5.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34, ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος προέλευσης επιτρέπεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών, μόνο εφόσον έχει λάβει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η οποία μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε νομικά πρόσωπα που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία. και
(β) διαθέτουν την καταστατική τους έδρα και τα κεντρικά τους γραφεία στη Δημοκρατία.
(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγία της να εξαιρεί φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στα σημεία 1 έως 6 του Παραρτήματος Ι από την εφαρμογή του συνόλου ή μέρους της διαδικασίας και των όρων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 6 έως 33, εξαιρουμένων των άρθρων 13(4) και (5), 14, 15, 22, 24, 25, 27 και 33, εφόσον-
(i) Ο μηνιαίος μέσος όρος της συνολικής αξίας των πράξεων πληρωμής του προηγούμενου δωδεκαμήνου οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων για τους οποίους αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη, δεν υπερβαίνει το όριο που θέτει η Κεντρική Τράπεζα και σε καμία περίπτωση τα τρία εκατομμύρια ευρώ (€3.000.000). η απαίτηση αυτή αξιολογείται βάσει του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμής που προβλέπεται στο επιχειρηματικό του σχέδιο, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα ζητήσει αναπροσαρμογή του. και
(ii) κανένα από τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση ή τη λειτουργία της επιχείρησης δεν έχει καταδικαστεί για αδικήματα σχετικά με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή άλλα οικονομικά εγκλήματα.
(β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει καταχωριστεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) υποχρεούται να διατηρεί την καταστατική του έδρα ή τα γραφεία του στο κράτος μέλος στο οποίο ασκεί πραγματικά τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
(γ) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) αντιμετωπίζονται ως ιδρύματα πληρωμών και οι διατάξεις του άρθρου 11(9) και των άρθρων 29, 30 και 31 δεν εφαρμόζονται έναντι αυτών.
(δ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται επίσης να ορίζει ότι φυσικά ή νομικά πρόσωπα καταχωρισμένα σύμφωνα με την παράγραφο (α) επιτρέπεται να ασκούν μόνο ορισμένες από τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο άρθρο 18.
(ε) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) γνωστοποιούν στην Κεντρική Τράπεζα κάθε μεταβολή της κατάστασής τους σχετική με τους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο, ενώ σε περίπτωση που δεν πληρούνται πλέον οι όροι των παραγράφων (α), (β) ή (δ), τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αιτούνται άδειας λειτουργίας εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών, σύμφωνα με το άρθρο 11.
(στ) Το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται όσον αφορά την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 ή το κυπριακό δίκαιο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
(3) Για την απόκτηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, ο ενδιαφερόμενος του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης υποβάλλει αίτηση στην Κεντρική Τράπεζα συνοδευόμενη από τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) Πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρεται ειδικότερα το είδος των προβλεπόμενων υπηρεσιών πληρωμών·
(β) επιχειρηματικό σχέδιο που περιλαμβάνει πρόβλεψη προϋπολογισμού για τα τρία (3) πρώτα οικονομικά έτη και το οποίο καταδεικνύει την ικανότητα του ιδρύματος πληρωμών να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του·
(γ) στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει το αρχικό κεφαλαίο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7∙
(δ) για τα ιδρύματα πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 10(1), περιγραφή των μέτρων που λαμβάνονται, ώστε να διασφαλίζονται τα κεφάλαια των χρηστών της υπηρεσίας πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 10·
(ε) περιγραφή του οργανωτικού πλαισίου διακυβέρνησης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και της διαχείρισης κινδύνου, η οποία καταδεικνύει ότι το εν λόγω οργανωτικό πλαίσιο και οι μηχανισμοί είναι αναλογικοί, κατάλληλοι, ορθοί και επαρκείς∙
(στ) περιγραφή της υφιστάμενης διαδικασίας ελέγχου, διαχείρισης και παρακολούθησης ενός περιστατικού ασφαλείας, καθώς και των παραπόνων των πελατών για ζητήματα σχετικά με την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένου ενός μηχανισμού αναφοράς περιστατικών, που λαμβάνει υπόψη τις υποχρεώσεις κοινοποίησης του ιδρύματος πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 96∙
(ζ) περιγραφή της υφιστάμενης διαδικασίας αρχειοθέτησης, παρακολούθησης, εντοπισμού και περιορισμού της πρόσβασης σε ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών∙
(η) περιγραφή των ρυθμίσεων επιχειρησιακής συνέχειας, με σαφή προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών, αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης και διαδικασίας για την τακτική δοκιμή και επανεξέταση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των εν λόγω σχεδίων·
(θ) περιγραφή των αρχών και των ορισμών που εφαρμόζονται για τη συλλογή στατιστικών στοιχείων επίδοσης, συναλλαγών και απάτης·
(ι) έγγραφο που περιγράφει την πολιτική ασφάλειας, περιλαμβανομένων της λεπτομερούς αξιολόγησης των κινδύνων που σχετίζονται με τις υπηρεσίες πληρωμών και περιγραφής του ελέγχου της ασφάλειας και των μέτρων μείωσης κινδύνων που θα ληφθούν για την επαρκή προστασία των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών έναντι των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί, συμπεριλαμβανομένων της απάτης και της παράνομης χρήσης ευαίσθητων και προσωπικών δεδομένων·
(ια) για ιδρύματα πληρωμών που υπόκεινται στις υποχρεώσεις σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που προβλέπεται στον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που έχει θεσπίσει ο αιτών, ώστε να τηρεί τις εν λόγω υποχρεώσεις·
(ιβ) περιγραφή της οργανωτικής δομής του αιτούντος και, όπου ενδείκνυται, της σχεδιαζόμενης χρήσης αντιπροσώπων και υποκαταστημάτων, καθώς και των επιτόπιων και μη επιτόπιων ελέγχων αυτών, τους οποίους δεσμεύεται να πραγματοποιεί ο αιτών τουλάχιστον ετησίως, καθώς και περιγραφή των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης και της συμμετοχής του σε εθνικό ή διεθνές σύστημα πληρωμών∙
(ιγ) ταυτότητα των προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδικές συμμετοχές στο ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το μέγεθος της πραγματικής τους συμμετοχής, δεδομένης και της ανάγκης να εξασφαλισθεί η ορθή και συνετή διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών∙
(ιδ) ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων για τη διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών και, κατά περίπτωση, των υπεύθυνων διαχείρισης των δραστηριοτήτων υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος, καθώς και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούν εχέγγυα ήθους και εντιμότητας και διαθέτουν κατάλληλες και επαρκείς γνώσεις και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως καθορίζεται σε οδηγία που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα∙
(ιε) όπου ενδείκνυται, ταυτότητα των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων όπως ορίζονται στον περί Ελεγκτών Νόμο∙
(ιστ) νομική μορφή και εταιρικό του αιτούντος·
(ιζ) διεύθυνση των κεντρικών γραφείων του αιτούντος.
(4) Για τους σκοπούς των παραγράφων (δ), (ε), (στ) και (ιβ) του εδαφίου (3), ο αιτών περιγράφει τις ελεγκτικές και οργανωτικές ρυθμίσεις που έχει θεσπίσει, ώστε να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των χρηστών του και να διασφαλίζεται η αδιάλειπτη και αξιόπιστη παροχή των υπηρεσιών πληρωμών.
(5) Ο έλεγχος ασφάλειας και τα μέτρα μείωσης κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο (ι) του εδαφίου (3) υποδεικνύουν τον τρόπο διασφάλισης υψηλού επιπέδου τεχνικής ασφάλειας και προστασίας των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων του λογισμικού και των συστημάτων ΤΠ που χρησιμοποιούνται από τον αιτούντα ή τις επιχειρήσεις στις οποίες αναθέτει το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων του.
(6) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) μέτρα λαμβάνουν υπόψη τις τυχόν κατευθυντήριες γραμμές για τα μέτρα ασφάλειας της ΕΑΤ που αναφέρονται στο ‘Αρθρο 95, παράγραφος 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.
(7) Οι επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για την απόκτηση άδειας λειτουργίας για την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών, όπως αναφέρονται στο σημείο 7 του Παραρτήματος Ι, απαγορεύεται να αποκτήσουν άδεια λειτουργίας, εκτός αν διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης η οποία καλύπτει το έδαφος όπου προσφέρουν υπηρεσίες ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση κατά της ευθύνης, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους, όπως ορίζεται στα άρθρα 73, 90 και 92.
(8) Οι επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για καταχώριση για παροχή υπηρεσιών πληρωμών, όπως αναφέρονται στο σημείο 8 του Παραρτήματος Ι, ως προϋπόθεση για την καταχώρισή τους, διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης που καλύπτει το έδαφος όπου προσφέρουν υπηρεσίες ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση κατά της ευθύνης τους έναντι του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού ή του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών που προκύπτει από μη εγκεκριμένη ή παράνομη πρόσβαση σε πληροφορίες λογαριασμού πληρωμών ή τη μη εγκεκριμένη ή παράνομη χρήση των πληροφοριών αυτών.
6.-(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποφασίζει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης, ούτως ώστε η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίων ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να ανέρχεται ή να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατόν (20%), το τριάντα τοις εκατόν (30%) ή το πενήντα τοις εκατόν (50%) ή ώστε το ίδρυμα πληρωμών να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την πρόθεσή του.
(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποφασίζει να πάψει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης ή να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, ούτως ώστε η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίων ή των δικαιωμάτων ψήφου να μειωθεί κάτω του είκοσι τοις εκατόν (20%), του τριάντα τοις εκατόν (30%) ή του πενήντα τοις εκατόν (50%) ή ώστε το ίδρυμα πληρωμών να πάψει να είναι θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την πρόθεσή του.
(3) Ο υποψήφιος αγοραστής ειδικής συμμετοχής παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν το μέγεθος της συμμετοχής που προτίθεται να αποκτήσει και σχετικές πληροφορίες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17Α(4) του περί Εργασιών Πιστωτικών ιδρυμάτων Νόμου.
(4) Σε περίπτωση που η επιρροή ενός υποψήφιου αγοραστή, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (3), είναι πιθανό να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος πληρωμών, η Κεντρική Τράπεζα εκφράζει την αντίθεσή της και επιπρόσθετα δύναται να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
(α) Αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει το εν λόγω πρόσωπο∙
(β) έκδοση διαταγής δυνάμει της οποίας η διάθεση, η υπογραφή συμφωνίας διάθεσης, η πώληση, η ανταλλαγή, η μίσθωση, η μεταβίβαση, η δωρεά και εν γένει η αποξένωση των μετοχών του ιδρύματος πληρωμών είναι άκυρες.
(γ) απαγόρευση απόκτησης, περιλαμβανομένης απόκτησης διά δωρεάς ή μέσω άσκησης δικαιωμάτων αγοράς, μετοχών του ιδρύματος πληρωμών∙
(δ) απαγόρευση διενέργειας οποιωνδήποτε πληρωμών από το ίδρυμα πληρωμών που απορρέουν από μετοχές, εξαιρουμένης της περίπτωσης διάλυσης του ιδρύματος πληρωμών.
(5)(α) Σε περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που παραβαίνει την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει εναντίον του οποιοδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (4), ορίζοντας τη χρονική διάρκεια της ισχύος του μέτρου ή ότι το μέτρο ισχύει μέχρι την ανάκλησή του από την Κεντρική Τράπεζα.
(β) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να γνωστοποιεί, σύμφωνα με το άρθρο 16, οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει την ακρίβεια των στοιχείων που έχει υποβάλει στην Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων που έχουν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε αυτό.
(6) Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας, η Κεντρική Τράπεζα ανεξαρτήτως των άλλων κυρώσεων που πρόκειται να επιβληθούν, προβλέπει αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει ο αποκτήσας τη συμμετοχή, ακυρότητα των εν λόγω ψήφων ή δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.
(7) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (5) και (6), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25, επί προσώπου το οποίο παραβαίνει την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση της εκ των προτέρων γνωστοποίησης, καθώς και επί προσώπου το οποίο αποκτά συμμετοχή παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας.
(8) Σε περίπτωση νομικού προσώπου που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, το άρθρο 25(2) εφαρμόζεται επί οποιουδήποτε μέλους των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών οργάνων του εν λόγω νομικού προσώπου.
7. Το νομικό πρόσωπο που αιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 5, άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, διατηρεί κατά τη στιγμή της αδειοδότησής του αρχικό κεφάλαιο το οποίο απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που ορίζονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως ε) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως εξής:
(α) Στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών παρέχει μόνο την υπηρεσία πληρωμών που αναφέρεται στο σημείο 6 του Παραρτήματος Ι, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να είναι χαμηλότερο από είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000)∙
(β) στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στο σημείο 7 του Παραρτήματος Ι, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να είναι χαμηλότερο από πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000)∙
(γ) στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών ασκεί οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 5 του Παραρτήματος Ι, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να είναι χαμηλότερο από εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ (€125.000).
8.-(1) Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών δεν υπολείπονται του μεγαλύτερου ποσού μεταξύ του αρχικού κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 7 και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, για να εμποδίσει την πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων ως ίδια κεφάλαια, εφόσον το ίδρυμα πληρωμών ανήκει στον ίδιο όμιλο με άλλο ίδρυμα πληρωμών, άλλο πιστωτικό ίδρυμα, άλλη επιχείρηση επενδύσεων, άλλη εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση:
Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν, στην περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών είναι υβριδικού χαρακτήρα και ασκεί δραστηριότητες άλλες από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
(3) Εφόσον πληρούνται οι όροι του Άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εξαιρεί από την υποχρέωση εφαρμογής μεθόδου για τον υπολογισμό ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 9, ίδρυμα πληρωμών που περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.
9.-(1) Χωρίς επηρεασμό των απαιτήσεων αρχικού κεφαλαίου του άρθρου 7, τα ιδρύματα πληρωμών, με εξαίρεση όσα παρέχουν μόνο τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στο σημείο 7 και/ή 8 του Παραρτήματος Ι, υποχρεούνται να διαθέτουν καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται σύμφωνα με μία από τις τρεις μεθόδους που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ και όπως καθορίζει η Κεντρική Τράπεζα με ατομική διοικητική πράξη η οποία κοινοποιείται στο ίδρυμα πληρωμών.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, βάσει αξιολόγησης των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, της βάσης δεδομένων κινδύνου ζημίας και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του ανώτερο έως είκοσι τοις εκατόν (20%) του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή να του επιτρέπει να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του κατώτερο έως είκοσι τοις εκατόν (20%) του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με το εδάφιο (1).
10.-(1) Τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 6 του Παραρτήματος Ι υποχρεούνται να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής με οποιοδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:
(α) Τα χρηματικά ποσά δεν πρέπει να αναμειγνύονται ποτέ με τα χρηματικά ποσά φυσικών ή νομικών προσώπων διαφορετικών από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών στο όνομα των οποίων λαμβάνονται αυτά τα χρηματικά ποσά και, αν λαμβάνονται ακόμη από το ίδρυμα πληρωμών και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί στον δικαιούχο ούτε έχουν μεταφερθεί σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της ημέρας παραλαβής τους, κατατίθενται σε χωριστό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα ή επενδύονται σε ασφαλή και ρευστά στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, τα οποία καθορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα με την έκδοση οδηγιών και προστατεύονται προς το συμφέρον των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος πληρωμών ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας.
(β) Τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από ασφαλιστήριο ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση από ασφαλιστική εταιρεία ή πιστωτικό ίδρυμα που δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο με το ίδρυμα πληρωμών, για ποσό ισοδύναμο προς εκείνο που θα είχε διαχωριστεί ελλείψει ασφαλιστηρίου ή άλλης συγκρίσιμης εγγύησης, πληρωτέο σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών αδυνατεί να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του.
(2) Στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να διασφαλίζει τα χρηματικά ποσά δυνάμει του εδαφίου (1) και τμήμα των εν λόγω χρηματικών ποσών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται στις απαιτήσεις διασφάλισης του εδαφίου (1).
(3) Στην περίπτωση που το κατά το εδάφιο (2) τμήμα χρηματικών ποσών κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιτρέπει στα ιδρύματα πληρωμών να εφαρμόζουν το εδάφιο (2) βάσει αντιπροσωπευτικού τμήματος το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται για υπηρεσίες πληρωμών, εφόσον το αντιπροσωπευτικό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί ευλόγως βάσει ιστορικών δεδομένων κατά τρόπο ικανοποιητικό για την Κεντρική Τράπεζα.
11.-(1) Οι επιχειρήσεις των οποίων η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης, εκτός όσων αναφέρονται στο άρθρο 4(1)(α), (β), (γ), (ε) και (στ) και εκτός των φυσικών ή νομικών προσώπων που έτυχαν εξαίρεσης δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34, οι οποίες σκοπεύουν να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών λαμβάνουν άδεια ως ιδρύματα πληρωμών, πριν αρχίσουν την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών:
Νοείται ότι, η εν λόγω άδεια χορηγείται μόνο σε νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα στη Δημοκρατία.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, μόνο στην περίπτωση που οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση πληρούν όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 5(3) έως (8), καθώς και αν, μετά από διεξοδική εξέταση της αίτησης, έχει καταλήξει σε ευνοϊκή συνολική αξιολόγηση και η Κεντρική Τράπεζα, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας, δύναται να διαβουλεύεται, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, με άλλες αρμόδιες δημόσιες αρχές.
(3) Κάθε ίδρυμα πληρωμών που αδειοδοτείται από την Κεντρική Τράπεζα και το οποίο οφείλει βάσει του άρθρου 5(1) να διαθέτει καταστατική έδρα, διατηρεί τα κεντρικά του γραφεία στη Δημοκρατία και διεξάγει τουλάχιστον ένα τμήμα των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων που αφορούν τις υπηρεσίες πληρωμών στη Δημοκρατία.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας, μόνο σε περίπτωση που δεδομένης της ανάγκης να εξασφαλιστεί ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει άρτιο οργανωτικό πλαίσιο για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με σαφείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, το δε πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί είναι εκτενείς και ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών πληρωμών που θα παρέχει το ίδρυμα πληρωμών.
(5) Στην περίπτωση που ο αιτών ή ένα ήδη αδειοδοτημένο ίδρυμα πληρωμών παρέχει ή προτίθεται να παρέχει ή παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 7 του Παραρτήματος Ι και, ταυτόχρονα, ασκεί άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί τη σύσταση χωριστού φορέα για τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών, όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή υπάρχει κίνδυνος να βλάψουν την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος πληρωμών ή την ικανότητα της Κεντρικής Τράπεζας να παρακολουθεί τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών προς τις υποχρεώσεις που καθορίζει ο παρών Νόμος και οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες.
(6) Η Κεντρική Τράπεζα δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας σε περίπτωση που λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, δεν έχει πεισθεί ως προς την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων που κατέχουν ειδική συμμετοχή.
(7) Στην περίπτωση που υπάρχουν στενοί δεσμοί, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 38) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μεταξύ του ιδρύματος πληρωμών και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την άδεια λειτουργίας, μόνο αν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.
(8) Σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα νομικά ή φυσικά πρόσωπα με τα οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει στενούς δεσμούς υπάγονται σε νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας, μόνο εφόσον οι διατάξεις αυτές ή τυχόν δυσχέρειες που προκύπτουν κατά την εφαρμογή τους δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.
(9) Άδεια λειτουργίας η οποία εκδόθηκε από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ισχύει στη Δημοκρατία και επιτρέπει στο ίδρυμα πληρωμών να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών που καλύπτονται από την άδειά του στη Δημοκρατία μέσω της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης.
(10) Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας σε πρόσθετες υπηρεσίες πληρωμών, υποβάλλει σχετική αίτηση στην Κεντρική Τράπεζα, η οποία συνοδεύεται από πληροφορίες, στοιχεία και έντυπα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5(3) και η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει επί της αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
12. Η Κεντρική Τράπεζα εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή της αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για τη λήψη απόφασης ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφασή της, αιτιολογώντας τυχόν απόρριψη της αίτησης.
13.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, μόνο αν το ίδρυμα πληρωμών-
(α) Δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτήθηκε ρητώς από αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει ως προϋπόθεση στην άδεια λειτουργίας του ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει αυτόματα∙ ή
(β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο∙ ή
(γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας ή παραλείπει να ενημερώσει την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με σημαντικές εξελίξεις ως προς το θέμα αυτό∙ ή
(δ) θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη στο σύστημα πληρωμών, αν συνέχιζε τις σχετικές με τις υπηρεσίες πληρωμών εργασίες του∙ ή
(ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στο κυπριακό δίκαιο.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα αιτιολογεί κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας και την κοινοποιεί στους ενδιαφερομένους.
(3) Σε περίπτωση που Κεντρική Τράπεζα ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, με οποιοδήποτε μέσο κρίνει κατάλληλο, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποιεί στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14 κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας και κάθε ανάκληση εξαίρεσης που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην ΕΑΤ τους λόγους για την ανάκληση οποιασδήποτε άδειας λειτουργίας ή για την ανάκληση εξαίρεσης που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34.
14.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα καταρτίζει και ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση δημόσιο μητρώο το οποίο είναι διαθέσιμο στο κοινό χωρίς χρέωση και προσβάσιμο ηλεκτρονικά και στο οποίο καταχωρίζονται οι ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Τα ιδρύματα πληρωμών που έχουν αδειοδοτηθεί από την Κεντρική Τράπεζα, οι αντιπρόσωποί τους και οι υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει παραχωρηθεί η άδεια λειτουργίας∙
(β) τα υποκαταστήματα των αδειοδοτημένων από την Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, ιδρυμάτων πληρωμών που παρέχουν υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος∙
(γ) τα ιδρύματα που έχουν δικαίωμα να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών βάσει του άρθρου 4(1)∙
(δ) τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν άδεια λειτουργίας και έτυχαν εξαίρεσης δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34 και οι αντιπρόσωποί τους.
(2) Στο δημόσιο μητρώο προσδιορίζονται οι υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο ίδρυμα πληρωμών ή για τις οποίες έχει καταχωριστεί το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τα δε ιδρύματα πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας απαριθμούνται στο μητρώο χωριστά από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που τυγχάνουν εξαίρεσης δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει στην ΕΑΤ, χωρίς καθυστέρηση και με ακρίβεια και σε γλώσσα εύχρηστη στον χρηματοοικονομικό τομέα, τις πληροφορίες που καταχωρίζονται στο δημόσιο μητρώο που τηρεί και είναι υπεύθυνη για την ακρίβεια και την επικαιροποίηση των πληροφοριών αυτών.
15. Προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος δύναται να ασκηθεί κατά των αποφάσεων που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα για τα ιδρύματα πληρωμών κατ’ εφαρμογήν του παρόντος Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας της Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
16. Σε περίπτωση που επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή η οποία επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών και των δικαιολογητικών που προβλέπονται στο άρθρο 5, το ίδρυμα πληρωμών ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού.
17.-(1) Κατ’ αναλογίαν επί των ιδρυμάτων πληρωμών, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
(α) Η Οδηγία 86/635/ΕΟΚ∙
(β) τα άρθρα 118 έως και 122, το άρθρο 141A, οι παράγραφοι (β), (γ), (γΑ) και (γΒ) του εδαφίου (1), οι παράγραφοι (βΑ) και (δ) του εδαφίου (3) και το εδάφιο (4) του άρθρου 142, οι παράγραφοι (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 150, οι παράγραφοι (β) έως (ε), οι υποπαραγράφοι (i) έως (v) της παραγράφου (στ) και οι παράγραφοι (η) έως (κ) του εδαφίου (1), οι υποπαραγράφοι (i), (ii), (iii), (iv) και (v) της παραγράφου (α) και οι παράγραφοι (β) έως (στ) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 151, το άρθρο 152 και το εδάφιο (1) του άρθρου 152Α του περί Εταιρειών Νόμου∙
(γ) το άρθρο 69 του περί Ελεγκτών Νόμου∙
(δ) ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.
(2) Οι ετήσιοι και ενοποιημένοι λογαριασμοί των ιδρυμάτων πληρωμών ελέγχονται από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία κατά την έννοια του περί Ελεγκτών Νόμου, σε περίπτωση που δεν εξαιρούνται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου και, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.
(3) Τα ιδρύματα πληρωμών, για σκοπούς εποπτείας, καταρτίζουν και υποβάλλουν στην Κεντρική Τράπεζα οικονομικές καταστάσεις με χωριστές λογιστικές πληροφορίες για τις υπηρεσίες πληρωμών και για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 18(1), οι οποίες υπόκεινται σε έκθεση ελεγκτή, η οποία εκπονείται, κατά περίπτωση, από τους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία:
(4) Οι υποχρεώσεις εκ του άρθρου 28(3) και (3Α) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου εφαρμόζονται, κατ’ αναλογίαν, επί των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων των ιδρυμάτων πληρωμών όσον αφορά τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών.
18.-(1) Τα ιδρύματα πληρωμών, εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, επιτρέπεται να ασκούν τις ακόλουθες δραστηριότητες:
(α) Παροχή λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών, όπως εξασφάλιση της εκτέλεσης των πράξεων πληρωμής, υπηρεσίες συναλλάγματος, υπηρεσίες φύλαξης, καθώς και αποθήκευση και επεξεργασία δεδομένων∙
(β) λειτουργία συστημάτων πληρωμών, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 35·
(γ) επιχειρηματικές δραστηριότητες πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του δικαίου του κράτους μέλους όπου λαμβάνει χώρα η δραστηριοποίηση.
(2) Σε περίπτωση που τα ιδρύματα πληρωμών παρέχουν μία ή περισσότερες υπηρεσίες πληρωμών, επιτρέπεται να τηρούν μόνο λογαριασμούς πληρωμών που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πράξεις πληρωμής.
(3) Η παραλαβή από τα ιδρύματα πληρωμών τυχόν χρηματικών ποσών από τους χρήστες, με σκοπό να τους παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 3(1) και (4) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, ούτε ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 2(1) του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου.
(4) Τα ιδρύματα πληρωμών απαγορεύεται να ασκούν κατ’ επάγγελμα τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 3(1) και (4) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.
(5) Τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να παρέχουν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 4 ή 5 του Παραρτήματος Ι, μόνο αν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η πίστωση είναι επικουρική και χορηγείται αποκλειστικά σε συνδυασμό με την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής∙
(β) ανεξάρτητα από τους κανόνες του οικείου κράτους μέλους για τη χορήγηση πιστώσεων μέσω πιστωτικών καρτών, η πίστωση που χορηγείται σε συνδυασμό με πληρωμή που εκτελείται σύμφωνα με το άρθρο 11(9) και το άρθρο 29 αποπληρώνεται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τους δώδεκα (12) μήνες·
(γ) η πίστωση δεν χορηγείται από χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί ή κρατούνται για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής·
(δ) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών είναι πάντοτε, κατά την κρίση της εποπτικής αρχής, κατάλληλα ενόψει της συνολικής χορηγούμενης πίστωσης.
(6) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου ή άλλων σχετικών διατάξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του οικείου κράτους μέλους που αφορούν μη εναρμονισμένες διά του παρόντος Νόμου προϋποθέσεις χορήγησης πιστώσεων στους καταναλωτές οι οποίες συνάδουν με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
19.-(1) Σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου, γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου·
(β) περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που θα χρησιμοποιεί ο αντιπρόσωπος για να τηρεί τις υποχρεώσεις του σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως προβλέπεται στον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο, οι οποίοι πρέπει να ενημερώνονται πάραυτα, σε περίπτωση που γίνονται ουσιαστικές αλλαγές στα στοιχεία που διαβιβάζονται με την αρχική κοινοποίηση·
(γ) την ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων διαχείρισης του αντιπροσώπου που θα χρησιμοποιηθεί για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών και, για τους αντιπροσώπους που δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, αποδείξεις καταλληλότητας και εντιμότητας αυτών·
(δ) τις υπηρεσίες πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών που έχουν ανατεθεί στον αντιπρόσωπο·
(ε) όπου ενδείκνυται, τον μοναδικό αναγνωριστικό κωδικό ή αριθμό του αντιπροσώπου.
(2) Μέσα σε δύο (2) μήνες από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει το ίδρυμα πληρωμών κατά πόσο ο αντιπρόσωπος καταχωρίστηκε στο μητρώο που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 14(1) και με την καταχώριση στο μητρώο ο αντιπρόσωπος επιτρέπεται να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού εγγράψει τον αντιπρόσωπο στο μητρώο, δύναται εάν θεωρεί ότι τα στοιχεία που της παρασχέθηκαν δυνάμει του εδαφίου (1) δεν είναι ορθά, να προβαίνει σε περαιτέρω ενέργειες για να τα επαληθεύει.
(4) Σε περίπτωση που μετά την επαλήθευση, η Κεντρική Τράπεζα δεν πείθεται ότι τα στοιχεία που της παρασχέθηκαν βάσει του εδαφίου (1) είναι ορθά, δεν εγγράφει τον αντιπρόσωπο στο μητρώο που διατηρεί βάσει του άρθρου 14(1) και ενημερώνει σχετικά το ίδρυμα πληρωμών χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(5) Σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών σε άλλο κράτος μέλος με την πρόσληψη αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος, ακολουθεί τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 29.
(6) Σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέσει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε τρίτους, εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, ενημερώνει σχετικά την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης αυτού.
(7) Η ανάθεση σημαντικών λειτουργικών δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς φορείς, περιλαμβανομένων των πληροφοριακών συστημάτων, απαγορεύεται να γίνεται με τρόπο που βλάπτει ουσιαστικά την ποιότητα των εσωτερικών ελέγχων του ιδρύματος πληρωμών και την ικανότητα της Κεντρικής Τράπεζας να παρακολουθεί και να εξακριβώνει τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με όλες τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στον παρόντα Νόμο.
(8) Για τους σκοπούς του εδαφίου (7), μια λειτουργική δραστηριότητα θεωρείται σημαντική στην περίπτωση που η πλημμελής εκτέλεση ή η παράλειψή της θα έβλαπτε ουσιαστικά τη συνεχή συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις απαιτήσεις της άδειάς του η οποία ζητήθηκε δυνάμει του παρόντος Μέρους ή τις λοιπές υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος Νόμου ή τις οικονομικές του επιδόσεις ή την ευρωστία ή τη συνέχεια των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει.
(9) Στην περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών αναθέτει σε εξωτερικούς φορείς σημαντικές λειτουργικές δραστηριότητες, το εν λόγω ίδρυμα πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η ανάθεση δραστηριοτήτων σε τρίτους δεν πρέπει να οδηγεί στη μεταβίβαση των ευθυνών των ανώτερων διοικητικών στελεχών∙
(β) δεν πρέπει να μεταβάλλονται η σχέση και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος πληρωμών έναντι των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του παρόντος Νόμου∙
(γ) δεν πρέπει να θίγονται οι όροι που οφείλει να πληροί το ίδρυμα πληρωμών, προκειμένου να λάβει και διατηρήσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το παρόν Μέρος∙
(δ) δεν πρέπει να καταργείται ούτε να τροποποιείται οποιοσδήποτε από τους άλλους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας του ιδρύματος πληρωμών.
(10) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να μεριμνά, ώστε οι αντιπρόσωποι ή τα υποκαταστήματά του που ενεργούν εξ ονόματός του να ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών.
(11) Ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, οποιαδήποτε αλλαγή σχετικά με τη χρήση-
(α) Των οντοτήτων στις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση, και,
(β) σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2), (3) και (4), των αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων αντιπροσώπων.
20.-(1) Ίδρυμα πληρωμών το οποίο αναθέτει σε τρίτους την άσκηση λειτουργικών δραστηριοτήτων λαμβάνει εύλογα μέτρα για την τήρηση των απαιτήσεων του παρόντος Νόμου.
(2) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία, το ίδρυμα πληρωμών έχει πλήρη ευθύνη για τις πράξεις των υπαλλήλων του ή των αντιπροσώπων, των υποκαταστημάτων ή των οντοτήτων προς τις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων.
21. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί της Παρεμπόδισης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή άλλης σχετικής διάταξης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να τηρεί αρχείο για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους επί τουλάχιστον πέντε (5) έτη.
22.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ορίζεται ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας η οποία είναι επιφορτισμένη με την αδειοδότηση και την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών για την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται στο παρόν Μέρος και δέον να είναι ανεξάρτητη από οικονομικούς φορείς και να αποφεύγει συγκρούσεις συμφερόντων.
(2) Το εδάφιο (1) δεν συνεπάγεται ότι η Κεντρική Τράπεζα εποπτεύει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων πληρωμών πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών και των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 18(1)(α).
(3) Τα καθήκοντα της Κεντρικής Τράπεζας ως της κατά το εδάφιο (1) οριζόμενης αρμόδιας αρχής εμπίπτουν στην ευθύνη της, όταν η Δημοκρατία συνιστά το κράτος μέλος προέλευσης.
(4) Για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων της δυνάμει του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα έχει τις εξουσίες που προβλέπονται στα άρθρα 23(2), 24 και 25.
23.-(1) Οι έλεγχοι που ασκεί η Κεντρική Τράπεζα με σκοπό τη διαπίστωση της συνεχούς συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους είναι αναλογικοί, επαρκείς και προσαρμοσμένοι στους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα πληρωμών.
(2) Για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει, χωρίς επηρεασμό των λοιπών εξουσιών της δυνάμει του παρόντος Νόμου, τα εξής μέτρα:
(α) Να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να της παρέχει κάθε πληροφορία απαραίτητη για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης, διευκρινίζοντας κατά το δέον τον σκοπό του αιτήματος∙
(β) να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους στο ίδρυμα πληρωμών, καθώς και σε κάθε αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών υπό την ευθύνη του ιδρύματος ή σε κάθε εξωτερική οντότητα στην οποία ανατίθενται δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών∙
(γ) να εκδίδει συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές και εφόσον ενδείκνυται, δεσμευτικές διοικητικές διατάξεις που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, περιορισμό των εργασιών του ιδρύματος πληρωμών και απομάκρυνση οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου διευθυντικού στελέχους, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του Μέρους II ή οποιασδήποτε οδηγίας εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά ατομική διοικητική πράξη, ή με τους όρους της άδειας του ιδρύματος πληρωμών∙
(δ) να αναστέλλει την άδεια λειτουργίας ή να την ανακαλεί σύμφωνα με το άρθρο 13.
(3) Χωρίς επηρεασμό των διαδικασιών ανάκλησης των αδειών λειτουργίας και οποιωνδήποτε διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή άλλου Νόμου προβλέποντος περί του αξιοποίνου πράξεως ή παραλείψεως, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλλει κυρώσεις ή να λαμβάνει μέτρα κατά του ιδρύματος πληρωμών ή των υπεύθυνων διευθυνόντων του, σύμφωνα με το εδάφιο (2) και το άρθρο 25 σε περίπτωση παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικών με τον έλεγχο ή την άσκηση των δραστηριοτήτων του σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών, σκοπός των οποίων είναι ο τερματισμός των παραβάσεων και η εξάλειψη των αιτιών των παραβάσεων.
(4) Ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις του άρθρου 7, του άρθρου 8(1) και (2) και του άρθρου 9, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (2), ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη επαρκών κεφαλαίων για τις υπηρεσίες πληρωμών, ιδίως όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή ενδέχεται να βλάψουν την οικονομική του ευρωστία.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα αποτελεί την αρμόδια αρχή για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων των Μερών ΙΙΙ και IV αναφορικά με-
(α) Υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από πιστωτικό ίδρυμα∙
(β) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙
(γ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙
(δ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου που λειτουργεί σύμφωνα με το δικαίωμα εγκατάστασης, ή από πιστωτικό ίδρυμα ή από ίδρυμα πληρωμών ή από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(ε) τηρουμένου του άρθρου 99(4), υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης από πιστωτικό ίδρυμα, από ίδρυμα πληρωμών ή από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα.
24.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται-
(α) Να απαιτεί από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να θέτει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα:
(β) να ζητεί την έκδοση διατάγματος, σύμφωνα με το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, για σκοπούς συμμόρφωσης του καθ’ ου η αίτηση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙ και/ή
(γ) να απαιτεί την άμεση διακοπή κάθε πρακτικής που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙ και/ή
(δ) να απαγορεύει προσωρινά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας των υπεύθυνων διευθυνόντων του παρόχου πληρωμών∙ και/ή
(ε) να λαμβάνει κάθε μέτρο για την εξασφάλιση της συνεχούς συμμόρφωσης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙ και/ή
(στ) να επιτρέπει εξακριβώσεις ή έρευνες ή να αιτείται αυτών από ορκωτούς εμπειρογνώμονες.
(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει όταν κληθεί από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του εδαφίου (1), να θέσει στη διάθεσή της πληροφορίες, έγγραφα ή στοιχεία σχετικά με πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που κατέχει ή έχει υπό τον έλεγχό του, καθώς και να προσέλθει στον τόπο διεξαγωγής των εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας, αν το απαιτήσει:
(3) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να παρακωλύει ή παρεμποδίζει με πράξη ή παράλειψή του την Κεντρική Τράπεζα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(4) Η παροχή ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή εγγράφων ή εντύπων ή η απόκρυψη ουσιώδους πληροφορίας από οποιαδήποτε γνωστοποίηση που υποβάλλεται στην Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του παρόντος άρθρου αποτελεί, πέρα από παράβαση η οποία υπόκειται σε διοικητική κύρωση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 25, ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000) και/ή με τις δύο αυτές ποινές.
25.-(1) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 13 και οποιωνδήποτε διατάξεων του παρόντος Νόμου ή άλλου Νόμου προβλέποντος περί του αξιοποίνου πράξεως ή παραλείψεως παρόχου υπηρεσιών πληρωμών κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώνει ότι πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιαδήποτε οδηγία, εγκύκλιο και/ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά ατομική διοικητική πράξη, ή παραλείπει να συμμορφωθεί με απαίτηση, δεσμευτική διοικητική διάταξη, σύσταση και/ή κατευθυντήριες γραμμές της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, να επιβάλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται από χίλια ευρώ (€1.000) έως ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, δύναται επιπρόσθετα να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, που κυμαίνεται από εκατόν ευρώ (€100) έως οκτώ χιλιάδες ευρώ (€8.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(2) Σε περίπτωση που η παράβαση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) αποδίδεται σε υπαιτιότητα του μέλους του διοικητικού οργάνου και/ή ανώτατου διευθυντικού στελέχους και/ή υπευθύνου διαχείρισης των δραστηριοτήτων υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος, η Κεντρική Τράπεζα, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το πρόσωπο αυτό, δύναται να επιβάλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται από χίλια ευρώ (€1.000) έως είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, δύναται επιπρόσθετα να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, που κυμαίνεται από εκατόν ευρώ (€100) έως χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(3) Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών ή ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που βρίσκεται υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας παραβαίνει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αφού προηγουμένως ακούσει, κατά περίπτωση, το ίδρυμα πληρωμών ή το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, να επιβάλει επιπρόσθετα διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα εκατόν ευρώ (€100) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(4) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να λάβει δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.
26.-(1) Πρόσωπο το οποίο παρέχει υπηρεσίες πληρωμών χωρίς προηγουμένως να εξασφαλίζεται άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ, (€85.000) και/ή με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία το αδίκημα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) τελείται από νομικό πρόσωπο, οποιοδήποτε μέλος των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων το οποίο εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξή του, είναι ένοχο του ίδιου αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο εδάφιο (1).
(3) Πρόσωπα τα οποία, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που προξενείται σε τρίτους ένεκα της πράξης ή παράλειψης που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
(4) Οποιαδήποτε σύμβαση για προσφορά συναφθείσα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιαδήποτε αποδοχή υπηρεσιών πληρωμών κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι άκυρη.
27.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και, εφόσον χρειάζεται, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, την ΕΑΤ και άλλες αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του δικαίου του οικείου κράτους μέλους που εφαρμόζεται για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών∙
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανταλλάσσει πληροφορίες με τους ακόλουθους φορείς:
(α) Τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που έχουν αναλάβει την αδειοδότηση και εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών·
(β) την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών και εποπτικών αρχών, και, κατά περίπτωση, άλλες δημόσιες αρχές αρμόδιες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού·
(γ) άλλες αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί βάσει των διατάξεων του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης των Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και άλλων διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εφαρμόζονται επί των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, όπως οι διατάξεις περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
(δ) την ΕΑΤ υπό την ιδιότητά της να συμβάλει στη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των μηχανισμών ελέγχου, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο α) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
28.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, δύναται να ενεργεί όπως προβλέπει το Άρθρο 27, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 27, παράγραφος 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.
29.-(1) Κάθε ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών για πρώτη φορά σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, είτε ασκώντας το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Tην επωνυμία, τη διεύθυνση και, κατά περίπτωση, τον αριθμό άδειας του ιδρύματος πληρωμών·
(β) το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη όπου προτίθεται να δραστηριοποιηθεί·
(γ) την υπηρεσία ή τις υπηρεσίες πληρωμών που θα παρέχονται∙
(δ) όταν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να ορίσει αντιπρόσωπο, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 19(1)∙
(ε) όταν το ίδρυμα πληρωμών σκοπεύει να έχει υποκατάστημα, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 5(3)(β) και (ε) όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών στο κράτος μέλος υποδοχής, περιγραφή της οργανωτικής δομής του υποκαταστήματος και την ταυτότητα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος.
(2) Στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέτει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε άλλες οντότητες στο κράτος μέλος υποδοχής, ενημερώνει σχετικά την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού.
(3) Εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζει αυτές στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
(4) Στην περίπτωση που κατόπιν ενημέρωσης που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για τυχόν εύλογες ανησυχίες των εν λόγω αρμόδιων αρχών όσον αφορά την προβλεπόμενη πρόθεση ορισμού αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος δεν συμφωνεί με την αξιολόγηση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, παρέχει στις τελευταίες τους λόγους για την απόφασή της.
(5) Εφόσον η αξιολόγηση της Κεντρικής Τράπεζας, ως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης, ιδίως βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δεν είναι ευνοϊκή, η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, δεν καταχωρίζει τον αντιπρόσωπο ή το υποκατάστημα στο μητρώο ή αποσύρει την καταχώριση, εφόσον έχει ήδη πραγματοποιηθεί.
(6) Εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, κοινοποιεί την απόφασή της στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και στο ίδρυμα πληρωμών∙
(7) O αντιπρόσωπος ή το υποκατάστημα δικαιούται να αρχίσει να ασκεί δραστηριότητες στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής από την καταχώριση στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 14(1).
(8) Το ίδρυμα πληρωμών γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα, ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού, την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει τις δραστηριότητές του μέσω του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματος στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής.
(9) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία το ίδρυμα πληρωμών θα αρχίσει τις δραστηριότητές του μέσω του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματος στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής.
(10) Το ίδρυμα πληρωμών ενημερώνει την Κεντρική Τράπεζα, ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στις πληροφορίες που έχει κοινοποιήσει σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2), συμπεριλαμβανομένων στοιχείων για πρόσθετους αντιπροσώπους, υποκαταστήματα ή οντότητες στις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων στο κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του το ίδρυμα.
(11) Για τους σκοπούς της κατά το εδάφιο (10) ενημέρωσης, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν η διαδικασία η οποία προβλέπεται στα εδάφια (3) έως (9) και (12) έως (14).
(12) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τις πληροφορίες σύμφωνα με το Άρθρο 28, παράγραφος 2, εδάφιο (2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, τις αξιολογεί και παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης σχετικά στοιχεία όσον αφορά την προβλεπόμενη παροχή υπηρεσιών πληρωμών από το οικείο ίδρυμα πληρωμών στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός μηνός από την παραλαβή των πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.
(13) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης για τυχόν εύλογες ανησυχίες της όσον αφορά την προβλεπόμενη πρόθεση ορισμού αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος, ιδίως σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.
(14) O αντιπρόσωπος ή το υποκατάστημα δικαιούται να αρχίσει να ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία από την καταχώριση στο μητρώο που διατηρεί η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού που ενσωματώνει το Άρθρο 14 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.
30.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για τη διενέργεια των ελέγχων και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων που προβλέπονται στα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ και IV, σύμφωνα με το άρθρο 99(4) και (5), σε σχέση με τον αντιπρόσωπο ή το υποκατάστημα ιδρύματος πληρωμών που βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.
(2) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα συνιστά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης για τη διενέργεια των ελέγχων και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων που προβλέπονται στους Τίτλους ΙΙ, ΙΙΙ και IV της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, σύμφωνα με το Άρθρο 100, παράγραφος 4 της εν λόγω Οδηγίας σε σχέση με τον αντιπρόσωπο ή το υποκατάστημα ιδρύματος πληρωμών που βρίσκεται στη Δημοκρατία.
(3) Στο πλαίσιο της συνεργασίας που προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ότι επιθυμεί να διενεργήσει επιτόπιο έλεγχο στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.
(4) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (3), η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, δύναται να αναθέσει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στο σχετικό ίδρυμα.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, διενεργεί επιτόπιους ελέγχους που της ανατίθενται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δυνάμει του Άρθρου 29, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.
(6) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, κοινοποιεί και ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής όλες τις ουσιώδεις και/ή σχετικές πληροφορίες, ιδίως σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης από τον αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα και όταν τέτοιες παραβάσεις συνέβησαν στο πλαίσιο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
(7) Στο πλαίσιο των διατάξεων του εδαφίου (6), η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, κοινοποιεί και ανταλλάσσει, κατόπιν αιτήματος, όλες τις σχετικές πληροφορίες και, με ιδίαν πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικές πληροφορίες, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11(3).
(8) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα πληρωμών που λειτουργούν στη Δημοκρατία μέσω αντιπροσώπων στο πλαίσιο του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης και των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος να ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επικοινωνίας στη Δημοκρατία, προκειμένου να διασφαλίσει την κατάλληλη επικοινωνία και την υποβολή στοιχείων σχετικά με τη συμμόρφωση τόσο με τις διατάξεις του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης που ενσωματώνουν τους Τίτλους ΙΙΙ και IV της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 όσο και με τα Μέρη ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και προκειμένου να διευκολύνεται η εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους υποδοχής, μεταξύ άλλων με την παροχή εγγράφων και πληροφοριών στην Κεντρική Τράπεζα κατόπιν αιτήματός της.
(9) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να απαιτεί από ίδρυμα πληρωμών που έχει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στη Δημοκρατία να της υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα έκθεση για τις δραστηριότητες που ασκεί στη Δημοκρατία.
(10) Οι εκθέσεις οι οποίες προβλέπονται στο εδάφιο (9) απαιτούνται για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς και, στον βαθμό που οι αντιπρόσωποι και τα υποκαταστήματα ασκούν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών στο πλαίσιο του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης, για σκοπούς ελέγχου της συμμόρφωσης τόσο με τις διατάξεις του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης που ενσωματώνουν τους Τίτλους ΙΙΙ και IV της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 όσο και με τα Μέρη ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου.
(11) Οι αντιπρόσωποι και τα υποκαταστήματα που αναφέρονται στο εδάφιο (10) υπόκεινται στην τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 33.
(12) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και ανταλλάσσει με αυτές όλες τις ουσιώδεις και/ή σχετικές πληροφορίες, ιδίως σε περίπτωση παρά¬βασης ή εικαζόμενης παράβασης από αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα και στην περίπτωση που τέτοιες παραβάσεις συνέβησαν στο πλαίσιο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, κοινοποιεί, κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής κράτους μέλους προέλευσης, όλες τις σχετικές πληροφορίες και, με ιδίαν πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικές πληροφορίες, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 11, παράγραφος 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.
31.-(1) Χωρίς επηρεασμό της ευθύνης των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης, σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, διαπιστώνει ότι ένα ίδρυμα πληρωμών που έχει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στη Δημοκρατία δεν συμμορφώνεται με τα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ ή IV ή με το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης που ενσωματώνει τους Τίτλους ΙΙ, III ή IV της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης χωρίς καθυστέρηση.
(2) Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, που απαιτείται άμεση δράση, ώστε να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή για τα συλλογικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, παράλληλα με τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και εν αναμονή της λήψης μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 30, να λαμβάνει προληπτικά μέτρα.
(3) Τα κατά το εδάφιο (2) προληπτικά μέτρα πρέπει να είναι κατάλληλα και αναλογικά προς τον σκοπό που αυτά εξυπηρετούν, δηλαδή την προστασία από ενδεχόμενη σοβαρή απειλή των συλλογικών συμφερόντων των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, και δεν πρέπει να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, έναντι των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών σε άλλα κράτη μέλη, έχουν προσωρινό χαρακτήρα και παύουν να ισχύουν, όταν οι σοβαρές απειλές που εντοπίστηκαν αντιμετωπίζονται, μεταξύ άλλων, με τη βοήθεια και σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή με την ΕΑΤ, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 27, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα, όπου αυτό συμβαδίζει με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΤ εκ των προτέρων και εν πάση περιπτώσει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σχετικά με τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του εδαφίου (2) και την αιτιολόγησή τους.
(5) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, λαμβάνει τις κατά το Άρθρο 30, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 υποβληθείσες πληροφορίες και, αφού τις αξιολογήσει, λαμβάνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε το ίδρυμα πληρωμών να θέσει τέλος στη μη συμμόρφωσή του, και κοινοποιεί τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και στις αρμόδιες αρχές οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.
32.-(1) Κάθε μέτρο, το οποίο λαμβάνεται από την Κεντρική Τράπεζα κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 23, 29, 30 ή 31, και το οποίο επιβάλλει κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελεύθερης εγκατάστασης πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο από την Κεντρική Τράπεζα και να κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο ίδρυμα πληρωμών.
(2) Τα άρθρα 29, 30 και 31 δεν θίγουν την υποχρέωση που υπέχουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/847, ιδίως δυνάμει του Άρθρου 48, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και του Άρθρου 22, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/847, να εποπτεύουν ή να ελέγχουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που θεσπίζουν οι εν λόγω πράξεις.
33.-(1) Όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την Κεντρική Τράπεζα, καθώς και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν εξ ονόματός της υποχρεούνται να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων για τις οποίες στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη.
(2) Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 26, τηρείται αυστηρά το επαγγελματικό απόρρητο, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών και των επιχειρήσεων.
(3) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με το εδάφιο (1) και/ή (2) είναι ένοχο αδικήματος και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000) και/ή με τις δύο αυτές ποινές.
34.-(1) Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν μόνο την υπηρεσία πληρωμών, όπως αναφέρεται στο σημείο 8 του Παραρτήματος Ι, εξαιρούνται από την εφαρμογή της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως και 32, πλην του άρθρου 5(3)(α), (β), (ε) έως (η), (ι), (ιβ), (ιδ), (ιστ) και (ιζ) και (8), του άρθρου 13(4) και (5) και του άρθρου 14, ενώ τα άρθρα 15, 22, 23, 24, 25, 27, 28, 29, 30, 31, 32 και 33 εφαρμόζονται, εξαιρουμένου του άρθρου 23(4) και (5).
(2) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) αντιμετωπίζονται ως ιδρύματα πληρωμών:
35.-(1) Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση σε συστήματα πληρωμών των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή έχουν καταχωρισθεί στο μητρώο και οι οποίοι είναι νομικά πρόσωπα πρέπει να είναι αντικειμενικοί, αμερόληπτοι και αναλογικοί και να μην κωλύουν, πέραν του αναγκαίου, την πρόσβαση για τη διασφάλιση, έναντι ορισμένων κινδύνων, όπως ο κίνδυνος διακανονισμού, ο λειτουργικός κίνδυνος και ο επιχειρηματικός κίνδυνος, και την προστασία της χρηματοοικονομικής και λειτουργικής σταθερότητας του συστήματος πληρωμών.
(2) Τα συστήματα πληρωμών δεν επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή σε άλλα συστήματα πληρωμών οποιαδήποτε από τις ακόλουθες απαιτήσεις:
(α) Περιοριστικούς κανόνες για την ουσιαστική συμμετοχή σε άλλο ή άλλα συστήματα πληρωμών∙
(β) κανόνες που θεσπίζουν διακρίσεις μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή μεταξύ των καταχωρισμένων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, καθώς και τα παρεχόμενα πλεονεκτήματα∙
(γ)περιορισμούς βάσει του νομικού καθεστώτος.
(3) Τα εδάφια (1) και (2) δεν εφαρμόζονται-
(α) σε κηρυχθέν σύστημα πληρωμών, κατά την έννοια του περί Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμου∙
(β) στα συστήματα πληρωμών που συνίστανται αποκλειστικά από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που ανήκουν σε όμιλο.
(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (3), σε περίπτωση κατά την οποία συμμετέχων σε καθορισμένο σύστημα επιτρέπει σε αδειοδοτημένο ή καταχωρισμένο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που δεν συμμετέχει στο σύστημα να διαβιβάσει εντολές μέσω του συστήματος, ο εν λόγω συμμετέχων παρέχει την ίδια ευκαιρία, όταν ζητηθεί, με αντικειμενικό, αναλογικό και αμερόληπτο τρόπο σε άλλους αδειοδοτημένους ή καταχωρισμένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το εδάφιο (1).
(5) Ο συμμετέχων παρέχει στον αιτούντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών πλήρη αιτιολόγηση σε περίπτωση απόρριψης.
36.-(1) Τα ιδρύματα πληρωμών έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες λογαριασμών πληρωμών των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αντικειμενική, αμερόληπτη και αναλογική βάση, η οποία πρέπει να είναι αρκούντως ικανοποιητική, ώστε τα ιδρύματα πληρωμών να είναι σε θέση να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών με απρόσκοπτο και αποτελεσματικό τρόπο.
(2) Το πιστωτικό ίδρυμα αιτιολογεί δεόντως στην Κεντρική Τράπεζα κάθε απόρριψη.
37.-(1) Απαγορεύεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, ούτε αποκλείονται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών.
(2) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο άρθρο 3(3)(ια)(i) και (ii) και/ή αμφότερες τις δύο δραστηριότητες, για τις οποίες η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής των προηγούμενων δώδεκα (12) μηνών υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000), οφείλουν να απευθύνουν γνωστοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα με περιγραφή των προσφερόμενων υπηρεσιών, η οποία να προσδιορίζει την εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 3(3)(ια)(i) και (ii) που θεωρούν ότι ισχύει για την ασκούμενη δραστηριότητα.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, στη βάση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2), λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 3(3)(ια), όταν η δραστηριότητα αυτή δεν αναγνωρίζεται ως περιορισμένο δίκτυο, και ενημερώνει τον πάροχο των υπηρεσιών αναλόγως.
(4) Οι πάροχοι υπηρεσιών που ασκούν δραστηριότητα αναφερόμενη στο άρθρο 3(3)(ιβ), οφείλουν να απευθύνουν γνωστοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα και να υποβάλλουν σε αυτήν ετήσια έκθεση ελέγχου που να πιστοποιεί ότι η δραστηριότητα είναι σύμφωνη με τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 3(3)(ιβ).
(5) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ για τις υπηρεσίες που γνωστοποιούνται βάσει των εδαφίων (2) και (4), αναφέροντας την εξαίρεση που ισχύει για την εκτελούμενη δραστηριότητα.
(6) Η περιγραφή της δραστηριότητας που γνωστοποιείται βάσει των εδαφίων (2), (3) και (4) δημοσιοποιείται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 14.