- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.5
- 61(Ι)/2015
20.-(1) Με την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, ο Επίσημος Παραλήπτης διορίζεται ως διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαντα.
(2) Οι πιστωτές, με συνηθισμένη απόφασή τους σε συνέλευση πιστωτών που ζητούν οι ίδιοι να συγκαλέσει ο Επίσημος Παραλήπτης, δύναται να διορίσουν ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης από κατάλογο αδειοδοτημένων επαγγελματιών, στον οποίο κατάλογο, δικαίωμα για εγγραφή έχουν όσοι έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τον περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμο.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Επίσημος Παραλήπτης δύναται να διορίσει ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης εκ περιτροπής από τον κατάλογο ο οποίος αναφέρεται στο εδάφιο (2).
(4) Κατά τον διορισμό ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης σύμφωνα με το εδάφιο (3), ο Επίσημος Παραλήπτη δύναται να μη διορίσει επόμενο ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης από τον κατάλογο, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία και την εμπειρογνωσία του επόμενου ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης και συνυπολογίζοντας τα ειδικά χαρακτηριστικά της υπόθεσης.
(5) Πριν από τον διορισμό ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3), ο πτωχεύσας δύναται να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς τη συνέλευση πιστωτών και/ή τον Επίσημο Παραλήπτη, αντίστοιχα, και να θέσει υπόψη τους στοιχεία, σε περίπτωση που κατά την άποψη του πτωχεύσαντα η σύνδεση ή η σχέση του προτεινόμενου για διορισμό ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης με τον πτωχεύσαντα ή την περιουσία του ή με πιστωτή δυνατόν να καταστήσει δύσκολο για τον ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης να ενεργεί αμερόληπτα προς το συμφέρον των πιστωτών γενικά.
21.-(1) Οι πιστωτές που έχουν δικαίωμα ψήφου δύνανται στην πρώτη ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη συνέλευση με απόφαση τους να διορίσουν εποπτική επιτροπή για σκοπούς επίβλεψης της διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας από το διαχειριστή.
(2) Η εποπτική επιτροπή θα αποτελείται από όχι περισσότερα των πέντε και όχι λιγότερα των τριών προσώπων τα οποία κατέχουν το ένα ή το άλλο από τα πιο κάτω προσόντα-
(α) το να είναι πιστωτής ή κάτοχος γενικού πληρεξουσίου εγγράφου από πιστωτή, νοουμένου ότι κανένας πιστωτής ή κάτοχος γενικής πληρεξουσιότητας ή γενικού πληρεξούσιου εγγράφου από πιστωτή δικαιούται να ενεργεί ως μέλος της εποπτικής επιτροπής μέχρις ότου ο πιστωτής επαληθεύσει το προς αυτόν χρέος και η επαλήθευση έγινε αποδεκτή ή
(β) το να είναι πρόσωπο στο οποίο ο πιστωτής προτίθεται να δώσει γενική πληρεξουσιοδότηση ή γενικό πληρεξούσιο έγγραφο νοείται ότι δεν δικαιούται κανένα τέτοιο πρόσωπο να ενεργεί ως μέλος της εποπτικής επιτροπής μέχρις ότου εξασφαλίσει τέτοια πληρεξουσιοδότηση ή γενικό πληρεξούσιο και μέχρις ότου ο πιστωτής επαληθεύσει το προς αυτόν χρέος και η επαλήθευση γίνει αποδεκτή.
(3) Η εποπτική επιτροπή συνεδριάζει σε τέτοια χρονικά διαστήματα που η επιτροπή από καιρό σε καιρό ορίζει και σε περίπτωση που δεν ορίζεται τέτοιος χρόνος, μια τουλάχιστο φορά το μήνα και ο διαχειριστής ή οποιοδήποτε μέλος της επιτροπής δύναται επίσης να καλέσει συνεδρία της επιτροπής όπως και όταν θεωρεί αναγκαίο.
(4) Η επιτροπή δύναται να ενεργεί με πλειοψηφία των μελών της που παρευρίσκονται στη συνεδρία, αλλά δεν ενεργεί εκτός αν η πλειοψηφία της επιτροπής είναι παρούσα στη συνεδρία.
(5) Οποιοδήποτε μέλος της επιτροπής δύναται να παραιτηθεί από τη θέση του με γραπτή και υπογραμμένη δήλωση την οποία παραδίδει στο διαχειριστή.
(6) Αν μέλος της επιτροπής πτωχεύσει ή προβεί σε συμβιβασμό ή διευθέτηση με τους πιστωτές του ή απουσιάσει για πέντε συνεχείς συνεδρίες η θέση του κενώνεται.
(7) Μέλος της επιστροπής δύναται να παυθεί με συνήθη απόφαση η οποία λαμβάνεται σε οποιαδήποτε συνέλευση πιστωτών, για την οποία δόθηκε επταήμερη ειδοποίηση που αναφέρει το σκοπό της συνέλευσης.
(8) Σε περίπτωση κένωσης θέσης μέλους της επιτροπής, ο διαχειριστής συγκαλεί αμέσως συνέλευση των πιστωτών με σκοπό την πλήρωση της θέσης, η δε συνέλευση δύναται με απόφαση της να διορίσει άλλον πιστωτή ή άλλο πρόσωπο, που νομιμοποιείται όπως πιο πάνω, για την πλήρωση της θέσης.
(9) Τα μέλη της επιτροπής που παραμένουν, νοουμένου ότι αυτά δεν θα είναι λιγότερα από δύο, δύνανται να ενεργούν ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κένωση θέσης της επιτροπής, και όταν ο αριθμός των μελών της εποπτικής επιτροπής που υφίσταται εκάστοτε είναι μικρότερος των πέντε, οι πιστωτές δύνανται να αυξήσουν τον αριθμό ώστε αυτός να μην υπερβαίνει τους πέντε.
(10) Αν δεν υπάρχει εποπτική επιτροπή, κάθε πράξη ή πράγμα ή οποιαδήποτε οδηγία ή άδεια η οποία με βάση το νόμο αυτό επιτρέπεται ή απαιτείται να γίνεται ή να παρέχεται από την επιτροπή δύναται να γίνεται ή να δίνεται από το Δικαστήριο με την αίτηση του διαχειριστή.
22.-(1) Αν το Δικαστήριο εγκρίνει το συμβιβασμό ή σχέδιο διευθέτησης βάσει του άρθρου 17, δύναται να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να ακυρώνει την πτώχευση και να παραχωρεί την περιουσία του πτωχεύσαντα σε αυτόν ή σε άλλο πρόσωπο που το Δικαστήριο δυνατό να ορίσει και με όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.
(2) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης, η οποία οφείλεται με βάση το συμβιβασμό ή το σχέδιο, ή αν φανεί στο Δικαστήριο ότι ο συμβιβασμός ή το σχέδιο δεν δύναται να εφαρμοστεί χωρίς αδικία ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ή ότι η έγκριση του Δικαστηρίου λήφθηκε με απάτη, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί ορθό, με αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου να ακυρώσει το συμβιβασμό ή το σχέδιο, χωρίς όμως να επηρεάζεται η εγκυρότητα οποιασδήποτε πώλησης, διάθεσης ή πληρωμής ή πράξης που έγινε δεόντως, με βάση η σύμφωνα με τον συμβιβασμό ή το σχέδιο.
23.-(1) Κάθε πτωχεύσας εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης θα πρέπει, εκτός αν κωλύεται λόγω ασθένειας ή άλλης επαρκούς αιτίας, να παρίσταται στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών και να υπόκειται σε εξέταση και παρέχει τέτοιες πληροφορίες που η συνέλευση δυνατό να απαιτήσει.
(2) Ο πτωχεύσας παρέχει τέτοια απογραφή της περιουσίας του, τέτοιο κατάλογο των πιστωτών και οφειλετών του καθώς και κατάλογο των χρεών που οφείλονται από αυτόν στους πιστωτές του και των χρεών που οφείλονται προς αυτόν από τους οφειλέτες του αντίστοιχα, υπόκειται σε εξέταση για την περιουσία ή τους πιστωτές του, παρίσται σε άλλες συνελεύσεις πιστωτών του, παρουσιάζεται σε τέτοια χρονικά διαστήματα ενώπιον του επίσημου παραλήπτη, του ειδικού διαχειριστή ή του διαχειριστή, εκτελεί πληρεξούσια, μεταβιβάσεις, συμβόλαια και έγγραφα και γενικά προβαίνει σε όλες τις ενέργειες σχετικά με την περιουσία του και τη διανομή, μεταξύ των πιστωτών του, του προϊόντος της ρευστοποίησης όπως δυνατόν εύλογα να απαιτηθεί από τον επίσημο παραλήπτη, τον ειδικό διαχειριστή ή το διαχειριστή, ή δυνατό να καθοριστεί από γενικούς κανονισμούς, ή να διαταχτεί από το Δικαστήριο με οποιοδήποτε ειδικό διάταγμα ή διατάγματα που εκδίδονται αναφορικά με συγκεκριμένη υπόθεση, ή εκδίδεται μετά από ειδική αίτηση του επίσημου παραλήπτη, ειδικού διαχειριστή, διαχειριστή, ή οποιουδήποτε πιστωτή ή ενδιαφερόμενου προσώπου. Η αίτηση του διαχειριστή γίνεται στον τύπο που καθορίζεται σε Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο.
(3) Όταν πτωχεύσας κηρυχτεί σε πτώχευση οφείλει να παρέχει κάθε δυνατή συνδρομή για την ρευστοποίηση της περιουσίας του και τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης μεταξύ των πιστωτών του.
(4) Αν πτωχεύσας εσκεμμένα παραλείπει να εκτελέσει τα καθήκοντα του που επιβάλλονται από το άρθρο αυτό ή να παραδώσει την κατοχή μέρους της περιουσίας του, η οποία με βάση το Νόμο αυτό πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών του και η οποία εκάστοτε βρίσκεται στην κατοχή ή τον έλεγχο του, στον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή, ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το Δικαστήριο για να λάβει κατοχή αυτής, ο πτωχεύσας, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή στην οποία δυνατό να υπόκειται, είναι ένοχος περιφρόνησης του Δικαστηρίου και δυνατό να τιμωρηθεί ανάλογα.
24.-(1) To Δικαστήριο δύναται, με ένταλμα απευθυνόμενο σε οποιοδήποτε αστυνομικό ή καθορισμένο λειτουργό του Δικαστηρίου, να προκαλέσει τη σύλληψη πτωχεύσαντα και την κατάσχεση οποιωνδήποτε βιβλίων, εγγράφων, χρημάτων και αγαθών που βρίσκονται στην κατοχή του και την κράτηση του πτωχεύσαντα και τη φύλαξη των πιο πάνω, σε τόπο και για χρόνο που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει, κάτω από τις ακόλουθες περιστάσεις:
(α) αν, μετά την έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού, ή μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του φαίνεται στο Δικαστήριο ότι υπάρχει πιθανή αιτία να πιστεύει ότι είναι ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος που τιμωρείται με βάση το Νόμο αυτό, ή ότι δραπέτευσε ή πρόκειται να δραπετεύσει για να αποφύγει την πληρωμή του χρέους, για το οποίο εκδόθηκε ειδοποίηση πτώχευσης, ή να αποφύγει επίδοση ειδοποίησης αίτησης πτώχευσης ή να αποφύγει να εμφανιστεί σε τέτοια αίτηση ή να αποφύγει να εξεταστεί αναφορικά με τις υποθέσεις του, ή διαφορετικά να αποφύγει, καθυστερήσει ή να προκαλέσει δυσχέρειες στη διαδικασία πτώχευσης εναντίον του·
(β) αν, μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, φαίνεται στο Δικαστήριο ότι υπάρχει πιθανή αιτία να πιστεύει ότι ο πτωχεύσας είναι έτοιμος να μετακινήσει τα εμπορεύματα του με σκοπό να παρακωλύσει ή καθυστερήσει τον επίσημο παραλήπτη ή διαχειριστή από το να λάβουν κατοχή των εμπορευμάτων του, ή ότι υπάρχει πιθανή αιτία ώστε να πιστεύει ότι ο πτωχεύσας απόκρυψε ή πρόκειται να αποκρύψει ή καταστρέψει οποιαδήποτε από τα αγαθά του, ή βιβλία, έγγραφα ή γραπτά τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους πιστωτές του στην πορεία της πτώχευσης του·
(γ) αν, μετά την επίδοση σε αυτόν αίτησης πτώχευσης, ή μετά την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του μετακινεί από την κατοχή του οποιαδήποτε αγαθά αξίας μεγαλύτερης των πέντε λιρών χωρίς την άδεια του επίσημου παραλήπτη ή διαχειριστή·
(δ) αν, χωρίς την απόδειξη βάσιμης αιτίας, παραλείπει να παραστεί σε οποιαδήποτε εξέταση που διατάχτηκε από το Δικαστήριο:
(2) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά τη σύλληψη του πτωχεύσαντα, να διατάσσει την απόλυση του αφού ο πτωχεύσας παράσχει εξασφάλιση που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι δεν θα εγκαταλείψει τη Δημοκρατία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.
(3) Καμιά πληρωμή ή συμβιβασμός που έγινε ή εξασφάλιση που παραχωρείται μετά τη σύλληψη που έγινε βάσει του άρθρου αυτού δεν εξαιρείται από τις διατάξεις του Νόμου αυτού οι οποίες αφορούν δόλιες προτιμήσεις.
25. Όταν εκδίδεται διάταγμα πτώχευσης εναντίον πτωχεύσαντα, το Δικαστήριο με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή δύναται από καιρό σε καιρό να διατάξει όπως για τέτοιο χρονικό διάστημα, που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες όπως το Δικαστήριο κρίνει ορθό, ταχυδρομικές επιστολές και άλλα ταχυδρομικά δέματα που εστάλησαν στον πτωχεύσαντα σε οποιοδήποτε μέρος, ή μέρη τα οποία αναφέρονται στο διάταγμα για επαναποστολή, αποστέλλονται εκ νέου, στέλλονται ή παραδίδονται από το Γενικό Διευθυντή των ταχυδρομικών υπηρεσιών ή τους λειτουργούς του οι οποίοι ενεργούν για αυτόν, προς τον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή, ή άλλως πως όπως το Δικαστήριο διατάσσει, και τα ίδια θα γίνονται κατ’ ακολουθία. Η υπογραφή του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή σε οποιαδήποτε χρηματική επιταγή πληρωτέα στον πτωχεύσαντα θα αποτελεί επαρκή απαλλαγή αυτού.
26.-(1) Το Δικαστήριο, δύναται, με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του πτωχέυσαντα, να καλέσει ενώπιον του τον πτωχέυσαντα ή τη σύζυγο του, ή οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο είναι γνωστό ή υπάρχει υποψία ότι έχει στην κατοχή του μέρος της περιουσίας ή που ανήκουν στον πτωχέυσαντα ή που φέρεται να είναι υπόχρεο προς τον πτωχέυσαντα, ή οφείλονται στον πτωχέυσαντα, ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο το δικαστήριο δυνατό να θεωρεί ικανό να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τον πτωχέυσαντα, τις συναλλαγές ή την περιουσία του, και το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει από οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο να προσαγάγει οποιαδήποτε έγγραφα βρίσκονται στη φύλαξη ή στην εξουσία του τα οποία σχετίζονται με τον πτωχέυσαντα, τις συναλλαγές ή την περιουσία του.
(2) Αν το πρόσωπο που κλήθηκε με τον τρόπο αυτό μετά την προσφορά σε αυτό λογικού ποσού, αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο χρόνο που ορίστηκε, ή αρνείται να προσαγάγει οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο, χωρίς να υπάρχει νόμιμο κώλυμα που γνωστοποιείται και γίνεται αποδεκτό από το Δικαστήριο κατά το χρόνο της συνεδρίασης του, το Δικαστήριο δύναται, με ένταλμα να διατάξει τη σύλληψη και προσαγωγή του για εξέταση.
(3) To Δικαστήριο δύναται να εξετάσει ενόρκως, είτε προφορικά είτε με γραπτό ερωτηματολόγιο, κάθε πρόσωπο που προσάγεται με τον τρόπο αυτό ενώπιον του σχετικά με τον πτωχέυσαντα, τις συναλλαγές ή την περιουσία του.
(4) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο κατά την εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεχτεί ότι οφείλει στον πτωχέυσαντα, το Δικαστήριο δύναται, με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, να διατάξει το πρόσωπο αυτό όπως καταβάλει στον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή, σε τέτοιο χρόνο και με τέτοιο τρόπο που το Δικαστήριο θεωρεί κατάλληλο, το ποσό το οποίο παραδέχθηκε ότι οφείλει ή οποιοδήποτε μέρος αυτού, είτε για πλήρη εξόφληση ολόκληρου του υπό συζήτηση ποσού είτε όχι, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, με έξοδα ή χωρίς έξοδα της εξέτασης.
(5) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο κατά την εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεχθεί ότι έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε περιουσία που ανήκει στον πτωχέυσαντα, το Δικαστήριο με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, δύναται να διατάξει το πρόσωπο αυτό όπως παραδώσει στον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή την περιουσία αυτή ή οποιοδήποτε μέρος αυτής σε χρόνο και με τρόπο και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να θεωρεί δίκαιους.
(6) Το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να διατάξει όπως πρόσωπο το οποίο αν βρισκόταν στην Κύπρο θα υπόκειτο σε προσαγωγή ενώπιον του με βάση το άρθρο αυτό, εξεταστεί σε οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός της Κύπρου.
27.-(1) Ο πτωχεύσας δύναται, οποτεδήποτε μετά την κήρυξη του σε πτώχευση, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο, για έκδοση διατάγματος αποκατάστασης του, το δε Δικαστήριο ορίζει ημέρα για ακρόαση της αίτησης. Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, εκτός όταν το Δικαστήριο σύμφωνα με κανονισμούς που εκδίδονται βάσει του Νόμου αυτού διατάξει διαφορετικά.
(2) Κατά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει έκθεση του επίσημου παραλήπτη ως προς τη διαγωγή και τις υποθέσεις του πτωχεύσαντα (περιλαμβανόμενης έκθεσης για τη διαγωγή του πτωχεύσαντα κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας) και δύναται είτε να εκδώσει είτε να αρνηθεί να εκδώσει απόλυτο διάταγμα αποκατάστασης, ή να αναστείλει την ισχύ του διατάγματος για ορισμένο χρόνο, ή να εκδώσει διάταγμα αποκατάστασης με όρους αναφορικά με οποιεσδήποτε απολαβές ή εισοδήματα τα οποία δυνατόν αργότερα να καταστούν οφειλόμενα στον πτωχεύσαντα, είτε σε σχέση με τη μετέπειτα εξασφαλιζόμενη από αυτόν περιουσία:
(α) να αρνηθεί την αποκατάσταση, ή
(β) να αναστείλει την αποκατάσταση για περίοδο που θεωρεί σκόπιμη, ή,
(γ) να αναστείλει την αποκατάσταση μέχρι να καταβληθεί στους πιστωτές μέρισμα όχι μικρότερο από πενήντα σεντ στο ευρώ,
(δ) να απαιτεί από τον πτωχεύσαντα ως όρο για την αποκατάσταση του να συναινέσει στη λήψη εναντίον του απόφασης από τον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή για οποιοδήποτε υπόλοιπο ή μέρος του υπόλοιπου των χρεών που δύνανται να επαληθευθούν στην πτώχευση το οποίο κατά το χρόνο της αποκατάστασης δεν ικανοποιήθηκε, το δε υπόλοιπο αυτό ή το μέρος του υπόλοιπου των χρεών να καταβληθεί από τις μελλοντικές απολαβές ή από τη μετέπειτα εξασφαλιζόμενη περιουσία του πτωχεύσαντα με τέτοιο τρόπο και τηρουμένων τέτοιων όρων που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει αλλά δεν εκδίδεται διάταγμα εκτέλεσης της απόφασης χωρίς άδεια του Δικαστηρίου, η οποία άδεια δυνατό να δοθεί κατόπι απόδειξης ότι ο πτωχεύσας έχει αποκτήσει μετά την αποκατάσταση του περιουσία ή εισόδημα διαθέσιμο για πληρωμή των χρεών του:
(3) Τα γεγονότα που αναφέρονται πιο πάνω είναι:
(α) Το ενεργητικό του πτωχεύσαντα το οποίο δεν εμπίπτει στο άρθρο 42 δεν είναι αξίας ίσης προς πενήντα σεντ στο ευρώ του ποσού των επαληθευθέντων χρεών του, εκτός εάν ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι το γεγονός ότι το ενεργητικό του δεν είναι αξίας ίσης προς πενήντα σεντ στο ευρώ επί του ποσού των επαληθευθέντων χρεών του οφείλεται σε περιστάσεις για τις οποίες δεν δύναται ο ίδιος να θεωρηθεί δίκαια υπεύθυνος. Σε περίπτωση που υπάρχει ακίνητη ιδιοκτησία, καμία αίτηση για αποκατάσταση δεν μπορεί να εγκριθεί εάν έχει ως αποτέλεσμα να θέσει οποιοδήποτε πιστωτή σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα ήταν σε περίπτωση διανομής της περιουσίας του πτωχεύσαντα σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·
(β) ότι ο πτωχεύσας παρέλειψε να τηρήσει βιβλία λογαριασμών τα οποία είναι συνήθη και κατάλληλα στη διεξαγωγή των εργασιών του και τα οποία αποκαλύπτουν επαρκώς τις επαγγελματικές του συναλλαγές και την οικονομική κατάσταση μέσα στα τρία αμέσως προηγούμενα της πτώχευσης του χρόνια·
(γ) ότι ο πτωχεύσας εξακολούθησε να ασκεί εμπόριο γνωρίζοντας ότι είναι αφερέγγυος·
(δ) ότι ο πτωχεύσας σύναψε χρέος το οποίο δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση χωρίς να έχει κατά το χρόνο της σύναψης οποιαδήποτε εύλογη ή πιθανή προσδοκία ότι θα ήταν ικανός να πληρώσει το χρέος·
(ε) ότι ο πτωχεύσας παρέλειψε να λογοδοτήσει ικανοποιητικά για οποιαδήποτε απώλεια ενεργητικού ή για οποιαδήποτε ανεπάρκεια του ενεργητικού να καλύψει τις υποχρεώσεις του·
(στ) ότι ο πτωχεύσας προκάλεσε ή συνέβαλε στην πτώχευση του με βεβιασμένες και παρακινδυνευμένες κερδοσκοπικές ενέργειες, ή με αλόγιστη σπατάλη για τη διαβίωση του, ή με τυχερά παιγνίδια ή με εγκληματική αμέλεια στις επαγγελματικές του υποθέσεις·
(ζ) ότι ο πτωχεύσας έχει υποβάλει οποιοδήποτε από τους πιστωτές του σε άσκοπη δαπάνη με επιπόλαιη ή ενοχλητική υπεράσπιση σε αγωγή που εγέρθηκε κανονικά εναντίον του·
(η) ότι ο πτωχεύσας προκάλεσε ή συνέβαλε στην πτώχευση του με το να υποστεί αλόγιστη δαπάνη εγείροντας οποιαδήποτε επιπόλαιη ή ενοχλητική αγωγή·
(θ) ότι ο πτωχεύσας, μέσα στους τρεις μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης, ενώ ήταν ανίκανος να πληρώσει τα χρέη του όταν αυτά θα καθίσταντο απαιτητά, επέδειξε αδικαιολόγητη προτίμηση σε οποιοδήποτε από τους πιστωτές του·
(ι) ότι ο πτωχεύσας, μέσα στους τρεις μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης, ανάλαβε υποχρεώσεις με σκοπό να καταστήσει το ενεργητικό του ίσο με πενήντα σεντ στο ευρώ επί του ποσού των μη ασφαλισμένων χρεών·
(ια) ότι ο πτωχεύσας ήταν ένοχος απάτης ή δόλιας κατάχρησης εμπιστοσύνης.
(4) Προς το σκοπό άρσης οποιασδήποτε θεσμοθετημένης ανικανότητας την οποία συνεπάγεται η πτώχευση και η οποία αίρεται αν ο πτωχεύσας εξασφαλίσει από το Δικαστήριο την αποκατάσταση του με πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι η πτώχευση οφείλεται σε ατυχίες χωρίς υπαιτιότητα από μέρους του, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να εκδώσει τέτοιο πιστοποιητικό, η άρνηση του όμως να εκδώσει τέτοιο πιστοποιητικό θα υπόκειται σε έφεση.
(5) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, το ενεργητικό πτωχεύσαντα θα θεωρείται αξίας ίσης με πενήντα σεντ στο ευρώ επί του ποσού των μη ασφαλισμένων χρεών του όταν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η περιουσία του πτωχεύσαντα απέφερε από την εκκαθάριση ή ενδέχεται να αποφέρει από αυτήν, ή με την επίδειξη της οφειλόμενης επιμέλειας όσο αφορά τη ρευστοποίηση της περιουσίας θα μπορούσε να πραγματοποιήσει, ποσό ίσο με πενήντα σεντ στο ευρώ επί των μη ασφαλισμένων χρεών του και έκθεση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή θα συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη για το ποσό των υποχρεώσεων αυτών.
(6) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού η έκθεση του επίσημου παραλήπτη θα συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη των δηλώσεων που περιλαμβάνονται σε αυτή.
(7) Ειδοποίηση ορισμού από το Δικαστήριο της ημέρας ακρόασης της αίτησης αποκατάστασης θα δημοσιεύεται με τον καθορισμένο τρόπο και θα αποστέλλεται δεκατέσσερις τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη ημέρα σε κάθε πιστωτή που επαλήθευσε το προς αυτόν χρέος και το Δικαστήριο δύναται να ακούσει τον επίσημο παραλήπτη και το διαχειριστή ως επίσης και οποιοδήποτε πιστωτή. Κατά την ακρόαση το Δικαστήριο δύναται να υποβάλει στον οφειλέτη ερωτήσεις και να δεχτεί τέτοια μαρτυρία όπως το Δικαστήριο δυνατό να θεωρεί ορθό.
(8) Οι εξουσίες για αναστολή της αποκατάστασης του πτωχεύσαντα και για επιβολή όρων στην αποκατάσταση του δύνανται να ασκούνται συγχρόνως.
(9) Καμία αίτηση για αποκατάσταση πτωχεύσαντα δεν γίνεται αποδεκτή σε περίπτωση που κατά το χρόνο κήρυξης πτώχευσης ο πτωχεύσας πληρούσε τις προϋποθέσεις για να υποβάλει Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου:
27Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), ο πτωχεύσας αποκαθίσταται αυτοδικαίως κατά την ημερομηνία συμπλήρωσης τριών (3) ετών από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης, εκτός εάν αυτός έχει ήδη αποκατασταθεί προηγουμένως ή εάν το εν λόγω διάταγμα έχει ήδη ακυρωθεί:
(2) Πτωχεύσας, για τον οποίο το σχετικό διάταγμα πτώχευσης είχε εκδοθεί τρία (3) έτη πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 και το διάταγμα αυτό συνεχίζει να ισχύει κατά την εν λόγω ημερομηνία, αποκαθίσταται αυτοδικαίως μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την ημερομηνία αυτή, εκτός εάν αυτός έχει ήδη αποκατασταθεί προηγουμένως ή εάν το εν λόγω διάταγμα έχει ήδη ακυρωθεί:
(3) Σε περίπτωση νέας κήρυξης του αποκατασταθέντος σε πτώχευση και συνακόλουθης νέας αυτοδίκαιης αποκατάστασής του, ο ίδιος δεν απαλλάσσεται πλέον από τα επαληθεύσιμα χρέη του, εάν δεν έχουν παρέλθει έξι (6) έτη από την τελευταία φορά που αυτός έχει απαλλαγεί.
(4) Σε περίπτωση αποκατάστασης πτωχεύσαντος δυνάμει του παρόντος άρθρου, το μη διανεμηθέν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας παραμένει, ανάλογα με την περίπτωση, στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή, προς όφελος των πιστωτών ή των εγγυητών που καθίστανται μη εξασφαλισμένοι πιστωτές δυνάμει του εδαφίου (12) του άρθρου 37Β:
(5) Το πρόσωπο που αποκαθίσταται δυνάμει του παρόντος άρθρου υποχρεούται να συνεργάζεται με τον διαχειριστή σχετικά με την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής περιουσίας που παραμένει, ανάλογα με την περίπτωση, στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή.
(6) Το πρόσωπο που αποκαθίσταται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να αποταθεί στον Επίσημο Παραλήπτη, για την έκδοση στον ίδιο πιστοποιητικού αποκατάστασης πτωχεύσαντος και τη δημοσίευσή του, από τον τελευταίο, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που διαχειριστής της πτωχευτικής περιουσίας είναι άλλο πρόσωπο από τον Επίσημο Παραλήπτη, το πρόσωπο που αποκαθίσταται προσκομίζει στον Επίσημο Παραλήπτη βεβαίωση του διαχειριστή ότι δύναται να αποκατασταθεί, αφού έχουν ικανοποιηθεί οι σχετικές προϋποθέσεις γι' αυτό.
(7) Στο παρόν άρθρο, καθώς και στο άρθρο 27Β, ο όρος «πτωχεύσας» περιλαμβάνει προσωπικούς αντιπροσώπους και εκδοχείς.
(8) Τηρουμένων, κατ' αναλογίαν, των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (3) και (5) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, η αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα, που επέρχεται δυνάμει του παρόντος άρθρου ή που επήλθε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, επιφέρει πλήρη απαλλαγή του εν λόγω προσώπου από όλα τα επαληθεύσιμα χρέη, νοουμένου ότι το πρόσωπο αυτό ενεργεί με καλή πίστη και συνεργάζεται πλήρως, είτε με τον Επίσημο Παραλήπτη είτε με τον διαχειριστή, ανάλογα με την περίπτωση, για την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής περιουσίας:
(α) Φόρο, τέλος ή άλλη χρέωση παρόμοιας φύσης ή υποχρεώσεις οφειλόμενες ή καταβλητέες στη Δημοκρατία·
(β) οποιοδήποτε ποσό καταβλητέο από τον πτωχεύσαντα δυνάμει του περί Δήμων Νόμου και οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·
(γ) οποιοδήποτε ποσό καταβλητέο από τον πτωχεύσαντα δυνάμει του περί Κοινοτήτων Νόμου και οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·
(δ) οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από διάταγμα διατροφής·
(ε) οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δικαστική απόφαση για αποζημίωση οποιουδήποτε προσώπου για θάνατο ή σωματική βλάβη συνεπεία αστικού αδικήματος του χρεώστη·
(στ) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δάνειο ή επίδειξη ανοχής στην ανάκτηση οφειλών που προκύπτουν από δάνειο, το οποίο εξασφαλίστηκε μέσω απάτης, κατάχρησης, υπεξαίρεσης ή δόλιας παραβίασης της εμπιστοσύνης·
(ζ) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δικαστικό διάταγμα ή απόφαση δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή από απόφαση Δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε χρηματική ποινή λόγω καταδίκης για ποινικό αδίκημα·
(η) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση που πηγάζει από οφειλόμενους μισθούς σε μισθωτούς του πτωχεύσαντα.
(9) Οποιαδήποτε περιουσία η οποία προέκυψε κατά τη διάρκεια της πτώχευσης ασχέτως αν περιήλθε στον πτωχεύσαντα ακόμα και μετά την αποκατάστασή του, η περιουσία αυτή εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και ως εκ τούτου θα πρέπει να περιέλθει στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή προς όφελος των πιστωτών του πτωχεύσαντα ή του αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα.
(10) Μετά την αποκατάσταση πτωχεύσαντα, δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου, οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία εγείρεται πλέον ή καταχωρείται, αντίστοιχα, από τον ίδιο ή εναντίον του, ανάλογα με την περίπτωση.
(11) Με την αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντος, η οποία επέρχεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οποιοιδήποτε περιορισμοί στην ανάληψη ή άσκηση εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας από τον αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου, αποκλειστικά και μόνο επειδή υπήρξε πτωχεύσας, παύουν αυτόματα να έχουν ισχύ.
27Β.-(1) Ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής ή ο σύνδικος ή οποιοσδήποτε πιστωτής του πτωχεύσαντα δύναται, πριν από την αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27Α, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο με την οποία να φέρει ένσταση στην εν λόγω αποκατάσταση, σε περίπτωση που ο αιτητής, ισχυρίζεται ότι:
(α) Ο πτωχεύσας δεν συνεργάσθηκε με τον Επίσημο Παραλήmη ή τον διαχειριστή για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντα· ή
(β) ο πτωχεύσας απέκρυψε ή δεν αποκάλυψε στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία που θα μπορούσαν να εκποιηθούν προς όφελος των πιστωτών του πτωχεύσαντα, οπόταν η αυτόματη αποκατάσταση αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση της εκδίκασης της εν λόγω αίτησης· ή
(γ) εκκρεμεί εναντίον του πτωχεύσαντα νομική διαδικασία που αφορά δόλια μεταβίβαση· ή
(δ) ο πτωχεύσας δεν έχει συμμορφωθεί με την πληρωμή μηνιαίων δόσεων, οι οποίες έχουν εκδοθεί με σχετικό διάταγμα Δικαστηρίου σύμφωνα με τον άρθρο 52 του παρόντος Νόμου· ή
(ε) ο πτωχεύσας δεν έχει υποβάλει σύμφωνα με το άρθρο 27Α Έκθεση Καταστάσεως της περιουσίας του ή/και προκαταρκτική κατάθεση:
(2) Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί αίτηση δυνάμει του εδαφίου (1) και να διατάξει παράταση του χρόνου αποκατάστασης του πτωχεύσαντος, για χρονική περίοδο όχι πέραν των οκτώ (8) ετών από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης ή να απορρίψει την αίτηση, οπόταν η αυτοδίκαιη αποκατάσταση του πτωχεύσαντα ισχύει από την ημερομηνία που αυτή θα ίσχυε δυνάμει του άρθρου 27Α, εάν δεν μεσολαβούσε η ένσταση.
(3) Διάταγμα Δικαστηρίου για παράταση του χρόνου αποκατάστασης του πτωχεύσαντος δυνάμει του εδαφίου (2) δεν αποκλείει την υποβολή αίτησης για αποκατάσταση ή ακύρωση διατάγματος πτώχευσης δυνάμει των άρθρων 27 και 31 του παρόντος Νόμου.
(4) Εάν υποπέσει στην αντίληψη του παραλήπτη ή του διαχειριστή ή συνδίκου ή οποιουδήποτε πιστωτή, ακόμη και μετά την αποκατάσταση ότι ο αποκατασταθείς πτωχεύσας είχε προβεί σε δόλια μεταβίβαση περιουσιακού του στοιχείου πριν την αποκατάστασή του ή είχε προβεί σε οποιαδήποτε πράξη δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1), τότε αυτός δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για ακύρωση της αυτοδίκαιης αποκατάστασης και ακύρωση οποιασδήποτε δόλιας μεταβίβασης.
28. Σε περίπτωση που ο πτωχεύσας παραλείπει να υποβάλει αίτηση για αποκατάσταση του όπως αναφέρεται στο αμέσως προηγούμενο άρθρο, ο επίσημος παραλήπτης, το ταχύτερο δυνατό μετά την απαλλαγή του διαχειριστή από το Δικαστήριο, αλλά όχι αργότερα από τέσσερα χρόνια μετά τη συμπλήρωση της δημόσιας εξέτασης ή της ημερομηνίας του διατάγματος του Δικαστηρίου περί της μη διεξαγωγής δημόσιας εξέτασης όπως αναφέρεται στο εδάφιο (11) του άρθρου 16 αν ο διαχειριστής δεν απαλλάχτηκε μέχρι τότε, θα πρέπει να υποβάλει στο Δικαστήριιο αίτηση για εξέταση της περίπτωσης αποκατάστασης του πτωχεύσαντα. Το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει από τον πτωχεύσαντα να παραστεί για εξέταση σε ακρόαση που ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και δύναται να εκδώσει διάταγμα το οποίο θεωρεί δίκαιο αφού λάβει υπόψη όλα τα περιστατικά.
29. Ο πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε, ανεξάρτητα από την αποκατάσταση του οφείλει να παρέχει τέτοια βοήθεια η οποία θα ζητηθεί από το διαχειριστή για την εκκαθάριση και διανομή της περιουσίας του η οποία περιήλθε στο διαχειριστή και αν παραλείψει να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό θα είναι ένοχος περιφρόνησης του Δικαστηρίου, το δε Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να ανακαλέσει την αποκατάσταση του, χωρίς όμως να επηρεάζεται η εγκυρότητα οποιασδήποτε πώλησης, διάθεσης, πληρωμής ή πράξης που τελέστηκε δεόντως μετά την αποκατάσταση, αλλά πριν από την ανάκληση της.
30.-(1) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα από χρέος που οφείλεται από γραπτή εγγύηση προς το Δικαστήριο, ούτε από χρηματική ποινή ή χρέος με το οποίο ο πτωχεύσας ενδέχεται να επιβαρυνθεί μετά από αξίωση της Δημοκρατίας (ή οποιουδήποτε προσώπου) για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση οποιουδήποτε Νόμου ή από χρέος βάσει εγγυητηρίου που υπογράφτηκε με σκοπό την εμφάνιση προσώπου που διώκεται για ποινικό αδίκημα και ο πτωχεύσας δεν απαλλάσσεται των εξαιρουμένων αυτών χρεών εκτός αν ο Υπουργός Οικονομικών παρέχει γραπτώς με την υπογραφή του, τη συναίνεση του στην απαλλαγή του από τα χρέη αυτά.
(2) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν απαλλάσει τον πτωχεύσαντα από χρέος ή υποχρέωση που προέκυψε από απάτη ή δόλια κατάχρηση εμπιστοσύνης στην οποία συμμετείχε, ούτε από χρέος ή υποχρέωση για την οποία εξασφάλισε άφεση από απάτη στην οποία συμμετείχε.
(3) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν θα απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης ήταν συνέταιρος ή συνδιαχειριστής με τον πτωχεύσαντα ή ήταν αλληλέγγυα υπόχρεος με αυτόν ή συνήψε κοινή σύμβαση με αυτόν, ή οποιοδήποτε πρόσωπο που ήταν εγγυητής ή τελούσε σε σχέση εγγυητή προς αυτόν.
(4) Το διάταγμα αποκατάστασης απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα μόνο από τα χρέη τα οποία μέχρι την ημερομηνία έκδοσής του, εξ ολοκλήρου ή μερικώς, πληρώθηκαν, διευθετήθηκαν, συμβιβάστηκαν ή συμφωνήθηκε ότι έχουν ικανοποιηθεί.
(5) Το διάταγμα αποκατάστασης συνιστά αναμφισβήτητη μαρτυρία του γεγονότος της πτώχευσης και της εγκυρότητας της πτωχευτικής διαδικασίας και σε οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται εναντίον του πτωχεύσαντα ο οποίος εξασφάλισε διάταγμα αποκατάστασης σε σχέση με χρέος από το οποίο απαλλάχτηκε με το διάταγμα, ο πτωχεύσας δύναται να ισχυριστεί ότι το αγώγιμο δικαίωμα προέκυψε πριν από την αποκατάσταση του.
(6) Με την έκδοση διατάγματος αποκατάστασης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27, οποιοιδήποτε περιορισμοί στην ανάληψη ή άσκηση εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας από τον αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, αποκλειστικά και μόνο επειδή υπήρξε πτωχεύσας, παύουν αυτόματα να έχουν ισχύ.
30Α. Πτωχεύσας ο οποίος αποκαταστήθηκε δεν στερείται της πρόσβασης σε υφιστάμενο εθνικό πλαίσιο παροχής στήριξης σε επιχειρηματίες, περιλαμβανομένης της πρόσβασης σε συναφείς και επίκαιρες πληροφορίες σε σχέση με το πλαίσιο αυτό, αποκλειστικά και μόνο επειδή υπήρξε πτωχεύσας.
31.-(1) Σε περίπτωση που, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο χρεώστης δεν έπρεπε να είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, ή αν αποδειχθεί κατά τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι τα χρέη του πτωχεύσαντα πληρώθηκαν εξ ολοκλήρου, ή έχουν διευθετηθεί, ή οι πιστωτές έχουν συγκατατεθεί στην ακύρωση του Διατάγματος, το Δικαστήριο μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, δύναται με διάταγμα να ακυρώσει την κήρυξη του χρεώστη σε πτώχευση.
(2) Όταν η κήρυξη της πτώχευσης ακυρωθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου, όλες οι πωλήσεις και διαθέσεις περιουσίας και όλες οι πληρωμές που έγιναν δεόντως καθώς και όλες οι πράξεις που τελέσθηκαν μέχρι τότε από τον Επίσημο Παραλήπτη, τον διαχειριστή ή άλλο που ενεργούσε κατόπιν εξουσιοδότησης αυτών, ή από το Δικαστήριο, είναι έγκυρες, αλλά η περιουσία του χρεώστη που κηρύχθηκε σε πτώχευση θα περιέρχεται σε πρόσωπo που ορίζει το Δικαστήριο, ή, αν δεν ορίσθηκε τέτοιο πρόσωπο, θα επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα στην έκταση του δικαιώματος ή του συμφέροντός του σε αυτή, με τους όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο δυνατόν να ορίζει με διάταγμα.
(3) Ειδοποίηση του διατάγματος που ακυρώνει την πτώχευση δημοσιεύεται αμέσως στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, κάθε χρέος που αμφισβητείται από το πτωχεύσαντα και κάθε χρέος που οφείλεται σε πιστωτή ο οποίος δεν κατέστει δυνατό να βρεθεί ή του οποίου η ταυτότητα δεν κατέστει δυνατό να προσδιοριστεί, θεωρείται ότι πληρώθηκε εξ ολοκλήρου, αν κατατεθεί στο Δικαστήριο.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 61(Ι)/2015
31Β. Σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος ακύρωσης διατάγματος κήρυξης χρεώστη σε πτώχευση, ο χρεώστης ή οποιοσδήποτε πιστωτής παραδίδει αμέσως το εν λόγω διάταγμα στον Επίσημο Παραλήπτη για δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καταβάλλοντας ταυτόχρονα το κόστος δημοσίευσης του διατάγματος, και για καταχώρησή του στο Αρχείο Πτωχεύσεων, καθώς και για ανάρτησή του στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη και, εάν υπάρχει διαχειριστής, παραδίδει το εν λόγω διάταγμα και στον διαχειριστή:
31Γ. Πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε ή θα αποκατασταθεί δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 27 ή 27Α του παρόντος Νόμου δύναται να υποβάλει αίτηση για ακύρωση του διατάγματος πτώχευσης ή και του διατάγματος κήρυξης του πτωχεύσαντα σε πτώχευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31Α του παρόντος Νόμου.