ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙ - Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και με την ΕΑΚΑΑ
Υποχρέωση συνεργασίας

80.-(1)(α) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 είτε στον περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο και στον περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο, όταν είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών των άλλων κρατών μελών που προβλέπονται στους οικείους νόμους που θεσπίζονται προς εναρμόνιση με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(β) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να ζητεί και να λαμβάνει από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πληροφορίες που σχετίζονται με ποινικές έρευνες ή διαδικασίες ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και τις θέτει στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώνουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(γ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Ειδικότερα, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.

(δ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα δύνανται, επίσης, να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, όσον αφορά τη διευκόλυνση της ανάκτησης των προστίμων.

(ε) Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της συνεργασίας, και ειδικότερα της ανταλλαγής πληροφοριών η Επιτροπή καθορίζεται ως σημείο επικοινωνίας, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Όταν η Κεντρική Τράπεζα υπόκειται, βάσει του παρόντος άρθρου, σε υποχρέωση γνωστοποίησης έναντι αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους ή της ΕΑΚΑΑ, προβαίνει στην εν λόγω γνωστοποίηση μέσω της Επιτροπής.

(2)(α) Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης, ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής, έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, η Επιτροπή και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του τόπου διαπραγμάτευσης συνάπτουν αναλογικές ρυθμίσεις συνεργασίας.

(β) Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης, ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής, έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής, η Επιτροπή και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του τόπου διαπραγμάτευσης συνάπτουν αναλογικές ρυθμίσεις συνεργασίας.

(3) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνει τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνει τη συνδρομή που προβλέπεται στο εδάφιο (1). Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να ασκεί τις εξουσίες της, για τους σκοπούς της συνεργασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, ακόμα και όταν η ερευνούμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση του κυπριακού δικαίου.

(4)(α) Εάν η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή άλλης νομοθεσίας που θεσπίζεται προς εναρμόνιση με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ή προς τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το γνωστοποιεί, με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο, στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους και στην ΕΑΚΑΑ.

(β) Σε περίπτωση λήψης από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα γνωστοποίησης από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 4, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, κατά περίπτωση -

(i) Προβαίνει στις δέουσες ενέργειες, ενημερώνει τη γνωστοποιούσα αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε και την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των ενεργειών της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις, και

(ii) δεν θίγει τις αρμοδιότητες της γνωστοποιούσας αρμόδιας αρχής.

(5)(α) Χωρίς επηρεασμό των εδαφίων (1) και (4), έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές στοιχεία αναφορικά με-

(i) Τυχόν απαίτηση για τη μείωση του μεγέθους θέσης ή ανοίγματος, σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιε)∙

(ii) τυχόν περιορισμούς της δυνατότητας προσώπων να διενεργούν συναλλαγές σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, σύμφωνα με την το άρθρο 70(2)(ιστ).

(β) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) γνωστοποίηση περιλαμβάνει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τις λεπτομέρειες της απαίτησης ή της ζήτησης σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ι), συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται και τους λόγους, καθώς επίσης και το πεδίο εφαρμογής των ορίων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιστ), συμπεριλαμβανομένων του ενδιαφερομένου προσώπου, των εφαρμοστέων χρηματοοικονομικών μέσων, τυχόν ορίων στο μέγεθος των θέσεων που δύναται να κατέχει το πρόσωπο ανά πάσα στιγμή, τυχόν εξαιρέσεις βάσει του άρθρου 58 και τους λόγους για τις εξαιρέσεις αυτές.

(γ) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) γνωστοποίηση πραγματοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη στιγμή κατά την οποία έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ η δράση ή το μέτρο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να προβεί στη γνωστοποίηση, σε λιγότερο από 24 ώρες από το χρονικό σημείο που το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ειδοποίηση 24 ώρες πριν.

(δ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει σχετική γνωστοποίηση από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, δύναται να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιε) ή (ιστ), εάν ικανοποιείται ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της άλλης αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή ή Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, προβαίνει επίσης σε γνωστοποίηση, σύμφωνα με το παρόν εδάφιο όταν προτίθεται να λάβει μέτρα.

(ε) Εάν μια ενέργεια, που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) ή (ii) της παραγράφου (α), σχετίζεται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, η Επιτροπή ενημερώνει επίσης τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας ο οποίος έχει ιδρυθεί διά του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009.

(6) Αναφορικά με τα δικαιώματα εκπομπής, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών και με τις αρμόδιες αρχές, τους διαχειριστές των μητρώων και του λοιπούς δημόσιους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της συμμόρφωσης προς τον περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου Νόμο, ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι δύναται να έχει ενοποιημένη εικόνα των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής.

(7) Αναφορικά με τα παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας αναφέρει σε και συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την επίβλεψη, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013.

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, σε επιτόπιες εξακριβώσεις ή σε έρευνες

81.-(1)(α) Αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους δύναται να ζητεί τη συνεργασία έκαστης εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας σε εποπτικές δραστηριότητες ή για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα. Στην περίπτωση ΚΕΠΕΥ που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να απευθυνθεί απευθείας σε αυτές.

(β) Σε περίπτωση ΕΠΕΥ που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, η Επιτροπή δύναται να απευθυνθεί απευθείας σε αυτές, οπότε ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους ή συμμετέχοντος.

(2) Όταν υποβάλλεται στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα αίτημα σχετικό με επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα, αυτή, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της-

(α) Προβαίνει η ίδια στην εξακρίβωση ή έρευνα,

(β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να διεξαγάγει την εξακρίβωση ή έρευνα,

(γ) αναθέτει σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διεξαγάγουν την εξακρίβωση ή έρευνα.

Ανταλλαγή πληροφοριών

82.-(1)(α) Η Επιτροπή ανταλλάσσει μαζί με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών που έχουν ορισθεί ως σημεία επικοινωνίας κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, για τους σκοπούς της εν λόγω Οδηγίας και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, αμέσως όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών των άλλων κρατών μελών που προβλέπονται από τις διατάξεις οικείας νομοθεσίας που θεσπίζεται κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(β) Η Επιτροπή, όταν ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλες αρμόδιες αρχές βάσει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, δύναται να ορίζει, κατά την ανταλλαγή, ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή της. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ορίζει, κατά την ανταλλαγή πληροφοριών με την Επιτροπή βάσει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή της, η Επιτροπή μεριμνά ώστε οι εν λόγω πληροφορίες δύνανται να ανταλλάσσονται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρχή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

(2) Η Επιτροπή δύναται να διαβιβάζει στην Κεντρική Τράπεζα τις πληροφορίες που λαμβάνει, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 78 και 89. Η Επιτροπή δεν διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις κοινοποίησε και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους αυτή έδωσε τη συγκατάθεση, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας και που έστειλε τις πληροφορίες.

(3) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα και οι άλλοι φορείς ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 89, δύνανται να τις χρησιμοποιούν, μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ειδικότερα-

(α) Για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι ανάληψης δραστηριότητας ΚΕΠΕΥ και να διευκολύνουν, την παρακολούθηση συμμόρφωσης προς προϋποθέσεις άσκησης της δραστηριότητας ΚΕΠΕΥ τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου·

(β) για να παρακολουθούν την εύρυθμη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης·

(γ) για την επιβολή κυρώσεων·

(δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζα·

(ε) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 75·

(στ) ενώπιον του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 76.

(4) Το παρόν άρθρο και τα άρθρα 77 και 89 δεν εμποδίζουν την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο ΕΣΣΚ, στις κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών μελών, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής και, όπου είναι αναγκαίο, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Ομοίως, οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθούν για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους που προβλέπει ο παρών Νόμος ή ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Δεσμευτική διαμεσολάβηση

83. Η Επιτροπή δύναται να αναφέρει στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις κατά τις οποίες αίτημα σχετικό με ένα από τα ακόλουθα απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος:

(α) Για διεξαγωγή εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιας εξακρίβωσης ή έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 81· ή

(β) για ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 82.

Άρνηση συνεργασίας

84.-(1) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αρνηθεί να ενεργήσει, κατόπιν αιτήματος για συνεργασία, σε διεξαγωγή έρευνας, επιτόπιας εξακρίβωσης ή εποπτικής δραστηριότητας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 85 ή να ανταλλάξει πληροφορίες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 82, μόνον εάν-

(α) Έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων, ενώπιον δικαστηρίου της Δημοκρατίας·

(β) έχει ήδη εκδοθεί στη Δημοκρατία τελική δικαστική απόφαση για τα ίδια πρόσωπα και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

(2) Σε περίπτωση άρνησης, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.

Διαβουλεύσεις πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας

85.-(1) Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ζητείται από την Επιτροπή, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΚΕΠΕΥ, η οποία εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις -

(α) Είναι θυγατρική ΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ελέγχουν μια ΕΠΕΥ ή ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

(2) Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζητείται από την Επιτροπή, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που -

(α) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση· ή

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση· ή

(γ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια ασφαλιστική επιχείρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(3) Η Επιτροπή -

(α) Διαβουλεύεται με τις άλλες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ειδικότερα, κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των μετόχων ή των μελών και της φήμης και της εμπειρίας των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση που συμμετέχει στη διοίκηση άλλης οντότητας του ιδίου ομίλου∙ και

(β) ανταλλάσσει μαζί τους όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή των μελών και τη φήμη και της εμπειρία των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση οι οποίες είναι χρήσιμες στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τους όρους λειτουργίας.

Εξουσίες της Επιτροπής ως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους υποδοχής

86.-(1) Η Επιτροπή δύναται, για στατιστικούς λόγους, να απαιτεί από όλες τις ΕΠΕΥ που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στη Δημοκρατία την υποβολή περιοδικών αναφορών σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων αυτών.

(2) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από τα υποκαταστήματα των ΕΠΕΥ να της παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους προς τις εφαρμοζόμενες σε αυτά τα υποκαταστήματα υποχρεώσεις που καθορίζονται από τον παρόντα Νόμο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 36(8). Οι απαιτήσεις αυτές δεν δύνανται να είναι πιο αυστηρές από τις απαιτήσεις που ο παρών Νόμος επιβάλλει στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις αυτές.

Προληπτικά μέτρα εκ μέρους των κρατών μελών υποδοχής

87.-(1)(α) Εάν η Επιτροπή έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια ΕΠΕΥ που ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ότι μία ΕΠΕΥ που έχει υποκατάστημα στη Δημοκρατία παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι οποίες διατάξεις δεν παρέχουν εξουσίες στην Επιτροπή, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

(β) Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η ΕΠΕΥ εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών της Δημοκρατίας, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

(i) Αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) ΕΠΕΥ να προβαίνουν σε οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή στη Δημοκρατία∙ η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση· και

(ii) η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.

(2)(α) Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ΕΠΕΥ, η οποία διατηρεί υποκατάστημα στη Δημοκρατία, παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι οποίες παρέχουν εξουσίες στην Επιτροπή, η Επιτροπή απαιτεί από την ΕΠΕΥ να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.

(β) Εάν η εν λόγω ΕΠΕΥ δεν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η εν λόγω ΕΠΕΥ θα θέσει τέλος στην αντικανονική της κατάσταση. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

(γ) Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την Επιτροπή, η ΕΠΕΥ εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών∙ η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(δ) Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.

(3)(α) Εάν η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.

(β) Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ συνεχίζουν να εμμένουν σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών στη Δημοκρατία ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στον ΠΜΔ ή στον ΜΟΔ να παρέχει πρόσβαση στους μηχανισμούς του σε εξ αποστάσεως μέλη του ή σε εξ αποστάσεως συμμετέχοντες, τα οποία μέλη ή συμμετέχοντες είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία. Η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(γ) Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.

(4) Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των εδαφίων (1), (2) ή (3), τα οποία συνεπάγονται κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων ΕΠΕΥ ή ρυθμιζόμενης αγοράς, αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη ΕΠΕΥ ή στη ρυθμιζόμενη αγορά.

Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ

88.-(1) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(2) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να επιτελέσει το έργο της, δυνάμει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και σύμφωνα με τα Άρθρα 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.