων 26(3), 26Α(3) και 27(3), σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε συνεργασία με τις άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης κρατών μελών υπολογίζουν το ποσό που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου-
(α) για κάθε οντότητα εξυγίανσης·
(β) για τη μητρική οντότητα της ΕΕ, σαν να ήταν η μοναδική οντότητα εξυγίανσης της G-SII.
(5) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλει πρόσθετη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), του παρόντος άρθρου, περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης, καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε να αντικατοπτρίζει οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του Περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου και εφαρμόζεται στον όμιλο εξυγίανσης ή την εντός της Δημοκρατίας σημαντική θυγατρική ενός G-SII εκτός ΕΕ.
25Δ.-(1) Οι οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 25Α έως 25Γ σε ενοποιημένη βάση στο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης.
(2) Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) της οντότητας εξυγίανσης στο ενοποιημένο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης καθορίζεται με βάση τα άρθρα 26, 26Α και 27, βάσει των απαιτήσεων που καθορίζονται στα άρθρα 25Α έως 25Γ και του κατά πόσο οι θυγατρικές τρίτης χώρας του ομίλου πρέπει να εξυγιαίνονται χωριστά σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης.
(3) Για όμιλο εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου «όμιλος εξυγίανσης» στο άρθρο 2(1), η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού σύνδεσης με τον κεντρικό φορέα και της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης, ποιες οντότητες του ομίλου εξυγίανσης απαιτείται να συμμορφώνονται με τα άρθρα 25Β(3) και (4) και 25Γ(1), προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται, στο σύνολό του, με τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου και με ποιον τρόπο οι οντότητες αυτές πρέπει να συμμορφώνονται βάσει του σχεδίου εξυγίανσης.
25Ε.-(1)(α) Τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές μιας οντότητας εξυγίανσης ή οντότητας τρίτης χώρας, αλλά δεν είναι τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 25Β σε μεμονωμένη βάση.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, να αποφασίσει να εφαρμόσει την απαίτηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο σε σχετικό πρόσωπο, η οποία είναι θυγατρική μιας οντότητας εξυγίανσης αλλά δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης.
(γ) Ανεξαρτήτως της παραγράφου (α), οι μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, αλλά είναι θυγατρικές οντοτήτων τρίτων χωρών, πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 25Β και 25Γ σε ενοποιημένη βάση.
(2)(α) Για όμιλο εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου «όμιλος εξυγίανσης» στο άρθρο 2(1), τα ΑΠΙ που είναι συνδεδεμένα με κεντρικό φορέα αλλά δεν είναι τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, και κεντρικός φορέας που δεν είναι ο ίδιος οντότητα εξυγίανσης, καθώς και τυχόν οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται σε απαίτηση δυνάμει του άρθρου 25Δ(3), συμμορφώνονται με το άρθρο 25Β(6) σε μεμονωμένη βάση.
(β) Η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 25(1), για οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου, προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 26, 26Α, 27 και 92, κατά περίπτωση, και βάσει των προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 25Β.
(3) Η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 25(1), για οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, ικανοποιείται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:
(α) Υποχρεώσεις που-
(i) εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν τις υποχρεώσεις από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο ή εκδίδονται σε υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32(1)(α) και 34 του παρόντος Νόμου, τα άρθρα 32Δ, 32E και 32ΣΤ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων ή τα άρθρα 26, 27 ή 28 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης,
(ii) πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που αναφέρονται στο Άρθρο 72α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με εξαίρεση το Άρθρο 72β, παράγραφος 2, στοιχεία β), γ), ια), ιβ) και ιγ) και το Άρθρο 72β, παράγραφοι 3 έως 5 του εν λόγω Κανονισμού,
(iii) στις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας κατατάσσονται κάτω από τις υποχρεώσεις που δεν πληρούν την προϋπόθεση της υποπαραγράφου (i) και δεν είναι επιλέξιμες για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,
(iv) υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32(1)(α) και 34 του παρόντος Νόμου, τα άρθρα 32Δ, 32Ε και 32ΣΤ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή τα άρθρα 26, 27 ή 28 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου με τρόπο που συνάδει με την στρατηγική εξυγίανσης του ομίλου εξυγίανσης, ιδίως χωρίς να επηρεάζουν τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης,
(v) η απόκτηση της κυριότητας αυτών δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο,
(vi) των οποίων οι διατάξεις που τις διέπουν δεν υποδεικνύουν ρητά ή σιωπηρά ότι οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν να αγοραστούν, εξοφληθούν, επαναγοραστούν ή αποπληρωθούν πρόωρα, αναλόγως, από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας, ενώ η οντότητα δεν προβλέπει άλλως τέτοια υπόδειξη,
(vii) των οποίων οι διατάξεις που τις διέπουν δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν άρθρο,
(viii) το επίπεδο των οφειλόμενων πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, κατά περίπτωση, επί των υποχρεώσεων δεν τροποποιείται βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν άρθρο ή της μητρικής της επιχείρησης·
(β) ίδια κεφάλαια, ως εξής:
(i) Κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1· και
(ii) άλλα ίδια κεφάλαια τα οποία-
(Α) εκδίδονται σε οντότητες που περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές· ή
(Β) εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32(1)(α) και 34 τα άρθρα 32Δ, 32Ε και 32ΣΤ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή τα άρθρα 26, 27 ή 28 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης.
(4) Η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, δύναται να παραιτηθεί από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τη συγκεκριμένη θυγατρική, όταν-
(α) τόσο η θυγατρική όσο και η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·
(β) η οντότητα εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ·
(γ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από την οντότητα εξυγίανσης στη θυγατρική, για την οποία έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 31(1), ιδίως όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης για την οντότητα εξυγίανσης·
(δ) η οντότητα εξυγίανσης πληροί τις απαιτήσεις της αρμόδιας αρχής όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική ή ότι οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι·
(ε) οι διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου του κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης καλύπτουν τη θυγατρική·
(στ) η οντότητα εξυγίανσης κατέχει περισσότερο από το 50% των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απομακρύνει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.
(5) Η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, δύναται επίσης να παραιτηθεί από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τη συγκεκριμένη θυγατρική, όταν-
(α) τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική της επιχείρηση είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·
(β) η μητρική επιχείρηση πληροί σε ενοποιημένη βάση, στη Δημοκρατία, την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1)·
(γ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση στη θυγατρική για την οποία έχει γίνει διαπίστωση, σύμφωνα με το άρθρο 31(1), ιδίως όταν οι δράσεις εξυγίανσης αναλαμβάνονται ή οι εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 30(2), (3) και (4) ασκούνται σε σχέση με τη μητρική επιχείρηση·
(δ) είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική, είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι·
(ε) οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική·
(στ) η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50% των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.
(6)(α) Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (3), η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής, δύναται να επιτρέψει την πλήρη ή μερική εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), με εγγύηση που παρέχεται από την οντότητα εξυγίανσης και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Η εγγύηση χορηγείται για ποσό τουλάχιστον ισοδύναμο προς το ποσό της απαίτησης την οποία υποκαθιστά·
(ii) η εγγύηση ενεργοποιείται όταν η θυγατρική δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της ή άλλες υποχρεώσεις όταν καθίστανται απαιτητές ή όταν έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 31(1) του παρόντος Νόμου, όσον αφορά τη θυγατρική, ανάλογα με το ποιο είναι προγενέστερο·
(iii) η εγγύηση είναι εξασφαλισμένη μέσω συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου, για τουλάχιστον 50% του ποσού της·
(iv) οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση πληρούν τις απαιτήσεις του Άρθρου 197 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι οποίες, ύστερα από επαρκώς συντηρητικές απομειώσεις, αρκούν για να καλύψουν το ποσό που εξασφαλίζεται όπως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (iii) της παρούσας παραγράφου·
(v) οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση είναι μη βεβαρημένες, και ιδίως δεν χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση για οποιαδήποτε άλλη εγγύηση·
(vi) η εξασφάλιση έχει πραγματική ληκτότητα που πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνη που αναφέρεται στο Άρθρο 72γ, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
(vii) δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια για τη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στην οικεία θυγατρική, ακόμη και όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης όσον αφορά την οντότητα εξυγίανσης.
(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (vii) της παραγράφου (α), κατ' αίτηση της αρχής εξυγίανσης, η οντότητα εξυγίανσης παρέχει ανεξάρτητη έγγραφη και τεκμηριωμένη νομική γνωμοδότηση ή αποδεικνύει ικανοποιητικά ότι δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια για τη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στην οικεία θυγατρική.
25ΣΤ. Η αρχή εξυγίανσης δύναται εν μέρει ή πλήρως να παραιτηθεί από την εφαρμογή του άρθρου 25Ε ως προς τον κεντρικό φορέα ή ΑΠΙ συνδεδεμένο μόνιμα με κεντρικό φορέα, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Τα ΑΠΙ και ο κεντρικός φορέας υπόκεινται στην εποπτεία της ίδιας αρμόδιας αρχής, είναι εγκατεστημένα στη Δημοκρατία και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·
(β) οι υποχρεώσεις του κεντρικού φορέα και των μόνιμα συνδεδεμένων με αυτόν ΑΠΙ αποτελούν αλληλέγγυες και εις ολόκληρον υποχρεώσεις ή οι υποχρεώσεις των ΑΠΙ συνδεδεμένων με τον εν λόγω κεντρικό φορέα καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού φορέα·
(γ) η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, και τη φερεγγυότητα και ρευστότητα του κεντρικού φορέα και όλων των μόνιμα συνδεδεμένων με αυτόν ΑΠΙ παρακολουθούνται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων·
(δ) σε περίπτωση απαλλαγής για ΑΠΙ μόνιμα συνδεδεμένου με κεντρικό φορέα, η διοίκηση του κεντρικού φορέα εξουσιοδοτείται να εκδώσει οδηγίες προς τη διοίκηση των μόνιμα συνδεδεμένων ΑΠΙ·
(ε) ο σχετικός όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ(3)· και
(στ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ του κεντρικού φορέα και μόνιμα συνδεδεμένων με αυτόν ΑΠΙ σε περίπτωση εξυγίανσης.
26.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για τον καθορισμό του ποσού της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για οντότητα εξυγίανσης και το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, ως η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών ομίλου εξυγίανσης που υπόκεινται στην αναφερόμενη στο Άρθρο 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ απαίτηση σε μεμονωμένη βάση σχετικά με τα εξής:
(i) Το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για κάθε οντότητα εξυγίανσης. Και
(ii) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.
(β) Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και παρέχεται από την αρχή εξυγίανσης στις ακόλουθες οντότητες, εφόσον αυτές είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα-
(i) Στην οντότητα εξυγίανσης·
(ii) στις οντότητες ομίλου εξυγίανσης οι οποίες δεν είναι οντότητες εξυγίανσης·
(iii) στην μητρική επιχείρηση της ΕΕ του ομίλου, όταν η εν λόγω μητρική επιχείρηση της ΕΕ δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης από τον ίδιο όμιλο εξυγίανσης.
(γ) Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να προβλέπει ότι, εφόσον συνάδει με τη στρατηγική εξυγίανσης και δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 25Ε(3) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Β(6) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ πληρούνται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.
(3)(α) Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, συζητά με τις άλλες αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου G-SII και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης της G-SII, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του Άρθρου 72ε του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τυχόν αναπροσαρμογή ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(β) Η προσαρμογή που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δύναται να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:
(i) Η προσαρμογή μπορεί να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης·
(ii) η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.
(γ) Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(4) Ελλείψει τέτοιου είδους κοινής απόφασης εντός τεσσάρων (4) μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (5) έως (7).
(5)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, λαμβάνει η ίδια απόφαση για την απαίτηση αυτή αφού λάβει δεόντως υπόψη-
(i) την αξιολόγηση οντοτήτων του ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, η οποία διενεργείται από τις οικείες αρχές εξυγίανσης κρατών μελών·
(ii) τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης.
(β) Σε περίπτωση που, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης κρατών μελών έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ· η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο Άρθρο 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει την απόφαση για το επίπεδο της απαίτησης που λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω οντότητας, αφού πρώτα κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους τη γνώμη της στην οποία διατυπώνει γραπτώς όποιες απόψεις και επιφυλάξεις τυχόν έχει.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
(δ) Η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση, εφόσον το επίπεδο που έχει καθορίσει η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής-
(i) είναι εντός του 2% του υπολογιζόμενου σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ποσού συνολικής έκθεσης σε κίνδυνο της απαίτησης που αναφέρεται στο Άρθρο 45ε της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ· και
(ii) είναι σύμφωνο με το Άρθρο 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(ε) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζονται οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών.
(στ) Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
(7) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης και το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις οντότητες του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, λαμβάνεται απόφαση για το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με τα εδάφιο (5).
(8) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (5), (6) και (7) ελλείψει κοινής απόφασης είναι δεσμευτικές για την αρχή εξυγίανσης. η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
(9) Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες ανταποκρίνονται δεόντως στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για συντονισμό, απαιτεί από τις οντότητες εξυγίανσης να πληροί την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) και να προβαίνει σε σχετική εξακρίβωση, λαμβάνει δε οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης.
26Α.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για τον καθορισμό του ποσού της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για οντότητα εξυγίανσης εκτός Δημοκρατίας και το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα του εν λόγω ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών ομίλου εξυγίανσης που υπόκεινται στην αναφερόμενη στο Άρθρο 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ απαίτηση σε μεμονωμένη βάση σχετικά με τα εξής:
(i) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για κάθε οντότητα εξυγίανσης· και
(ii) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.
(β) Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και παρέχεται από την αρχή εξυγίανσης στην μητρική επιχείρηση της ΕΕ, εφόσον είναι ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο και στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση ΕΕ είναι εγκατεστημένη εκτός Δημοκρατίας.
(γ) Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται να προβλέπει ότι, εφόσον συνάδει με τη στρατηγική εξυγίανσης και δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 25(3) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Β(6) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, πληρούνται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.
(3)(α) Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, συζητά με τις άλλες αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης της G-SII, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του Άρθρου 72ε του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τυχόν αναπροσαρμογή ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(β) Η προσαρμογή που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δύναται να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:
(i) Η προσαρμογή μπορεί να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης·
(ii) η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.
(γ) Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(4) Ελλείψει τέτοιου είδους κοινής απόφασης εντός τεσσάρων (4) μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (5) και (6).
(5)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο Άρθρο 45ε της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, αναγνωρίζει την απόφαση που λαμβάνει η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης για την απαίτηση αυτή, αφού πρώτα κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους τη γνώμη της στην οποία διατυπώνει γραπτώς όποιες απόψεις και επιφυλάξεις τυχόν έχει.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο Άρθρο 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναγνωρίζει την απόφαση που λαμβάνεται για το επίπεδο της απαίτησης από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω οντότητας, αφού πρώτα κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους τη γνώμη της στην οποία διατυπώνει γραπτώς όποιες απόψεις και επιφυλάξεις τυχόν έχει.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. η δε τετράμηνη αυτή περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
(δ) Η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση, εφόσον το επίπεδο που έχει καθορίσει η αρχή εξυγίανσης της θυγατρική-
(i) είναι εντός του 2% του υπολογιζόμενου σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ποσού συνολικής έκθεσης σε κίνδυνο της απαίτησης που αναφέρεται στο Άρθρο 45ε της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ· και
(ii) είναι σύμφωνο με το Άρθρο 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(ε) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζονται οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών.
(στ) Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
(7) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (5) και (6) ελλείψει κοινής απόφασης είναι δεσμευτικές για την αρχή εξυγίανσης. η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
(8) Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες ανταποκρίνονται δεόντως στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για συντονισμό, απαιτεί από τις οντότητες εξυγίανσης να πληροί την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) και να προβαίνει σε σχετική εξακρίβωση, λαμβάνει δε οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης.
27.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για τον καθορισμό του ποσού της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για οντότητα εξυγίανσης και το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης.
(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης που υπόκειται στην αναφερόμενη στο άρθρο 25Ε απαίτηση σε μεμονωμένη βάση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών άλλων θυγατρικών του ομίλου εξυγίανσης και την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, σχετικά με τα εξής:
(i) Το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για την οντότητα εξυγίανσης· και
(ii) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.
(β) Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και παρέχεται από την αρχή εξυγίανσης στις ακόλουθες οντότητες, εφόσον αυτές είναι ιδρύματα η σχετικά πρόσωπα-
(i) στις οντότητες ομίλου εξυγίανσης οι οποίες δεν είναι οντότητες εξυγίανσης·
(ii) στην μητρική επιχείρηση ΕΕ του, όταν η εν λόγω μητρική επιχείρηση ΕΕ δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης από τον ίδιο όμιλο εξυγίανσης.
(γ) Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να προβλέπει ότι, εφόσον συνάδει με τη στρατηγική εξυγίανσης και δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 25(3) ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Β(6) ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ πληρούνται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3) με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.
(3)(α) Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης η οποία υπόκειται στην αναφερόμενη στο άρθρο 25Ε του παρόντος Νόμου απαίτηση σε μεμονωμένη βάση, συζητά με τις άλλες αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης της G-SII, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του Άρθρου 72ε του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τυχόν αναπροσαρμογή ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(β) Η προσαρμογή που αναφέρεται στην παράγραφο (α), δύναται να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:
(i) Η προσαρμογή δύναται να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης·
(ii) η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.
(γ) Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(4) Ελλείψει τέτοιου είδους κοινής απόφασης εντός τεσσάρων (4) μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (5) έως (7).
(5)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης, αναγνωρίζει την απόφαση που λαμβάνει η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης για την απαίτηση αυτή αφού πρώτα διενεργήσει και κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους την αξιολόγηση των οντοτήτων του ομίλου εξυγίανσης στη Δημοκρατία.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε και εφαρμόζεται σε κυπριακή οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη·
(ii) εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου είναι διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη.
(β) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης ή η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.
(δ) Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
(7) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης και το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις οντότητες του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, λαμβάνεται απόφαση σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις θυγατρικές του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση σύμφωνα με το εδάφιο (6).
(8) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (5) και (7) ελλείψει κοινής απόφασης είναι δεσμευτικές για την αρχή εξυγίανσης. η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
(9) Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες ανταποκρίνονται δεόντως στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για συντονισμό, απαιτεί από τις οντότητες εξυγίανσης να πληροί την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) και να προβαίνει σε σχετική εξακρίβωση, λαμβάνει δε οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης.
28.-(1)(α) Οποιαδήποτε παραβίαση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ ή το άρθρο 45Ε αντιμετωπίζεται από την αρχή εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές με βάση τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:
(i) Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 20, 21 και 22·
(ii) εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 19Α·
(iii) μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 30(1), (β)(vi), (vii), (viii), (ix), (x), (η), (θ), (ι), (ια), (ιβ), (ιγ), (ιδ), (3)(α) έως (στ) και (4) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στην παράγραφο 30 της Οδηγίας ΟΔ 144-2014-14 του 2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε σχέση με ΚΕΠΕΥ·
(iv) μέτρα έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 του παρόντος Νόμου, το άρθρο 30Γ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και σύμφωνα με το άρθρο 18 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου·
(v) διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα σύμφωνα, κατά περίπτωση, με τα άρθρα 106, 107 και 108 του παρόντος Νόμου, τα άρθρα 41Γ, 41Δ, 41ΣΤ και 42 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, ή/και τα άρθρα 36 και 39 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου.
(β) Η αρχή εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να διενεργούν, μαζί ή ξεχωριστά, αξιολόγηση του κατά πόσον το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 42, 42A ή το άρθρο 43, κατά περίπτωση.
(2) Η αρχή εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
29.-(1) Οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) και υπόκεινται στην απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) του παρόντος Νόμου, υποβάλλουν έκθεση στην αρχή εξυγίανσης και στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τα ακόλουθα:
(α) Τα ποσά των ιδίων κεφαλαίων που, κατά περίπτωση, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 25Ε(3)(β) του παρόντος Νόμου, καθώς και των ποσών των επιλέξιμων υποχρεώσεων και την έκφραση των ποσών αυτών σύμφωνα με το άρθρο 25(2) του παρόντος Νόμου, μετά από οποιεσδήποτε εφαρμοστέες αφαιρέσεις σύμφωνα με τα Άρθρα 72ε έως 72ι του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
(β) τα ποσά άλλων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων·
(γ) για τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) -
(i) τη σύνθεσή τους, συμπεριλαμβανομένου του προφίλ ληκτότητας· και
(ii) την κατάταξή τους σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας· και
(iii) το εάν διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας και, στην περίπτωση αυτή, ποιας τρίτης χώρας και το εάν περιέχουν τους συμβατικούς όρους που αναφέρονται στο άρθρο 64(1), στο Άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχεία ιστ) και ιζ) και στο Άρθρο 63 στοιχεία ιδ) και ιε) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(2) Η υποχρέωση αναφοράς για τα ποσά άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται σε οντότητες που, κατά την ημερομηνία αυτή της αναφοράς αυτής, κατέχουν ποσά ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, που ανέρχονται σε τουλάχιστον 150% της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.
(3)(α) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) οντότητες υποβάλλουν-
(i) τουλάχιστον σε εξαμηνιαία βάση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1)· και
(ii) τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1).
(β) Εφόσον τους το ζητήσει η αρχή εξυγίανσης ή αρμόδια αρχή, οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) οντότητες υποβάλλουν συχνότερα τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου.
(4) Οι οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διαθέτουν δημοσίως τις ακόλουθες πληροφορίες τουλάχιστον σε ετήσια βάση:
(α) Τα ποσά των ιδίων κεφαλαίων που, κατά περίπτωση, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 25E(3)(β) και των επιλέξιμων υποχρεώσεων·
(β) τη σύνθεση των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), συμπεριλαμβανομένου του προφίλ ληκτότητας και κατάταξης σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας·
(γ) την εφαρμοστέα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ ή 25Ε όπως εκφράζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2).
(5) Τα εδάφια (1), (2) και (4) δεν εφαρμόζονται στις οντότητες των οποίων το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα πρόκειται να εκκαθαριστεί σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.
(6) Όταν έχουν εφαρμοστεί δράσεις εξυγίανσης ή έχει ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρεται στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α), οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από τη λήξη της προθεσμίας συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή του άρθρου 25Ε, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 29Α.
(7) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχουν οριστεί για κάθε οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 25Δ ή το άρθρο 25Ε η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία της.
(8) Οι οντότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τις οποίες τους επιβάλλουν εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 45θ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(9) Η αρχή εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς του Άρθρου 45ιβ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
29Α.-(1)(α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 25(1), η αρχή εξυγίανσης καθορίζει με απόφασή της κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη συμμόρφωση ιδρύματος ή σχετικού προσώπου με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 25Α(4), (5) ή (7), κατά περίπτωση. η 1η Ιανουαρίου 2024 είναι η προθεσμία για τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των άρθρων 25Δ ή 25Ε ή με απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 25Α(4), (5) ή (7).
(β) Στην απόφαση που λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης καθορίζει ενδιάμεσα επίπεδα στόχων για τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε ή για απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 25Α(4), (5) ή (7), κατά περίπτωση, που τα ιδρύματα και σχετικά πρόσωπα πρέπει να έχουν επιτύχει έως την 1η Ιανουαρίου 2022. τα επίπεδα ενδιάμεσου στόχου διασφαλίζουν, κατά κανόνα, τη γραμμική αύξηση των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων προς την επίτευξη της απαίτησης.
(γ) Στην απόφαση που λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης δύναται να ορίσει μεταβατική περίοδο που να λήγει μετά από την 1η Ιανουαρίου 2024, όταν αυτό αιτιολογείται δεόντως και θεωρείται σκόπιμο με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο εδάφιο (7), λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων:
(i) Της εξέλιξης της οικονομικής κατάστασης της οντότητας·
(ii) της προοπτικής ότι το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 25Α(4), (5) ή (7), σε εύλογο χρονικό διάστημα· και
(iii) του κατά πόσον το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο είναι σε θέση να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα Άρθρα 72β και 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 25Α ή 25Ε(3) του παρόντος Νόμου, και, αν αυτό δεν συμβαίνει, του κατά πόσον η αδυναμία αυτή είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς.
(2) Η 1η Ιανουαρίου 2022 είναι η προθεσμία για τη συμμόρφωση οντοτήτων με το ελάχιστο επίπεδο των απαιτήσεων του άρθρου 25Β(4) και (5).
(3) Τα ελάχιστα επίπεδα των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 25Β(4) και (5) δεν ισχύουν εντός των δύο (2) ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία-
(α) η αρχή εξυγίανσης έχει εφαρμόσει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα· ή
(β) η οντότητα εξυγίανσης έχει εφαρμόσει εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(β), μέσω του οποίου κεφαλαιακά μέσα και άλλες υποχρεώσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε κοινές μετοχές της κατηγορίας 1 ή έχει ασκηθεί εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) σε σχέση με αυτή την οντότητα εξυγίανσης, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί η οντότητα εξυγίανσης χωρίς την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης.
(4) Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Α(4) και (7), καθώς και στο άρθρο 25Β(4) και (5), κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζονται εντός της περιόδου των τριών (3) ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία η οντότητα εξυγίανσης ή ο όμιλος του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι μέλος χαρακτηρίστηκαν ως GSII, ή η οντότητα εξυγίανσης περιέρχεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο άρθρο 25Β(4) και (5).
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 25(1), η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει με απόφασή της κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 25Δ ή 25Ε ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 25Α(4), (5) και (7), κατά περίπτωση, ιδρύματος ή σχετικού προσώπου στο οποίο έχει εφαρμοστεί μέτρο εξυγίανσης ή ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής που κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α).
(6)(α) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) έως (5), η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί στο ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για κάθε δωδεκάμηνη περίοδο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, προκειμένου να διευκολύνεται η βαθμιαία αύξηση της ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης της οντότητας.
(β) Κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις ισοδυναμεί με το ποσό που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 25Α(4), (5) και (7) ή του άρθρου 25Β(4) ή (5), του άρθρου 25Δ ή του άρθρου 25Ε, κατά περίπτωση.
(7) Κατά τον καθορισμό των μεταβατικών περιόδων, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη-
(α) την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών τίτλων στο μοντέλο χρηματοδότησης· και
(β) την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις· και
(γ) το βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης χρησιμοποιεί κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αναθεωρήσει εν συνεχεία είτε τη μεταβατική περίοδο είτε οποιαδήποτε προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις γνωστοποιείται δυνάμει του εδαφίου (6).