203.-(1) Η εκκαθάριση εταιρείας δύναται να γίνει είτε-
(α) από το Δικαστήριο·
(β) εκούσια· ή
(γ) με την επίβλεψη του Δικαστηρίου.
(2) Οι διατάξεις του Νόμου αυτού σχετικά με εκκαθάριση, εφαρμόζονται στην εκκαθάριση εταιρείας με οποιοδήποτε από εκείνους τους τρόπους, εκτός αν φαίνεται το αντίθετο.
204.-(1) Σε περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας, κάθε μέλος νυν και πρώην ευθύνεται να συνεισφέρει στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας ποσό ικανοποιητικό για την πληρωμή των χρεών και υποχρεώσεων της, και των εξόδων, τελών και δαπανών της εκκαθάρισης και για την προσαρμογή των δικαιωμάτων των συνεισφορέων μεταξύ τους, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και των ακόλουθων επιφυλάξεων:
(α) πρώην μέλος δεν ευθύνεται να συνεισφέρει αν έπαυσε να είναι μέλος για περίοδο μεγαλύτερη από ένα χρόνο από την έναρξη της εκκαθάρισης·
(β) πρώην μέλος δεν είναι υπεύθυνο να συνεισφέρει σχετικά με οποιοδήποτε χρέος ή ευθύνη της εταιρείας που δημιουργήθηκε από τότε που έπαυσε να είναι μέλος·
(γ) πρώην μέλος δεν ευθύνεται να συνεισφέρει εκτός αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι τα υφιστάμενα μέλη δεν δύνανται να ικανοποιήσουν τις συνεισφορές που πρέπει να γίνουν από αυτά σύμφωνα με το Νόμο αυτό·
(δ) στην περίπτωση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με μετοχές, καμιά συνεισφορά δεν απαιτείται από οποιοδήποτε μέλος που υπερβαίνει το ποσό, αν υπάρχει, που δεν καταβλήθηκε για τις μετοχές σχετικά με τις οποίες ευθύνεται ως νυν ή πρώην μέλος·
(ε) στην περίπτωση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), καμιά εισφορά δεν απαιτείται από οποιοδήποτε μέλος που υπερβαίνει το ποσό που ανέλαβε να συνεισφέρει στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας σε περίπτωση εκκαθάρισης της·
(στ) καμιά διάταξη στο Νόμο αυτό δεν ακυρώνει οποιαδήποτε διάταξη που περιέχεται σε οποιοδήποτε ασφαλιστικό συμβόλαιο ή άλλη σύμβαση με την οποία περιορίζεται η ευθύνη καθενός από τα μέλη σύμφωνα με το συμβόλαιο ή τη σύμβαση, ή με την οποία μόνο τα κεφάλαια της εταιρείας ευθύνονται σχετικά με το συμβόλαιο ή τη σύμβαση·
(ζ) ποσό που οφείλεται σε οποιοδήποτε μέλος της εταιρείας με την ιδιότητα του ως μέλους, ως μερίσματα, κέρδη ή διαφορετικά, δεν θα λογίζεται ως χρέος της εταιρείας που πρέπει να πληρωθεί στο μέλος εκείνο σε περίπτωση ανταγωνισμού μεταξύ αυτού και άλλου πιστωτή που δεν είναι μέλος της εταιρείας, αλλά οποιοδήποτε τέτοιο ποσό δύναται να υπολογιστεί για το σκοπό τελικής αναπροσαρμογής των δικαιωμάτων των συνεισφορέων μεταξύ τους.
(2) Κατά την εκκαθάριση εταιρείας, κάθε σύμβουλος ή διαχειριστής πρώην ή νυν, που η ευθύνη του είναι με βάση το Νόμο αυτό απεριόριστη, επιπρόσθετα με την ευθύνη του, αν υπάρχει, να συνεισφέρει ως ένα συνηθισμένο μέλος, θα ευθύνεται να κάνει περαιτέρω συνεισφορά ως να ήταν κατά την ενάρξη της εκκαθάρισης μέλος με απεριόριστη ευθύνη:
Νοείται ότι-
(α) πρώην σύμβουλος ή διαχειριστής δεν ευθύνεται για τέτοια επιπρόσθετη συνεισφορά αν έπαυσε να κατέχει αξίωμα για περίοδο περισσότερο από ένα έτος πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης·
(β) πρώην σύμβουλος ή διαχειριστής δεν ευθύνεται για τέτοια επιπρόσθετη συνεισφορά σχετικά με οποιοδήποτε χρέος ή ευθύνη της εταιρείας που δημιουργήθηκε μετά από τότε που έπαυσε να κατέχει αξίωμα·
(γ) με την επιφύλαξη του καταστατικού της εταιρείας, σύμβουλος ή διαχειριστής δεν ευθύνεται για τέτοια επιπρόσθετη συνεισφορά εκτός αν το Δικαστήριο θεωρήσει αναγκαίο να απαιτήσει τη συνεισφορά αυτή για να ικανοποιηθούν τα χρέη και οι ευθύνες της εταιρείας, και τα έξοδα, τέλη και δαπάνες της εκκαθάρισης.
(3) Κατά τη διάλυση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση που έχει μετοχικό κεφάλαιο, κάθε μέλος της εταιρείας, είναι υπεύθυνο να συνεισφέρει μέχρι του ποσού που δεν καταβλήθηκε για οποιεσδήποτε μετοχές που κατέχονται από αυτό, επιπρόσθετα προς το ποσό που ανέλαβε να συνεισφέρει στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας σε περίπτωση εκκαθάρισης της.
205. Ο όρος “συνεισφορέας” σημαίνει κάθε πρόσωπο που είναι υπεύθυνο να συνεισφέρει στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας σε περίπτωση εκκαθάρισης της, και για τους σκοπούς κάθε διαδικασίας για να αποφασιστεί, και κάθε διαδικασίας πριν από τον τελικό ορισμό των προσώπων που λογίζονται συνεισφορείς, περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι συνεισφορέας.
206. Η ευθύνη “συνεισφορέα” δημιουργεί χρέος που οφείλεται από αυτόν κατά το χρόνο που άρχισε η ευθύνη του, αλλά που πρέπει να πληρωθεί κατά το χρόνο που γίνονται κλήσεις για εκτέλεση της ευθύνης.
207.-(1) Αν συνεισφορέας πεθάνει είτε πριν από ή μετά την καταχώρηση του ονόματος του στον κατάλογο συνεισφορέων, οι προσωπικοί του αντιπρόσωποι, κληρονόμοι και κληροδόχοι του ευθύνονται να συνεισφέρουν στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας για την εξόφληση της ευθύνης του και θεωρούνται για αυτό συνεισφορείς.
(2) Όταν οι προσωπικοί αντιπρόσωποι καταχωρούνται στον κατάλογο των συνεισφορέων, δεν υπάρχει ανάγκη να προστεθούν οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι, αλλά δύνανται να προστεθούν όταν και αν το Δικαστήριο το κρίνει σωστό.
(3) Αν σημειωθεί παράλειψη καταβολής οποιωνδήποτε χρημάτων που οφείλονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό δύνανται να ληφθούν δικαστικά μέτρα για να πληρωθούν από την περιουσία.
208.-(1) Αν συνεισφορέας πτωχεύσει, είτε πριν από ή μετά την καταχώρηση του στον κατάλογο των συνεισφορέων-
(α) ο διαχειριστής της πτώχευσης του τον αντιπροσωπεύει για όλους τους σκοπούς της εκκαθάρισης, και είναι κατά ακολουθία συνεισφορέας, και δύναται να κληθεί να αποδεκτεί επαλήθευση κατά της περιουσίας του πτωχεύσαντα, ή διαφορετικά να επιτρέψει να καταβληθούν από τα περιουσιακά του στοιχεία σε εύθετο νομικό χρόνο, οποιαδήποτε χρήματα που οφείλει ο πτωχεύσας σχετικά με την ευθύνη του να συνεισφέρει στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας και
(β) δύναται να επαληθευθεί εναντίον της περιουσίας του πτωχεύσαντα το υπολογιζόμενο ποσό της ευθύνης του πτωχεύσαντα ως προς μελλοντικές κλήσεις όπως επίσης κλήσεις που ήδη έγιναν.
209.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου βρίσκεται το εγγεγραμμένο γραφείο εταιρείας έχει δικαιοδοσία εκκαθάρισης οποιασδήποτε εταιρείας εγγεγραμμένης στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι για τον καθορισμό του κατά πόσο διαδικασία εμπίπτει στην αρμοδιότητα Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή ή Επαρχιακού Δικαστή, θα λαμβάνεται υπόψη το ποσό του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε ότι καταβλήθηκε:
Νοείται περαιτέρω ότι οποιοδήποτε παρεμπίπτον διάταγμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης, τηρουμένου του περί Δικαστηρίων Νόμου, δύναται να εκδοθεί από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή ή Επαρχιακό Δικαστή, ανεξάρτητα από το εάν η διαδικασία δε θα ήταν της αρμοδιότητας Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή ή Επαρχιακού Δικαστή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος εδαφίου.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, η έκφραση “εγγεγραμμένο γραφείο” σημαίνει τον τόπο που ήταν τον περισσότερο καιρό το εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας κατά τους έξι μήνες που προηγήθηκαν αμέσως από την υποβολή της αίτησης για εκκαθάριση.
- ΚΕΦ.113
- 82(I)/1999
210.-(1) Η εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο ή οποιαδήποτε διαδικασία εκκαθάρισης δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο και σε οποιοδήποτε στάδιο, και είτε μετά είτε χωρίς αίτηση από οποιοδήποτε μέρος σε αυτή, να παραπεμφθεί από ένα Δικαστήριο σε άλλο Δικαστήριο ή δύναται να παραμείνει στο Δικαστήριο που άρχισε η διαδικασία αν και δεν είναι το Δικαστήριο στο οποίο έπρεπε να είχε εγερθεί.
(2) Οι εξουσίες παραπομπής που χορηγούνται από τις προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού δύνανται, τηρουμένων και σύμφωνα με τους γενικούς κανονισμούς, να ασκηθούν από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
(3) Αν οποιοδήποτε θέμα εγείρεται σε οποιαδήποτε διαδικασία εκκαθάρισης σε Δικαστήριο που όλα τα μέρη στη διαδικασία, ή ένα από αυτά και το Δικαστήριο, επιθυμούν αρχικά να αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το Δικαστήριο εκθέτει τα γεγονότα με τον τύπο ειδικής υπόθεσης για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο, και τότε η ειδική υπόθεση και η διαδικασία, ή οποιαδήποτε από αυτές που δυνατό να απαιτείται, παραπέμπονται στο Ανώτατο Δικαστήριο για τους σκοπούς της απόφασης.
211. Εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο αν-
(α) η εταιρεία έχει αποφασίσει με ειδικό ψήφισμα όπως η εταιρεία εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο·
(β) γίνεται παράλειψη της παράδοσης στον έφορο εταιρειών της θέσμιας έκθεσης ή της σύγκλησης θέσμιας συνέλευσης·
(γ) η εταιρεία δεν αρχίζει τις εργασίες της μέσα σε ένα έτος από τη σύσταση της ή αναστέλλει τις εργασίες της για ένα ολόκληρο έτος·
(δ) ο αριθμός των μελών μειώνεται κάτω από επτά στην περίπτωση δημόσιας εταιρείας. Το Δικαστήριο χορηγεί στην εταιρεία επαρκή κατά την κρίση του προθεσμία για την άρση του λόγου διαλύσεως, και προχωρεί στην διάλυση μόνο αν η εταιρεία είτε δηλώσει εξ αρχής αδυναμία να αυξήσει τον αριθμό των μελών της, είτε δεν δυνηθεί να τον αυξήσει μέσα στην ταχθείσα προθεσμία·
(ε) η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της·
(στ) το Δικαστήριο έχει τη γνώμη ότι είναι δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας να διαλυθεί η εταιρεία·
(ζ) η SE αποτυγχάνει να επανορθώσει την κατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001 περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE).
212. Εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της-
(α) αν πιστωτής, με εκχώρηση ή διαφορετικά, που του χρωστεί η εταιρεία ποσό που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), επέδωσε στην εταιρεία παραδίνοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας απαίτηση η οποία απαιτεί από την εταιρεία να καταβάλει το ποσό που οφείλεται με τον τρόπο αυτό, και η εταιρεία για τις επόμενες τρεις εβδομάδες αμέλησε να καταβάλει το ποσό ή να εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του πιστωτή· ή
(β) αν εκτέλεση ή άλλη διαδικασία που λήφθηκε με δικαστική απόφαση, εντολή ή διάταγμα οποιουδήποτε Δικαστηρίου προς όφελος πιστωτή της εταιρείας, επιστρέφεται ολικά ή μερικά ανικανοποίητη· ή
(γ) αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα και, για απόφαση κατά πόσο εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας ·ή
(δ) αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας είναι μικρότερη από το ποσό των υποχρεώσεών της, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της.
213.-(1) Αίτηση στο Δικαστήριο για την εκκαθάριση εταιρείας γίνεται με αίτηση που υποβάλλεται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) Την εταιρεία·
(β) πιστωτή ή πιστωτές, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε ενδεχόμενων ή μελλοντικών πιστωτών·
(γ) συνεισφορέα ή συνεισφορείς·
(δ) σύνδικο άλλου κράτους μέλους, όπως αυτός ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (β) του άρθρου 2 του Επίσημη Κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαϊου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας και ο οποίος διορίζεται εντός του πλαισίου δικαστικών διαδικασιών δυνάμει της παραγράφου (1) του άρθρου 3 του Κανονισμού αυτού, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(ε) προσωρινό σύνδικο, ο οποίος ορίζεται από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαϊου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας·
(στ) εξεταστή·
(ζ) τον επίσημο παραλήπτη σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 222·
ή από όλα ή οποιαδήποτε από τα πρόσωπα αυτά, μαζί ή ξεχωριστά:
Νοείται ότι-
(α) συνεισφορέας δεν δικαιούται να υποβάλει αίτηση για εκκαθάριση εκτός αν-
(i) ο αριθμός των μελών σε περίπτωση δημόσιας εταιρείας μειώνεται σε λιγότερο από επτά· ή
(ii) οι μετοχές σχετικά με τις οποίες είναι συνεισφορέας, ή μερικές από αυτές, είτε παραχωρήθηκαν αρχικά σε αυτόν ή κατέχονται από αυτόν και είναι εγγεγραμμένες στο όνομα του τουλάχιστο για έξι μήνες κατά τη διάρκεια των δεκαοκτώ μηνών πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης, ή περιήλθαν σε αυτόν λόγω θανάτου προηγούμενου κατόχου· και
(β) αίτηση για εκκαθάριση, αν η βάση για την αίτηση είναι η παράλειψη παράδοσης στον έφορο της θέσμιας έκθεσης ή η συγκρότηση της θέσμιας συνέλευσης, δεν υποβάλλεται από οποιοδήποτε πρόσωπο άλλο από μέτοχο, ούτε πριν από την εκπνοή δεκατεσσάρων ημερών μετά την τελευταία ημέρα που έπρεπε να συγκροτηθεί η συνέλευση· και
(γ) το Δικαστήριο δεν ορίζει ημερομηνία για ακρόαση αίτησης για έγκριση που υποβλήθηκε από ενδεχόμενο ή μελλοντικό πιστωτή μέχρι να δοθεί τέτοια εγγύηση για έξοδα που το Δικαστήριο κρίνει εύλογη και μέχρι να αποδειχτεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για εκκαθάριση προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου· και
(δ) σε περίπτωση που εμπίπτει στο εδάφιο (3) του άρθρου 163, αίτηση για εκκαθάριση δύναται να υποβληθεί από το Γενικό Εισαγγελέα.
(2) Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται εκούσια ή με επιτήρηση του Δικαστηρίου, αίτηση για εκκαθάριση δύναται να υποβληθεί από τον επίσημο παραλήπτη που είναι διαπιστευμένος στο Δικαστήριο όπως επίσης από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο για αυτό με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού, αλλά το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα εκκαθάρισης στην αίτηση εκτός αν ικανοποιηθεί ότι η εκούσια εκκαθάριση με επιτήρηση δεν δύναται να συνεχιστεί με την κατάλληλη προσοχή στα συμφέροντα των πιστωτών ή συνεισφορέων.
(3) Ο αιτητής, με την υποβολή της αίτησης για εκκαθάριση καταβάλλει στον επίσημο παραλήπτη τέλος, το οποίο καθορίζεται με Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 333, για την κάλυψη των εξόδων που θα προκύψουν για την εκτέλεση του διατάγματος εκκαθάρισης, και το οποίο κατατίθεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας και οποιαδήποτε έξοδα γίνονται εκ μέρους του επίσημου παραλήπτη για την εκτέλεση του διατάγματος εκκαθάρισης αφαιρούνται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας:
214.-(1) Κατά την ακρόαση αίτησης για εκκαθάριση, το Δικαστήριο δύναται να την απορρίψει, ή να αναβάλει την ακρόαση με όρους ή χωρίς όρους, ή να εκδώσει ενδιάμεσο διάταγμα, ή οποιοδήποτε άλλο διάταγμα θεωρήσει πρέπον, αλλά το Δικαστήριο δεν δύναται να αρνηθεί να εκδώσει διάταγμα εκκαθάρισης μόνο επειδή τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας έχουν επιβαρυνθεί ή υποθηκευθεί για ποσό ίσο με ή που υπερβαίνει τα περιουσιακά εκείνα στοιχεία ή ότι η εταιρεία δεν έχει περιουσιακά στοιχεία.
(2) Όταν η αίτηση υποβάλλεται από μέλη της εταιρείας ως συνεισφορέων επειδή είναι δίκαιο και σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας η εταιρεία να εκκαθαριστεί, το Δικαστήριο, αν έχει τη γνώμη-
(α) ότι οι αιτητές δικαιούνται σε θεραπεία είτε με την εκκαθάριση της εταιρείας ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο· και
(β) ότι στην απουσία οποιασδήποτε άλλης θεραπείας θα ήταν δίκαιο και σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας η εταιρεία να εκκαθαριστεί,
εκδίδει διάταγμα για εκκαθάριση, εκτός αν έχει επίσης τη γνώμη συγχρόνως ότι υπάρχει άλλη θεραπεία για τους αιτητές και ότι αυτοί ενεργούν αδικαιολόγητα με το να ζητούν τη διάλυση της εταιρείας αντί την αναζήτηση της άλλης θεραπείας.
(3) Όταν η αίτηση υποβάλλεται για την παράλειψη παράδοσης στον έφορο της θέσμιας έκθεσης ή συγκρότησης της θέσμιας καταστατικής συνέλευσης, το Δικαστήριο δύναται-
(α) αντί της έκδοσης διατάγματος για εκκαθάριση να διατάξει να παραδοθεί η θέσμια έκθεση ή συγκροτηθεί συνέλευση· και
(β) να διατάξει να καταβληθούν τα έξοδα από οποιαδήποτε πρόσωπα που, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, ευθύνονται για την παράλειψη.
215. Οποτεδήποτε μετά την υποβολή αίτησης για εκκαθάριση, και πριν από την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης, η εταιρεία ή οποιοσδήποτε πιστωτής ή συνεισφορέας δύναται-
(α) όταν οποιαδήποτε αγωγή ή διαδικασία εναντίον της εταιρείας εκκρεμεί σε οποιοδήποτε Επαρχιακό Δικαστήριο ή στο Ανώτατο Δικαστήριο, να κάνει αίτηση στο Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή ή διαδικασία για αναστολή διαδικασίας σε αυτή· και
(β) όταν οποιαδήποτε άλλη αγωγή ή διαδικασία εναντίον της εταιρείας εκκρεμεί, να κάνει αίτηση στο Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία εκκαθάρισης της εταιρείας για παρεμπόδιση της λήψης περαιτέρω επιπρόσθετης διαδικασίας στην αγωγή ή διαδικασία,
και το Δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται αίτηση δύναται, ανάλογα με την περίπτωση, να αναστείλει ή περιορίσει τη διαδικασία με τέτοιους όρους που ήθελε θεωρήσει σωστό.
216. Κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο οποιαδήποτε διάθεση της ιδιοκτησίας της εταιρείας, περιλαμβανομένων και αγωγίμων δικαιωμάτων, και οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχών, ή αλλαγή της υπόστασης των μελών της εταιρείας, που γίνεται μετά την έναρξη της εκκαθάρισης είναι άκυρη, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
217. Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε κατάσχεση στα χέρια τρίτου, μεσεγγύηση, κατάσχεση ή εκτέλεση που αρχίζει εναντίον της περιουσίας ή αντικειμένων της εταιρείας μετά την έναρξη της εκκαθάρισης είναι εξολοκλήρου άκυρη.
218.-(1) Όταν, πριν από την υποβολή αίτησης για την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο, εγκρίθηκε από την εταιρεία ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, η εκκαθάριση της εταιρείας λογίζεται ότι αρχίζει το χρόνο έγκρισης του ψηφίσματος, και εκτός αν το Δικαστήριο, με την απόδειξη δόλου ή πλάνης, θεωρήσει σκόπιμο να διατάξει διαφορετικά, όλα τα μέτρα που λήφθηκαν στην εκούσια εκκαθάριση λογίζονται ότι λήφθηκαν έγκυρα.
(2) Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, η εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο λογίζεται ότι αρχίζει από το χρόνο της υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση.
219.-(1) Κατά την έκδοση διατάγµατος εκκαθάρισης, αντίγραφο του διατάγµατος παραδίδεται αµέσως και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την έκδοσή του, από την εταιρεία ή όπως διαφορετικά δυνατό να καθοριστεί, στον έφορο εταιρειών ο οποίος προβαίνει στην εγγραφή του και στη δημοσίευσή του στην επίσημη ιστοσελίδα του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη.
(2) Ο αιτητής, σε περίπτωση που είναι άλλο πρόσωπο από τον επίσημο παραλήπτη, οφείλει όπως παραδώσει αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος εκκαθάρισης, στον επίσημο παραλήπτη και, όπου εφαρμόζεται, στον έφορο εταιρειών, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.
(3) Ο επίσημος παραλήπτης τηρεί σε ηλεκτρονική μορφή Αρχείο Εκκαθαρίσεων Εταιρειών, στο οποίο καταχωρίζονται όλα τα εκδιδόμενα διατάγματα εκκαθάρισης και συνεχίζουν να φυλάσσονται όλα τα διατάγματα εκκαθάρισης που εκδόθηκαν, μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου:
(4) Ο επίσημος παραλήπτης δύναται να παραχωρεί σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο το ηλεκτρονικό Αρχείο Εκκαθαρίσεων Εταιρειών, είτε εξ ολοκλήρου είτε μέρος αυτού.
(5) Ο επίσημος παραλήπτης δέχεται την ηλεκτρονική καταχώριση στο Αρχείο Εκκαθαρίσεων Εταιρειών που προβλέπεται στο εδάφιο (3), οποιουδήποτε εγγράφου, το οποίο κατατίθεται στο γραφείο του μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας εκκαθάρισης, δυνάμει του παρόντος Νόμου:
(6) Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, μόλις παραλάβει αντίγραφο του διατάγματος εκκαθάρισης εταιρείας, αφού ενημερώσει τον κάτοχο εμπράγματου βάρους ή απαγόρευσης, προβαίνει στη διαγραφή ή απάλειψη οποιουδήποτε εμπράγματου βάρους ή απαγόρευσης που έχει εγγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, το οποίο εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση έχει εγγραφεί εντός της χρονικής περιόδου μεταξύ της εγγραφής της αίτησης εκκαθάρισης στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και της εγγραφής του διατάγματος εκκαθάρισης στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας:
220. Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.
221. Διάταγμα εκκαθάρισης εταιρείας ενεργεί σε όφελος όλων των πιστωτών και όλων των συνεισφορέων της εταιρείας ωσάν να εκδιδόταν μετά από κοινή αίτηση πιστωτή και συνεισφορέα.
222.-(1) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού στην έκταση που αναφέρεται στην εκκαθάριση εταιρειών από το Δικαστήριο, ο όρος “επίσημος παραλήπτης” σημαίνει τον Επίσημο Παραλήπτη και Έφορο και περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο για το σκοπό αυτό.
(2) Οποιοδήποτε τέτοιο άλλο πρόσωπο καλείται, για τους σκοπούς των καθηκόντων του με βάση το Νόμο αυτό, “ο επίσημος παραλήπτης” και τηρουμένων των οδηγιών του Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου, δύναται να τον αντιπροσωπεύει σε κάθε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ή σε οποιοδήποτε διοικητικό ή άλλο θέμα.
223. Για το σκοπό εξασφάλισης της περισσότερο βολικής και οικονομικής διεξαγωγής της εκκαθάρισης, το Δικαστήριο δύναται, με αίτηση του Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου, να διορίσει οποιοδήποτε πρόσωπο να ενεργεί ως επίσημος παραλήπτης κατά τη διάρκεια εκείνης της εκκαθάρισης με βάση τις οδηγίες του Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου.
224.-(1) Όταν το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα εκκαθάρισης ή διόρισε προσωρινό εκκαθαριστή, εκτός αν το Δικαστήριο θεωρήσει σκόπιμο να διατάξει διαφορετικά και διατάσσει με τον τρόπο αυτό, καταρτίζεται και υποβάλλεται στον επίσημο παραλήπτη και στον εκκαθαριστή ή προσωρινό εκκαθαριστή, ανάλογα με την περίπτωση, νοουμένου ότι δεν είναι ο επίσημος παραλήπτης, δήλωση στον καθορισμένο τύπο, ως προς τις υποθέσεις της εταιρείας που βεβαιώνεται με ένορκη δήλωση, και περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
(α) Λεπτομέρειες των περιουσιακών στοιχείων, χρεών και υποχρεώσεων της εταιρείας·
(β) τα ονόματα, διαμονή πιστωτών της και επαγγέλματα των·
(γ) τις εξασφαλίσεις που κατέχονται από αυτούς, αντίστοιχα·
(δ) τις ημερομηνίες που οι παραχωρήθηκαν, αντίστοιχα· και
(ε) τέτοιες περαιτέρω ή άλλες πληροφορίες που δυνατό να καθοριστούν ή που ο επίσημος παραλήπτης ή ο εκκαθαριστής ή ο προσωρινός εκκαθαριστής δυνατό να απαιτήσει:
(2) Η δήλωση υποβάλλεται και βεβαιώνεται από ένα ή περισσότερα από τα πρόσωπα που κατά τη σχετική ημερομηνία είναι σύμβουλοι και από το πρόσωπο που κατά την ημερομηνία εκείνη είναι ο γραμματέας της εταιρείας, ή από τέτοια πρόσωπα που αναφέρονται πιο κάτω στο εδάφιο αυτό όπως ο επίσημος παραλήπτης ή ο εκκαθαριστής ή ο προσωρινός εκκαθαριστής, τηρουμένων των οδηγιών του Δικαστηρίου, δυνατό να απαιτήσει να υποβάλουν και βεβαιώσουν τη δήλωση, δηλαδή πρόσωπα-
(α) που είναι ή υπήρξαν αξιωματούχοι της εταιρείας·
(β) που έλαβαν μέρος στη σύσταση της εταιρείας οποτεδήποτε μέσα σε ένα έτος πριν από τη σχετική ημερομηνία·
(γ) που είναι στην υπηρεσία της εταιρείας ή ήταν στην υπηρεσία της εταιρείας μέσα στο έτος που αναφέρθηκε, και κατά τη γνώμη του επίσημου παραλήπτη ή του εκκαθαριστή ή του προσωρινού εκκαθαριστή, είναι πρόσωπα ικανά να δώσουν τις απαιτούμενες πληροφορίες·
(δ) που είναι ή ήταν μέσα στο αναφερόμενο έτος αξιωματούχοι ή στην υπηρεσία εταιρείας που είναι, ή μέσα στο αναφερόμενο έτος υπήρξε, αξιωματούχος της εταιρείας στην οποία αναφέρεται η δήλωση.
(3) Η δήλωση υποβάλλεται μέσα σε τριάντα ημέρες από τη σχετική ημερομηνία ή μέσα σε τέτοια χρονική παράταση που ο επίσημος παραλήπτης ή ο εκκαθαριστής ή ο προσωρινός εκκαθαριστής ή το Δικαστήριο δυνατό για ειδικούς λόγους, να ορίσει.
(4) Ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής ή προσωρινός εκκαθαριστής δύναται να αναθέσει σε τρίτα πρόσωπα να βοηθήσουν στην προετοιμασία και κατάρτιση της δήλωσης υποθέσεων και της ένορκης δήλωσης και δύναται να καταβάλει ως αμοιβή για τις υπηρεσίες αυτές από το ενεργητικό της εταιρείας τέτοια έξοδα και δαπάνες, που έχουν προκύψει κατά την προετοιμασία και κατάρτιση της δήλωσης υποθέσεων, όπως αυτός κρίνει εύλογα, τα οποία υπόκεινται σε έφεση στο Δικαστήριο.
(5) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο, χωρίς εύλογη αιτία, παραλείπει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού, θα είναι ένοχο αδικήματος και θα υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες για κάθε ημέρα στη διάρκεια της οποίας συνεχίζεται η παράλειψη.
(6) Οποιοδήποτε πρόσωπο που δηλώνει εγγράφως ότι είναι πιστωτής ή συνεισφορέας της εταιρείας δικαιούται προσωπικά ή διά του αντιπροσώπου του να επιθεωρήσει σε κάθε εύλογο χρόνο, με την πληρωμή του καθορισμένου δικαιώματος, τη δήλωση που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο αυτό και δικαιούται σε αντίγραφο της ή απόσπασμα της.
(7) Οποιοδήποτε πρόσωπο που δηλώνει ψεύτικα ότι είναι πιστωτής ή συνεισφορέας είναι ένοχος περιφρόνησης του Δικαστηρίου, και με αίτηση του εκκαθαριστή ή του προσωρινού εκκαθαριστή ή του επίσημου παραλήπτη, τιμωρείται ανάλογα.
(8) Στο άρθρο αυτό ο όρος “σχετική ημερομηνία” σημαίνει, στην περίπτωση που διορίζεται προσωρινός εκκαθαριστής, την ημερομηνία διορισμού του, και στην περίπτωση που δεν έγινε τέτοιος διορισμός, την ημερομηνία του διατάγματος εκκαθάρισης.
225.-(1) Σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος εκκαθάρισης ο επίσημος παραλήπτης, αμέσως μόλις είναι πρακτικά δυνατό αλλά όχι αργότερα από τριάντα ημέρες πριν από τη συνέλευση των πιστωτών, ένα θα λάβει χώρα τέτοια συνέλευση, μετά τη λήψη της δήλωσης που υποβάλλεται με βάση το άρθρο 224, ή, σε περίπτωση που το Δικαστήριο διατάξει να μην υποβληθεί δήλωση, μόλις είναι πρακτικά δυνατό μετά την ημερομηνία του διατάγματος, υποβάλλει έκθεση στο Δικαστήριο και τη δημοσιεύει στην ιστοσελίδα του επίσημου παραλήπτη -
(α) ως προς το ποσό του κεφαλαίου που εκδόθηκε, δηλώθηκε και καταβλήθηκε και της υπολογισμένης αξίας του ενεργητικού και παθητικού· και
(β) ως προς την αιτία της χρεωκοπίας, αν η εταιρεία χρεωκόπησε· και
(γ) αν κατά τη γνώμη του είναι επιθυμητή περαιτέρω έρευνα αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα που σχετίζεται με την προαγωγή, σύσταση ή χρεωκοπία της εταιρείας ή με τη διεξαγωγή των εργασιών της.
(2) Ο επίσημος παραλήπτης δύναται επίσης, αν το θεωρήσει πρέπον:
(α) Να διερευνά αν η εταιρεία έχει χρεοκοπήσει, τους λόγους της χρεωκοπίας και γενικά την προαγωγή, τη σύσταση, τις εργασίες, τις συναλλαγές και τις υποθέσεις της εταιρείας, και
(β) να κάνει περαιτέρω έκθεση, ή περαιτέρω εκθέσεις, που αναφέρουν τον τρόπο που συστάθηκε η εταιρεία και αν, κατά τη γνώμη του, διαπράχθηκε οποιαδήποτε απάτη από οποιοδήποτε πρόσωπο κατά την προαγωγή ή τη σύστασή της ή από οποιοδήποτε αξιωματούχο της εταιρείας σχετικά με την εταιρεία από τη σύστασή της, καθώς και οποιαδήποτε άλλα θέματα που κατά τη γνώμη του, είναι επιθυμητό όπως φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου.
(2Α) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου οικείου Νόμου, η έκθεση ή οι εκθέσεις του επίσημου παραλήπτη δυνάμει του παρόντος άρθρου, αποτελούν εκ πρώτης όψεως μαρτυρία των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτές, σε οποιεσδήποτε διαδικασίες.
(3) Αν ο επίσημος παραλήπτης δηλώσει σε οποιαδήποτε τέτοια μεταγενέστερη έκθεση όπως προαναφέρθηκε ότι κατά τη γνώμη του διαπράχτηκε απάτη, το δικαστήριο αποκτά τις περαιτέρω εξουσίες που προνοούνται από άρθρο 256.
(3Α) Ο επίσημος παραλήπτης δύναται, με την έγκριση του Δικαστηρίου-
(α) κατά οποιοδήποτε χρόνο, να αποδεσμεύει οποιοδήποτε πρόσωπο από υποχρέωση η οποία του επιβλήθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή (2) του άρθρου 224, ή
(β) κατά οποιοδήποτε χρόνο, να παρατείνει την περίοδο που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 224:
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία ο εκκαθαριστής εταιρείας είναι πρόσωπο άλλο από τον επίσημο παραλήπτη, οι διατάξεις των εδαφίων (2), (2Α), (3) και (3Α) τυγχάνουν εφαρμογής ως εάν να αναφέρονταν στον εκκαθαριστή, αντί στον επίσημο παραλήπτη:
226. Για το σκοπό διεξαγωγής της διαδικασίας εκκαθάρισης εταιρείας και εκτέλεσης τέτοιων καθηκόντων αναφορικά με αυτή που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει, το Δικαστήριο δύναται, χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του άρθρου 228, να διορίζει εκκαθαριστή ή εκκαθαριστές.
227.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, το Δικαστήριο δύναται να διορίσει ως προσωρινό εκκαθαριστή σύμβουλο αφερεγγυότητας αδειοδοτημένο δυνάμει του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου οποτεδήποτε μετά την υποβολή αίτησης για εκκαθάριση στο Δικαστήριο για προστασία του ενεργητικού και διατήρησης του καθεστώτος της εταιρείας.
(2) Ο διορισμός προσωρινού εκκαθαριστή δύναται να γίνει οποτεδήποτε πριν από την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, και είτε ο επίσημος παραλήπτης είτε οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο πρόσωπο δύναται να διοριστεί.
(2Α) Ο προσωρινός εκκαθαριστής ασκεί τις αρμοδιότητες τις οποίες το Δικαστήριο δυνατό να του αναθέσει.
(3) Όταν εκκαθαριστής διορίζεται προσωρινά από το Δικαστήριο, το Δικαστήριο δύναται να περιορίσει τις εξουσίες του με το διάταγμα που τον διορίζει.
228. Ανεξαρτήτως και χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 228Α, οι ακόλουθες διατάξεις σχετικά με εκκαθαριστές ισχύουν όταν εκδίδεται διάταγμα εκκαθάρισης-
(α) Ο επίσημος παραλήπτης καθίσταται λόγω του αξιώματός του εκκαθαριστής, εκτός εάν κατόπιν προγενέστερης του διατάγματος εκκαθάρισης αιτήσεως οποιουδήποτε καθοριζόμενου στο εδάφιο (1) του άρθρου 213 προσώπου προς το Δικαστήριο διοριστεί άλλο πρόσωπο ως εκκαθαριστής και είναι σε θέση να ενεργεί ως τέτοιος:
(α1) για σκοπούς διορισμού προσώπου άλλου από τον επίσημο παραλήπτη ως εκκαθαριστή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α), το Δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπόψη τυχόν επιθυμίες ή θέσεις με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας:
(i) Tων πιστωτών και της πλειοψηφίας σε αξία αυτών·
(ii) του αιτητή·
(iii) της εταιρείας· και
(iv) των συνεισφορέων της εταιρείας,
οι οποίες τίθενται ενώπιόν του, χωρίς να απαιτείται σύγκληση συνελεύσεων πιστωτών ή συνεισφορέων ή πρόσκληση για υποβολή τέτοιων επιθυμιών ή θέσεων·
(α2)(i) σε περίπτωση κατά την οποία διοριστεί ως εκκαθαριστής πρόσωπο άλλο από τον επίσημο παραλήπτη δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) και υποβληθεί από προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) του άρθρου 213 πρόσωπο σχετικό αίτημα στον εκκαθαριστή για σύγκληση συνέλευσης πιστωτών, ο εκκαθαριστής, εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή του αιτήματος, συγκαλεί και προεδρεύει ξεχωριστών συνελεύσεων των πιστωτών και των συνεισφορέων της υπό εκκαθάριση εταιρείας για τον σκοπό επιλογής νέου εκκαθαριστή της εταιρείας στη θέση αυτού που διορίστηκε δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α)·
(ii) χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε άλλης διάταξης του παρόντος Νόμου, αίτημα για σύγκληση συνελεύσεων δυνάμει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου δύναται να υποβληθεί εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση του διορισμού του εκκαθαριστή στον έφορο εταιρειών:
(β) κατά οποιοδήποτε χρόνο κατά τον οποίο ο επίσημος παραλήπτης είναι ο εκκαθαριστής της εταιρείας δύναται, εντός εξήντα ημερών από την επίδοση του διατάγματος του Δικαστηρίου που τον διορίζει εκκαθαριστή, να συγκαλεί και προεδρεύει ξεχωριστών συνελεύσεων των πιστωτών και συνεισφορέων της εταιρείας για τον σκοπό επιλογής προσώπου το οποίο θα είναι ο εκκαθαριστής της εταιρείας στη θέση του επίσημου παραλήπτη·
(γ) ο επίσημος παραλήπτης υποχρεούται-
(i) να αποφασίσει κατά πόσο θα ασκήσει την σύμφωνα με την παράγραφο (β) εξουσία του για σύγκληση συνελεύσεων, το αργότερο εντός περιόδου σαράντα ημερών από την ημέρα κατά την οποία γίνεται η επίδοση του διατάγματος που τον διορίζει, και
(ii) να κοινοποιήσει την απόφασή του στο Δικαστήριο και στους πιστωτές και συνεισφορείς της εταιρείας πριν από τη λήξη της περιόδου που καθορίζεται στην υποπαράγραφο (i), σε περίπτωση που αποφασίσει να μην ασκήσει την εξουσία του, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ί), και
(iii) είτε έχει αποφασίσει είτε όχι να ασκήσει την εξουσία του για σύγκληση συνελεύσεων, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, αν αυτό του ζητηθεί κατά οποιοδήποτε χρόνο από το ένα δέκατο, σε αξία, των πιστωτών της εταιρείας, να συγκαλεί αμέσως ξεχωριστές συνελεύσεις των πιστωτών και συνεισφορέων της εταιρείας,
και, αναλόγως, όπου το καθήκον, που επιβάλλεται από την υποπαράγραφο (iii), προκύπτει προτού ο επίσημος παραλήπτης εκτελέσει το καθήκον που επιβάλλεται από τις υποπαραγράφους (ί) ή (ii), δεν υποχρεούται να εκτελέσει το δυνάμει των υποπαραγράφων (i) ή (ii) καθήκον.
(γγ) Η κοινοποίηση δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (ίί) της παραγράφου (γ) στους πιστωτές της εταιρείας περιλαμβάνει επεξήγηση της εξουσίας που παρέχεται στους πιστωτές σύμφωνα με την υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (γ) να ζητήσουν από τον επίσημο παραλήπτη να συγκαλέσει συνελεύσεις των πιστωτών και συνεισφορέων της εταιρείας·
(γ1) σε περίπτωση κατά την οποία ο επίσημος παραλήπτης παραλείψει να ασκήσει τις εξουσίες ή να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (β) ή (γ), το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται από προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) του άρθρου 213 πρόσωπο, να διατάξει τον επίσημο παραλήπτη ή να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να συγκαλέσει και να προεδρεύσει ξεχωριστών συνελεύσεων των πιστωτών και των συνεισφορέων της υπό εκκαθάριση εταιρείας για τον σκοπό επιλογής εκκαθαριστή της εταιρείας στη θέση του επίσημου παραλήπτη·
(δ) σε περίπτωση κατά την οποία δεν διορίζεται εκκαθαριστής από τους πιστωτές ή συνεισφορείς, ο επίσημος παραλήπτης ή το πρόσωπο που διορίστηκε ως εκκαθαριστής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου είναι ο εκκαθαριστής·
(ε) ο επίσημος παραλήπτης είναι λόγω αξιώματος ο εκκαθαριστής σε περίπτωση που η θέση αυτή είναι κενή·
(στ) ο εκκαθαριστής περιγράφεται, όταν πρόσωπο άλλο από τον επίσημο παραλήπτη είναι εκκαθαριστής, με τον τίτλο “ο εκκαθαριστής”, και όταν ο επίσημος παραλήπτης είναι ο εκκαθαριστής, με τον τίτλο “ο επίσημος παραλήπτης και εκκαθαριστής”, της συγκεκριμένης εταιρείας σχετικά με την οποία διορίστηκε και όχι με το όνομα του.
228Α.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε περίπτωση κατά την οποία η εταιρεία εκκαθαρίζεται και συγκαλούνται ξεχωριστές συνελεύσεις των πιστωτών και των συνεισφορέων αυτής για τον σκοπό λήψης απόφασης για υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο για διορισμό προσώπου, άλλου από τον επίσημο παραλήπτη, ως εκκαθαριστή.
(2) Οι πιστωτές και οι συνεισφορείς στις αντίστοιχες συνελεύσεις τους, δύνανται να υποδείξουν ένα πρόσωπο ως εκκαθαριστή.
(3) Ο εκκαθαριστής θα είναι το πρόσωπο που υποδεικνύεται από τους πιστωτές ή, όπου δεν έχει υποδειχθεί τέτοιο πρόσωπο από τους πιστωτές, το πρόσωπο που υποδεικνύεται από τους συνεισφορείς, εάν οι συνεισφορείς υποδείξουν τέτοιο πρόσωπο.
(4) Στην περίπτωση που υποδεικνύονται διαφορετικά πρόσωπα, οποιοσδήποτε συνεισφορέας ή πιστωτής δύναται, εντός επτά (7) ημερών μετά από την ημερομηνία κατά την οποία υποδείχθηκε πρόσωπο από τους πιστωτές, να αιτηθεί στο Δικαστήριο για
διάταγμα-
(α) το οποίο να διορίζει το πρόσωπο που υπoδείχθηκε από τους συνεισφορείς ως εκκαθαριστή αντί, ή, μαζί με το πρόσωπο που υποδείχθηκε από τους πιστωτές, ή
(β) το οποίο να διορίζει άλλο πρόσωπο ως εκκαθαριστή, εκτός από το πρόσωπο που υποδεικνύεται από τους πιστωτές.
(5) Ψήφισμα εγκρίνεται σε συνέλευση των πιστωτών ή των συνεισφορέων όταν η πλειοψηφία, σε αξία, των παρόντων και ψηφιζόντων, προσωπικά ή μέσω αντιπροσώπου, έχουν ψηφίσει υπέρ του ψηφίσματος.
(6) Για τους σκοπούς του εδαφίου (5), η αξία των συνεισφορέων καθορίζεται από τον αριθμό των ψήφων που παρέχεται σε κάθε συνεισφορέα από το καταστατικό της εταιρείας.
228Β. Ευθύς αμέσως μετά τη συμπλήρωση των διαδικασιών διορισμού εκκαθαριστή δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 228 και 228Α, ο επίσημος παραλήπτης προβαίνει στη δημοσιοποίηση του διορισμού του εκκαθαριστή με ανάρτηση στην επίσημη ιστοσελίδα του.
229. Όταν, κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο, διορίζεται, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 228 ή του άρθρου 228Α, εκκαθαριστής πρόσωπο άλλο από τον επίσημο παραλήπτη, το πρόσωπο εκείνο-
(α) δεν δύναται να ενεργεί ως εκκαθαριστής μέχρι να παραδώσει για εγγραφή στον έφορο εταιρειών ειδοποίηση για το διορισμό του και να παραχωρήσει ασφάλεια στον καθορισμένο τύπο προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου·
(β) παρέχει στον επίσημο παραλήπτη τέτοιες πληροφορίες και επιτρέπει και παρέχει τέτοιες διευκολύνσεις για την επιθεώρηση των βιβλίων και εγγράφων της εταιρείας και γενικά τέτοια βοήθεια που δυνατό να απαιτηθεί για να γίνει δυνατή η εκτέλεση των καθηκόντων από τον αξιωματούχο εκείνο σύμφωνα με το Νόμο αυτό.
230.-(1) Εκκαθαριστής που διορίστηκε από τους πιστωτές δύναται να παραιτηθεί ή όταν δειχθεί αιτία, να παυθεί από το Δικαστήριο ή τους πιστωτές.
(2)(α) Όταν πρόσωπο άλλο από τον επίσημο παραλήπτη διορίζεται εκκαθαριστής, το πρόσωπο αυτό παίρνει τέτοιο μισθό ή αμοιβή με μορφή ποσοστών υπολογιζόμενου βάσει της αξίας του ενεργητικού που εξασφαλίζεται ή διανέμεται ή του ενός ή του άλλου σε συνδυασμό ή διαφορετικά, όπως το Δικαστήριο διατάξει ή ως οι πιστωτές ήθελαν καθορίσει ανάλογα με το χρόνο που διέθεσε ο εκκαθαριστής αναφορικά με θέματα που αφορούν την εκκαθάριση και, αν διοριστούν περισσότεροι από ένα πρόσωπο ως εκκαθαριστές, η αμοιβή τους κατανέμεται μεταξύ τους, σε τέτοια αναλογία που το Δικαστήριο διατάσσει ή οι πιστωτές αποφασίζουν.
(β) Εναπόκειται στους πιστωτές ή στην επιτροπή επιθεώρησης, αν υπάρχει, να καθορίσουν κατά πόσο η αμοιβή ήθελε ορισθεί ως ανωτέρω και να καθορίσει το ποσοστό που θα χρησιμοποιηθεί κατά τα ανωτέρω.
(γ) Για το σκοπό καθορισμού της αμοιβής, οι πιστωτές ή η επιτροπή επιθεώρησης λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:
(i) Την πολυπλοκότητα της υπόθεσης·
(ii) οτιδήποτε το οποίο σχετίζεται με την εκκαθάριση και επιβαρύνει τον εκκαθαριστή με οποιαδήποτε ευθύνη ιδιάζουσας φύσης ή βαθμού·
(iii) την αποτελεσματικότητα με την οποία ο εκκαθαριστής ασκεί ή άσκησε τα καθήκοντά του·
(ίν) την αξία και φύση του ενεργητικού με το οποίο ασχολήθηκε ο εκκαθαριστής.
(δ) Όπου η αμοιβή του εκκαθαριστή δεν καθορίζεται κατά τα ανωτέρω, αυτή θα συνάδει με την κλίμακα αμοιβής του επίσημου παραλήπτη.
(3) Κενή θέση εκκαθαριστή που διορίστηκε από το Δικαστήριο ή τους πιστωτές πληρούται από το Δικαστήριο.
(4) Αν πλέον από ένας εκκαθαριστής διοριστεί από το Δικαστήριο, το Δικαστήριο δηλώνει κατά πόσο οποιαδήποτε πράξη που απαιτείται ή προβλέπεται από το Νόμο αυτό να γίνει από τον εκκαθαριστή, πρέπει να γίνεται από όλους ή από ένα ή περισσότερα από τα πρόσωπα που διορίζονται.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 314, οι πράξεις του εκκαθαριστή είναι έγκυρες ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε παραλείψεις στο διορισμό ή τα προσόντα του που δυνατό να ανακαλυφθούν αργότερα.
231. Όταν εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης ή όταν διορίστηκε προσωρινός εκκαθαριστής, ο εκκαθαριστής ή ο προσωρινός εκκαθαριστής, ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνει στον έλεγχο του ή στη φύλαξη του όλη την ιδιοκτησία και αγώγιμα δικαιώματα που η εταιρεία δικαιούται ή φαίνεται ότι δικαιούται.
232.-(1) Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του εκκαθαριστή, να διατάξει με διάταγμα όπως, ολόκληρη ή οποιοδήποτε μέρος κάθε είδους ιδιοκτησίας που ανήκει στην εταιρεία ή κατέχεται από εμπιστευματοδόχους για λογαριασμό της, περιέλθει στον εκκαθαριστή με την επίσημη του ιδιότητα, και τότε η ιδιοκτησία στην οποία αναφέρεται το διάταγμα περιέρχεται ακολούθως σε αυτόν.
(2) Ο εκκαθαριστής δύναται, μετά την παραχώρηση τέτοιας ασφάλειας όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει, να εγείρει ή υπερασπίσει με την επίσημη του ιδιότητα οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία που σχετίζεται με την ιδιοκτησία αυτή ή η έγερση ή, υπεράσπιση της οποίας είναι αναγκαία με σκοπό την αποτελεσματική εκκαθάριση της εταιρείας και την ανάκτηση της ιδιοκτησίας της.
233.-(1) Κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο, ο εκκαθαριστής έχει εξουσία, μετά από έγκριση είτε του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης-
(α) να εγείρει ή υπερασπίσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας·
(β) να συνεχίσει τις εργασίες της εταιρείας στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για την επωφελή εκκαθάριση της·
(γ) να διορίζει δικηγόρο για να τον βοηθήσει στην εκτέλεση των καθηκόντων του·
(δ) να πληρώνει στο ακέραιο οποιαδήποτε τάξη πιστωτών·
(δδ) να λαμβάνει οποιαδήποτε απαιτούμενα χρήματα με ασφάλεια το ενεργητικό της εταιρείας·
(ε) να κάνει οποιοδήποτε συμβιβασμό ή διευθέτηση με τους πιστωτές ή πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι είναι πιστωτές, ή που έχουν ή που ισχυρίζονται ότι έχουν οποιαδήποτε απαίτηση, παρούσα ή μελλοντική, βέβαιη ή ενδεχόμενη, εξακριβωμένη ή εκφρασμένη μόνο με αποζημιώσεις, εναντίον της εταιρείας, ή σύμφωνα με τις οποίες η εταιρεία δυνατό να καταστεί υπεύθυνη·
(στ) να συμβιβάζει όλες τις κλήσεις και τις υποχρεώσεις σε κλήσεις, χρέη και υποχρεώσεις που δυνατό να καταλήξουν σε χρέη, και όλες τις απαιτήσεις, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή ενδεχόμενες, εξακριβωμένες ή εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, υπάρχουσες ή υποτιθέμενες ότι υπάρχουν μεταξύ της εταιρείας και συνεισφορέα ή φερόμενου συνεισφορέα ή άλλου χρεώστη ή προσώπου που ενδεχομένως έχει υποχρέωση προς την εταιρεία, και οποιαδήποτε θέματα με οποιοδήποτε τρόπο που σχετίζονται με ή επηρεάζουν τα περιουσιακά στοιχεία ή την εκκαθάριση της εταιρείας, με τέτοιους όρους που δυνατό να συμφωνηθεί, και αποδεχτεί οποιαδήποτε ασφάλεια για την εξόφληση οποιασδήποτε τέτοιας κλήσης, χρέους, υποχρέωσης ή απαίτησης και να δίδει εξολοκλήρου εξόφληση σχετικά με αυτά.
(1Α) Οι αρμοδιότητες του εκκαθαριστή εταιρείας η οποία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο είναι να εξασφαλίσει ότι τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας λαμβάνονται, ρευστοποιούνται και διανέμονται στους πιστωτές της εταιρείας και, αν υπάρχει υπόλοιπο, στα πρόσωπα που το δικαιούνται.
(2) Ο εκκαθαριστής σε εκκαθάριση από το Δικαστήριο, έχει εξουσία να-
(α) πωλεί την ακίνητη και προσωπική ιδιοκτησία και τα αγώγιμα δικαιώματα της εταιρείας με δημόσιο πλειστηριασμό ή ιδιωτική σύμβαση, με εξουσία να τη μεταβιβάσει εξολοκλήρου σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή εταιρεία ή να την πωλήσει σε τεμάχια·
(β) κάνει όλες τις πράξεις και υπογράφει στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας, όλα τα συμβόλαια, αποδείξεις και άλλα έγγραφα και για το σκοπό αυτό να χρησιμοποιεί, όταν αυτό είναι αναγκαίο, τη σφραγίδα της εταιρείας·
(γ) επαληθεύει, κατατάσσεται, και αξιώνει στην πτώχευση, αφερεγγυότητα ή κατάσχεση οποιουδήποτε συνεισφορέα για οποιοδήποτε υπόλοιπο εναντίον της περιουσίας του, και λαμβάνει μερίσματα αναφορικά με εκείνο το υπόλοιπο στην πτώχευση, αφερεγγυότητα ή κατάσχεση, ως ξεχωριστό χρέος που οφείλεται από τον πτωχεύσαντα ή τον αφερέγγυο, και κατά ποσοστό με τους άλλους πιστωτές ξεχωριστά·
(δ) εκδίδει, αποδέχεται, καταρτίζει και οπισθογραφεί οποιαδήποτε συναλλαγματική ή γραμμάτιο σε διαταγή στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας, με το ίδιο αποτέλεσμα σχετικά με την ευθύνη της εταιρείας, ωσάν η συναλλαγματική ή το γραμμάτιο σε διαταγή, εκδόθηκε, έγινε αποδεκτό, καταρτίστηκε ή οπισθογραφήθηκε από και για λογαριασμό της εταιρείας στην πορεία των εργασιών της·
(ε) λαμβάνει οποιαδήποτε απαιτούμενα χρήματα με ασφάλεια το ενεργητικό της εταιρείας·
(στ) λαμβάνει με την επίσημη του ιδιότητα έγγραφα διαχείρισης για οποιοδήποτε αποβιώσαντα συνεισφορέα, και διενεργεί, με την επίσημη του ιδιότητα οποιαδήποτε πράξη που είναι αναγκαία για την είσπραξη χρημάτων που οφείλονται από συνεισφορέα ή την περιουσία του που δεν δύναται να γίνει βολικά στο όνομα της εταιρείας, και σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα οφειλόμενα χρήματα, για να δυνηθεί να λάβει τα έγγραφα διαχείρισης ή να ανακτήσει τα χρήματα, λογίζονται ότι οφείλονται στον ίδιο τον εκκαθαριστή·
(ζ) διορίζει αντιπρόσωπο για να εκτελέσει οποιαδήποτε εργασία που ο ίδιος ο εκκαθαριστής δεν δύναται να εκτελέσει·
(η) κάνει όλα τα άλλα πράγματα που δυνατό να είναι αναγκαία για εκκαθάριση των υποθέσεων της εταιρείας και τη διανομή του ενεργητικού της.
(2Α) Είναι καθήκον του εκκαθαριστή εταιρείας, η οποία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, αν αυτός δεν είναι ο επίσημος παραλήπτης-
(α) να παρέχει στον επίσημο παραλήπτη τέτοιες πληροφορίες·
(β) να παρουσιάζει στον επίσημο παραλήπτη και να επιτρέπει την επιθεώρηση από αυτόν τέτοιων βιβλίων, εγγράφων και άλλων αρχείων· και
(γ) να δίνει στον επίσημο παραλήπτη τέτοια άλλη αρωγή,
τα οποία εύλογα δύναται να απαιτήσει ο επίσημος παραλήπτης για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων του αναφορικά με την εκκαθάριση.
(3) Η άσκηση από τον εκκαθαριστή σε εκκαθάριση από το Δικαστήριο των εξουσιών που του παρέχονται από το άρθρο αυτό είναι υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, και οποιοσδήποτε πιστωτής ή συνεισφορέας δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο σχετικά με οποιαδήποτε άσκηση ή προτεινόμενη άσκηση οποιωνδήποτε τέτοιων εξουσιών.
233Α.-(1) Κατόπιν αίτησης από τον επίσημο παραλήπτη ή τον εκκαθαριστή, αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η διάθεση οποιασδήποτε περιουσίας της εταιρείας, με ή χωρίς άλλα περιουσιακά στοιχεία, η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση προς όφελος εξασφαλισμένου πιστωτή, ενδέχεται να οδηγήσει σε ευνοϊκότερη ρευστοποίηση των στοιχείων ενεργητικού της εταιρείας από άλλη που θα λάμβανε χώρα, το Δικαστήριο δύναται διά διατάγματος με το οποίο περιέρχεται η εξασφαλισμένη περιουσία στο όνομα του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή, να εξουσιοδοτήσει τον επίσημο παραλήπτη ή τον εκκαθαριστή να λάβει στη φύλαξή του την εξασφαλισμένη περιουσία για τον σκοπό διάθεσής της ή την άσκηση των εξουσιών του σε σχέση με αυτή, ανάλογα με την περίπτωση, ωσάν να μην ήταν υποκείμενη στην εξασφάλιση.
(2) Όπου διατίθεται περιουσία σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο κάτοχος της εξασφάλισης θα έχει την ίδια προτεραιότητα αναφορικά με την οποιαδήποτε περιουσία της εταιρείας η οποία άμεσα ή έμμεσα αντιπροσωπεύει την περιουσία που διατίθεται, όπως θα είχε αναφορικά με την περιουσία που υπόκειται στην εξασφάλιση.
(3) Εκτός όπου προνοείται διαφορετικά στο παρόν άρθρο, εξασφαλισμένη περιουσία δεν θα διατεθεί για ποσό μικρότερο του ποσού της εξασφάλισης, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη σύμφωνη γνώμη του εξασφαλισμένου πιστωτή.
(4) Το διάταγμα του Δικαστηρίου που αναφέρεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει όρο ότι τα καθαρά έσοδα από τη διάθεση κατά προτεραιότητα θα χρησιμοποιούνται πρώτα για εξόφληση των ποσών που εξασφαλίζονται με την επιβάρυνση και το οποιοδήποτε υπόλοιπο θα χρησιμοποιείται προς όφελος των μη εξασφαλισμένων πιστωτών.
(5)(α) Όπου ο επίσημος παραλήπτης ή ο εκκαθαριστής προτίθεται να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει εξασφαλισμένη περιουσία, κοινοποιεί την πρόθεσή του αυτή στον εξασφαλισμένο πιστωτή, ο οποίος, αν το επιθυμεί, δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της απόφασης αυτής του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή.
(β) Σε περίπτωση που ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής προτίθεται να διαθέσει εξασφαλισμένη περιουσία για ποσό μικρότερο του ποσού της εξασφάλισης και χωρίς την προηγούμενη έγγραφη γνώμη του εξασφαλισμένου πιστωτή, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο για την εξέταση της προτιθέμενης διάθεσης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή.
(6) Οι προνομιούχοι πιστωτές, όπως αυτοί καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, δεν θα έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα ή προτεραιότητα αναφορικά με το προϊόν της διάθεσης εξασφαλισμένης περιουσίας που θα χρησιμοποιείται για εξόφληση των ποσών που εξασφαλίζονται με την επιβάρυνση, αλλά θα έχουν δικαίωμα προτεραιότητας αναφορικά με το οποιοδήποτε υπόλοιπο.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6) του άρθρου 219, σε περίπτωση που ακίνητη περιουσία βαρύνεται με οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος, προγενέστερο της εγγραφής του διατάγματος εκκαθάρισης στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, απαιτείται η έγγραφη δήλωση/συγκατάθεση του προηγούμενου ενυπόθηκου δανειστή ή κατόχου εμπράγματου βάρους ή ανάλογα με την περίπτωση, απόφαση Δικαστηρίου που να εξουσιοδοτεί την εκποίηση ή διάθεση του ενυπόθηκου ακινήτου χωρίς τη συγκατάθεση του προηγούμενου ενυπόθηκου δανειστή ή. του κατόχου εμπράγματου βάρους, υπό όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο ήθελε καθορίσει.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 18 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, για την μετεγγραφή του ακινήτου, ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής για τους σκοπούς εκποίησης ή/και διάθεσης ενυπόθηκου ακινήτου μεριμνά να διασφαλίσει τη μεταβίβαση και εγγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου στο όνομα του αγοραστή ελεύθερου από κάθε μορφής· εμπράγματο βάρος, εξασφαλίζοντας για το σκοπό αυτό την έγγραφη δήλωση/συγκατάθεση του κατόχου εμπραγμάτου βάρους ή απόφαση Δικαστηρίου που να διατάσσει ή εξουσιοδοτεί τη μεταβίβαση του ενυπόθηκου ακινήτου ελεύθερου από κάθε εμπράγματο βάρος, ώστε το αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο να προβεί στη σχετική εγγραφή στο κτηματικό μητρώο:
(9) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «εξασφάλιση» ή «εξασφαλισμένη περιουσία» σημαίνει οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση σύμφωνα με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο, οποιαδήποτε επιβάρυνση, δικαίωμα επίσχεσης ή άλλη εξασφάλιση.
234.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ο εκκαθαριστής εταιρείας που βρίσκεται υπό εκκαθάριση από το Δικαστήριο, κατά τη διαχείριση του ενεργητικού της εταιρείας και κατά τη διανομή της μεταξύ των πιστωτών της, λαμβάνει υπόψη οποιεσδήποτε οδηγίες που δυνατό να δοθούν με ψήφισμα από τους πιστωτές ή συνεισφορείς σε οποιαδήποτε γενική συνέλευση ή από την επιτροπή επιθεώρησης, και σε περίπτωση διαφωνίας οποιεσδήποτε οδηγίες που δίδονται από τους πιστωτές ή συνεισφορείς σε οποιαδήποτε γενική συνέλευση λογίζονται ότι υπερισχύουν οποιωνδήποτε οδηγιών που δίδονται από την επιτροπή επιθεώρησης.
(2) Ο εκκαθαριστής δύναται να συγκαλεί γενικές συνελεύσεις των πιστωτών ή συνεισφορέων για το σκοπό εξακρίβωσης των επιθυμιών τους, και οφείλει να συγκαλεί συνελεύσεις σε τέτοιους χρόνους που οι πιστωτές ή συνεισφορείς, με ψήφισμα, δυνατό να αποφασίσουν, είτε στη συνέλευση στην οποία διορίστηκε ο εκκαθαριστής είτε διαφορετικά, είτε όταν το απαιτήσουν εγγράφως πιστωτές ή συνεισφορείς που αντιπροσωπεύουν το ένα δέκατο σε αξία των οφειλών ή συνεισφορών, ανάλογα με την περίπτωση.
(3) Ο εκκαθαριστής δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για οδηγίες με τον καθορισμένο τρόπο σχετικά με οποιοδήποτε συγκεκριμένο θέμα που προκύπτει στη διάρκεια της εκκαθάρισης.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ο εκκαθαριστής ασκεί τη δική του διακριτική εξουσία κατά τη διαχείριση της περιουσίας και τη διανομή της μεταξύ των πιστωτών.
(5) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο είναι δυσαρεστημένο από οποιαδήποτε πράξη ή απόφαση του εκκαθαριστή, το πρόσωπο εκείνο δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο, και το Δικαστήριο δύναται να επικυρώσει ανατρέψει ή τροποποιήσει την πράξη ή την απόφαση για την οποία υπάρχει παράπονο, και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα σε σχέση με τα πιο πάνω όπως θεωρεί δίκαιο.
235. Κάθε εκκαθαριστής εταιρείας που βρίσκεται υπό εκκαθάριση από το Δικαστήριο τηρεί, με τον καθορισμένο τρόπο, κατάλληλα βιβλία λογαριασμών και βιβλία πρακτικών στα οποία μεριμνά να γίνονται καταχωρήσεις ή πρακτικά διαδικασιών συνεδριάσεων, και τέτοιων άλλων ζητημάτων που δυνατό να καθοριστούν, και κάθε πιστωτής ή συνεισφορέας, τηρουμένου του ελέγχου από το Δικαστήριο, δύναται να επιθεωρεί τα βιβλία αυτά προσωπικά ή με αντιπρόσωπο του.
236.-(1) Κάθε εκκαθαριστής εταιρείας που βρίσκεται σε εκκαθάριση από το Δικαστήριο καταθέτει τα χρήματα που εισπράττονται από αυτόν σε τέτοια Τράπεζα που ο εκκαθαριστής δυνατό να επιλέξει και η Τράπεζα τον εφοδιάζει με απόδειξη των χρημάτων που κατατέθηκαν και ο εκκαθαριστής τηρεί για κάθε εκκαθάριση, στην οποία εμπλέκεται, χωριστό τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος θα είναι διαθέσιμος για έλεγχο από τους πιστωτές ή την επιτροπή επιθεώρησης, ανάλογα με την περίπτωση.
(2) Αν οποτεδήποτε οποιοσδήποτε τέτοιος εκκαθαριστής κατακρατεί για περισσότερες από δεκαπέντε (15) ημέρες ποσό που υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή οποιοδήποτε άλλο ποσό που ο επίσημος παραλήπτης ή η επιτροπή επιθεώρησης σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση τον εξουσιοδοτεί να κατακρατεί, τότε, εκτός αν δώσει εξηγήσεις για την κατακράτηση για ικανοποίηση του επίσημου παραλήπτη ή της επιτροπής επιθεώρησης, καταβάλλει τόκο πάνω στο ποσό που κατακρατήθηκε με υπέρβαση είκοσι τοις εκατό ετησίως, και υπόκειται σε αποκοπή όλης ή τέτοιου μέρους της αμοιβής του που το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο, δύναται δε να παυθεί από τη θέση του από το Δικαστήριο, και υποχρεούται να καταβάλει οποιαδήποτε έξοδα που δημιουργήθηκαν από την παράλειψη του.
(3) Εκκαθαριστής εταιρείας που βρίσκεται σε εκκαθάριση από το Δικαστήριο δεν δύναται να καταθέτει ποσά που λήφθηκαν από αυτόν ως εκκαθαριστή στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του.
237.-(1) Κάθε εκκαθαριστής εταιρείας που βρίσκεται σε εκκαθάριση από το Δικαστήριο παραδίδει για εγγραφή, σε τέτοιους χρόνους όπως δυνατό να καθοριστεί, αλλά τουλάχιστο δύο φορές σε κάθε χρόνο στη διάρκεια της θητείας του, στον επίσημο παραλήπτη, ή όπως αυτός διατάσσει, λογαριασμό των εισπράξεων και πληρωμών του ως εκκαθαριστή.
(2) Ο λογαριασμός είναι σε καθορισμένο τύπο, καταρτίζεται σε διπλούν και βεβαιώνεται με θέσμια δήλωση στον καθορισμένο τύπο.
(3) Ο επίσημος παραλήπτης μεριμνά για τον έλεγχο του λογαριασμού και για το σκοπό του ελέγχου ο εκκαθαριστής εφοδιάζει τον επίσημο παραλήπτη με τέτοια δικαιολογητικά και πληροφορίες που ο επίσημος παραλήπτης δυνατό να απαιτήσει, και ο επίσημος παραλήπτης δύναται οποτεδήποτε να απαιτήσει την προσαγωγή οποιωνδήποτε βιβλίων ή λογαριασμών που τηρούνται από τον εκκαθαριστή και να τα εξετάσει.
(4) Μετά τον έλεγχο του λογαριασμού, ένα αντίγραφο καταχωρείται και φυλάγεται από τον επίσημο παραλήπτη, και το άλλο αντίγραφο παραδίνεται στο Δικαστήριο για καταχώρηση, και κάθε αντίγραφο δύναται να εξεταστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο με πληρωμή του καθορισμένου τέλους.
(5) Ο εκκαθαριστής μεριμνά να εκτυπωθεί ο ελεγμένος λογαριασμός ή περίληψη του και αποστέλλει με το ταχυδρομείο αντίγραφο του λογαριασμού ή περίληψης σε κάθε πιστωτή και συνεισφορέα:
(6) Οι λογαριασμοί του επίσημου παραλήπτη, όταν ενεργεί ως εκκαθαριστής με βάση το Νόμο αυτό, ελέγχονται με τέτοιο τρόπο που ο Γενικός Λογιστής δυνατό να διατάξει.
238.-(1) O επίσημος παραλήπτης λαμβάνει γνώση της συμπεριφοράς εκκαθαριστών εταιρειών που βρίσκονται σε εκκαθάριση από το Δικαστήριο, και, αν εκκαθαριστής δεν εκτελεί πιστά τα καθήκοντα του και δεν συμμορφώνεται σε όλες τις απαιτήσεις που του επιβάλλονται από το Νόμο, κανονισμούς ή διαφορετικά σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του, ή αν υποβληθεί παράπονο στον επίσημο παραλήπτη από οποιοδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα αναφορικά με αυτά, ο επίσημος παραλήπτης εξετάζει το θέμα και λαμβάνει τέτοια μέτρα αναφορικά με αυτό όπως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
(2) Ο επίσημος παραλήπτης δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να απαιτήσει από οποιοδήποτε εκκαθαριστή εταιρείας η οποία βρίσκεται υπό εκκαθάριση από το Δικαστήριο να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με την εκκαθάριση που αυτός ασχολείται, και δύναται, αν ο επίσημος παραλήπτης, το θεωρήσει πρέπον, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για να εξετάσει αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ενόρκως σχετικά με την εκκαθάριση.
(3) Ο επίσημος παραλήπτης δύναται επίσης να διατάξει επί τόπου έρευνα των βιβλίων και δικαιολογητικών δαπάνης του εκκαθαριστή.
239.-(1) Όταν ο εκκαθαριστής εταιρείας που βρίσκεται υπό εκκαθάριση από το Δικαστήριο έχει ρευστοποιήσει ολόκληρη την ιδιοκτησία της εταιρείας, ή τέτοιο μέρος της που δύναται, κατά τη γνώμη του, να ρευστοποιηθεί χωρίς την άσκοπη παράταση της εκκαθάρισης, και έχει διανέμει τελικό μέρισμα, αν υπάρχει, στους πιστωτές και έχει ρυθμίσει τα δικαιώματα των συνεισφορέων μεταξύ τους, και έχει καταρτίσει τελική έκθεση στους συνεισφορείς, ή έχει παραιτηθεί, ή έχει παυθεί από το αξίωμα του, το Δικαστήριο δύναται, με αίτηση του να μεριμνήσει για να ετοιμαστεί έκθεση για τους λογαριασμούς τους, και με τη συμμόρφωση του στις απαιτήσεις του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την έκθεση και οποιαδήποτε ένσταση που δυνατό να υποβληθεί από οποιοδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα ή πρόσωπο που έχει συμφέρον εναντίον της απαλλαγής του εκκαθαριστή, και είτε χορηγεί ή αρνείται να χορηγήσει την απαλλαγή αναλόγως.
(2) Όταν δεν χορηγήται απαλλαγή εκκαθαριστή, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση από οποιοδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο, να εκδώσει τέτοιο διάταγμα που θεωρεί δίκαιο, και επιβαρύνει τον εκκαθαριστή με τις συνέπειες οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης που δυνατό να έχει διαπράξει κατά παράβαση του καθήκοντος του.
(3) Διάταγμα του Δικαστηρίου που απαλλάττει τον εκκαθαριστή, τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που έγινε από αυτόν κατά τη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας ή διαφορετικά σε σχέση με τη συμπεριφορά του ως εκκαθαριστή, αλλά το διάταγμα αυτό δύναται να ανακληθεί αν αποδειχτεί ότι λήφθηκε με δόλο ή αποσιώπηση ή απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιώδους γεγονότος.
(4) Όταν ο εκκαθαριστής δεν έχει προηγουμένως παραιτηθεί ή παυθεί, η απαλλαγή του λογίζεται ως απομάκρυνση από το αξίωμα του.
239Α.(1) H αναγκαστικής εκκαθάριση ολοκληρώνεται εντός χρονικής περιόδου δεκαοχτώ (18) μηνών από την έναρξή της.
(2) Όπου ο επίσημος παραλήπτης ή ο εκκαθαριστής κρίνει ότι δεν δύναται να ολοκληρωθεί η αναγκαστική εκκαθάριση εταιρείας εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (1), αιτείται στο δικαστήριο παράταση της χρονικής περιόδου ολοκλήρωσης της εκκαθάρισης, ενημερώνοντας το Δικαστήριο σε ποιο στάδιο βρίσκεται η εκκαθάριση, και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για παράταση του χρόνου ολοκλήρωσης της αναγκαστικής εκκαθάρισης.
240.-(1) Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης από το Δικαστήριο, αποτελεί καθήκον των ξεχωριστών συνελεύσεων των πιστωτών και συνεισφορέων που συγκαλέστηκαν με σκοπό την επιλογή προσώπου το οποίο θα είναι ο εκκαθαριστής και την εγκαθίδρυση επιτροπής επιθεώρησης, να βοηθήσουν τον εκκαθαριστή και να επιβλέψουν την άσκηση των λειτουργιών που τους ανατίθενται από ή σύμφωνα με τον Νόμο αυτό.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να κάνει οποιοδήποτε διορισμό και διάταγμα που απαιτείται για να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε τέτοια απόφαση.
(2Α) Οι εξουσίες ή τα καθήκοντα της επιτροπής επιθεώρησης είναι, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(α) Ο καθορισμός της αμοιβής του εκκαθαριστή·
(β) η έγκριση συνέχισης των εργασιών της εταιρείας και υποβολή έκθεσης σε τρίμηνη βάση σε σχέση με τις εργασίες της·
(γ) η έγκριση έγερσης αγωγών ή υπεράσπισης της εταιρείας σε δικαστικές διαδικασίες που αφορούν την εταιρεία·
(δ) η άσκηση οποιωνδήποτε εξουσιών δυνάμει του άρθρου 233·
(ε) η διενέργεια κλήσεων δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ) του άρθρου 259·
(στ) η απαίτηση όπως ο εκκαθαριστής υποβάλει στην επιτροπή επιθεώρησης, έκθεση των διαδικασιών εκκαθάρισης και λογαριασμούς της εκκαθάρισης σε τέτοια χρονικά διαστήματα, ως ήθελε καθορίσει·
(ζ) η απαίτηση όπως οι λογαριασμοί του εκκαθαριστή ελεγχθούν από ανεξάρτητους λογιστές.
241.-(1) Επιτροπή επιθεώρησης που διορίζεται σύμφωνα με το Νόμο αυτό αποτελείται από πιστωτές και συνεισφορείς της εταιρείας ή προσώπων που κατέχουν γενικά πληρεξούσια από τους πιστωτές και συνεισφορείς σε τέτοια αναλογία που δυνατό να συμφωνηθεί κατά τη συνέλευση πιστωτών και συνεισφορέων, ή σε περίπτωση διαφοράς, όπως το Δικαστήριο δυνατό να αποφασίσει.
(2) Η επιτροπή συνεδριάζει σε τέτοιο χρόνο που αυτή καθορίζει από καιρό σε καιρό, και αν δεν υπάρχει τέτοιος καθορισμός, τουλάχιστο μια φορά κάθε μήνα, και ο εκκαθαριστής ή οποιοδήποτε μέλος της επιτροπής δύναται επίσης να καλεί συνεδρίαση της επιτροπής όταν και όποτε το θεωρήσει αναγκαίο.
(3) Η επιτροπή λαμβάνει αποφάσεις με πλειοψηφία των μελών που είναι παρόντα στη συνεδρίαση αλλά δεν λαμβάνει αποφάσεις εκτός αν είναι παρούσα πλειοψηφία της επιτροπής.
(4) Μέλος της επιτροπής δύναται να παραιτηθεί με γραπτή ειδοποίηση υπογραμμένη από αυτό και με την παράδοση της στον εκκαθαριστή.
(5) Αν μέλος της επιτροπής πτωχεύσει ή συμβιβάζεται ή προβαίνει σε διευθέτηση με τους πιστωτές του ή απουσιάζει από πέντε συνεχείς συνεδριάσεις της επιτροπής χωρίς την άδεια των μελών εκείνων που μαζί με αυτό αντιπροσωπεύουν τους πιστωτές ή συνεισφορείς, ανάλογα με την περίπτωση, η θέση του τότε κενώνεται.
(6) Μέλος της επιτροπής δύναται να παυθεί με συνήθη ψήφισμα συνέλευσης πιστωτών, αν αυτός αντιπροσωπεύει τους πιστωτές, ή συνεισφορέων, αν αυτός αντιπροσωπεύει συνεισφορείς, για το οποίο δόθηκε ειδοποίηση επτά ημερών και αναφερόταν ο σκοπός της συνέλευσης.
(7) Με την κένωση θέσης στην επιτροπή ο εκκαθαριστής συγκαλεί αμέσως συνέλευση των πιστωτών ή συνεισφορέων, όπως απαιτεί η περίπτωση, για την πλήρωση της θέσης που κενώθηκε, και η συνέλευση δύναται, με ψήφισμα, να επαναδιορίσει τον ίδιο ή να διορίσει άλλο πιστωτή ή συνεισφορέα για πλήρωση της θέσης που κενώθηκε:
(7Α) Τα υφιστάμενα μέλη της επιτροπής επιθεώρησης, αν δεν είναι λιγότερα από δύο, δύνανται να ενεργούν ανεξάρτητα οποιωνδήποτε κενών θέσεων στην επιτροπή επιθεώρησης.
242. Όταν σε περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας, δεν υπάρχει επιτροπή επιθεώρησης, ο επίσημος παραλήπτης δύναται, μετά από αίτηση του εκκαθαριστή, να κάνει οποιαδήποτε πράξη ή πράγμα ή να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες ή άδεια για την οποία υπάρχει από το Νόμο αυτό εξουσιοδότηση ή απαίτηση να γίνει ή δοθεί από την επιτροπή.
243.-(1) Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, μετά από αίτηση είτε του εκκαθαριστή είτε του επίσημου παραλήπτη ή οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα, και αφού αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι κάθε διαδικασία σχετικά με την εκκαθάριση έπρεπε να ανασταλεί ή να διακοπεί, να εκδώσει διάταγμα αναστολής ή διακοπής της διαδικασίας, είτε εξολοκλήρου ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο κρίνει πρέπον.
(2) Μετά από αίτηση, με βάση το άρθρο αυτό, το Δικαστήριο δύναται, πριν από την έκδοση διατάγματος, να απαιτήσει από τον επίσημο παραλήπτη να υποβάλει έκθεση σχετικά με οποιαδήποτε γεγονότα ή θέματα που κατά τη γνώμη του, σχετίζονται με την αίτηση.
(3) Αντίγραφο κάθε διατάγµατος που εκδίδεται µε βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παραδίδεται αμέσως από την εταιρεία ή όπως διαφορετικά δυνατό να καθοριστεί, στον έφορο εταιρειών για εγγραφή και στον επίσημο παραλήπτη, ο οποίος το καταχωρίζει στα αρχεία που τηρεί αναφορικά με την εταιρεία
244.-(1) Μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, το Δικαστήριο καταρτίζει το συντομότερο δυνατό κατάλογο συνεισφορέων, και έχει εξουσία να διορθώνει το μητρώο μελών σε όλες τις περιπτώσεις που απαιτείται διόρθωση σύμφωνα με το Νόμο αυτό, και μεριμνά για την είσπραξη των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας και τη διάθεση τους για εξόφληση των υποχρεώσεων της εταιρείας:
Νοείται ότι όταν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι δεν υπάρχει ανάγκη να γίνουν κλήσεις ή προσαρμογές στα δικαιώματα των συνεισφορέων, το Δικαστήριο δύναται να μην απαιτήσει την κατάρτιση καταλόγου συνεισφορέων.
(2) Ρυθμίζοντας τον κατάλογο των εισφορέων το Δικαστήριο πρέπει να διαχωρίζει μεταξύ προσώπων που είναι συνεισφορείς δικαιωματικά και προσώπων που είναι συνεισφορείς ως αντιπρόσωποι ή υπεύθυνοι για τα χρέη άλλων.
245. Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, να απαιτήσει από οποιοδήποτε συνεισφορέα που περιλαμβάνεται στον κατάλογο συνεισφορέων και οποιοδήποτε εμπιστευματοδόχο, παραλήπτη, τραπεζίτη, αντιπρόσωπο ή αξιωματούχο της εταιρείας, να πληρώσει, δώσει, μεταφέρει, παραδώσει ή μεταβιβάσει αμέσως, ή μέσα σε τέτοιο χρόνο που το Δικαστήριο διατάσσει, στον εκκαθαριστή οποιαδήποτε χρήματα, ιδιοκτησία ή βιβλία και έγγραφα στην κατοχή του στα οποία εκ πρώτης όψεως η εταιρεία δικαιούται.
246.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, να διατάξει οποιοδήποτε συνεισφορέα που περιλαμβάνεται στον κατάλογο συνεισφορέων να πληρώσει στην εταιρεία, με τον τρόπο που καθορίζεται στο διάταγμα, οποιαδήποτε χρήματα που οφείλονται από αυτόν ή απο την περιουσία του προσώπου που αντιπροσωπεύει, χωρίς να υπολογίζονται οποιαδήποτε χρήματα πληρωτέα από αυτόν ή την περιουσία δυνάμει οποιασδήποτε κλήσης σύμφωνα με το Νόμο αυτό.
(2) Το Δικαστήριο με την έκδοση οποιουδήποτε τέτοιου διατάγματος δύναται να παραχωρήσει σε οποιοδήποτε διευθυντή ή διαχειριστή που η ευθύνη του είναι απεριόριστη ή στην περιουσία του, με μορφή αντιστάθμισης, χρήματα που οφείλονται σε αυτόν ή στην περιουσία του από την εταιρεία με βάση οποιαδήποτε ανεξάρτητη συναλλαγή ή σύμβαση με την εταιρεία αλλά όχι χρήματα που οφείλονται σε αυτόν με την ιδιότητα του ως μέλους της εταιρείας σχετικά με οποιοδήποτε μέρισμα ή κέρδος.
(3) Όταν όλοι οι πιστωτές πληρωθούν στο ακέραιο, οποιαδήποτε χρήματα που οφείλονται με οποιοδήποτε τρόπο σε συνεισφορέα από την εταιρεία δύνανται να παραχωρηθούν σε αυτόν με μορφή αντιστάθμισης για οποιαδήποτε μεταγενέστερη κλήση.
247.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, και είτε πριν από είτε μετά την εξακρίβωση της επάρκειας των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, να κάνει κλήσεις προς όλους ή οποιουσδήποτε συνεισφορείς που περιλαμβάνονται στον κατάλογο συνεισφορέων κατά την έκταση της ευθύνης τους, για πληρωμή οποιωνδήποτε ποσών που το Δικαστήριο θεωρεί αναγκαία για την ικανοποίηση των χρεών και υποχρεώσεων της εταιρείας, και των εξόδων, τελών και δαπανών της εκκαθάρισης και για την προσαρμογή των δικαιωμάτων των συνεισφορέων μεταξύ τους, και να εκδώσει διάταγμα για την πληρωμή των κλήσεων που γίνονται με τον τρόπο αυτό.
(2) Όταν κάνει κλήση το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη την πιθανότητα ότι μερικοί από τους συνεισφορείς δυνατό να παραλείψουν να πληρώσουν την κλήση μερικώς ή εξολοκλήρου.
248.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει οποιοδήποτε συνεισφορέα, αγοραστή ή άλλο πρόσωπο που οφείλει χρήματα στην εταιρεία να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό στην τράπεζα που γίνονται πληρωμές εκκαθαριστών σύμφωνα με το άρθρο 236 αντί στον εκκαθαριστή, και οποιοδήποτε τέτοιο διάταγμα δύναται να εκτελεστεί με τον ίδιο τρόπο ωσάν να διατασσόταν πληρωμή στον εκκαθαριστή.
(2) Όλα τα χρήματα και χρεώγραφα που πληρώθηκαν ή παραδόθηκαν στην τράπεζα αυτή σε περίπτωση εκκαθάρισης από το Δικαστήριο υπόκεινται από κάθε άποψη στα διατάγματα του Δικαστηρίου.
249.-(1) Διάταγμα που εκδίδεται από το Δικαστήριο για συνεισφορέα, με την επιφύλαξη οποιουδήποτε δικαιώματος έφεσης, αποτελεί αμάχητη μαρτυρία ότι τα χρήματα, αν υπάρχουν, που φαίνονται από το διάταγμα ότι οφείλονται ή διατάσσεται να πληρωθούν, πραγματικά οφείλονται.
(2) Όλα τα άλλα τα συναφή θέματα που αναφέρονται στο διάταγμα θα θεωρούνται ως αληθινά έναντι όλων των προσώπων και σε όλες τις διαδικασίες εναντίον της περιουσίας συνεισφορέα που πέθανε, στην οποία περίπτωση το διάταγμα θα αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για το σκοπό επιβάρυνσης της περιουσίας του, εκτός αν οι κληρονόμοι του ή κληροδόχοι του ήταν στον κατάλογο των συνεισφορέων κατά το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος.
250.-(1) Όταν σε οποιαδήποτε διαδικασία ο επίσημος παραλήπτης γίνεται ο εκκαθαριστής εταιρείας, δύναται, αν ικανοποιηθεί ότι η φύση της περιουσίας ή των εργασιών της εταιρείας, ή τα συμφέροντα των πιστωτών ή συνεισφορέων γενικά απαιτούν το διορισμό ειδικού διαχειριστή της περιουσίας ή εργασιών της εταιρείας άλλου από τον εαυτό του, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο, και το Δικαστήριο δύναται, με την αίτηση αυτή να διορίσει ειδικό διαχειριστή της αναφερόμενης περιουσίας ή εργασιών για να ενεργεί στη διάρκεια τέτοιου χρόνου όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει, με τέτοιες εξουσίες, περιλαμβανομένων των εξουσιών του παραλήπτη ή διαχειριστή, όπως δυνατό το Δικαστήριο, να του εμπιστευθεί.
(2) Ο ειδικός διαχειριστής δίνει τέτοια εγγύηση και υποβάλλει τέτοιους λογαριασμούς με τέτοιο τρόπο όπως το Δικαστήριο διατάσσει.
(3) Ο ειδικός διαχειριστής παίρνει τέτοια αμοιβή που δυνατό να οριστεί από το Δικαστήριο.
251.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να ορίσει προθεσμία ή προθεσμίες μέσα στις οποίες οι πιστωτές θα επαληθεύσουν τις οφειλές ή απαιτήσεις τους ή θα αποκλείονται από το όφελος οποιασδήποτε διανομής που γίνεται πριν από την επαλήθευση των χρεών αυτών.
(2) (α) Όπου εταιρεία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι πιστωτής της εταιρείας και επιθυμεί να ανακτήσει το χρέος του στο σύνολο ή μερικώς, πρέπει να υποβάλει επαλήθευση γραπτώς στον εκκαθαριστή, εντός τριάντα πέντε (35) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος εκκαθάρισης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(β) Μετά από δεόντως αιτιολογημένο αίτημα πιστωτή, η προθεσμία των τριάντα πέντε (35) ημερών δύναται να παραταθεί, από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή.
(3) (α) Η επαλήθευση δέον να γίνεται με τον τύπο που καθορίζεται στους περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμούς και θα υπογράφεται από αυτόν ή από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο και κάθε πιστωτής επιβαρύνεται τα έξοδα επαλήθευσης της απαίτησής του, περιλαμβανομένων των εξόδων της εξασφάλισης οποιωνδήποτε εγγράφων απαιτούνται ή μαρτυρίας που απαιτείται από τον εκκαθαριστή.
(β) Η επαλήθευση περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε κατάσταση λογαριασμού που αποδεικνύει τις λεπτομέρειες του χρέους και ειδικεύει τις αποδείξεις πληρωμών, αν υπάρχουν, με τις οποίες το χρέος δύναται να υποστηριχτεί και, όπου εφαρμόζεται, τα ονόματα όλων των εγγυητών που έχουν ευθύνη σε σχέση με χρέος της εταιρείας και την έκταση της ευθύνης που προκύπτει από την εγγύηση, σύμφωνα με τη σύμβαση εγγύησης, κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης. Ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής δύναται οποτεδήποτε να ζητήσει την προσαγωγή δικαιολογητικών δαπάνης.
(4) Επαλήθευση εκθέτει κατά πόσο ο πιστωτής είναι ή δεν είναι εξασφαλισμένος πιστωτής.
(5) Κάθε πιστωτής που κατέθεσε επαλήθευση δικαιούται να βλέπει και εξετάζει τις επαληθεύσεις άλλων πιστωτών πριν από την συνέλευση πιστωτών, και σε κάθε εύλογο χρόνο.
(6) Ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής εξετάζει άμεσα κάθε επαλήθευση και τους λόγους του χρέους και το αργότερο εντός είκοσι μίας (21) ημερών αποδέχεται ή απορρίπτει αυτή γραπτώς για σκοπούς μερίσματος,ολικώς ή μερικώς, ή απαιτεί περαιτέρω μαρτυρία προς υποστήριξή της. Αν απορρίπτει επαλήθευση, αναφέρει γραπτώς προς τον πιστωτή τους λόγους για την απόρριψη.
(7) Αν ο πιστωτής και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής δεν ικανοποιείται με την απόφαση του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή αναφορικά με την επαλήθευσή του, δύναται με αίτησή του, να προσφύγει στο Δικαστήριο και η αίτηση δέον να γίνεται εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση της απόφασης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή.
(8) Το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει, σε σχέση με τα δικαιώματα του πιστωτή ή, όπου εφαρμόζεται, του εγγυητή, ο οποίος αποτείνεται σε αυτό, σύμφωνα με το εδάφιο (7) την επικύρωση, ή την ακύρωση ή τη διαφοροποίηση της απόφασης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου και του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου.
(9) Επαλήθευση πιστωτή, δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνο με τη σύμφωνη γνώμη του εκκαθαριστή να αποσυρθεί ή να διαφοροποιηθεί σε σχέση με το ποσό που απαιτείται.
(10) Το Δικαστήριο δύναται να απαλείψει ή να μειώσει το ποσό που απαιτείται-
(α) κατόπιν αίτησης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή, όπου ο εκκαθαριστής πιστεύει ότι η επαλήθευση έχει γίνει. λανθασμένα αποδεκτή ή θα πρέπει να μειωθεί, ή
(β) κατόπιν αίτησης πιστωτή, αν ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής αρνηθεί να ενεργήσει επί του θέματος.
(11) Ο επίσημος παρdλήπτης ή εκκαθαριστής θα υπολογίσει την αξία οποιουδήποτε χρέους, το οποίο χρέος, λόγω του ότι είναι υπό οποιαδήποτε αίρεση ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, δεν έχει συγκεκριμένη αξία και δύναται να αναπροσαρμόσει οποιοδήποτε υπολογισμό που έγινε προηγουμένως λόγω αλλαγής συνθηκών ή πληροφοριών που έχουν καταστεί διαθέσιμες στον εκκαθαριστή και να πληροφορήσει τον πιστωτή σχετικά:
(12) Εκτός αν ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής το επιτρέψει, επαλήθευση αναφορικά με χρήματα που οφείλονται δυνάμει συναλλαγματικής, γραμματίου εις διαταγή, επιταγής ή άλλου αξιογράφου ή ασφάλειας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, εκτός εάν παρουσιαστούν το έγγραφο ή η ασφάλεια ή αντίγραφο αυτών δεόντως πιστοποιημένα από τον πιστωτή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του ως πιστά αντίγραφα.
(13) (α) Εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει διαθέσει την εξασφάλισή του, δύναται να επαληθεύσει για το υπόλοιπο ποσό χρέους, αφότου αφαιρεθεί το ποσό το οποίο έλαβε με τη διάθεση της εξασφάλισης και, αν ο εξασφαλισμένος πιστωτής παραδώσει την εξασφάλιση του, δύναται να επαληθεύσει για ολόκληρο το χρέος ως να ήταν μη εξασφαλισμένος.
(β) Εξασφαλισμένος πιστωτής ο οποίος δεν έχει διαθέσει την εξασφάλισή του δύναται να επαληθεύσει για το υπόλοιπο ποσό χρέους, αφού πρώτα αφαιρεθεί το ποσό της αξίας της εξασφάλισής του, όπως αυτή καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 251Α.
(14) Για το σκοπό επαλήθευσης χρέους το οποίο δημιουργήθηκε ή είναι πληρωτέο σε συνάλλαγμα άλλο από το ευρώ, το ποσό του χρέους θα μετατρέπεται σε ευρώ, σύμφωνα με τον επίσημο δείκτη συναλλάγματος, κατά το χρόνο που η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση.
(15) (α) Όπου το χρέος που επαληθεύεται στα πλαίσια εκκαθάρισης επιφέρει τόκο, ο τόκος επαληθεύεται ως μέρος του χρέους, εκτός εάν είναι πληρωτέος σε σχέση με οιαδήποτε περίοδο μετά την έναρξη εκκαθάρισης εταιρείας.
(β) Οι απαιτήσεις πιστωτή δύνανται να περιλαμβάνουν τόκο επί του χρέους αναφορικά με περιόδους πριν η εταιρεία περιέλθει σε εκκαθάριση, παρά το γεγονός ότι προηγουμένως δεν είχε επιφυλαχθεί ή συμφωνηθεί τόκος, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) Αν το χρέος είναι πληρωτέο δυνάμει γραπτής συμφωνίας και πληρωτέο σε συγκεκριμένο χρόνο, τόκος δύναται να απαιτηθεί για την περίοδο από την ημέρα συνομολόγησης της συμφωνίας μέχρι την ημέρα που η εταιρεία περιήλθε σε εκκαθάριση·
(ii) εάν το χρέος είναι πληρωτέο καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο, τόκος δύναται να απαιτηθεί εάν πριν από την ημερομηνία απαίτησης, απαίτηση πληρωμής του χρέους είχε γίνει γραπτώς, από ή εκ μέρους του πιστωτή και δόθηκε ειδοποίηση ότι τόκος θα ήταν πληρωτέος από την ημερομηνία της απαίτησης μέχρι την ημέρα πληρωμής
(iii) τόκος δυνάμει της υποπαραγράφου (ii) δύναται να απαιτηθεί μόνο για την περίοδο από την ημερομηνία απαίτησης μέχρι την ημερομηνία που η εταιρεία περιήλθε σε εκκαθάριση.
251Α.-(1) Εξασφαλισμένος πιστωτής, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος εκκαθάρισης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υποβάλλει στον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή και, όπου εφαρμόζεται, σε εγγυητή προκαταρκτική εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση.
(2) Το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών από την ημέρα υποβολής της προκαταρκτικής εκτίμησης από τον πιστωτή δυνάμει του εδαφίου (1), ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής-
(α) συμφωνούν μεταξύ τους και με τον πιστωτή ως προς την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, και σε τέτοια περίπτωση η εν λόγω εκτίμηση είναι δεσμευτική για όλους, ή
(β) διορίζουν ανεξάρτητο εκτιμητή, ή
(γ) αποτείνονται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για να διορίσει η ίδια ανεξάρτητο εκτιμητή.
(3) Ανεξάρτητος εκτιμητής που διορίζεται είτε δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), είτε δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), καθορίζει εντός το αργότερο δέκα (10) ημερών από το διορισμό του, την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, και, η εκτίμηση που γίνεται από τον εν λόγω εκτιμητή θα είναι δεσμευτική για τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή, τον εξασφαλισμένο πιστωτή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή.
(4) Τα έξοδα της εκτίμησης που γίνεται δυνάμει του εδαφίου (3), καταβάλλονται κατ' αναλογία από τον εξασφαλισμένο πιστωτή, τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή:
(5) Για του σκοπούς του παρόντος άρθρου-
"εκτιμητής" σημαίνει αδειούχο εκτιμητή, ο οποίος είναι εγγεγραμμένο μέλος στο Μητρώο Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου δυνάμει του περί Επιστημονικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου·
"αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση" σημαίνει το ποσό το οποίο η περιουσία θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα αποφέρει, εάν διατίθετο στην ελεύθερη αγορά από πωλητή που ενεργεί εκούσια, σε αγοραστή που ενεργεί εκούσια, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εταιρεία βρίσκεται υπό εκκαθάριση·
"Υπηρεσία Αφερεγγυότητας" σημαίνει την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ως ορίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου.
252. Το Δικαστήριο αναπροσαρμόζει τα δικαιώματα των συνεισφορέων μεταξύ τους και διανέμει οποιοδήποτε περίσσευμα μεταξύ των προσώπων που δικαιούνται σε αυτό.
253.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, να εκδώσει τέτοιο διάταγμα για επιθεώρηση των βιβλίων και εγγράφων της εταιρείας από πιστωτές και συνεισφορείς όπως το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο, και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα στην κατοχή της εταιρείας δύνανται να επιθεωρηθούν από πιστωτές ή συνεισφορείς ανάλογα, αλλά όχι περαιτέρω ή διαφορετικά.
(2) Καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν εκλαμβάνεται ότι αποκλείει ή περιορίζει οποιαδήποτε θέσμια δικαιώματα κυβερνητικού τμήματος ή προσώπου που ενεργεί με βάση την εξουσιοδότηση κυβερνητικού τμήματος.
254. Το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία είναι ανεπαρκή για ικανοποίηση των υποχρεώσεων, να εκδώσει διάταγμα για την πληρωμή από τα περιουσιακά στοιχεία των εξόδων, τελών και δαπανών που προκλήθηκαν κατά την εκκαθάριση με τέτοια σειρά προτεραιότητας όπως το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο.
255.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά το διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή ή την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, να καλέσει ενώπιον του οποιοδήποτε αξιωματούχο της εταιρείας ή πρόσωπο που είναι γνωστό ή για το οποίο υπάρχει υποψία ότι έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε περιουσία της εταιρείας ή που πιστεύεται ότι χρωστεί στην εταιρεία, ή οποιοδήποτε πρόσωπο που το Δικαστήριο κρίνει ικανό να δώσει πληροφορίες αναφορικά με την ίδρυση, εμπορία, συναλλαγές, υποθέσεις ή περιουσία της εταιρείας.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να το εξετάσει ενόρκως αναφορικά με τα αναφερόμενα θέματα είτε προφορικά είτε με βάση γραπτό ερωτηματολόγιο, και δύναται να καταγράψει τις απαντήσεις του και να απαιτήσει να τις υπογράψει.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει από αυτό να προσαγάγει οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα που βρίσκονται στη φύλαξη ή εξουσία του που σχετίζονται με την εταιρεία, αλλά, όταν αυτό αξιώνει ότι κατέχει δικαίωμα παρακράτησης πάνω στα βιβλία και έγγραφα που προσάγονται από αυτό η προσαγωγή θα είναι χωρίς βλάβη εκείνου του δικαιώματος παρακράτησης, και το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα κατά την εκκαθάριση να αποφασίσει πάνω σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με εκείνο το δικαίωμα παρακράτησης.
(4) Αν οποιοδήποτε με αυτό τον τρόπο κλητευμένο πρόσωπο, αφού του προσφερθεί λογικό ποσό για τα έξοδα του, αρνείται να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα στον ορισμένο χρόνο, χωρίς να έχει οποιοδήποτε νομικό κώλυμα (που κοινοποιείται στο Δικαστήριο κατά το χρόνο της συνεδρίας του και που γίνεται αποδεχτό από αυτό) το Δικαστήριο δύναται να μεριμνήσει για τη σύλληψη του και την προσαγωγή του στο Δικαστήριο για εξέταση.
256.-(1) Όταν εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης εταιρείας από το Δικαστήριο, και ο επίσημος παραλήπτης έκανε περαιτέρω έκθεση σύμφωνα με το Νόμο αυτό που δηλώνει ότι κατά τη γνώμη του διαπράχτηκε δόλος από οποιοδήποτε πρόσωπο κατά την ίδρυση ή σύσταση της ή από οποιοδήποτε αξιωματούχο της εταιρείας σχετικά με την εταιρεία από τη σύσταση της, το Δικαστήριο δύναται, μετά από μελέτη της έκθεσης, να διατάξει όπως το πρόσωπο εκείνο ή ο αξιωματούχος παρουσιαστεί στο Δικαστήριο σε ημέρα που ορίζεται από το Δικαστήριο με σκοπό να εξεταστεί δημόσια για την ίδρυση ή σύσταση ή τη διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας ή ως προς τη συμπεριφορά και συναλλαγές του ως αξιωματούχος της.
(2) Ο επίσημος παραλήπτης λαμβάνει μέρος στην εξέταση, και δύναται, για το σκοπό αυτό, αν εξουσιοδοτηθεί από το Δικαστήριο, ειδικά για αυτό, να προσλάβει δικηγόρο.
(3) Ο εκκαθαριστής, όταν ο επίσημος παραλήπτης δεν είναι ο εκκαθαριστής, και οποιοσδήποτε πιστωτής ή συνεισφορέας δύναται να λάβει μέρος στην εξέταση είτε προσωπικά είτε με δικηγόρο.
(4) Το Δικαστήριο δύναται να υποβάλει στο εξεταζόμενο πρόσωπο τέτοιες ερωτήσεις που το Δικαστήριο θεωρεί σωστό.
(5) Το εξεταζόμενο πρόσωπο εξετάζεται ενόρκως και απαντά όλες τις ερωτήσεις που το Δικαστήριο δυνατό να υποβάλει ή επιτρέψει να υποβληθούν σε αυτό.
(6) Πρόσωπο το οποίο διατάχτηκε να εξεταστεί με βάση το άρθρο αυτό, με έξοδα του, πριν από την εξέταση του, εφοδιάζεται με αντίγραφο της έκθεσης του επίσημου παραλήπτη, και δύναται με δικά του έξοδα να προσλάβει δικηγόρο, που θα είναι ελεύθερος να υποβάλει σε αυτό τέτοιες ερωτήσεις που το Δικαστήριο δυνατό να θεωρήσει δίκαιο για να δυνηθεί να εξηγήσει ή τροποποιήσει οποιεσδήποτε απαντήσεις που δόθηκαν από αυτό:
Νοείται ότι, αν οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο υποβάλλει αίτηση το Δικαστήριο για να το απαλλάξει από οποιεσδήποτε κατηγορίες που έγιναν ή προτάθηκαν εναντίον του, είναι καθήκον του επίσημου παραλήπτη να εμφανιστεί στην ακρόαση της αίτησης και να επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε θέματα που φαίνονται σχετικά στον επίσημο παραλήπτη, και αν το Δικαστήριο μετά την ακρόαση οποιασδήποτε μαρτυρίας που δόθηκε ή μαρτύρων που κλήθηκαν από τον επίσημο παραλήπτη, αποδέχεται την αίτηση, το Δικαστήριο δύναται να επιδικάσει στον αιτητή τέτοια έξοδα που κατά την κρίση του δυνατό να θεωρήσει σωστό.
(7) Πρακτικά της εξέτασης καταγράφονται, και διαβάζονται σε ή από, και υπογράφονται από, το εξεταζόμενο πρόσωπο, και δύνανται μετά να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρία εναντίον του, και επιτρέπεται η επιθεώρηση τους από οποιοδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα σε κάθε εύλογο χρόνο.
(8) Το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σωστό, να αναβάλλει την εξέταση από καιρό σε καιρό.
256Α.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 256, όπου μία εταιρεία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, ο επίσημος παραλήπτης ή ο εκκαθαριστής δύναται, κατά οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη διάλυση της εταιρείας, να αποταθεί στο Δικαστήριο για δημόσια εξέταση οποιουδήποτε προσώπου το οποίο-
(α) είναι ή ήταν αξιωματούχος της εταιρείας, ή
(β) έχει ενεργήσει εξεταστής, ή ως εκκαθαριστής,
(γ) είναι συνεισφορέας της εταιρείας, ή
(δ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός από αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), το οποίο έχει ή είχε σχέση ή έχει λάβει μέρος στην προαγωγή, σύσταση ή διεύθυνση της εταιρείας.
(2) Εκτός το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά ο παραλήπτης ή ο εκκαθαριστής προβαίνει σε αίτηση σύμφωνα με το εδάφιο (1) αν αυτό ζητηθεί από-
(α) το ένα δεύτερο σε αξία των πιστωτών της εταιρείας, ή
(β) τα τρία τέταρτα σε αξία των συνεισφορέων της εταιρείας.
(3) Κατόπιν αίτησης σύμφωνα με το εδάφιο (1), το Δικαστήριο θα δώσει οδηγίες όπως διενεργηθεί δημόσια εξέταση του προσώπου με το οποίο σχετίζεται η αίτηση, σε ημέρα που θα καθορίσει το Δικαστήριο, και το πρόσωπο αυτό θα παραστεί στο Δικαστήριο κατά την ημέρα εκείνη και θα εξεταστεί δημόσια, αναφορικά με την προαγωγή, σύσταση ή διεύθυνση της εταιρείας ή αναφορικά με τη διεκπεραίωση των εργασιών και υποθέσεών της ή την συμπεριφορά ή τις συναλλαγές του σε σχέση με την εταιρεία.
(4) Τα ακόλουθα πρόσωπα δύνανται να λάβουν μέρος στη δημόσια εξέταση προσώπου σύμφωνα με το όρθρο αυτό και δύνανται να προβαίνουν σε ερωτήσεις στο πρόσωπο αναφορικά με τα θέματα που αναφέρονται στο εδάφιο (3):
(α) Ο επίσημος παραλήπτης·
(β) ο εκκαθαριστής της εταιρείας·
(γ) ο εξεταστής της εταιρείας·
(δ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει διοριστεί ως ειδικός διαχειριστής της περιουσίας ή των εργασιών της εταιρείας·
(ε) οποιοσδήποτε πιστωτής της εταιρείας που έχει υποβάλει αποδεικτικά απαίτησης κατά την εκκαθάριση·
(στ) οποιοσδήποτε συνεισφορέας της εταιρείας.
(5) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο επίσημος παραλήπτης δύναται να διορίζει δικηγόρο, τα έξοδα του οπαίου θα επιβαρύνουν την περιουσία της εταιρείας.
256Β.-(1) Αν πρόσωπο, χωρίς εύλογη αιτία, παραλείψει κατά οποιοδήποτε χρόνο να παρουσιαστεί, στην σύμφωνα με το άρθρο 256Α δημόσια εξέταση, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή και στις δύο ποινές μαζί.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο, χωρίς εύλογη αιτία, παραλείψει κατά οποιοδήποτε χρόνο να παρουσιαστεί στη σύμφωνα με το άρθρο 256Α δημόσια εξέτασή του ή όπου υπάρχει εύλογη υποψία ότι το πρόσωπο αυτό έχει διαφύγει ή πρόκειται να διαφύγει, με σκοπό να αποφύγει ή να καθυστερήσει την εξέτασή του, το Δικαστήριο τηρουμένων των σχετικών με την έκδοση και εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, δύναται να εκδώσει ένταλμα-
(α) σύλληψης του προσώπου αυτού, ή/και
(β) έρευνας, το οποίο δύναται να περιλαμβάνει και κατάσχεση οποιωνδήποτε βιβλίων, εγγράφων, αρχείων, χρημάτων ή αγαθών στην κατοχή του προσώπου.
(3) (α) Σε περίπτωση που εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (2), τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως το πρόσωπο που συνελήφθηκε, δυνάμει σχετικού δικαστικού εντάλματος, παραμείνει υπό κράτηση αν δεν έχει συμπληρωθεί η διεξαγωγή των ανακρίσεων σύμφωνα με το άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
(β) Σε περίπτωση που εφαρμόζεται η υποπαράγραφος (β) του εδαφίου (2), οτιδήποτε κατασχέθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος, το Δικαστήριο, δύναται να διατάξει όπως αυτό κατακρατηθεί σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
257. Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε είτε πριν από είτε μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, με απόδειξη πιθανής υποψίας ότι συνεισφορέας πρόκειται να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία ή διαφορετικά να διαφύγει ή να απομακρύνει ή αποκρύψει οποιαδήποτε περιουσία του με σκοπό την αποφυγή πληρωμής κλήσεων ή την αποφυγή εξέτασης σχετικά με τις υποθέσεις της εταιρείας, να διατάξει τη σύλληψη του συνεισφορέα και την κατάσχεση των βιβλίων και εγγράφων και κινητής περιουσίας του και αυτός και αυτά να φυλαχτούν με ασφάλεια για τέτοιο χρόνο που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.
258. Οποιεσδήποτε εξουσίες που χορηγούνται στο Δικαστήριο από το Νόμο αυτό είναι συσσωρευτικές και όχι για περιορισμό οποιωνδήποτε υφιστάμενων εξουσιών για την έναρξη διαδικασίας εναντίον οποιουδήποτε συνεισφορέα ή χρεώστη, για την ανάκτηση οποιωνδήποτε κλήσεων ή άλλων ποσών.
259. Δύναται να γίνει διάταξη με γενικούς κανόνες για να γίνει δυνατή ή που να απαιτείται όπως όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες και καθήκοντα που χορηγούνται και επιβάλλονται στο Δικαστήριο με το Νόμο αυτό σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:
(α) τη σύγκληση και διεξαγωγή συνεδριάσεων για εξακρίβωση των επιθυμιών των πιστωτών και συνεισφορέων
(β) την κατάρτιση καταλόγων συνεισφορέων και τη διόρθωση του μητρώου μελών όταν αυτό απαιτείται, και την είσπραξη και διάθεση των στοιχείων ενεργητικού
(γ) την πληρωμή, παράδοση, μεταφορά, παράδοση ή μεταβίβαση χρημάτων, ιδιοκτησίας, βιβλίων ή εγγράφων στον εκκαθαριστή
(δ) τη διενέργεια κλήσεων
(ε) τον καθορισμό χρόνου μέσα στον οποίο χρέη και απαιτήσεις πρέπει να αποδεικτούν,
ασκούνται ή εκτελούνται από τον εκκαθαριστή ως λειτουργό του Δικαστηρίου, και υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου:
Νοείται ότι ο εκκαθαριστής δεν δύναται, χωρίς την ειδική άδεια του Δικαστηρίου, να διορθώσει το μητρώο των μελών, και δεν θα κάνει οποιαδήποτε κλήση χωρίς είτε την ειδική άδεια του Δικαστηρίου είτε την έγκριση της επιτροπής επιθεώρησης.
259Α.-(1) Όπου το Δικαστήριο έχει εκδώσει διάλυση διάταγμα για εκκαθάριση εταιρείας και ο εκκαθαριστής της εταιρείας αποφαίνεται -
(α) ότι τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας είναι ανεπαρκή για να καλύψουν τα έξοδα της εκκαθάρισης, και
(β) ότι οι υποθέσεις της εταιρείας δεν απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση,
δύναται, κατά οποιοδήποτε χρόνο, να αποταθεί στο Δικαστήριο για την πρόωρη διάλυση της εταιρείας.
(2) Ο εκκαθαριστής, προτού υποβάλει την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση στο Δικαστήριο, ειδοποιεί για την πρόθεσή του αυτή τους πιστωτές και συνεισφορείς της εταιρείας τριάντα (30) ημέρες πριν από την υποβολή της εν λόγω αίτησης:
(3) Με τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), παύει, τηρουμένων οποιωνδήποτε οδηγιών σύμφωνα με το άρθρο 259Β, να απαιτείται από τον εκκαθαριστή να εκτελέσει οποιαδήποτε καθήκοντα που επιβλήθηκαν σε αυτόν σε σχέση με την εταιρεία, τους πιστωτές ή τους συνεισφορείς της, σύμφωνα με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, εκτός από την υποχρέωση να υποβάλει αίτηση, σύμφωνα με το εδάφιο (1).
(4) Με τη λήψη της αίτησης του εκκαθαριστή, σύμφωνα με το εδάφιο (2), το Δικαστήριο επιλαμβάνεται άμεσα της αίτησης αυτής και εκδίδει το ανάλογο διάταγμα.
(5) Εφόσον εκδοθεί διάταγμα πρόωρης διάλυσης από το Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4), ο εκκαθαριστής κοινοποιεί εντός τριάντα (30) ημερών το εν λόγω διάταγμα στον έφορο εταιρειών και, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, η εταιρεία διαλύεται από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος:
(6) Κατά οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν αίτησης του εκκαθαριστή ή οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου προσώπου, να δώσει οδηγίες σύμφωνα με το άρθρο 259Β.
259Β.-(1) Όπου έχει δοθεί ειδοποίηση σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 259Α, ο εκκαθαριστής ή οποιοσδήποτε πιστωτής ή συνεισφορέας της εταιρείας δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο, για την έκδοση οδηγιών.
(2) Οι λόγοι για τους οποίους δύναται να γίνει αίτηση είναι οι ακόλουθοι:
(α) Τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας είναι επαρκή για την κάλυψη των δαπανών της εκκαθάρισης·
(β) οι υποθέσεις της απαιτούν κάποια διερεύνηση· ή εταιρείας περαιτέρω·
(γ) για οποιοδήποτε άλλο λόγο, η πρόωρη διάλυση της εταιρείας δεν ενδείκνυται.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να δώσει τέτοιες οδηγίες όπως θεωρεί κατάλληλες για να καταστεί δυνατή η εκκαθάριση της εταιρείας ως να μην δόθηκε καμία ειδοποίηση σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 259Α.
260.-(1) Όταν οι υποθέσεις εταιρείας έχουν πλήρως εκκαθαριστεί, το Δικαστήριο, αν ο εκκαθαριστής υποβάλει αίτηση για το σκοπό αυτό, εκδίδει διάταγμα για τη διάλυση της εταιρείας από την ημερομηνία του διατάγματος και η εταιρεία ακολούθως διαλύεται.
(2) Αντίγραφο του διατάγµατος παραδίδεται από τον εκκαθαριστή µέσα σε δεκατέσσερις (14) ηµέρες από την ηµεροµηνία έκδοσης του διατάγματος για εγγραφή στον έφορο εταιρειών.
(3) Αν ο εκκαθαριστής παραλείψει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού, αυτός υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες για κάθε ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας αυτός ευθύνεται για παράλειψη.
261.-(1) Εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί εκούσια-
(α) όταν η περίοδος, αν υπάρχει, που ορίστηκε από το καταστατικό για τη διάρκεια της εταιρείας εκπνέει, ή το γεγονός, αν υπάρχει, επέρχεται με την επέλευση του οποίου το καταστατικό προνοεί όπως η εταιρεία διαλυθεί, και η εταιρεία σε γενική συνέλευση εγκρίνει ψήφισμα με το οποίο ζητείται η εκούσια εκκαθάριση της εταιρείας·
(β) αν η εταιρεία ψηφίζει με ειδικό ψήφισμα όπως η εταιρεία εκκαθαριστεί εκούσια·
(γ) αν η εταιρεία ψηφίζει με έκτακτο ψήφισμα ότι δεν δύναται εξαιτίας των υποχρεώσεων της να συνεχίσει τις εργασίες της, και ότι είναι συμβουλεύσιμο να εκκαθαριστεί.
(2) Στο Νόμο αυτό η έκφραση “ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση” σημαίνει ψήφισμα που λήφθηκε σύμφωνα με οποιεσδήποτε διατάξεις του εδαφίου (1).
262.-(1) Σε περίπτωση που εταιρεία εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, παραδίδει στον έφορο εταιρειών αντίγραφο του ψηφίσματος, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την έγκριση του ψηφίσματος και ο έφορος εταιρειών προβαίνει στην εγγραφή του και μεριμνά για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Αν σημειωθεί παράλειψη συμμόρφωσης με το άρθρο αυτό, η εταιρεία και κάθε αξιωματούχος της εταιρείας που ευθύνεται για παράλειψη υπόκειται σε πρόστιμο παράλειψης, και για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού ο εκκαθαριστής της εταιρείας θεωρείται αξιωματούχος της εταιρείας.
263. Εκούσια εκκαθάριση θεωρείται ότι αρχίζει από την ημερομηνία έγκρισης του ψηφίσματος για εκούσια εκκαθάριση.
264. Σε περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης, η εταιρεία από την έναρξη της εκκαθάρισης, παύει να διεξάγει τις εργασίες της, εκτός στην έκταση που απαιτείται για την επωφελή εκκαθάριση της:
Νοείται ότι, ανεξάρτητα από οτιδήποτε για το αντίθετο που περιλαμβάνεται στο καταστατικό της, η κατάσταση της νομικής προσωπικότητας και οι εξουσίες της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, συνεχίζονται μέχρι τη διάλυση της.
265. Οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχών, που δεν είναι μεταβίβαση που έγινε στον εκκαθαριστή ή με την έγκριση του εκκαθαριστή, και οποιαδήποτε αλλαγή στην υπόσταση των μελών της εταιρείας, που γίνεται μετά την έναρξη εκούσιας εκκαθάρισης, είναι άκυρη.
266.-(1) Όταν υπάρχει πρόταση για εκούσια εκκαθάριση εταιρείας ή έχει καταρτιστεί σχέδιο μεταφοράς του εγγεγραμμένου γραφείου μιας SE σε άλλο κράτος μέλος, οι σύμβουλοι της εταιρείας ή, σε περίπτωση εταιρείας που έχει περισσότερους από δύο συμβούλους, η πλειοψηφία των συμβούλων, δύναται σε συνεδρία των συμβούλων να κάνουν θέσμια δήλωση ότι έχουν κάνει πλήρη έρευνα των υποθέσεων της εταιρείας, και ότι, αφού ενέργησαν με τον τρόπο αυτό, σχημάτισαν τη γνώμη ότι η εταιρεία θα είναι σε θέση να πληρώσει τα χρέη της στο ακέραιο μέσα σε τέτοια περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την έναρξη της εκκαθάρισης όπως δυνατό να οριστεί στη δήλωση.
(2) Δήλωση που γίνεται όπως προαναφέρθηκε δεν είναι αποτελεσματική για τους σκοπούς του Νόμου αυτού εκτός αν-
(α) γίνεται μέσα στις πέντε εβδομάδες που προηγούνται από την ημερομηνία της έγκρισης του ψηφίσματος για την εκκαθάριση της εταιρείας και παραδίνεται στον έφορο εταιρειών στον καθορισμένο τύπο για εγγραφή πριν από την ημερομηνία εκείνη και
(β) περιλαμβάνει κατάσταση του ενεργητικού και παθητικού της εταιρείας όπως ήταν την τελευταία πρακτικά δυνατή ημερομηνία πριν από την κατάρτιση της δήλωσης.
(3) Οποιοσδήποτε σύμβουλος εταιρείας που κάνει δήλωση με βάση το άρθρο αυτό χωρίς να έχει εύλογη αιτία για τη γνώμη ότι η εταιρεία θα είναι σε θέση να πληρώσει τα χρέη της στο ακέραιο μέσα στην ορισμένη από τη δήλωση περίοδο, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές και αν η εταιρεία εκκαθαριστεί σύμφωνα με ψήφισμα που λήφθηκε μέσα στην περίοδο των πέντε εβδομάδων από την κατάρτιση της δήλωσης, αλλά τα χρέη της δεν πληρωθούν ή διευθετηθούν στο ακέραιο μέσα στην περίοδο που αναφέρεται στη δήλωση, πρέπει να τεκμαίρεται μέχρι απόδειξης του αντιθέτου ότι ο σύμβουλος δεν είχε εύλογη αιτία για τη γνώμη του.
(4) Εκκαθάριση στην οποία έγινε και παραδόθηκε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο αυτό στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως “εκούσια εκκαθάριση από μέλη”, και εκκαθάριση στην οποία δεν έχει γίνει και δεν παραδόθηκε δήλωση όπως προαναφέρθηκε στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως “εκούσια εκκαθάριση από πιστωτές”.
267. Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στα άρθρα 268 έως 274, και των δύο συμπεριλαμβανομένων, εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων του τελευταίου άρθρου, σε εκούσια εκκαθάριση από μέλη.
268.-(1) Σε γενική συνέλευση, η εταιρεία, διορίζει έναν ή περισσότερους εκκαθαριστές με σκοπό την εκκαθάριση των υποθέσεων και διανομή του ενεργητικού της εταιρείας, και δύναται να καθορίσει την αμοιβή που θα του ή τους καταβληθεί.
(2) Με το διορισμό εκκαθαριστή παύουν όλες οι εξουσίες των συμβούλων, εκτός στην έκταση που η εταιρεία σε γενική συνέλευση ή ο εκκαθαριστής εγκρίνει τη συνέχιση τους.
269.-(1) Αν κενωθεί θέση εξαιτίας θανάτου, παραίτησης ή διαφορετικά στο αξίωμα εκκαθαριστή διορισμένου από την εταιρεία, η εταιρεία δύναται, σε γενική συνέλευση, τηρουμένης οποιασδήποτε διευθέτησης με τους πιστωτές της, να πληρώσει τη θέση που κενώθηκε.
(2) Για το σκοπό αυτό δύναται να συγκληθεί γενική συνέλευση από οποιοδήποτε συνεισφορέα ή, αν οι εκκαθαριστές ήταν περισσότεροι από ένα, από τους εκκαθαριστές που συνεχίζουν.
(3) Η συνέλευση συγκροτείται με τον τρόπο που προνοείται στο Νόμο αυτό ή στο καταστατικό, ή με τέτοιο τρόπο που το Δικαστήριο δυνατό να αποφασίσει, μετά από αίτηση οποιουδήποτε συνεισφορέα ή των εκκαθαριστών που συνεχίζουν.
270.-(1) Όταν υπάρχει πρόταση όπως εταιρεία εκκαθαριστεί ή βρίσκεται εκούσια σε εκκαθάριση εξολοκλήρου, και ολόκληρο ή μέρος των επιχειρήσεων ή της περιουσίας της προτείνεται να μεταβιβαστεί ή πωληθεί σε άλλη εταιρεία, είτε αυτή είναι εταιρεία με την έννοια του Νόμου αυτού είτε όχι (στο άρθρο αυτό αναφέρεται “η εταιρεία ως προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση”), ο εκκαθαριστής της πρώτης εταιρείας (στο άρθρο αυτό αναφέρεται ως “η εταιρεία που μεταβιβάζει”) δύναται, με την έγκριση ειδικού ψηφίσματος από την εταιρεία εκείνη, που παρέχει στον εκκαθαριστή είτε γενική εξουσία ή εξουσία σχετικά με οποιαδήποτε συγκεκριμένη διευθέτηση, να λάβει ως αποζημίωση ή μέρος αποζημίωσης για τη μεταβίβαση ή πώληση, μετοχές, ασφαλιστικά συμβόλαια ή άλλα παρόμοια συμφέροντα στην εταιρεία προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση για διανομή μεταξύ των μελών της εταιρείας που μεταβιβάζει, ή δύναται να συνάψει οποιαδήποτε άλλη διευθέτηση με την οποία τα μέλη της εταιρείας που μεταβιβάζει δύνανται, αντί να λάβουν μετρητά, μετοχές, ασφαλιστικά συμβόλαια ή άλλα παρόμοια συμφέροντα, ή επιπρόσθετα με αυτά, να συμμετάσχουν στα κέρδη ή να λάβουν οποιοδήποτε άλλο όφελος από την εταιρεία προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση.
(2) Οποιαδήποτε πώληση ή διευθέτηση σύμφωνα με το άρθρο αυτό είναι δεσμευτική για τα μέλη της εταιρείας που μεταβιβάζει.
(3) Αν οποιοδήποτε μέλος της εταιρείας που μεταβιβάζει, που δεν ψήφισε υπέρ του ειδικού ψηφίσματος εκφράσει τη διαφωνία του με αυτό γραπτώς προς τον εκκαθαριστή και την παραδίνει στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας μέσα σε επτά ημέρες από την έγκριση του ψηφίσματος, αυτός δύναται να απαιτήσει από τον εκκαθαριστή είτε να μην πραγματοποιήσει το ψήφισμα ή να αγοράσει το συμφέρον του σε τιμή που θα καθοριστεί μετά από συμφωνία ή με διαιτησία με βάση τις διατάξεις Νόμου σχετικά με διαιτησία που ισχύουν εκάστοτε.
(4) Αν ο εκκαθαριστής προτιμήσει να αγοράσει το συμφέρον του μέλους, το τίμημα πώλησης πρέπει να καταβληθεί πριν από τη διάλυση της εταιρείας και πρέπει να εισπραχτεί από τον εκκαθαριστή με τέτοιο τρόπο που δυνατό να οριστεί με ειδικό ψήφισμα.
(5) Ειδικό ψήφισμα δεν είναι άκυρο για τους σκοπούς του άρθρου αυτού επειδή ψηφίστηκε πριν από ή συγχρόνως με ψήφισμα για την εκούσια εκκαθάριση ή για το διορισμό εκκαθαριστών, αλλά αν μέσα σε ένα χρόνο εκδοθεί διάταγμα για εκκαθάριση της εταιρείας από ή με την εποπτεία του Δικαστηρίου, το ειδικό ψήφισμα δεν είναι έγκυρο εκτός αν επικυρωθεί από το Δικαστήριο.
271.-(1) Αν, σε περίπτωση εκκαθάρισης που άρχισε μετά την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, ο εκκαθαριστής έχει κατά οποιοδήποτε χρόνο τη γνώμη ότι η εταιρεία δεν θα είναι σε θέση να πληρώσει τα χρέη της στο ακέραιο μέσα στην περίοδο που αναφέρεται στη δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 266, αυτός συγκαλεί αμέσως συνέλευση των πιστωτών, και θέτει στη συνέλευση κατάσταση του ενεργητικού και παθητικού της εταιρείας.
(2) Αν ο εκκαθαριστής παραλείψει να συμμορφωθεί με το άρθρο αυτό, αυτός υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες.
272. -(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 274 στην περίπτωση εκκαθάρισης που συνεχίζεται περισσότερο από ένα έτος, ο εκκαθαριστής καλεί γενική συνέλευση της εταιρείας στο τέλος του πρώτου έτους από την έναρξη της εκκαθάρισης, και κάθε επόμενου έτους, ή την πρώτη βολική ημερομηνία μέσα σε τρεις μήνες από το τέλος του έτους ή τέτοιας μεγαλύτερης περιόδου που ο έφορος εταιρειών δυνατό να επιτρέψει, και θέτει στη συνέλευση λογαριασμό των πράξεων του και συναλλαγών του και της διεξαγωγής της εκκαθάρισης στη διάρκεια του προηγούμενου έτους.
(2) Αν ο εκκαθαριστής παραλείψει να συμμορφωθεί με το άρθρο αυτό, αυτός υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα λίρες.
273.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 274, αμέσως μόλις οι υποθέσεις της εταιρείας εκκαθαριστούν εξολοκλήρου, ο εκκαθαριστής καταρτίζει λογαριασμό για την εκκαθάριση, που δείχνει τον τρόπο που έγινε η εκκαθάριση και διατέθηκε η περιουσία της εταιρείας, και τότε συγκαλεί γενική συνέλευση για να θέσει ενώπιον της το λογαριασμό, και να δώσει εξηγήσεις αναφορικά με αυτόν.
(2) Η συνέλευση καλείται με ειδοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας που ορίζει την ώρα, τόπο και σκοπό της, και δημοσιεύεται τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη συνέλευση.
(3) Μέσα σε μια εβδομάδα μετά τη συνέλευση, ο εκκαθαριστής παραδίδει στον έφορο εταιρειών αντίγραφο του λογαριασμού, και υποβάλλει σε αυτόν έκθεση για τη συγκρότηση της συνέλευσης και της ημερομηνίας αυτής, και αν το αντίγραφο δεν παραδοθεί ή η έκθεση δεν υποβληθεί σύμφωνα με το εδάφιο αυτό, ο εκκαθαριστής υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη:
(4) Ο έφορος με τη λήψη του λογαριασμού και καθεμιάς των εκθέσεων της που προαναφέρθηκαν τις εγγράφει αμέσως, και μετά την εκπνοή τριών μηνών από την εγγραφή της έκθεσης η εταιρεία λογίζεται ότι διαλύθηκε:
Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του εκκαθαριστή ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που φαίνεται στο Δικαστήριο ότι έχει συμφέρον, να εκδώσει διάταγμα που να αναβάλλει την ημερομηνία που θα ισχύει η διάλυση της εταιρείας για τόσο χρονικό διάστημα που το Δικαστήριο θεωρεί σωστό.
(5) Το πρόσωπο με την αίτηση του οποίου εκδόθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο αυτό οφείλει, μέσα σε επτά ημέρες από την έκδοση του διατάγματος να παραδώσει στον έφορο αντίγραφο του διατάγματος για εγγραφή, και αν το πρόσωπο εκείνο παραλείψει να το κάνει, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη.
(6) Αν ο εκκαθαριστής παραλείψει να καλέσει γενική συνέλευση της εταιρείας όπως απαιτείται από το άρθρο αυτό, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες.
274. Όταν το άρθρο 271 εφαρμόζεται, τα άρθρα 282 και 283 εφαρμόζονται στην εκκαθάριση, σε αποκλεισμό των άρθρων 272 και 273, ωσάν η εκκαθάριση να ήταν εκούσια εκκαθάριση από πιστωτές και όχι εκούσια εκκαθάριση από μετόχους:
Νοείται ότι ο εκκαθαριστής δεν οφείλει να καλέσει συνέλευση των πιστωτών με βάση το αναφερόμενο άρθρο 282 στο τέλος του πρώτου έτους από την έναρξη της εκκαθάρισης, εκτός αν η συνέλευση που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το αναφερόμενο άρθρο 271 συγκροτείται περισσότερο από τρεις μήνες πριν από το τέλος εκείνου του έτους.
275. Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στα άρθρα 276 και 283, και των δύο συμπεριλαμβανομένων, εφαρμόζονται σχετικά με εκούσια εκκαθάριση από πιστωτές.
276.-(1) Η εταιρεία μεριμνά να κληθεί συνέλευση των πιστωτών της εταιρείας για την ημέρα, ή την επόμενη ημέρα που ακολουθεί την ημέρα, που θα συνέλθει η συνέλευση στην οποία θα υποβληθεί το ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, και μεριμνά όπως οι ειδοποιήσεις για την αναφερόμενη συνέλευση των πιστωτών αποσταλούν ταχυδρομικώς στους πιστωτές συγχρόνως με την αποστολή των ειδοποιήσεων της αναφερόμενης συνέλευσης της εταιρείας.
(2) Η εταιρεία μεριμνά για να δημοσιευτεί ειδοποίηση της συνέλευσης των πιστωτών μια φορά στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και μια φορά τουλάχιστο σε δύο τοπικές εφημερίδες που κυκλοφορούν στην επαρχία που βρίσκεται το εγγεγραμμένο γραφείο ή ο κύριος τόπος των εργασιών της εταιρείας.
(3) Οι σύμβουλοι της εταιρείας-
(α) μεριμνούν να υποβληθεί πλήρης έκθεση για την κατάσταση των υποθέσεων της εταιρείας μαζί με κατάλογο των πιστωτών της εταιρείας και του υπολογισμένου ποσού των απαιτήσεων τους στη συνέλευση των πιστωτών που θα συγκληθεί όπως προαναφέρθηκε· και
(β) διορίζουν έναν από αυτούς για να προεδρεύσει στην αναφερόμενη συνέλευση.
(4) Είναι καθήκον του συμβούλου που διορίστηκε για να προεδρεύσει της συνέλευσης των πιστωτών να παρουσιαστεί στη συνέλευση και να προεδρεύσει.
(5) Αν η συνέλευση της εταιρείας στην οποία θα υποβληθεί το ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση αναβληθεί και το ψήφισμα εγκρίνεται σε συνέλευση που αναβλήθηκε, οποιοδήποτε ψήφισμα εγκριθεί στη συνέλευση των πιστωτών που συγκλήθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (1) έχει αποτέλεσμα ως να είχε εγκριθεί αμέσως μετά την ψήφιση του ψηφίσματος για εκκαθάριση της εταιρείας.
(6) Αν σημειωθεί παράλειψη-
(α) συμμόρφωσης με τα εδάφια (1) και (2) από την εταιρεία·
(β) συμμόρφωσης με το εδάφιο (3) από τους συμβούλους της εταιρείας·
(γ) συμμόρφωσης με το εδάφιο (4) από οποιοδήποτε σύμβουλο της εταιρείας,
η εταιρεία, οι σύμβουλοι ή σύμβουλος, ανάλογα με την περίπτωση, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες και σε περίπτωση παράλειψης από την εταιρεία, κάθε αξιωματούχος της εταιρείας που ευθύνεται για παράλειψη υπόκειται στην ίδια ποινή.
277. Οι πιστωτές και η εταιρεία στις αντίστοιχες συνελεύσεις που αναφέρονται στο αμέσως προηγούμενο άρθρο δύνανται να υποδείξουν πρόσωπο ως εκκαθαριστή με σκοπό την εκκαθάριση των υποθέσεων της εταιρείας και διανομής του ενεργητικού της εταιρείας, και αν οι πιστωτές και η εταιρεία υποδείξουν διάφορα πρόσωπα, το πρόσωπο που υποδεικνύεται από τους πιστωτές θα είναι εκκαθαριστής, και αν κανένα πρόσωπο δεν υποδεικνύεται από τους πιστωτές, το πρόσωπο αν υπάρχει, που υποδείχτηκε από την εταιρεία θα είναι εκκαθαριστής:
Νοείται ότι στην περίπτωση υπόδειξης διαφορετικών προσώπων, οποιοσδήποτε σύμβουλος, μέλος ή πιστωτής της εταιρείας δύναται, μέσα σε επτά ημέρες από την ημερομηνία που έγινε η υπόδειξη από τους πιστωτές, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για διάταγμα που να διατάσσει όπως το πρόσωπο που υποδείκτηκε ως εκκαθαριστής από την εταιρεία θα είναι εκκαθαριστής αντί ή μαζί με το πρόσωπο που υποδείχτηκε από τους πιστωτές ή που να διορίζει κάποιο άλλο πρόσωπο ως εκκαθαριστή αντί του προσώπου που διορίστηκε από τους πιστωτές.
278.-(1) Οι πιστωτές δύνανται, στη συνέλευση που πρόκειται να συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 276 ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη συνέλευση, αν το θεωρήσουν πρέπον, να διορίσουν επιτροπή επιθεώρησης που θα αποτελείται από όχι περισσότερα από πέντε πρόσωπα, και αν διοριστεί τέτοια επιτροπή, η εταιρεία δύναται, είτε στη συνέλευση που ψηφίζεται το ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο σε γενική συνέλευση, να διορίσουν τέτοιο αριθμό προσώπων όπως θεωρούν πρέπον, που δεν θα υπερβαίνει τους πέντε να ενεργούν ως μέλη της επιτροπής:
Νοείται ότι οι πιστωτές δύνανται, αν το θεωρήσουν πρέπον, να αποφασίσουν ότι όλα ή οποιαδήποτε από τα πρόσωπα που διορίστηκαν με τον τρόπο αυτό από την εταιρεία να μην είναι μέλη της επιτροπής επιθεώρησης και, αν οι πιστωτές αποφασίσουν με τον τρόπο αυτό, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην απόφαση δεν θα δύνανται να ενεργούν ως μέλη της επιτροπής επιθεώρησης, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά και σε οποιαδήποτε αίτηση στο Δικαστήριο σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρήσει πρέπον, να διορίσει άλλα πρόσωπα να ενεργούν ως τέτοια μέλη στη θέση των προσώπων που αναφέρονται στην απόφαση.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού και των γενικών κανόνων, οι διατάξεις του άρθρου 241 (εκτός από το εδάφιο (1) εφαρμόζονται σχετικά με επιτροπή επιθεώρησης που διορίστηκε με βάση το άρθρο αυτό όπως εφαρμόζονται σχετικά με επιτροπή επιθεώρησης που διορίστηκε σε εκκαθάριση από το Δικαστήριο.
279.-(1) Η επιτροπή επιθεώρησης, ή αν δεν υφίσταται τέτοια επιτροπή, οι πιστωτές, δύνανται να καθορίσουν την αμοιβή που θα καταβληθεί στον εκκαθαριστή ή τους εκκαθαριστές:
(2) Με το διορισμό εκκαθαριστή, παύουν όλες οι εξουσίες των συμβούλων, εκτός στην έκταση που η επιτροπή επιθεώρησης, ή αν δεν υπάρχει τέτοια επιτροπή, οι πιστωτές εγκρίνουν τη συνέχιση τους.
280. Αν κενωθεί θέση εξαιτίας θανάτου, παραίτησης ή διαφορετικά, στη θέση εκκαθαριστή, άλλου από εκκαθαριστή που διορίστηκε από, ή με διαταγή, του Δικαστηρίου, οι πιστωτές δύνανται να πληρώσουν τη θέση.
281. Οι διατάξεις του άρθρου 270 εφαρμόζονται στην περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης από πιστωτές όπως εφαρμόζονται στην περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης από μέλη, με τη μετατροπή ότι εξουσίες του εκκαθαριστή με βάση το αναφερόμενο άρθρο δεν ασκούνται εκτός με έγκριση του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης.
282.-(1) Σε περίπτωση που συνεχίζεται η εκκαθάριση περισσότερο από ένα έτος, ο εκκαθαριστής καλεί γενική συνέλευση της εταιρείας και συνέλευση των πιστωτών στο τέλος του πρώτου έτους από την έναρξη της εκκαθάρισης, και κάθε επόμενου έτους, ή την πρώτη ευνοϊκή ημερομηνία μέσα σε τρεις μήνες από το τέλος του έτους ή μέσα σε τέτοια μεγαλύτερη περίοδο που ο έφορος εταιρειών δυνατό να επιτρέψει, και θέτει ενώπιον των συνελεύσεων λογαριασμό των πράξεων και συναλλαγών του και της διεξαγωγής της εκκαθάρισης στη διάρκεια του προηγούμενου έτους.
(2) Αν ο εκκαθαριστής παραλείψει να συμμορφωθεί με το άρθρο αυτό, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα λίρες.
283.-(1) Αμέσως μετά που οι υποθέσεις της εταιρείας έχουν εκκαθαριστεί εξολοκλήρου, ο εκκαθαριστής καταρτίζει λογαριασμό για την εκκαθάριση, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο έγινε η εκκαθάριση και τον τρόπο που διατέθηκε η περιουσία της εταιρείας, και μετά συγκαλεί γενική συνέλευση της εταιρείας και συνέλευση των πιστωτών για να θέσει το λογαριασμό ενώπιον των συνελεύσεων και να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για αυτό.
(2) Κάθε τέτοια συνέλευση συγκαλείται με ειδοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας που ορίζει το χρόνο, τον τόπο και το σκοπό της που δημοσιεύεται τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη συνέλευση.
(3) Εντός μίας (1) εβδοµάδας από την ηµεροµηνία των συνελεύσεων ή από την ηµεροµηνία της τελευταίας συνέλευσης, σε περίπτωση που οι συνελεύσεις δεν συγκροτούνται την ίδια ηµέρα, ο εκκαθαριστής παραδίδει στον έφορο εταιρειών αντίγραφο του λογαριασµού και έκθεση για τη συγκρότηση των συνελεύσεων και των ηµεροµηνιών τους, και σε περίπτωση που αυτά δεν παραδοθούν, ο εκκαθαριστής υπόκειται σε πρόστιµο που δεν υπερβαίνει τα σαράντα δύο ευρώ (€42) για κάθε ηµέρα παράλειψης συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου:
(4) Ο έφορος όταν λάβει την κατάσταση και, για καθεμιά από τις προαναφερόμενες εκθέσεις σχετικά με κάθε τέτοια συνέλευση, τις εγγράφει αμέσως, και μετά την εκπνοή τριών μηνών από την εγγραφή τους η εταιρεία λογίζεται ότι διαλύθηκε:
Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του εκκαθαριστή ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο ως ενδιαφερόμενο, να εκδώσει διάταγμα που να αναβάλλει την ημερομηνία που η διάλυση της εταιρείας θα τεθεί σε ισχύ για τόσο χρονικό διάστημα που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.
(5) Είναι καθήκον του προσώπου με την αίτηση του οποίου εκδόθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου με βάση το άρθρο αυτό, μέσα σε επτά ημέρες από την έκδοση του διατάγματος, να παραδώσει στον έφορο αντίγραφο του διατάγματος για εγγραφή και αν το πρόσωπο αυτό παραλείψει να το κάμει θα υπόκειται σε πρόστιμο που δεν θα υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη.
(6) Αν ο εκκαθαριστής παραλείψει να συγκαλέσει γενική συνέλευση της εταιρείας ή συνέλευση των πιστωτών όπως απαιτείται από το άρθρο αυτό, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες.
284. Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στα άρθρα 285 έως 292, και των δύο συμπεριλαμβανομένων, εφαρμόζονται σε κάθε εκούσια εκκαθάριση είτε αυτή είναι εκκαθάριση από μέλη ή από πιστωτές.
285. Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 202ΛΒ του Μέρους IVA του Νόμου αυτού και οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του Νόμου αυτού αναφορικά με προνομιούχες πληρωμές, η περιουσία εταιρείας, στην εκκαθάριση της, θα διατεθεί για να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις της εξίσου, και με την επιφύλαξη της διάθεσης αυτής, και εκτός αν το καταστατικό προνοεί διαφορετικά, θα διανεμηθεί μεταξύ των μελών σύμφωνα με τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τους στην εταιρεία.
286.-(1) Ο εκκαθαριστής δύναται-
(α) σε περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης από μέλη, με έγκριση έκτακτου ψηφίσματος της εταιρείας, και, σε περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης από πιστωτές, με την έγκριση του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης ή (αν δεν υπάρχει τέτοια επιτροπή) συνέλευσης των πιστωτών, να ασκεί οποιεσδήποτε από τις εξουσίες που χορηγούνται από τις παραγράφους (δ), (ε) και (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 233 σε εκκαθαριστή στην περίπτωση εκκαθάρισηςαπό το Δικαστήριο
(β) χωρίς έγκριση, ασκεί οποιεσδήποτε άλλες εξουσίες που χορηγούνται από το Νόμο αυτό στον εκκαθαριστή σε περίπτωση εκκαθάρισης από το Δικαστήριο
(γ) να ασκεί την εξουσία του Δικαστηρίου με βάση το Νόμο αυτό της ετοιμασίας καταλόγου συνεισφορέων, και ο κατάλογος συνεισφορέων αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την ευθύνη των προσώπων που ονομάζονται σε αυτό ως συνεισφορείς
(δ) να ασκεί την εξουσία του Δικαστηρίου για ετοιμασία κλήσεων
(ε) να συγκαλεί γενικές συνελεύσεις της εταιρείας με σκοπό να λάβει την έγκριση από την εταιρεία με ειδικό ή έκτακτο ψήφισμα ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό που θεωρεί πρέπον.
(2) Ο εκκαθαριστής πληρώνει τα χρέη της εταιρείας και αναπροσαρμόζει τα δικαιώματα των συνεισφορέων μεταξύ τους.
(3) Όταν διορίζονται διάφοροι εκκαθαριστές, οποιαδήποτε εξουσία που δίνεται από το Νόμο αυτό δύναται να ασκείται από έναν ή περισσότερους από αυτούς όπως δυνατό να οριστεί κατά το χρόνο του διορισμού τους, ή στην απουσία τέτοιου ορισμού, από οποιοδήποτε αριθμό όχι λιγότερο από δύο.
287.-(1) Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν υπάρχει σε ενέργεια εκκαθαριστής, το Δικαστήριο δύναται να διορίσει εκκαθαριστή.
(2) Το Δικαστήριο δύναται, αν αποδειχθεί λόγος, να παύσει εκκαθαριστή και να διορίσει άλλον εκκαθαριστή.
288.-(1) Μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από το διορισμό του ο εκκαθαριστής δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και παραδίνει στον έφορο εταιρειών για εγγραφή, ειδοποίηση για το διορισμό του με τον καθορισμένο τύπο.
(2) Αν ο εκκαθαριστής παραλείψει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού, αυτός υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη.
289.-(1) Οποιαδήποτε διευθέτηση που έγινε μεταξύ εταιρείας που πρόκειται να ή βρίσκεται σε εκκαθάριση, και των πιστωτών της, είναι δεσμευτική για την εταιρεία, με την επιφύλαξη του δικαιώματος έφεσης με βάση το άρθρο αυτό, αν εγκριθεί με έκτακτο ψήφισμα και για τους πιστωτές αν γίνει αποδεκτή από τα τρία τέταρτα του αριθμού και αξίας χρεών των πιστωτών.
(2) Οποιοσδήποτε πιστωτής ή συνεισφορέας δύναται, μέσα σε τρεις εβδομάδες από τη συμπλήρωση της διευθέτησης, να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο εναντίον της, και τότε το Δικαστήριο δύναται να τροποποιήσει, μεταβάλει ή επικυρώσει τη διευθέτηση όπως κρίνει δίκαιο.
290.-(1) Ο εκκαθαριστής ή οποιοσδήποτε συνεισφορέας ή πιστωτής δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για να αποφασίσει οποιοδήποτε ζήτημα που προκύπτει κατά τη διάρκεια εκκαθάρισης εταιρείας ή για την άσκηση, σχετικά με την υλοποίηση κλήσεων ή για οποιοδήποτε άλλο θέμα, όλων ή οποιωνδήποτε των εξουσιών που το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει αν η εταιρεία εκκαθαριζόταν από το Δικαστήριο.
(2) Το Δικαστήριο, αν ικανοποιηθεί ότι η απόφαση για το ζήτημα ή η ζητούμενη άσκηση εξουσίας είναι δίκαιη και ωφέλιμη, δύναται να αποδεχτεί την αίτηση γενικά ή μερικά με τέτοιες προϋποθέσεις και όρους που θα κρίνει πρέπον ή δύναται να εκδώσει τέτοιο άλλο διάταγμα για την αίτηση που κρίνει δίκαιο.
(3) Αντίγραφο διατάγµατος που εκδόθηκε δυνάµει των διατάξεων του παρόντος άρθρου με το οποίο αναστέλλεται η διαδικασία εκκαθάρισης παραδίδεται αµέσως από την εταιρεία, ή όπως διαφορετικά δυνατό να καθοριστεί, στον έφορο εταιρειών για εγγραφή.
291.-(1) Όλα τα έξοδα, τέλη και δαπάνες που προέκυψαν κατάλληλα από τη διαδικασία εκκαθάρισης, περιλαμβανομένης της αμοιβής του εκκαθαριστή, καταβάλλονται από το ενεργητικό της εταιρείας με προτεραιότητα από όλες τις άλλες απαιτήσεις.
292. Η εκκαθάριση εταιρείας δεν αποκλείει το δικαίωμα οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα για την εκκαθάριση της εταιρείας από το Δικαστήριο, αλλά σε περίπτωση αίτησης από συνεισφορέα το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι τα δικαιώματα των συνεισφορέων θα επηρεαστούν δυσμενώς από την εκούσια εκκαθάριση.
293. Όταν εταιρεία έχει εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για τη συνέχιση της εκκαθάρισης αλλά με την εποπτεία του Δικαστηρίου, και με τέτοιο δικαίωμα στους πιστωτές, συνεισφορείς ή άλλους να υποβάλουν αίτηση στο Δικαστήριο, και γενικά με τέτοιες προϋποθέσεις και όρους που το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.
294. Αίτηση για τη συνέχιση εκούσιας εκκαθάρισης με την εποπτεία του Δικαστηρίου, για τους σκοπούς παροχής στο Δικαστήριο δικαιοδοσίας πάνω σε αγωγές, θεωρείται αίτηση για εκκαθάριση από το Δικαστήριο.
295. Για τους σκοπούς των άρθρων 216 και 217 εκκαθάριση με την εποπτεία του Δικαστηρίου, λογίζεται εκκαθάριση από το Δικαστήριο.
296.-(1) Όταν εκδίδεται διάταγμα για εκκαθάριση με εποπτεία, το Δικαστήριο δύναται με εκείνο το διάταγμα ή με οποιοδήποτε μεταγενέστερο διάταγμα, να διορίσει επιπρόσθετο εκκαθαριστή.
(2) Εκκαθαριστής που διορίστηκε από το Δικαστήριο με βάση το άρθρο αυτό έχει τις ίδιες εξουσίες, υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις, και βρίσκεται στην ίδια θέση από κάθε άποψη, ωσάν να είχε διοριστεί κατάλληλα σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού σχετικά με το διορισμό εκκαθαριστών σε εκούσια εκκαθάριση.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να παύσει οποιοδήποτε εκκαθαριστή που διορίστηκε με τον τρόπο αυτό από το Δικαστήριο ή οποιοδήποτε εκκαθαριστή που συνεχίζει με βάση διάταγμα εποπτείας και να πληρώσει οποιαδήποτε κενή θέση που προήλθε από παύση, θάνατο ή παραίτηση.
297.-(1) Όταν εκδίδεται διάταγμα για εκκαθάριση με εποπτεία, ο εκκαθαριστής δύναται, τηρουμένων οποιωνδήποτε περιορισμών που το Δικαστήριο ήθελε επιβάλει, να ασκεί όλες τις εξουσίες του, χωρίς την έγκριση ή επέμβαση του Δικαστηρίου, με τον ίδιο τρόπο ωσάν η εταιρεία να διαλυόταν εκούσια.
Νοείται ότι οι εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους (δ), (ε) και (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 233 δεν ασκούνται από τους εκκαθαριστές εκτός μετά από έγκριση του Δικαστηρίου, ή, στην περίπτωση που πριν από το διάταγμα εκκαθάρισης ήταν εκούσια εκκαθάριση από πιστωτές, μετά από έγκριση του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης, ή (αν δεν υπάρχει τέτοια επιτροπή) συνέλευσης των πιστωτών.
(2) Εκκαθάριση με την εποπτεία του Δικαστηρίου δεν λογίζεται εκκαθάριση από το Δικαστήριο για τους σκοπούς του σκοπού των διατάξεων του Νόμου αυτού που ορίζονται στο Δέκατο Παράρτημα, αλλά, τηρουμένων των προαναφερομένων, διάταγμα για εκκαθάριση με εποπτεία λογίζεται για όλους τους σκοπούς ως διάταγμα για εκκαθάριση από το Δικαστήριο:
Νοείται ότι όταν το διάταγμα για εκκαθάριση με εποπτεία εκδόθηκε σε σχέση με εκούσια εκκαθάριση από πιστωτές στην οποία διορίστηκε επιτροπή επιθεώρησης, το διάταγμα λογίζεται ως διάταγμα για εκκαθάριση από το Δικαστήριο για το σκοπό του άρθρου 241 (εκτός από το εδάφιο (1) αυτού) εκτός στην έκταση που η εφαρμογή του άρθρου αυτού αποκλείεται σε εκούσια εκκαθάριση από γενικούς κανόνες.
298. Σε κάθε εκκαθάριση (με την επιφύλαξη, στην περίπτωση αφερέγγυων εταιρειών, της εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού του Νόμου περί Πτωχεύσεως) όλα τα χρέη που είναι πληρωτέα υπό αίρεση, και όλες οι απαιτήσεις εναντίον της εταιρείας, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή υπό αίρεση, εξακριβωμένες ή εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, είναι αποδεχτές ως επαλήθευση εναντίον της εταιρείας, αφού γίνει στο μέτρο που είναι δυνατό δίκαιη εκτίμηση της αξίας των χρεών αυτών ή των απαιτήσεων που είναι υπό αίρεση ή είναι εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, ή που για οποιαδήποτε άλλη αιτία δεν έχουν συγκεκριμένη αξία.
298Α – (1) Πιστωτής καλύμματος, δε δύναται να υποβάλλει ατομικά τις απαιτήσεις του στον εκκαθαριστή, του δικαιώματος αυτού παρεχομένου μόνο στο διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων, ο οποίος υποβάλλει στον εκκαθαριστή τις απαιτήσεις των πιστωτών καλύμματος σε συνολική βάση.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι όροι «διαχειριστής εργασιών καλυμμένων αξιογράφων» και «πιστωτής καλύμματος» έχουν την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από το άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου.
298Β. Σε περίπτωση εκκαθάρισης αφερέγγυας εταιρείας υπερισχύουν και εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύοντες κανονισμοί βάσει του περί Πτώχευσης Νόμου σχετικά με τις περιουσίες προσώπων που κηρύχθηκαν σε πτώχευση ως προς τα δικαιώματα των ασφαλισμένων και μη ασφαλισμένων πιστωτών, καθώς και για τα χρέη που δύναται να επαληθευθούν και για την εκτίμηση ετήσιων προσόδων και μελλοντικών και υπό αίρεση υποχρεώσεων, και όλα τα πρόσωπα που θα είχαν δικαίωμα να προβούν σε επαλήθευση και να λάβουν μέρισμα από το ενεργητικό της εταιρείας δύνανται να συμμετάσχουν στην εκκαθάριση και να υποβάλουν τέτοιες απαιτήσεις εναντίον της εταιρείας, ως σχετικά προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου:
299.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου οικείου νόμου, εγγυητής που είναι φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης είχε ή ανέλαβε ευθύνη, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εγγύησης, για ποσό που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), τυγχάνει μεταχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε σχέση με εγγυήσεις που έδωσε για επαληθεύσιμα χρέη εταιρείας που βρίσκεται υπό εκκαθάριση.
(2) (α) Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν υποβάλει επαλήθευση γραπτώς στον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή εντός της καθορισμένης προθεσμίας, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 251, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση.
(β) Ο πιστωτής ενημερώνει τους εγγυητές αναφορικά με την επαλήθευση και την αποδοχή ή απόρριψη από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 251:
(3) Σε περίπτωση εξασφαλισμένου πιστωτή, η επαλήθευση περιλαμβάνει επιπλέον όλες τις πληροφορίες αναφορικά με:
(α) την εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251Α:
(β) το ποσό του οφειλόμενου χρέους της υπό εκκαθάριση εταιρείας προς τον συγκεκριμένο εξασφαλισμένο πιστωτή κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, στο παρόν άρθρο αναφερόμενο ως ''οφειλόμενο χρέος".
(4) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση του πιστωτή κατά την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή, ισούται ή ξεπερνά την αξία του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση.
(5) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση, είναι χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση για ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, όπως αυτά περιλαμβάνονται στην επαλήθευση.
(6) (α) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (5), το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας, η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της εκκαθάρισης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει πληρωμές ως τέτοιο κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές.
(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση που περιουσία της εταιρείας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση διατεθεί και το καθαρό ποσό της διάθεσης είναι μεγαλύτερο από το ποσό της εκτιμημένης αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής θα δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση μόνο για το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους:
(7) Τυχόν καταμερισμός από τον πιστωτή επιβολής υποχρεώσεων των εγγυητών, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στην επαλήθευση, γίνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της διαφάνειας και σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας.
(8) (α) Οι εγγυητές δύνανται να καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από εγγύηση, και κανένας εγγυητής δεν καταβάλλει ποσό, το οποίο ξεπερνά το ποσό που απομένει μετά από αφαίρεση από το μηνιαίο εισόδημά τους, του συνόλου των-
(i) λογικών εξόδων διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου· και
(ii) των μηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις κατά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης.
(β) Σε περιπτώσεις στις οποίες οι εγγυητές καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων, θα είναι η ίδια όπως καθορίστηκε στην αρχική σύμβαση μεταξύ εταιρείας και πιστωτή, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά και το επιτόκιο δεν θα είναι μεγαλύτερο από την εν λόγω αρχική σύμβαση.
(9) Οι διατάξεις του εδαφίου (8) εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με χρέη για τα οποία συνήφθησαν συμβάσεις εγγύησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2018 και εφαρμόζονται καθ᾽ όλη τη διάρκεια της περιόδου καταβολής των καθορισμένων μηνιαίων δόσεων, η οποία άρχισε κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015.
(10) Το σύνολο των οποιωνδήποτε εφάπαξ ποσών και της καθαρής παρούσας αξίας σειράς πληρωμών που καταβάλλονται από εγγυητή καθώς και τυχόν πληρωμών που καταβάλλονται για μη εξασφαλισμένα χρέη προς συγκεκριμένο πιστωτή κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό:
(α) της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή
(β) το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για μη εξασφαλισμένο πιστωτή:
(11) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή που αφορά εγγύηση σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται από πιστωτή εναντίον εγγυητή μετά την πάροδο δυο (2) ετών από την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή:
(12) Όταν οποιοσδήποτε εγγυητής κατέβαλε ολόκληρο το ποσό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, σε πιστωτή δυνάμει του παρόντος άρθρου, τέτοιος εγγυητής, με την καταβολή τέτοιας πληρωμής, καθίσταται μη εξασφαλισμένος πιστωτής ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην εν λόγω πληρωμή, και έχει όλα τα δικαιώματα μη εξασφαλισμένου πιστωτή έναντι της περιουσίας της εταιρείας, και οι απαιτήσεις του έχουν την ίδια προτεραιότητα με αυτές των άλλων μη εξασφαλισμένων πιστωτών.
(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή από εγγυητή εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας ή οποιουδήποτε άλλου συνεγγυητή σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την ημερομηνία καταβολής πληρωμής από τον εγγυητή στον πιστωτή αναφορικά με χρέος της υπό εκκαθάριση εταιρείας.
300.-(1) Κατά την εκκαθάριση καταβάλλονται με προτεραιότητα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλα χρέη:
(α) Τα ακόλουθα ποσοστά και φόροι-
(i) όλοι οι τοπικοί φόροι που οφείλονται από την εταιρεία τη σχετική ημερομηνία, τα οποία κατέστησαν οφειλόμενα και πληρωτέα μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από εκείνη την ημερομηνία·
(ii) όλοι οι κυβερνητικοί φόροι και τέλη που οφείλονται από την εταιρεία τη σχετική ημερομηνία και οι οποίοι κατέστησαν οφειλόμενοι και πληρωτέοι μέσα σε δώδεκα μήνες πριν από εκείνη την ημερομηνία και, σε περίπτωση βεβαιωμένων φόρων, που δεν υπερβαίνει συνολικά βεβαίωση για ένα έτος·
(β)(i) οφειλόμενες αποδοχές του μισθωτού και οποιοδήποτε ποσό που κατακρατήθηκε από τον εργοδότη από τις αποδοχές του μισθωτού για την πληρωμή υποχρεώσεων του μισθωτού, ή άλλως πως το οποίο ο εργοδότης δεν έχει καταβάλει· και
(ii) οποιοδήποτε άλλο ποσό ή ωφέλημα του μισθωτού που απορρέει από σύμβαση ή σχέση εργοδότησης περιλαμβανομένου οποιουδήποτε ποσού που οφείλεται σε αναγνωρισμένη συντεχνία που απορρέει από την εργασιακή σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου ή διαφορετικά το οποίο ο εργοδότης δεν έχει καταβάλει.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση μισθωτού ιδιωτικής εταιρείας ο οποίος είναι μέτοχος ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου της, εκτός εάν κατέχει μετοχές ή συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα και κατά τρόπο πρόδηλα τυπικό και όχι ουσιαστικό και νοουμένου ότι μεταξύ του ιδίου και του αντιπροσωπευομένου δεν υφίσταται συγγένεια πρώτου ή δεύτερου βαθμού.
(γ) κάθε ποσό αποζημίωσης που η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει σε μισθωτό, λόγω σωματικής βλάβης που ο μισθωτός υπέστηκε συνέπεια ατυχήματος που προκλήθηκε από την απασχόληση και ενώ απασχολείτο ως μισθωτός της εταιρείας·
Εξαιρείται η περίπτωση μισθωτού ιδιωτικής εταιρείας που είναι μέτοχος της, εκτός άν η εταιρεία διαλύεται εκούσια ή διαλύεται για σκοπούς αναδιάρθρωσης ή συγχώνευσης με άλλη εταιρεία·
(δ) κάθε ποσό που οφείλεται στο μισθωτό, εξαιρούμενο μισθωτό ιδιωτικής εταιρείας που είναι μέτοχος της, για την άδεια που δικαιούται από την απασχόληση του από την εταιρεία για περίοδο απασχόλησης ενός μόνο έτους.
(2) Όταν έγινε οποιαδήποτε πληρωμή-
(α) σε οποιοδήποτε υπάλληλο, υπηρέτη, τεχνίτη ή εργάτη στην υπηρεσία της εταιρείας, έναντι ημερομισθίων ή μισθού· ή
(β) σε οποιοδήποτε τέτοιο υπάλληλο, υπηρέτη, τεχνίτη ή εργάτη ή, σε περίπτωση θανάτου του, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του, έναντι οφειλόμενης παροχής για άδεια,
από χρήματα που καταβλήθηκαν από κάποιο πρόσωπο για εκείνο το σκοπό, το πρόσωπο που κατέβαλε τα χρήματα, κατά την εκκαθάριση, έχει δικαίωμα προτεραιότητας σε σχέση με τα χρήματα που καταβλήθηκαν με τον τρόπο αυτό και πληρώθηκαν μέχρι του ποσού που έφερε μείωση στο ποσό που ο υπάλληλος, υπηρέτης, τεχνίτης ή εργάτης, ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του, θα δικαιούταν προτεραιότητα στην εκκαθάριση λόγω της πληρωμής που έγινε.
(3) Τα προηγούμενα χρέη-
(α) κατατάσσονται εξίσου μεταξύ τους και πληρώνονται στο ακέραιο, εκτός αν το ενεργητικό δεν είναι αρκετό για την ικανοποίηση τους, στην οποία περίπτωση οι οφειλές θα μειωθούν σε ίσες αναλογίες· και
(β) στην έκταση που το ενεργητικό της εταιρείας το οποίο είναι διαθέσιμο για την πληρωμή γενικών πιστωτών δεν είναι αρκετό για την ικανοποίηση τους, έχουν προτεραιότητα έναντι των απαιτήσεων κατόχων χρεωστικών ομολόγων με βάση οποιαδήποτε κυμαινόμενη επιβάρυνση που δημιουργήθηκε από την εταιρεία, και θα πληρώνονται ανάλογα από οποιαδήποτε περιουσία που αποτελεί ή υπόκειται στην επιβάρυνση εκείνη.
(4) Με την επιφύλαξη της κατακράτησης τέτοιων ποσών που είναι αναγκαία για τα έξοδα και δαπάνες της εκκαθάρισης, τα προηγούμενα χρέη εξοφλούνται αμέσως στην έκταση που το ενεργητικό είναι αρκετό να τα καλύψει.
(5) Στην περίπτωση που ιδιοκτήτης ακινήτου ή άλλο πρόσωπο που κατακρατεί ή που έχει κατακρατήσει οποιαδήποτε αγαθά ή αντικείμενα της εταιρείας μέσα σε τρεις μήνες αμέσως πριν από την ημερομηνία του διατάγματος εκκαθάρισης, τα χρέη αποκτούν προτεραιότητα με βάση το άρθρο αυτό θα αποτελούν πρώτη επιβάρυνση πάνω στα κατακρατημένα αγαθά ή αντικείμενα ή το προϊον της πώλησης τους:
Νοείται ότι, σχετικά με οποιαδήποτε χρήματα που καταβλήθηκαν με βάση οποιαδήποτε τέτοια επιβάρυνση, ο ιδιοκτήτης ακινήτου ή άλλοπρόσωπο έχει τα ίδια δικαιώματα προτεραιότητας όπως το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η πληρωμή.
(6) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-
(α) οι όροι “αποδοχές”, “μισθωτός”, και “βασικές ασφαλιστικές αποδοχές” έχουν τις έννοιες πο τους αποδόθηκαν από τους Νόμους περι Κοινωνικών Ασφαλίσεων του 1980 μέχρι 1985·
(β) ο όρος “η σχετική ημερομηνία” σημαίνει-
(i) στην περίπτωση εταιρείας για την οποία εκδόθηκε διάταγμα για αναγκαστική εκκαθάριση, την ημερομηνία διορισμού (ή πρώτου διορισμού), προσωρινού εκκαθαριστή, ή, αν δεν έγινε τέτοιος διορισμός, η ημερομηνία του διατάγματος εκκαθάρισης, εκτός αν, σε καθεμιά περίπτωση, η εταιρεία άρχισε εκούσια εκκαθάριση πριν από την ημερομηνία εκείνη· και
(ii) σε οποιαδήποτε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος, σημαίνει την ημερομηνία έγκρισης του ψηφίσματος για εκκαθάριση της εταιρείας.
(7) Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εκκαθάρισης όταν το διάταγμα εκκαθάρισης εκδόθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, και σε τέτοια περίπτωση οι διατάξεις αναφορικά με προνομιούχες πληρωμές που θα τύγχαναν εφαρμογής αν ο Νόμος αυτός δεν είχε θεσπιστεί, λογίζονται ότι παραμένουν σε πλήρη ισχύ.
301.-(1) Οποιαδήποτε μεταβίβαση, επιβάρυνση, υποθήκη, παράδοση αγαθών, πληρωμή, εκτέλεση ή άλλη πράξη που σχετίζεται με ιδιοκτησία που έγινε από ή εναντίον εταιρείας μέσα σε έξι μήνες πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης της, που, αν εγίνετο από ή εναντίον φυσικού προσώπου μέσα σε έξι μήνες πριν από την αίτηση πτώχευσης κατά την οποία κηρύχτηκε σε πτώχευση, θα λογιζόταν στην πτώχευση του ως δόλια προτίμηση, στην περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας λογίζεται δόλια προτίμηση των πιστωτών της και ακολούθως ακυρώνεται:
(2) Οποιαδήποτε μεταβίβαση ή εκχώρηση από εταιρεία όλης της περιουσίας της σε εμπιστευματοδόχους σε όφελος όλων των πιστωτών της θα είναι άκυρη για όλους τους σκοπούς.
302.-(1) Όταν, σε περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας, οτιδήποτε έγινε ή διαπράχτηκε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού είναι άκυρη με βάση το άρθρο 301, ως δόλια προτίμηση προσώπου που προσώπων που έχει συμφέρον σε περιουσία που υποθηκεύθηκε ή επιβαρύνθηκε για ασφάλεια χρέους της εταιρείας, τότε (χωρίς βλάβη οποιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που προκύπτουν ανεξάρτητα με τη διάταξη αυτή) το πρόσωπο που έτυχε της προτίμησης υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις, και έχει τα ίδια δικαιώματα, όπως αν είχε αναλάβει προσωπικά ευθύνη ως εγγυητής για το χρέος κατά την έκταση της επιβάρυνσης πάνω στην περιουσία ή την αξία του συμφέροντος του, οποιοδήποτε είναι το λιγότερο.
(2) Η αξία του συμφέροντος του αναφερόμενου προσώπου ορίζεται όπως έχει κατά την ημερομηνία της δικαιοπραξίας η οποία αποτελεί τη δόλια προτίμηση, και ορίζεται όπως αν το συμφέρον ήταν απαλλαγμένο όλων των επιβαρύνσεων εκτός εκείνων που υπέκειτο τότε η επιβάρυνση για το χρέος της εταιρείας.
(3) Με την υποβολή οποιασδήποτε αίτησης στο Δικαστήριο σχετικά με οποιαδήποτε πληρωμή για το λόγο ότι η πληρωμή ήταν δόλια προτίμηση ασφαλιστή ή εγγυητή, το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει οποιαδήποτε θέματα σχετικά με την πληρωμή, που προκύπτει μεταξύ του προσώπου προς το οποίο έγινε η πληρωμή και του ασφαλιστή ή εγγυητή και να δώσει θεραπεία σχετικά με αυτή, ανεξάρτητα από το ότι δεν είναι αναγκαίο να το πράξει για τους σκοπούς της εκκαθάρισης, και για το σκοπό αυτό δύναται να δώσει άδεια για να προστεθεί ο ασφαλιστής ή εγγυητής ως τριτοδιάδικος όπως στην περίπτωση αγωγής για την ανάκτηση του ποσού που πληρώθηκε.
Το εδάφιο αυτό εφαρμόζεται, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις, σε σχέση με συναλλαγές άλλες από την πληρωμή χρημάτων όπως εφαρμόζεται σε σχέση με πληρωμές.
303. Όταν εταιρεία βρίσκεται σε εκκαθάριση, κυμαινόμενη επιβάρυνση πάνω στην επιχείρηση ή την περιουσία της εταιρείας που συστάθηκε μέσα σε δώδεκα μήνες από την έναρξη της εκκαθάρισης είναι άκυρη, εκτός αν αποδειχτεί ότι η εταιρεία ήταν φερέγγυα αμέσως μετά τη σύσταση της επιβάρυνσης, με εξαίρεση οποιοδήποτε ποσό που καταβλήθηκε στην εταιρεία κατά ή μετά τη σύσταση και ως αντιπαροχή, της επιβάρυνσης, μαζί με τόκο πάνω σε εκείνο το ποσό προς πέντε τοις εκατό ετήσια ή προς άλλο τέτοιο επιτόκιο που ήθελε εκάστοτε καθοριστεί με διάταγμα του Γενικού Λογιστή.
304.-(1) Όταν οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας εταιρείας που βρίσκεται σε εκκαθάριση, αποτελείται από ακίνητη περιουσία που είναι βεβαρημένη με φορτικές συμβάσεις, από μετοχές ή ομόλογα εταιρείας, από μη επικερδείς συμβάσεις, ή από οποιαδήποτε άλλη περιουσία που δεν δύναται να πωληθεί, ή να πωληθεί εύκολα, ένεκα του ότι δεσμεύει τον κάτοχο της να εκτελέσει οποιαδήποτε φορτική πράξη ή στην πληρωμή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, ο εκκαθαριστής της εταιρείας, ανεξάρτητα από το ότι αυτός προσπάθησε να πωλήσει ή λάβει κατοχή της περιουσίας ή τέλεσε οποιαδήποτε πράξη ιδιοκτησίας σε σχέση με αυτή, δύναται, με άδεια του Δικαστηρίου και τηρουμένων των προνοιών του άρθρου αυτού, με έγγραφο υπογραμμένο από αυτόν, οποτεδήποτε μέσα σε δώδεκα μήνες μετά την έναρξη της εκκαθάρισης ή τέτοιας παρατεινόμενης περιόδου που δύναται να επιτραπεί από το Δικαστήριο, να αποποιηθεί την περιουσία.
Νοείται ότι, όταν οποιαδήποτε τέτοια περιουσία δεν ήλθε στη γνώση του εκκαθαριστή μέσα σε ένα μήνα μετά την έναρξη της εκκαθάρισης, η εξουσία με βάση το άρθρο αυτό αποποίησης της περιουσίας δύναται να ασκηθεί οποτεδήποτε μέσα σε δώδεκα μήνες μετά που θα έλθει σε γνώση του ή μέσα σε τέτοια περίοδο παράτασης που δυνατό να επιτραπεί από το Δικαστήριο.
(2) Η αποποίηση θα λειτουργήσει ώστε να τερματιστούν από την ημερομηνία της αποποίησης, τα δικαιώματα, συμφέροντα και υποχρεώσεις της εταιρείας, και της περιουσίας της εταιρείας, με ή σε σχέση με την περιουσία που αποποιήθηκε, αλλά δεν θα επηρεάζει τα δικαιώματα ή υποχρεώσεις κάθε άλλου προσώπου, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο με σκοπό την απαλλαγή της εταιρείας και της περιουσίας της εταιρείας από ευθύνη.
(3) Το Δικαστήριο πριν από ή κατά την παραχώρηση άδειας αποποίησης, δύναται να απαιτήσει να δοθούν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τέτοιες ειδοποιήσεις, και επιβάλει τέτοιες προϋποθέσεις ή όρους για την παραχώρηση άδειας, και δύναται να εκδώσει άλλο τέτοιο διάταγμα για το θέμα που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.
(4) Ο εκκαθαριστής δεν θα δικαιούται να αποποιηθεί οποιαδήποτε περιουσία με βάση το άρθρο αυτό σε οποιαδήποτε περίπτωση που έγινε αίτηση γραπτή σε αυτόν από οποιαδήποτε πρόσωπα που έχουν συμφέρον πάνω στην περιουσία που ζητούσαν από αυτόν να αποφασίσει κατά πόσο θα αποποιηθεί ή δεν θα αποποιηθεί και ο εκκαθαριστής, μέσα σε περίοδο είκοσι οκτώ ημερών μετά τη λήψη της αίτησης ή τέτοιας περαιτέρω περιόδου που δύναται να επιτραπεί από το Δικαστήριο, δεν έχει δώσει ειδοποίηση προς τον αιτητή ότι αυτός προτίθεται να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για παραχώρηση άδειας αποποίησης, και, στην περίπτωση σύμβασης, αν ο εκκαθαριστής, μετά από τέτοια όπως πιο πάνω αναφερόμενη αίτηση, δεν αποποιείται τη σύμβαση μέσα στην αναφερόμενη περίοδο ή άλλη περαιτέρω περίοδο, η εταιρεία θα λογίζεται ότι την υιοθέτησε.
(5) Το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που δικαιούται, έναντι του εκκαθαριστή, του ωφελήματος ή υπόκειται στο βάρος της σύμβασης με την εταιρεία, να εκδώσει διάταγμα που να ακυρώνει τη σύμβαση με τέτοιες προϋποθέσεις ως προς την πληρωμή από ή σε έκαστο μέρος αποζημιώσεων για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, ή διαφορετικά που το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο και οποιεσδήποτε αποζημιώσεις βάσει του διατάγματος για οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο δύνανται να επαληθευθούν από αυτό ως χρέος στην εκκαθάριση.
(6) Το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που είτε αξιώνει οποιοδήποτε συμφέρον για περιουσία που έχει αποποιηθεί ή υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη που δεν απαλλάσσεται από το Νόμο αυτό σε σχέση με περιουσία που έχει αποποιηθεί και μετά την ακρόαση τέτοιων προσώπων που θεωρεί πρέπον, να εκδώσει διάταγμα για την παραχώρηση της περιουσίας ή την παράδοση της σε οποιαδήποτε πρόσωπα που δικαιούνται σε αυτήν, ή σε εκείνο που θεωρεί δίκαιο ότι πρέπει να παραδοθεί η περιουσία με μορφή αποζημίωσης για τέτοια ευθύνη όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ή εμπιστευματοδόχους για αυτόν, και με τέτοιες προϋποθέσεις που το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο, και με την έκδοση οποιουδήποτε τέτοιου διατάγματος η περιουσία που περιλαμβάνεται στο διάταγμα περιέρχεται ανάλογα στο πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό χωρίς οποιαδήποτε μεταβίβαση ή εκχώρηση για το σκοπό αυτό:
Νοείται ότι, όταν η περιουσία που αποποιείται είναι φύσης εκμίσθωσης, το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα παραχώρησης σε όφελος οποιουδήποτε προσώπου που αξιώνει από την εταιρεία εκτός με τους όρους που το πρόσωπο εκείνο-
(α) θα υπόκειται στις ίδιες ευθύνες και υποχρεώσεις στις οποίες η εταιρεία υπέκειτο με βάση τη μίσθωση σε σχέση με την εταιρεία, κατά την έναρξη της εκκαθάρισης ή
(β) αν το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον, να υπόκειται μόνο στις ίδιες ευθύνες και υποχρεώσεις ωσάν η μίσθωση εκχωρήθηκε στο πρόσωπο εκείνο την ημερομηνία εκείνη,
και σε κάθε περίπτωση, αν η περίπτωση απαιτεί με τον τρόπο αυτό, ωσάν η μίσθωση περιλάμβανε μόνο την περιουσία που περιλαμβάνεται στο διάταγμα παραχώρησης, και οποιοσδήποτε ενυπόθηκος δανειστής ή υποεκμισθωτής που αρνείται να αποδεχτεί διάταγμα παραχώρησης με τέτοιες προϋποθέσεις αποκλείεται από οποιοδήποτε συμφέρον και εγγύηση στην περιουσία, και, αν δεν υπάρχει κανένα πρόσωπο που αξιώνει για την εταιρεία που είναι πρόθυμο να αποδεχτεί διάταγμα με τέτοιες προϋποθέσεις, το Δικαστήριο έχει εξουσία να παραχωρήσει την περιουσία και συμφέρον της εταιρείας στην περιουσία σε οποιοδήποτε πρόσωπο που ευθύνεται είτε προσωπικά είτε με αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, και είτε μόνο ή μαζί με την εταιρεία, να εκτελέσει τις συμφωνίες του μισθωτή στη μίσθωση, ελεύθερες και απαλλαγμένες από όλα τα περιουσιακά βάρη, επιβαρύνσεις και συμφέροντα που δημιουργήθηκαν σε αυτή από την εταιρεία.
(7) Κάθε πρόσωπο που ζημιώνεται ένεκα της αποποίησης με βάση το άρθρο αυτό λογίζεται ως πιστωτής της εταιρείας στο ποσό της ζημιάς και δύναται ανάλογα να επαληθεύσει το ποσό ως χρέος κατά την εκκαθάριση.
305.-(1) Όταν πιστωτής έχει εκδώσει εκτέλεση εναντίον των αγαθών ή ακίνητης περιουσίας εταιρείας ή έχει κατάσχει στα χέρια τρίτου οποιοδήποτε χρέος που οφείλεται στην εταιρεία, και στη συνέχεια η εταιρεία εκκαθαρίζεται, δεν θα δικαιούται να κατακρατήσει το όφελος που αποκόμισε από την εκτέλεση ή την κατάσχεση, εναντίον του εκκαθαριστή της εκκαθάρισης της εταιρείας εκτός αν ο πιστωτής συμπλήρωσε την εκτέλεση ή κατάσχεση πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης:
Νοείται-
(α) Όταν οποιοσδήποτε πιστωτής είχε ειδοποιηθεί για τη συνέλευση που συγκλήθηκε στην οποία θα προτεινόταν ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, η ημερομηνία που ο πιστωτής είχε ειδοποίηση με τον τρόπο αυτό για τους σκοπούς της πιο πάνω πρόνοιας, θα αντικαθιστά την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης
(β) πρόσωπο που αγοράζει με καλή πίστη σε πώληση από τον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων οποιαδήποτε αγαθά εταιρείας πάνω στα οποία έγινε κατάσχεση θα αποκτά νόμιμο τίτλο πάνω σε αυτά έναντι του εκκαθαριστή και
(γ) τα δικαιώματα που παρέχονται από το εδάφιο αυτό στον εκκαθαριστή δύνανται να ακυρωθούν από το Δικαστήριο σε όφελος του πιστωτή σε τέτοια έκταση και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, εκτέλεση εναντίον αγαθών θεωρείται ότι συμπληρώθηκε με την κατάσχεση και πώληση, και κατάσχεση οφειλής στα χέρια τρίτου θα λογίζεται ότι συμπληρώθηκε με λήψη της οφειλής, και εκτέλεση εναντίον ακίνητης περιουσίας θα λογίζεται ότι συμπληρώθηκε με την καταχώρηση της απόφασης ως επιβάρυνσης πάνω στην ακίνητη περιουσία.
(3) Στο άρθρο αυτό η έκφραση “αγαθά” περιλαμβάνει οποιαδήποτε προσωπικά αντικείμενα και η έκφραση “εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων” περιλαμβάνει λειτουργό επιφορτισμένο με την εκτέλεση εντάλματος ή άλλης διαδικασίας.
306.-(1) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (3), όταν οποιαδήποτε αγαθά εταιρείας λήφθηκαν στην εκτέλεση, και, πριν από την πώληση τους ή τη συμπλήρωση της εκτέλεσης με την είσπραξη ή ανάκτηση ολόκληρου του ποσού της κατάσχεσης, επιδίδεται στον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ειδοποίηση ότι έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής ή ότι εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης ή ότι εγκρίθηκε ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων αφού του ζητηθεί με τον τρόπο αυτό, παραδίδει τα αγαθά και οποιαδήποτε χρήματα που κατασχέθηκαν ή λήφθηκαν για μερική ικανοποίηση της εκτέλεσης στον εκκαθαριστή αλλά τα έξοδα της εκτέλεσης είναι πρώτη επιβάρυνση στα αγαθά ή χρήματα που δόθηκαν με τον τρόπο αυτό, και ο εκκαθαριστής δύναται να πωλήσει τα αγαθά, ή ικανοποιητικό μέρος τους, για το σκοπό ικανοποίησης εκείνης της επιβάρυνσης.
(2) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (3), όταν με βάση την εκτέλεση σε σχέση με απόφαση για ποσό που υπερβαίνει τα εξακόσια πενήντα ευρώ (€650) τα αγαθά της εταιρείας πωλούνται ή πληρώνονται χρήματα για να αποφευχθεί η πώληση, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων αφαιρεί τα έξοδα της εκτέλεσης από το προϊόν της πώλησης ή των χρημάτων που πληρώθηκαν και κατακρατεί το υπόλοιπο για δεκατέσσερις ημέρες, και αν μέσα στην περίοδο εκείνη επιδοθεί σε αυτόν ειδοποίηση για την καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης της εταιρείας ή για τη σύγκληση συνέλευσης στην οποία θα προταθεί ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση της εταιρείας και εκδοθεί διάταγμα ή εγκριθεί ψήφισμα, ανάλογα με την περίπτωση, για εκκαθάριση της εταιρείας, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων πληρώνει το υπόλοιπο στον εκκαθαριστή, ο οποίος δικαιούται να το κατακρατήσει έναντι του πιστωτή, που διενεργεί την εκτέλεση.
(3) Τα δικαιώματα που παρέχονται από το άρθρο αυτό στον εκκαθαριστή δύνανται να ακυρωθούν από το Δικαστήριο σε όφελος του πιστωτή σε τέτοια έκταση και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.
(4) Στο άρθρο αυτό η έκφραση “αγαθά” περιλαμβάνει οποιαδήποτε προσωπικά αντικείμενα και η έκφραση “εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων” περιλαμβάνει λειτουργό επιφορτισμένο με την εκτέλεση εντάλματος ή άλλης διαδικασίας.
307.-(1) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο, που είναι πρώην ή υφιστάμενος αξιωματούχος εταιρείας που κατά το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος εκκαθαρίζεται, ή με την επίβλεψη του Δικαστηρίου ή εκούσια, ή μεταγενέστερα διατάχτηκε να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο ή μεταγενέστερα εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση-
(α) δεν αποκαλύπτει από όσα γνωρίζει και πιστεύει πλήρως και αληθινά στον εκκαθαριστή ολόκληρη την περιουσία της εταιρείας, ακίνητη και προσωπική, και πως σε ποιον και έναντι ποιας αντιπαροχής και πότε η εταιρεία διέθεσε οποιοδήποτε μέρος της, εκτός μέρους που διατέθηκε κατά τη συνηθισμένη πορεία των εργασιών της εταιρείας· ή
(β) δεν παραδίνει στον εκκαθαριστή, ή όπως αυτός διατάξει, ολόκληρο το μέρος της ακίνητης και προσωπικής περιουσίας της εταιρείας που είναι στη φύλαξη του ή τελεί υπό τον ελέγχο του και την οποία ο νόμος απαιτεί από αυτόν να παραδώσει· ή
(γ) δεν παραδίνει στον εκκαθαριστή ή όπως αυτός διατάσσει, όλα τα βιβλία και έγγραφα που βρίσκονται στη φύλαξη του ή βρίσκονται υπό τον έλεγχο του και τα οποία ο νόμος απαιτεί από αυτόν να παραδώσει· ή
(δ) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της αποκρύπτει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας της εταιρείας αξίας εξακόσια πενήντα ευρώ (€650) ή μεγαλύτερης, ή αποκρύπτει οποιοδήποτε χρέος που οφείλεται στην εταιρεία ή από την εταιρεία· ή
(ε) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της μετακινεί δόλια οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας της εταιρείας αξίας εξακόσια πενήντα ευρώ (€650) ή μεγαλύτερης· ή
(στ) κάνει οποιαδήποτε ουσιώδη παράλειψη σε οποιαδήποτε έκθεση σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας· ή
(ζ) ενώ γνωρίζει ή πιστεύει ότι ψεύτικη οφειλή επαληθεύτηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο στην εκκαθάριση, παραλείπει να πληροφορήσει για αυτήν τον εκκαθαριστή για περίοδο ενός μηνός· ή
(η) μετά την έναρξη της εκκαθάρισης παρεμποδίζει την προσαγωγή οποιουδήποτε βιβλίου ή εγγράφου που επηρεάζει ή σχετίζεται με την περιουσία ή υποθέσεις της εταιρείας· ή
(θ) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της, αποκρύπτει, καταστρέφει, αποκόπτει ή παραποιεί ή είναι συνεργός στην απόκρυψη, καταστροφή, αποκοπή ή παραποίηση οποιουδήποτε βιβλίου ή εγγράφου που επηρεάζει ή που σχετίζεται με την περιουσία ή υποθέσεις της εταιρείας· ή
(ι) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της εκκαθάρισης κάνει ή είναι συνεργός στο να γίνει ψεύτικη καταχώρηση σε οποιοδήποτε βιβλίο ή έγγραφο που επηρεάζει ή σχετίζεται με την περιουσία ή υποθέσεις της εταιρείας· ή
(κ) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο, μετά την έναρξη της, δόλια αποχωρίζεται, αλλάσσει ή κάνει οποιαδήποτε παράλειψη, ή είναι συνεργός στο δόλιο αποχωρισμό, αλλαγή ή παράλειψη σε οποιοδήποτε έγγραφο που επηρεάζει ή σχετίζεται με την περιουσία ή υποθέσεις της εταιρείας· ή
(λ) μετά την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιαδήποτε συνέλευση των πιστωτών της εταιρείας μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης αποπειράται να δώσει λογαριασμό για οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας της εταιρείας με εικονικές ζημιές ή δαπάνες· ή
(μ) έχει μέσα σε δώδεκα μήνες πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της, με οποιαδήποτε ψεύτικη παράσταση ή άλλο δόλο αποκτήσει περιουσία για την εταιρεία ή για λογαριασμό της με πίστωση που η εταιρεία στη συνέχεια δεν δύναται να πληρώσει· ή
(ν) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της, με ψεύτικη παράσταση ότι η εταιρεία διεξάγει τις εργασίες της, αποκτά με πίστωση, για την εταιρεία ή για λογαριασμό της εταιρείας, οποιαδήποτε περιουσία που η εταιρεία στη συνέχεια δεν δύναται να πληρώσει· ή
(ξ) μέσα σε δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης ή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έναρξη της, ενεχυριάζει, υποθηκεύει ή διαθέτει οποιαδήποτε περιουσία της εταιρείας που αποκτήθηκε με πίστωση και δεν πληρώθηκε εκτός αν η τέτοια ενεχυρίαση, υποθήκευση αυτή ή διάθεση είναι κατά τη συνηθισμένη διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας· ή
(ο) είναι ένοχο για οποιαδήποτε ψεύτικη παράσταση ή άλλο δόλο με σκοπό να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των πιστωτών της εταιρείας ή οποιωνδήποτε από αυτούς σε μια συμφωνία αναφορικά με την περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας ή για την εκκαθάριση, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης, στην περίπτωση των αδικημάτων που αναφέρονται αντίστοιχα στις παραγράφους (μ), (ν) και (ξ) του εδαφίου αυτού, θα υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη και, σε περίπτωση οποιουδήποτε άλλου αδικήματος θα υπόκειται σε φυλάκιση που δεν θα υπερβαίνει τα δύο έτη:
Νοείται ότι αποτελεί δυνατή υπεράσπιση σε κατηγορία με βάση τις παραγράφους (α), (β), (γ), (δ), (στ), (ν) και (ξ), αν ο κατηγορούμενος αποδείξει ότι δεν είχε πρόθεση καταδολίευσης, και σε κατηγορία με βάση τις παραγράφους (η), (θ) και (ι), αν αυτός αποδείξει ότι δεν είχε πρόθεση να αποκρύψει την κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ή να παραβεί το νόμο.
(2) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο ενεχυριάζει, υποθηκεύει ή διαθέτει οποιαδήποτε περιουσία υπό περιστάσεις που ισοδυναμούν με αδικήματα σύμφωνα με την παράγραφο (ξ) του εδαφίου (1), κάθε πρόσωπο που λαμβάνει ως ενέχυρο ή υποθήκη ή διαφορετικά λαμβάνει την περιουσία εν γνώσει του ότι ενεχυριάστηκε, υποθηκεύτηκε, ή διατέθηκε υπό τέτοιες περιστάσεις που λέχτηκε πιο πάνω, είναι ένοχο αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές της φυλάκισης αυτής και του προστίμου.
(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, η έκφραση “αξιωματούχος” περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο σύμφωνα με τις διαταγές ή οδηγίες του οποίου οι σύμβουλοι εταιρείας συνηθίζουν να ενεργούν.
308.-(1) Αν οποιοσδήποτε αξιωματούχος ή συνεισφορέας οποιασδήποτε εταιρείας που εκκαθαρίζεται, καταστρέφει, αλλάσσει ή παραποιεί οποιαδήποτε βιβλία, έγγραφα ή ομόλογα ή κάνει ή συνεργεί για να γίνει οποιαδήποτε ψεύτικη ή δόλια καταχώρηση, σε οποιοδήποτε μητρώο, λογιστικό βιβλίο ή έγγραφο που ανήκει στην εταιρεία με πρόθεση να καταδολιεύσει ή εξαπατήσει οποιοδήποτε πρόσωπο, είναι ένοχος αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.
(2) Όταν μία εταιρεία υπόκειται σε εκκαθάριση, είτε μέσω του Δικαστηρίου είτε εθελοντικά, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ήταν στο παρελθόν ή είναι στο παρόν αξιωματούχος της εταιρείας, προβεί σε ουσιαστική παράλειψη σε οποιαδήποτε δήλωση που σχετίζεται με τις υποθέσεις της εταιρείας, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο ποινές μαζί.
(3) Όταν μία εταιρεία διαταχθεί να τεθεί σε εκκαθάριση από το δικαστήριο, ή έχει εγκρίνει ψήφισμα για εθελοντική εκκαθάριση, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο πριν από την εκκαθάριση, προέβη σε ουσιαστική παράλειψη σε οποιαδήποτε δήλωση, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο ποινές μαζί.
(4) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει των εδαφίων (2) και (3), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει, ότι προέβη στις δηλώσεις αυτές, χωρίς πρόθεση εξαπατήσει.
309. Αν οποιοδήποτε πρόσωπο που κατά το χρόνο διάπραξης του ισχυριζόμενου αδικήματος είναι αξιωματούχος εταιρείας που μεταγενέστερα διατάχτηκε να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο ή μεταγενέστερα εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση-
(α) έχει με ψεύτικες παραστάσεις ή με άλλο δόλο προτρέψει οποιοδήποτε πρόσωπο να δώσει πίστωση στην εταιρεία· ή
(β) με πρόθεση καταδολίευσης των πιστωτών της εταιρείας, έχει κάνει ή προκαλέσει οποιαδήποτε δωρέα ή μεταβίβαση ή επιβάρυνση, ή προκάλεσε ή ανέχτηκε οποιαδήποτε κατάσχεση, περιουσίας της εταιρείας·
(γ) με πρόθεση καταδολίευσης των πιστωτών της εταιρείας, έχει αποκρύψει ή μετακινήσει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας της εταιρείας από, ή μέσα σε δύο μήνες προηγουμένως, της ημερομηνίας οποιασδήποτε απόφασης ή διατάγματος που δεν ικανοποιήθηκαν για πληρωμή χρημάτων που λήφθηκαν εναντίον της εταιρείας,
είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.
310.-(1) Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται, φαίνεται ότι δεν τηρούνται κατάλληλα λογιστικά βιβλία από την εταιρεία σε όλη τη διάρκεια της περιόδου των δύο αμέσως ετών πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης, ή της περιόδου μεταξύ της σύστασης της εταιρείας και την έναρξη της εκκαθάρισης, οποιαδήποτε είναι η συντομότερη, καθένας αξιωματούχος της εταιρείας που ευθύνεται για παράλειψη, υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εκτός αν αποδείξει ότι ενέργησε έντιμα και ότι υπό τις περιστάσεις που εκτελείτο η εργασία της εταιρείας η παράλειψη ήταν συγχωρητέα.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, κατάλληλα λογιστικά βιβλία θα λογίζονται ότι δεν τηρήθηκαν στην περίπτωση οποιασδήποτε εταιρείας αν δεν τηρήθηκαν τέτοια βιβλία ή λογαριασμοί που είναι αναγκαία για να εκθέτουν και εξηγούν τις συναλλαγές και οικονομική θέση του εμπορίου ή εργασίας της εταιρείας, περιλαμβανομένων βιβλίων που περιέχουν καταχωρήσεις από ημέρα σε ημέρα με ικανοποιητικές λεπτομέρειες όλων των εισπραχθέντων μετρητών και πληρωθέντων μετρητών, και όταν το εμπόριο ή εργασία αφορούν συναλλαγές αγαθών, εκθέσεις ετήσιων απογραφών, αποθεματικού και (εκτός από την περίπτωση αγαθών που πωλήθηκαν με μορφή συνηθισμένου λιανικού εμπορίου) όλων των αγαθών που πωλήθηκαν και αγοράστηκαν, που δείχνουν τα αγαθά και τους αγοραστές και πωλητές τους με ικανοποιητικές λεπτομέρειες ώστε να δύνανται τα αγαθά εκείνα και εκείνοι οι αγοραστές και πωλητές να αναγνωριστούν.
311.-(1) Αν κατά την πορεία της εκκαθάρισης εταιρείας φαίνεται ότι οποιαδήποτε εργασία της εταιρείας διεξήχθηκε με πρόθεση καταδολίευσης των πιστωτών της εταιρείας ή πιστωτές οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή για οποιοδήποτε δόλιο σκοπό, το Δικαστήριο μετά από αίτηση του επίσημου παραλήπτη, ή του εκκαθαριστή ή οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα της εταιρείας, δύναται, αν το θεωρεί ορθό να το κάνει με τον τρόπο αυτό, να δηλώσει ότι οποιαδήποτε πρόσωπα που εσκεμμένα έλαβαν μέρος στη διεξαγωγή της εργασίας με τον πιο πάνω αναφερόμενο τρόπο είναι προσωπικά υπεύθυνα, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό ευθύνης, για όλα ή οποιαδήποτε χρέη ή υποχρεώσεις της εταιρείας που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.
Κατά την ακρόαση της αίτησης με βάση το εδάφιο αυτό ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται ο ίδιος να δώσει μαρτυρία ή να καλέσει μάρτυρες.
(2) Όταν το Δικαστήριο κάνει τέτοια δήλωση, δύναται να δώσει τέτοιες περαιτέρω οδηγίες όπως το θεωρεί πρέπον με σκοπό να κάνει τη δήλωση του αποτελεσματική, και ειδικότερα δύναται να εκδώσει διάταξη ώστε να κάνει την ευθύνη του προσώπου αυτού με βάση τη δήλωση, επιβάρυνση πάνω σε κάθε οφειλή ή υποχρέωση που οφείλεται σε αυτό από την εταιρεία, ή πάνω σε οποιαδήποτε υποθήκη ή επιβάρυνση ή συμφέροντος πάνω σε υποθήκη ή επιβάρυνση πάνω στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας που κατέχονται ή βρίσκονται στην εξουσία του ή σε οποιαδήποτε εταιρεία ή πρόσωπο για λογαριασμό του, ή οποιουδήποτε προσώπου που αξιώνει ως εκδοχέας από ή μέσω του προσώπου που ευθύνεται ή οποιασδήποτε εταιρείας ή προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του, και δύναται από καιρό σε καιρό να εκδώσει τέτοιο περαιτέρω διάταγμα που δύναται να είναι αναγκαίο με σκοπό εκτέλεσης οποιασδήποτε επιβάρυνσης που επιβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο αυτό.
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, η φράση “εκδοχέας” περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο ή σε όφελος του οποίου, με τις οδηγίες του προσώπου που ευθύνεται, το χρέος, υποχρέωση, υποθήκη ή επιβάρυνση δημιουργήθηκε, εκδόθηκε ή μεταβιβάστηκε ή το συμφέρον δημιουργήθηκε, αλλά δεν περιλαμβάνει εκδοχέα με αντάλλαγμα αξίας (που δεν περιλαμβάνει αντάλλαγμα λόγω γάμου) που δόθηκε με καλή πίστη και χωρίς ειδοποίηση οποιωνδήποτε των θεμάτων με βάση των οποίων έγινε η δήλωση.
(3) Όταν οποιαδήποτε εργασία της εταιρείας διεξάγεται με τέτοια πρόθεση ή τέτοιο σκοπό που αναφέρθηκε στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, οποιοδήποτε πρόσωπο που εσκεμμένα έλαβε μέρος στη διεξαγωγή της εργασίας με τον πιο πάνω αναφερόμενο τρόπο, σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές της φυλάκισης και προστίμου.
(4) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν ανεξάρτητα από το ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δύναται να είναι ποινικά υπεύθυνο σε σχέση με τα θέματα με βάση τα οποία γίνεται η δήλωση.
312.-(1) Αν κατά τη διάρκεια εκκαθάρισης εταιρείας φαίνεται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο που πήρε μέρος στη σύσταση ή ίδρυση της εταιρείας ή οποιοσδήποτε προηγούμενος ή υφιστάμενος σύμβουλος, διαχειριστής ή εκκαθαριστής, ή οποιοσδήποτε αξιωματούχος της εταιρείας, καταχράστηκε ή κατακράτησε ή είναι υπεύθυνος ή υπόλογος, για οποιαδήποτε χρήματα ή περιουσία της εταιρείας, ή είναι ένοχος παράβασης ή αθέτησης εμπιστεύματος σχετικά με την εταιρεία, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του επίσημου παραλήπτη, ή του εκκαθαριστή, ή οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα, να εξετάσει τη διαγωγή του ιδρυτή, σύμβουλο, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή αξιωματούχου, και να τον εξαναγκάσει να επιστρέψει ή αποκαταστήσει τα χρήματα ή περιουσία ή οποιοδήποτε μέρος τους αντίστοιχα, με τόκο σε τέτοιο ποσοστό που το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο, ή να συνεισφέρει τέτοιο ποσό στο ενεργητικό της εταιρείας με μορφή αποζημίωσης σχετικά με την κατάχρηση, κατακράτηση, παράβαση ή αθέτηση εμπιστεύματος όπως το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο.
(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν ανεξάρτητα από το ότι το αδίκημα είναι τέτοιο που ο υπαίτιος δυνατό να είναι ποινικά υπεύθυνος.
(3) Όταν εκδίδεται διάταγμα για πληρωμή χρημάτων με βάση το άρθρο αυτό, το διάταγμα λογίζεται ως τελεσίδικη απόφαση με την έννοια της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Πτωχεύσεως Νόμου.
313.-(1) Αν φανεί στο Δικαστήριο στην πορεία της εκκαθάρισης από, ή με την εποπτεία του Δικαστηρίου, ότι οποιοσδήποτε προηγούμενος ή υφιστάμενος αξιωματούχος, ή οποιοδήποτε μέλος, της εταιρείας είναι ένοχο οποιουδήποτε αδικήματος σχετικά με την εταιρεία για το οποίο βρίσκεται ποινικά υπεύθυνο, το Δικαστήριο δύναται, είτε μετά από αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που ενδιαφέρεται στην εκκαθάριση ή αυτεπάγγελτα, να διατάξει τον εκκαθαριστή να αναφέρει το ζήτημα στο Γενικό Εισαγγελέα.
(2) Αν φανεί στον εκκαθαριστή κατά τη διάρκεια εκούσιας εκκαθάρισης ότι οποιοσδήποτε προηγούμενος ή υφιστάμενος αξιωματούχος, ή οποιοδήποτε μέλος, της εταιρείας είναι ένοχο οποιουδήποτε αδικήματος σχετικά με την εταιρεία για το οποίο ευθύνεται ποινικά, πρέπει αμέσως να καταγγείλει το θέμα στο Γενικό Εισαγγελέα, και να δώσει στο Γενικό Εισαγγελέα τέτοιες πληροφορίες και να του δώσει τέτοιο δικαίωμα προσπέλασης σε και διευκολύνσεις για την επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων οποιωνδήποτε εγγράφων, που είναι πληροφορίες ή έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή ή κάτω από τον έλεγχο του εκκαθαριστή και σχετίζονται με το επίδικο θέμα όπως αντίστοιχα αυτός δύναται να απαιτήσει.
(3) Όταν γίνεται καταγγελία με βάση το εδάφιο (2) στο Γενικό Εισαγγελέα, αυτός δύναται, αν το θεωρεί πρέπον, να αναφέρει το θέμα στον Επίσημο Παραλήπτη και Έφορο για περαιτέρω έρευνα και ο Επίσημος Παραλήπτης και Έφορος ερευνά το θέμα και δύναται αν αυτός το θεωρεί σκόπιμο, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος που να παρέχει σε αυτόν ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο που διορίζεται από αυτόν για το σκοπό αυτό σχετικά με την ενδιαφερόμενη εταιρεία, τέτοιες εξουσίες για έρευνα της περιουσιακής κατάστασης της εταιρείας όπως παρέχονται από το Νόμο αυτό στην περίπτωση εκκαθάρισης από το Δικαστήριο.
(4) Αν φανεί στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια εκούσιας εκκαθάρισης ότι οποιοσδήποτε προηγούμενος ή υφιστάμενος αξιωματούχος, ή οποιοδήποτε μέλος, της εταιρείας είναι ένοχο όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, και ότι καμιά έκθεση σχετικά με το θέμα δεν έγινε από τον εκκαθαριστή στο Γενικό Εισαγγελέα με βάση το εδάφιο (2), το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου στην εκκαθάριση προσώπου ή αυτεπάγγελτα, να διατάξει τον εκκαθαριστή να κάνει τέτοια έκθεση και αφού γίνει η έκθεση οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν ωσάν η καταγγελία έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(5) Όταν οποιοδήποτε θέμα εκτεθεί ή αναφερθεί στο Γενικό Εισαγγελέα με βάση το άρθρο αυτό, κρίνει ότι η υπόθεση είναι τέτοια ώστε έπρεπε να εγερθεί ποινική δίωξη, εγείρει δίωξη ανάλογα, και θα είναι καθήκον του εκκαθαριστή και οποιουδήποτε αξιωματούχου και αντιπροσώπου της εταιρείας προηγούμενου και υφιστάμενου (εκτός του εναγόμενου στη διαδικασία) να δώσει σε αυτόν κάθε βοήθεια αναφορικά με τη δίωξη που αυτός δύναται εύλογα να δώσει.
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, η έκφραση “αντιπρόσωπος” σχετικά με εταιρεία λογίζεται ότι περιλαμβάνει οποιοδήποτε τραπεζίτη ή δικηγόρο της εταιρείας και οποιοδήποτε πρόσωπο που απασχολείται από την εταιρεία ως ελεγκτής, ανεξάρτητα αν το πρόσωπο αυτό είναι ή δεν είναι αξιωματούχος της εταιρείας.
(6) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει ή αμελεί να δώσει βοήθεια με τον απαιτούμενο από το εδάφιο (5) τρόπο, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, να διατάξει το πρόσωπο εκείνο να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του εδαφίου που αναφέρθηκε, και όταν γίνει τέτοια αίτηση σχετικά με εκκαθαριστή το Δικαστήριο δύναται, να διατάξει να καταβληθούν προσωπικά τα έξοδα της αίτησης από τον εκκαθαριστή, εκτός αν φανεί ότι η παράλειψη ή αμέλεια συμμόρφωσης οφειλόταν στο ότι ο εκκαθαριστής δεν είχε στα χέρια του αρκετά περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας ώστε να τον καταστήσουν ικανό να το πράξει.
314. Νομικό πρόσωπο αποκλείεται για διορισμό ως εκκαθαριστής εταιρείας, είτε σε εκκαθάριση από ή με την εποπτεία του Δικαστηρίου ή σε εκούσια εκκαθάριση, και -
(α) οποιοσδήποτε διορισμός που γίνεται με παράβαση της διάταξης αυτής είναι άκυρος και
(β) οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο που ενεργεί ως εκκαθαριστής εταιρείας υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.
314Α.-(1) Με εξαίρεση τον επίσημο παραλήπτη, ο εκκαθαριστής πρέπει να είναι πρόσωπο που κέκτηται τα προσόντα και άδεια εξάσκησης του επαγγέλματος του Συμβούλου Αφερεγγυότητας σύμφωνα με τον περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμο.
(2) Σε περίπτωση διορισμού περισσότερων του ενός εκκαθαριστές, η απόφαση διορισμού δέον να αναφέρει κατά πόσο οποιαδήποτε πράξη και/ή διαδικασίες θα γίνεται από όλους τους εκκαθαριστές ή οποιοδήποτε συγκεκριμένο εκκαθαριστή.
(3) Οι πράξεις ή/και οι ενέργειες του εκκαθαριστή είναι έγκυρες ανεξαρτήτως οποιουδήποτε ελαττώματος στο διορισμό αυτού.
315. Οποιοδήποτε πρόσωπο που δίνει ή συμφωνεί ή προσφέρει να δώσει σε οποιοδήποτε μέλος ή πιστωτή εταιρείας οποιοδήποτε αντάλλαγμα αξίας με σκοπό να διασφαλίζει το δικό του διορισμό ή υποψηφιότητα, ή να διασφαλίσει ή παρεμποδίσει το διορισμό ή υποψηφιότητα άλλου προσώπου ή του ιδίου, ως εκκαθαριστή της εταιρείας, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.
316.-(1) Αν οποιοσδήποτε εκκαθαριστής που παρέλειψε να καταχωρήσει, παραδώσει ή ετοιμάσει οποιαδήποτε έκθεση, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο, ή να δώσει οποιαδήποτε ειδοποίηση που υποχρεώνεται από το Νόμο να καταχωρήσει, παραδώσει, ετοιμάσει ή δώσει, παραλείπει να αποκαταστήσει την παράλειψη εντός δεκατεσσάρων ημερών μετά την επίδοση ειδοποίησης σε αυτόν με την οποία του ζητείται να το πράξει, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση που γίνεται στο Δικαστήριο από οποιοδήποτε συνεισφορέα ή πιστωτή της εταιρείας ή του εφόρου εταιρειών, να εκδώσει διάταγμα που να διατάσσει τον εκκαθαριστή να αποκαταστήσει την παράλειψη μέσα σε τέτοιο χρόνο που ορίζεται στο διάταγμα.
(2) Οποιοδήποτε τέτοιο διάταγμα δύναται να διατάσσει ότι όλα τα έξοδα της αίτησης και τα επακόλουθα της φέρει ο εκκαθαριστής.
(3) Καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν εκλαμβάνεται ότι επηρεάζει την ισχύ οποιουδήποτε νόμου που επιβάλλει ποινές στον εκκαθαριστή σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια παράλειψη που αναφέρθηκε πιο πάνω.
317.-(1) Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται, είτε από, ή με την εποπτεία του Δικαστηρίου, είτε εκούσια, κάθε τιμολόγιο, παραγγελία για εμπορεύματα, ή επιστολόχαρτο που εκδίδεται από ή για λογαριασμό της εταιρείας ή εκκαθαριστή ή παραλήπτη ή διαχειριστή της περιουσίας της εταιρείας, που είναι έγγραφο πάνω ή μέσα στο οποίο φαίνεται το όνομα της εταιρείας, πρέπει να περιέχουν δήλωση ότι η εταιρεία βρίσκεται σε εκκαθάριση.
(2) Αν υπάρξει παράλειψη συμμόρφωσης με το άρθρο αυτό, η εταιρεία και οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα που εν γνώσει του και εσκεμμένα εξουσιοδοτεί ή επιτρέπει την παράλειψη, δηλαδή οποιοσδήποτε αξιωματούχος της εταιρείας, οποιοσδήποτε εκκαθαριστής της εταιρείας και οποιοσδήποτε παραλήπτης ή διαχειριστής υπόκειται σε πρόστιμο εκατό λιρών.
318. Στην περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας από το Δικαστήριο ή εκούσιας εκκαθάρισης από πιστωτές εταιρείας-
(α) κάθε έγγραφο που σχετίζεται αποκλειστικά με οποιαδήποτε υποθήκη, επιβάρυνση ή άλλο εμπράγματο βάρος πάνω σε οποιαδήποτε κληρονομική περιουσία, δικαίωμα ή συμφέρον πάνω σε οποιαδήποτε περιουσία που αποτελεί μέρος του ενεργητικού της εταιρείας και η οποία μετά την εκτέλεση του εγγράφου είναι ή παραμένει μέρος του ενεργητικού της εταιρείας και
(β) κάθε πληρεξούσιο έγγραφο, εξουσιοδότηση, ένταλμα, διάταγμα, πιστοποιητικό, ένορκη δήλωση, γραμμάτιο ή άλλο έγγραφο ή γραπτό κείμενο που σχετίζεται αποκλειστικά με την περιουσία της εταιρείας που εκκαθαρίζεται με τον τρόπο αυτό, ή σε οποιαδήποτε διαδικασία με βάση οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία,
εξαιρείται από τα τέλη που επιβάλλονται με βάση τους νόμους για τις χαρτοσημάνσεις.
319. Όταν εταιρεία είναι υπό εκκαθάριση, όλα τα βιβλία και έγγραφα της εταιρείας και των εκκαθαριστών, αποτελούν μεταξύ των συνεισφορέων της εταιρείας, εκ πρώτης όψεως μαρτυρία της αλήθειας όλων των θεμάτων που φέρονται καταχωρημένα σε αυτά.
320.-(1) Όταν εταιρεία είναι σε εκκαθάριση και πρόκειται να διαλυθεί, τα βιβλία και έγγραφα της εταιρείας και των εκκαθαριστών δύνανται να διατεθούν όπως πιο κάτω, ήτοι-
(α) στην περίπτωση εκκαθάρισης από ή με την εποπτεία του Δικαστηρίου, με τέτοιο τρόπο όπως το Δικαστήριο διατάξει
(β) σε περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης από μέλη, με τέτοιο τρόπο που διατάσσει η εταιρεία με έκτακτο ψήφισμα, και σε περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης από πιστωτές, με τέτοιο τρόπο που θα διατάξει η επιτροπή επιθεώρησης, ή αν δεν υπάρχει τέτοια επιτροπή, όπως διατάξουν οι πιστωτές της εταιρείας.
(2) Μετά από πέντε έτη από τη διάλυση της εταιρείας, ουδεμία ευθύνη θα έχει η εταιρεία, οι εκκαθαριστές, ή οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε η φύλαξη των βιβλίων και εγγράφων, επειδή οποιοδήποτε βιβλίο ή έγγραφο δεν δόθηκε σε οποιοδήποτε πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι ενδιαφέρεται.
(3) Δύναται να γίνει διάταξη με γενικούς κανονισμούς που να καθιστά τον επίσημο παραλήπτη ικανό να εμποδίζει για τέτοια περίοδο (που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη από τη διάλυση εταιρείας) όπως ο επίσημος παραλήπτης θεωρεί κατάλληλη, την καταστροφή των βιβλίων και εγγράφων εταιρείας που εκκαθαρίστηκε και να καθιστά ικανό οποιοδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα της εταιρείας να εφεσιβάλλει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε διαταγή που δύναται να δοθεί για το θέμα από τον επίσημο παραλήπτη.
(4) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί κατά παράβαση οποιωνδήποτε γενικών κανονισμών που εκδόθηκαν για τους σκοπούς του άρθρου αυτού ή οποιασδήποτε διαταγής του επίσημου παραλήπτη που δόθηκε με βάση αυτούς, υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.
321.-(1) Αν όταν εταιρεία βρίσκεται σε εκκαθάριση, η εκκαθάριση δεν συμπληρώνεται μέσα σε ένα έτος μετά την έναρξη της, ο εκκαθαριστής πρέπει, σε τέτοια χρονικά διαστήματα που δυνατό να καθοριστούν, μέχρι να συμπληρωθεί η εκκαθάριση, να παραδίδει έκθεση στον έφορο εταιρειών με τον καθορισμένο τύπο που να περιέχει τις καθορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία και τη θέση της εκκαθάρισης.
(2) Αν εκκαθαριστής παραλείψη να συμμορφωθεί με το άρθρο αυτό υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες για κάθε ήμερα που συνεχίζεται η παράλειψη.
322.-(1) Αν, όταν εταιρεία είναι σε εκκαθάριση, φανεί είτε από οποιαδήποτε έκθεση που στάληκε στον έφορο με βάση το άρθρο 321, ή διαφορετικά ότι ο εκκαθαριστής έχει στα χέρια του ή υπό τον έλεγχο του οποιαδήποτε χρήματα που αντιπροσωπεύουν αδιεκδίκητο ή αδιανέμητο ενεργητικό της εταιρείας που παρέμεινε αδιεκδίκητο ή αδιανέμητο για περίοδο έξι μηνών μετά την ημερομηνία παραλαβής τους ή οποιαδήποτε χρήματα που κατέχονται από την εταιρεία ως εμπίστευμα σε σχέση με μερίσματα ή άλλα ποσά που οφείλονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ως μέλους της εταιρείας, ο εκκαθαριστής αμέσως πρέπει να καταβάλει τα αναφερόμενα χρήματα στο Λογαριασμό Εκκαθάρισης Εταιρειών που τηρεί ο Γενικός Λογιστής, και δικαιούται στο καθορισμένο πιστοποιητικό παραλαβής χρημάτων που κατέβαλε, με τον τρόπο αυτό, και το πιστοποιητικό εκείνο αποτελεί ικανοποιητική απαλλαγή του σχετικά με αυτά.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο που αξιώνει ότι δικαιούται σε οποιαδήποτε χρήματα που πληρώθηκαν στο Γενικό Λογιστή σύμφωνα με το άρθρο αυτό δύναται να απευθυνθεί σε αυτόν για πληρωμή τους, και ο Γενικός Λογιστής δύναται, μετά από πιστοποίηση από τον εκκαθαριστή ότι το πρόσωπο που αξιώνει δικαιούται, να εκδώσει διαταγή για την πληρωμή στο πρόσωπο εκείνο του ποσού που οφείλεται.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Γενικού Λογιστή σχετικά με αξίωση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό δύναται να την εφεσιβάλει στο Δικαστήριο.
323. Όταν εγκριθεί ψήφισμα σε αναβληθείσα συνέλευση των πιστωτών ή συνεισφορέων εταιρείας, το ψήφισμα, για όλους τους σκοπούς, θα θεωρείται ότι λήφθηκε κατά την ημερομηνία που στην πραγματικότητα λήφθηκε, και δεν θα λογίζεται ότι λήφθηκε σε οποιαδήποτε προηγούμενη ημερομηνία.
324.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, για τα θέματα που σχετίζονται με την εκκαθάριση εταιρείας, να λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες των πιστωτών ή συνεισφορέων της εταιρείας, όπως αποδεικνύονται ενώπιον του με οποιαδήποτε επαρκή μαρτυρία, και δύναται, αν το θεωρεί πρέπον, με σκοπό την εξακρίβωση των επιθυμιών εκείνων, να διατάξει σύγκληση συνελεύσεων των πιστωτών ή συνεισφορέων, που να συγκαλούνται, συγκροτούνται και διεξάγονται με τέτοιο τρόπο που το Δικαστήριο διατάσσει, και δύναται να διορίζει πρόσωπο που να ενεργεί ως πρόεδρος οποιασδήποτε τέτοιας συνέλευσης και να αναφέρει το αποτέλεσμα στο Δικαστήριο.
(2) Στην περίπτωση πιστωτών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αξία του χρέους κάθε πιστωτή.
(3) Στην περίπτωση συνεισφορέων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των ψήφων που παρέχονται σε κάθε συνεισφορέα από το Νόμο αυτό ή το καταστατικό.
(3Α) Πρακτικά διαδικασίας σε συνέλευση πιστωτών ή συνεισφορέων βάσει του Νόμου αυτού, υπογραμμένα στην ίδια ή την αμέσως επόμενη συνέλευση, από πρόσωπο το οποίο περιγράφεται ή το οποίο φαίνεται ότι είναι πρόεδρος της συνέλευσης στην οποία το πρακτικό υπογράφηκε, θεωρείται επαρκής μαρτυρία.
(3Β) Εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο, τεκμαίρεται ότι κάθε συνέλευση πιστωτών ή συνεισφορέων, στην οποία υπογράφηκε πρακτικό διαδικασίας σύμφωνα με το εδάφιο (3Α), συγκλήθηκε και συνήλθε δεόντως και ότι όλες οι αποφάσεις που λήφθηκαν ή διαδικασίες που διεξήχθηκαν σε αυτή τη συνέλευση, λήφθηκαν ή διεξήχθηκαν με τη συνήθη διαδικασία.
325.-(1) Οποιαδήποτε ένορκη δήλωση που απαιτείται να βεβαιώνεται ενόρκως με βάση τις διατάξεις ή για τους σκοπούς του Μέρους αυτού δύναται να βεβαιώνεται ενόρκως στη Δημοκρατία, ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, δικαστή ή προσώπου που είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένο να δέχεται και λαμβάνει ένορκες δηλώσεις ή ενώπιον οποιουδήποτε των προξένων ή υποπροξένων της Δημοκρατίας σε οποιοδήποτε μέρος έξω από τη Δημοκρατία.
(2) Όλα τα Δικαστήρια, δικαστές, Λειτουργοί της Δικαιοσύνης, επίτροποι και πρόσωπα που ενεργούν δικαστικά, λαμβάνουν δικαστική γνώση της σφραγίδας ή υπογραφής, ανάλογα με την περίπτωση, οποιουδήποτε τέτοιου Δικαστηρίου, δικαστή, προσώπου, προξένου ή υποπροξένου που επισυνάπτεται, προσαρτάται ή υπογράφεται σε οποιαδήποτε τέτοια ένορκη δήλωση ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που θα χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς του Μέρους αυτού.
326.-(1) Όταν εταιρεία έχει διαλυθεί, το Δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε μέσα σε δύο έτη από την ημερομηνία της διάλυσης, με αίτηση που γίνεται για το σκοπό αυτό από τον εκκαθαριστή της εταιρείας ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που φαίνεται στο Δικαστήριο ότι ενδιαφέρεται, να εκδώσει διάταγμα, με τέτοιους όρους όπως το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον, που να κηρύττει τη διάλυση ότι ήταν άκυρη, και τότε δύναται να γίνουν τέτοιες διαδικασίες που θα μπορούσαν να γίνουν αν η εταιρεία δεν είχε διαλυθεί.
(2) Αποτελεί καθήκον του προσώπου με την αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα, μέσα σε επτά ημέρες μετά την έκδοση του διατάγματος, ή τέτοιου περαιτέρω χρόνου που το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει, να παραδώσει στον έφορο εταιρειών για εγγραφή αντίγραφο του διατάγματος, και αν το πρόσωπο εκείνο παραλείψει να το κάνει ευθύνεται στην πληρωμή προστίμου που δεν θα υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη.
327.-(1) Όταν ο έφορος εταιρειών έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι εταιρεία δεν διεξάγει εργασία ή δεν λειτουργεί, δύναται να αποστείλει στην εταιρεία με το ταχυδρομείο επιστολή για εξακρίβωση κατά πόσο η εταιρεία διεξάγει εργασία ή είναι σε λειτουργία.
(2) Αν ο έφορος δεν πάρει οποιαδήποτε απάντηση μέσα σε ένα μήνα από την αποστολή της επιστολής, αυτός μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες μετά την πάροδο της περιόδου ενός μηνός αποστέλλει ταχυδρομικώς προς την εταιρεία συστημένη επιστολή που να αναφέρεται στην πρώτη και να δηλώνει ότι δεν λήφθηκε καμιά απάντηση σε αυτή, και ότι αν μέσα σε ένα μήνα δεν ληφθεί απάντηση στη δεύτερη επιστολή από την ημερομηνία αυτής, θα δημοσιευθεί ειδοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 365A με σκοπό να διαγραφτεί η επωνυμία της εταιρείας από το μητρώο εγγραφής.
(2Α) Ο έφορος εταιρειών δύναται επίσης να διαγράψει εταιρεία από το μητρώο-
(α) Κατόπιν αίτησης των συμβούλων της η οποία παραδίδεται στον έφορο εταιρειών στον καθορισμένο τύπο και νοουμένου ότι η εταιρεία έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της οι οποίες προκύπτουν από το Νόμο·
(β) σε περίπτωση παράλειψης καταβολής από την εταιρεία του ετήσιου τέλους που προβλέπεται στο άρθρο 391 για περίοδο ενός έτους, από την ημερομηνία που αυτό κατέστη πληρωτέο·
(γ) σε περίπτωση μη καταχώρισης στον έφορο εταιρειών του ειδικού ψηφίσματος προς συμμόρφωση με το εδάφιο (2) του άρθρου 370ΙΕ εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2021.
(3) Σε περίπτωση που ο έφορος εταιρειών-
(α) Αποστείλει επιστολή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και/ή του εδαφίου (2), και λάβει απάντηση ότι η εταιρεία δεν διεξάγει εργασία ή ότι δεν βρίσκεται σε λειτουργία ή δεν λάβει οποιαδήποτε απάντηση μέσα σε ένα (1) μήνα από την αποστολή δεύτερης επιστολής, ή
(β) λάβει αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2Α), ή
(γ) διαπιστώσει ότι εταιρεία έχει παραλείψει να καταβάλει το ετήσιο τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 391 για περίοδο ενός έτους από την ημερομηνία που αυτό κατέστη πληρωτέο,
δημοσιεύει σύμφωνα με της διατάξεις του άρθρου 365Α και αποστέλλει στην εταιρεία μέσω ταχυδρομείου, ειδοποίηση ότι μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της ειδοποίησης, η επωνυμία της εταιρείας που αναφέρεται στην ειδοποίηση, εκτός αν αποδειχθεί αιτία για το αντίθετο, θα διαγραφεί από το μητρώο και τότε η εταιρεία διαλύεται.
(3Α) Στην περίπτωση που εταιρεία έχει υποβάλει αίτηση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2Α), δύναται να αποσύρει την αίτηση αυτή πριν τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο εδάφιο (3), παραδίδοντας στον έφορο σχετική ειδοποίηση στον καθορισμένο τύπο.
(4) Αν, σε οποιαδήποτε περίπτωση που εταιρεία εκκαθαρίζεται, ο έφορος έχει εύλογη αιτία να πιστεύει είτε ότι κανένας εκκαθαριστής δεν ενεργεί, ή ότι τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας εκκαθαρίστηκαν εξολοκλήρου, και ότι οι εκθέσεις που απαιτούνται να γίνουν από τον εκκαθαριστή δεν έγιναν για περίοδο έξι συνεχών μηνών, ο έφορος δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αποστέλλει στην εταιρεία ή τον εκκαθαριστή, αν υπάρχει, παρόμοια ειδοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (3).
(5) Μετά την πάροδο του χρόνου που αναφέρεται στην ειδοποίηση ο έφορος δύναται, εκτός αν αποδειχθεί προηγουμένως αιτία για το αντίθετο από την εταιρεία ή από οποιοδήποτε μέλος ή πιστωτή της εταιρείας πριν τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο εδάφιο (3), υποβάλλοντας ένσταση στον καθορισμένο τύπο, να διαγράψει την επωνυμία της από το μητρώο, και δημοσιεύει γι’ αυτό ειδοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 365Α και με τη δημοσίευση της ειδοποίησης η εταιρεία διαλύεται:
Νοείται ότι-
(α) η ευθύνη, αν υπάρχει, καθενός συμβούλου, διευθύνοντα αξιωματούχου και οποιουδήποτε μέλους της εταιρείας θα συνεχίζεται και δύναται να εκτελεστεί ωσάν η εταιρεία δεν είχε διαλυθεί· και
(β) καμιά διάταξη στο εδάφιο αυτό δεν επηρεάζει την εξουσία του Δικαστηρίου να εκκαθαρίζει εταιρεία που η επωνυμία της διαγράφτηκε από το μητρώο εγγραφής εταιρειών.
(6) Οποιαδήποτε εταιρεία που παραλείπει να καταχωρήσει στον έφορο οποιοδήποτε έγγραφο που απαιτείται από το Νόμο αυτό να καταχωρηθεί σε αυτόν, δύναται να διαγραφτεί από το Μητρώο Εγγραφής Εταιρειών, και η διαγραφή αυτή γίνεται μετά την παρέλευση έξι τουλάχιστο μηνών από την ημερομηνία της επιστολής του εφόρου με την οποία ζητήθηκε το έγγραφο αυτό και δημοσιεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 365Α.
(7)(α) Στην περίπτωση που εταιρεία ή οποιοδήποτε μέλος ή πιστωτής της αισθάνεται δυσαρεστημένος από το γεγονός ότι η εν λόγω εταιρεία διαγράφτηκε από το μητρώο, ή/και όποιος έχει υποστεί ζημιά από τις πράξεις της εν λόγω εταιρείας πριν τη διαγραφή της, δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο την επαναφορά της επωνυμίας της εταιρείας στο μητρώο πριν από την πάροδο είκοσι ετών από τη ημέρα δημοσίευσης της διαγραφής της, ως ανωτέρω, δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (3), (5) και (6) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 365Α.
(β) Το Δικαστήριο δύναται, εφόσον ικανοποιηθεί ότι η εταιρεία κατά το χρόνο της διαγραφής της διεξήγαγε εργασία ή ήταν σε λειτουργία, ή διαφορετικά ότι είναι δίκαιο η εταιρεία να αποκατασταθεί στο μητρώο, να διατάξει την επαναφορά της επωνυμίας της εταιρείας στο μητρώο, και με την παράδοση επίσημου αντιγράφου του διατάγματος στον έφορο για εγγραφή η εταιρεία λογίζεται ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ωσάν η επωνυμία της δεν διαγράφτηκε.
(γ) Το Δικαστήριο δύναται με το εν λόγω διάταγμα να-
(i) Δώσει τέτοιες οδηγίες και να εκδώσει τέτοιες διατάξεις που θεωρεί δίκαιες για την αποκατάσταση της εταιρείας και όλων των άλλων προσώπων στην ίδια θέση κατά το δυνατό, ωσάν η επωνυμία της εταιρείας δεν είχε διαγραφεί,
(ii) διατάξει την παράδοση στον έφορο τέτοιων εγγράφων σε σχέση με την εταιρεία τα οποία είναι αναγκαία για την επικαιροποίηση του μητρώου το οποίο τηρείται από τον έφορο,
(iii) διατάξει την καταβολή των οφειλόμενων τελών της εταιρείας προς τον έφορο, και
(iv) διατάξει την καταβολή των εξόδων του εφόρου σχετικά με τη διαδικασία αποκατάστασης της εταιρείας στο μητρώο.
(8) Ειδοποίηση που πρέπει να σταλεί με βάση το άρθρο αυτό σε εκκαθαριστή δύναται να απευθύνεται στον εκκαθαριστή στον τελευταίο γνωστό τόπο εργασίας του, και επιστολή ή ειδοποίηση που πρέπει να αποστέλλεται σε εταιρεία με βάση το άρθρο αυτό, δύναται να απευθύνεται στο εγγεγραμμένο γραφείο της ή αν δεν γράφτηκε γραφείο, με τη φροντίδα κάποιου αξιωματούχου της εταιρείας, ή, αν δεν υπάρχει αξιωματούχος της εταιρείας του οποίου το όνομα και η διεύθυνση είναι γνωστά στον έφορο εταιρειών, δύναται να αποστέλλεται σε καθένα από τα πρόσωπα που υπέγραψαν το ιδρυτικό έγγραφο στη διεύθυνση του η οποία αναφέρεται στο ιδρυτικό έγγραφο.
327Α.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 327, ο έφορος δύναται, κατόπιν αίτησης στον καθορισμένο τύπο από οποιοδήποτε σύμβουλο ή μέλος εταιρείας της οποίας η επωνυμία διαγράφηκε από το μητρώο δυνάμει των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (3) και εδαφίου (6) του άρθρου 327, να επαναφέρει την επωνυμία της στο μητρώο εφόσον:
(α) Η σχετική αίτηση υποβληθεί εντός είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία διαγραφής της επωνυμίας της εταιρείας δυνάμει του άρθρου 327, και
(β) η εταιρεία διεξήγαγε εργασίες και/ή λειτουργούσε όταν διαγράφηκε, και
(γ) έχουν παραδοθεί ή επισυναφθεί με την εν λόγω αίτηση όλα τα σχετικά έντυπα, εκθέσεις, οικονομικές καταστάσεις και έγγραφα ώστε να επικαιροποιηθεί το αρχείο της εταιρείας που τηρείται από τον έφορο, και
(δ) έχουν πληρωθεί ή καταβληθεί με την εν λόγω αίτηση όλα τα τέλη, επιβαρύνσεις και/ή πρόστιμα παράλειψης τα οποία είχαν προκύψει και/ή επιβληθεί πριν από την ημερομηνία διαγραφής της επωνυμίας της εταιρείας, και
(ε) το τέλος διοικητικής επαναφοράς έχει καταβληθεί με την υποβολή της σχετικής αίτησης, και
(στ) ο έφορος έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι η διαγραφή της επωνυμίας της εταιρείας έχει θέσει τον αιτητή σε μειονεκτική θέση.
(2) Επιπρόσθετα των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση που περιουσία και/ή δικαιώματα της εταιρείας έγιναν αντικείμενο χειρισμού από τη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 328, ο αιτητής οφείλει να επισυνάψει γραπτή συγκατάθεση αρμόδιου εκπροσώπου της Δημοκρατίας για την επαναφορά της εταιρείας.
(3) Ο έφορος, αφού ικανοποιηθεί ότι τα κριτήρια που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) πληρούνται, εκδίδει πιστοποιητικό επαναφοράς της επωνυμίας της εταιρείας στο μητρώο με το οποίο η εταιρεία λογίζεται ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ωσάν η επωνυμία της δεν είχε διαγραφεί και δημοσιεύει ανακοίνωση της επαναφοράς της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 365Α και η ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού επαναφοράς από τον έφορο λογίζεται και ως η ημερομηνία επαναφοράς της εταιρείας στο μητρώο.
(4) Η διοικητική επαναφορά της εταιρείας δεν επηρεάζει το δικαίωμα του αιτητή να καταφύγει, εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία επαναφοράς της εταιρείας, στο Δικαστήριο και να αιτηθεί έκδοση διατάγματος βάσει του στοιχείου (i) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (7) του άρθρου 327.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η επαναφορά της επωνυμίας της εταιρείας στο μητρώο δε θα επηρεάζει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της εταιρείας σε σχέση με οποιοδήποτε χρέος ή υποχρέωση ή οποιαδήποτε σύμβαση που συνάφθηκε από, με ή εκ μέρους της εταιρείας μεταξύ της ημερομηνίας διαγραφής της και της ημερομηνίας επαναφοράς της.
328. Όταν εταιρεία διαλυθεί, ολόκληρη η περιουσία και τα δικαιώματα τα οποία με οποιοδήποτε τρόπο περιήλθαν σε ή κρατούνταν ως εμπίστευμα για την εταιρεία αμέσως πριν από τη διάλυση της (δεν περιλαμβάνει περιουσία που κατέχεται από την εταιρεία με εμπίστευμα για άλλο πρόσωπο) τηρουμένου και άνευ βλάβης οποιουδήποτε διατάγματος το οποίο δύναται οποτεδήποτε να εκδοθεί από το Δικαστήριο με βάση τα άρθρα 326 και 327, θεωρείται αδέσποτη και ανήκει ανάλογα στη Δημοκρατία και περιέρχεται και δύναται να είναι αντικείμενο χειρισμού με τον ίδιο τρόπο όπως άλλη αδέσποτη περιουσία που περιέρχεται στη Δημοκρατία.
329.-(1) Όταν περιουσία περιέρχεται στη Δημοκρατία με βάση το άρθρο 328, ο τίτλος της Δημοκρατίας σε αυτή με βάση το άρθρο εκείνο δύναται να αποποιηθεί με ειδοποίηση υπογραμμένη από το Γενικό Λογιστή.
(2) Όταν ειδοποίηση της αποποίησης βάσει του άρθρου αυτού εκτελείται σχετικά με οποιαδήποτε περιουσία, η περιουσία εκείνη δε θεωρείται ότι περιήλθε στη Δημοκρατία βάση το άρθρο 328, και τα εδάφια (2) και (6) του άρθρου 304 εφαρμόζονται σχετικά με την περιουσία ωσάν αυτή να είχε αποποιηθεί με βάση το εδάφιο (1) του αναφερόμενου άρθρου 304 αμέσως πριν από τη διάλυση της εταιρείας.
(3) Το δικαίωμα εκτέλεσης ειδοποίησης αποποίησης με βάση το άρθρο αυτό δύναται να εγκαταλειφθεί από ή για λογαριασμό της Δημοκρατίας είτε ρητά είτε με τη λήψη κατοχής ή άλλης πράξης που αποδεικνύει εκείνη την πρόθεση.
(4) Ειδοποίηση αποποίησης με βάση το άρθρο αυτό δεν ισχύει εκτός αν εκτελείται μέσα σε δώδεκα μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η περιέλευση της περιουσίας όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ήλθε σε γνώση του Γενικού Λογιστή, ή, αν έγινε γραπτή αίτηση στο Γενικό Λογιστή από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενδιαφέρεται στην περιουσία που απαιτεί από αυτόν να αποφασίσει κατά πόσο αυτός θα αποποιηθεί ή όχι, μέσα σε περίοδο τριών μηνών μετά τη λήψη της αίτησης ή τέτοιας περαιτέρω περιόδου όπως δυνατό να επιτραπεί από το Δικαστήριο το οποίο θα είχε δικαιοδοσία να εκκαθαρίσει την εταιρεία αν αυτή δεν είχε διαλυθεί.
(5) Δήλωση σε ειδοποίηση αποποίησης οποιασδήποτε περιουσίας με βάση το άρθρο αυτό, ότι η περιέλευση της περιουσίας ήλθε σε γνώση του Γενικού Λογιστή σε ορισμένη ημερομηνία ή ότι καμιά τέτοια αίτηση δεν λήφθηκε από αυτόν όπως αναφέρθηκε πιο πάνω σχετικά με την περιουσία πριν από ορισμένη ημερομηνία, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου, αποτελεί ικανοποιητική μαρτυρία για το γεγονός που δηλώθηκε.
(6) Ειδοποίηση απόρριψης με βάση το άρθρο παραδίνεται στον έφορο εταιρειών και κρατείται και εγγράφεται από αυτόν και αντίγραφα της δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αποστέλλονται σε οποιαδήποτε πρόσωπα που έδωσαν ειδοποίηση στο Γενικό Λογιστή ότι αξιώνουν ότι ενδιαφέρονται για την περιουσία.
330. Λογαριασμός, που ονομάζεται “ο Λογαριασμός Εκκαθάρισης Εταιρειών” τηρείται από το Γενικό Λογιστή, και όλα τα χρήματα που εισπράττονται από αυτόν με βάση τις διατάξεις του άρθρου 322 καταβάλλονται σε εκείνο το λογαριασμό.
331.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διορίζει τέτοιους επιπρόσθετους λειτουργούς που θα απαιτηθούν για την εκτέλεση του Μέρους αυτού, και δύναται να παύει οποιοδήποτε πρόσωπο που διορίστηκε με τον τρόπο αυτό.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο διατάσσει κατά πόσο οποιαδήποτε και ποια αμοιβή θα επιτρέπεται σε οποιοδήποτε λειτουργό ή πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα με βάση το Μέρος αυτό σχετικά με την εκκαθάριση εταιρειών, και δύναται να αλλάσσει, αυξάνει ή μειώνει την αμοιβή αυτή όπως αυτός το θεωρεί πρέπον.
332. Ο επίσημος παραλήπτης και οποιοσδήποτε λειτουργός του Δικαστηρίου που ενεργεί σε εκκαθαρίσεις εταιρειών υποβάλλουν στο Γενικό Λογιστή τέτοιες εκθέσεις για τις εργασίες τους, αναφορικά με αυτές, σε τέτοια χρονικά διαστήματα, και με τέτοιο τρόπο και τύπο, που ο Γενικός Λογιστής δυνατό να διατάξει, και από εκείνες τις εκθέσεις ο Γενικός Λογιστής δύναται να φροντίζει για την ετοιμασία βιβλίων τα οποία, με βάση Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, θα είναι ανοικτά για δημόσια ενημέρωση και έρευνα.
333. Το Υπουργικό Συμβούλιο με τη συμβουλή και βοήθεια του Αρχιδικαστή, δύναται να εκδίδει γενικούς κανονισμούς για την αποτελεσματική εφαρμογή των σκοπών του Νόμου αυτού στην έκταση που αφορούν την εκκαθάριση εταιρειών και για τα τέλη που πρέπει να πληρώνονται σχετικά με τη σχετική διαδικασία και τον τρόπο που αυτά θα εισπράττονται και θα υπολογίζονται.