34.-(1) Απαιτήσεις σε μορφή ανεκκαθάριστων αποζημιώσεων, οι οποίες προκύπτουν διαφορετικά παρά από σύμβαση, υπόσχεση ή κατάχρηση εμπιστοσύνης, δεν δύνανται να επαληθευτούν σε πτώχευση.
(2) Πρόσωπο που έχει γνώση οποιασδήποτε πράξης πτώχευσης που υφίσταται εναντίον πτωχέυσαντα, δεν δύναται να προβεί σε επαλήθευση με βάση το διάταγμα για χρέος ή υποχρέωση που δημιουργήθηκε από τον πτωχέυσαντα μετά την ημερομηνία που έλαβε γνώση της πράξης πτώχευσης.
(3) Εκτός, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όλα τα χρέη και όλες οι υποχρεώσεις, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή υπό αίρεση, στις οποίες υπόκειται ο πτωχεύσας κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης, ή στις οποίες θα υπόκειται πριν από την αποκατάσταση του λόγω ευθύνης που προέκυψε πριν από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης, θα θεωρούνται ως χρέη που δύνανται να επαληθευτούν.
(4) Ο διαχειριστής καταρτίζει εκτίμηση της αξίας κάθε χρέους ή ευθύνης που δύναται να επαληθευτεί όπως αναφέρεται πιο πάνω, η οποία λόγω του ότι τελεί υπό αίρεση ή για άλλο λόγο δεν έχει βέβαιη αξία.
(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι δυσαρεστημένο με την καταρτιζόμενη από το διαχειριστή, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εκτίμηση, δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο.
(6) Αν, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η αξία του χρέους ή της ευθύνης δεν δύναται να εκτιμηθεί δίκαια, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει προς το σκοπό αυτό διάταγμα και στη συνέχεια το χρέος ή ευθύνη θα θεωρούνται, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, ως χρέος μη δυνάμενο να επαληθευτεί σε πτώχευση.
(7) Αν, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η αξία του χρέους ή της ευθύνης δύναται να εκτιμηθεί δίκαια, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως ο υπολογισμός της αξίας γίνει ενώπιον του ίδιου του Δικαστηρίου και δύναται να δώσει για το σκοπό αυτό όλες τις απαραίτητες οδηγίες, το δε ποσό της αξίας, όταν υπολογιστεί, θα θεωρείται χρέος το οποίο δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση.
(8) “Ευθύνη” για τους σκοπούς του Νόμου αυτού περιλαμβάνει-
(α) οποιαδήποτε αποζημίωση για έργο ή εργασία που εκτελέστηκε·
(β) οποιαδήποτε υποχρέωση ή πιθανή υποχρέωση για πληρωμή χρημάτων ή χρηματικής αξίας, που προκύπτει από αθέτηση ρητού ή σιωπηρού συμβολαίου, σύμβασης, συμφωνίας, ή ανάληψης υποχρέωσης ανεξάρτητα αν η αθέτηση συνέβηκε ή όχι, ή είναι ή όχι ενδεχόμενο να προκύψει ή δύναται να προκύψει, πριν από την αποκατάσταση του πτωχέυσαντα·
(γ) γενικά, οποιαδήποτε ρητή ή σιωπηρή δέσμευση, συμφωνία ή ανάληψη υποχρέωσης, για πληρωμή, ή η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την πληρωμή χρημάτων ή χρηματικής αξίας ανεξάρτητα αν η πληρωμή, όσον αφορά το ποσό, είναι εκκαθαρισμένη ή ανεκκαθάριστη όσον αφορά το χρόνο, παρούσα ή μελλοντική, βέβαιη ή εξαρτημένη από μία αίρεση ή από δύο ή περισσότερες αιρέσεις, και όσον αφορά στον τρόπο της εκτίμησης, ικανή να εξακριβωθεί με βάση ορισμένους κανόνες ή ως θέμα γνώμης.
35. Σε περίπτωση αμοιβαίων πιστώσεων, αμοιβαίων χρεών ή άλλων αμοιβαίων συναλλαγών μεταξύ πτωχεύσαντα, εναντίον του οποίου θα εκδοθεί διάταγμα πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που επαλήθευσε ή που αξιώνει την επαλήθευση χρέους με βάση το διάταγμα πτώχευσης, θα πρέπει να καταρτίζεται λογαριασμός για το τι οφείλεται από το ένα μέρος προς το άλλο σε σχέση με τις αμοιβαίες αυτές συναλλαγές και το ποσό που οφείλεται από το ένα μέρος θα συμψηφίζεται με το οφειλόμενο από το άλλο, το δε υπόλοιπο του λογαριασμού, και τίποτε περισσότερο από αυτό, δεν θα αξιώνεται ή θα καταβάλλεται από το κάθε μέρος αντίστοιχα πρόσωπο όμως δεν δικαιούται, βάσει του άρθρου αυτού, να απαιτήσει το όφελος συμψηφισμού εναντίον της περιουσίας του πτωχεύσαντα σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία, κατά το χρόνο της παραχώρησης της πίστωσης στον πτωχεύσαντα, είχε γνώση πράξης πτώχευσης που διαπράχτηκε από τον πτωχεύσαντα και η οποία δύναται να προταχθεί εναντίον του.
36.-(1) Tο ενεργητικό που απομένει μετά την πληρωμή των πραγματικών δαπανών που προέκυψαν κατά την εκκαθάριση του ενεργητικού του πτωχεύσαντα, διατίθεται, τηρουμένου οποιουδήποτε διατάγματος του Δικαστηρίου, για τη διενέργεια των πιο κάτω πληρωμών οι οποίες θα γίνονται με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας, συγκεκριμένα-
(α) των πραγματικών δαπανών που προέκυψαν από τον επίσημο παραλήπτη για την προστασία της περιουσίας ή του ενεργητικού του πτωχεύσαντα ή μέρους αυτού, ως και οποιωνδήποτε δαπανών ή εξόδων που προέκυψαν από τον ίδιο ή με εξουσιοδότηση του κατά την άσκηση των εργασιών του πτωχεύσαντα·
(β) των τελών, ποσοστών και δικαιωμάτων που πρέπει να πληρωθούν στον επίσημο παραλήπτη, ή των εξόδων, επιβαρύνσεων και δαπανών που προέκυψαν από ή με εξουσιοδότηση του επίσημου παραλήπτη·
(γ) της αμοιβής του ειδικού διαχειριστή, αν υπάρχει· και
(δ) των ψηφισθέντων εξόδων του αιτούντος πιστωτή τα οποία δεν απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.
(2) Οποτεδήποτε το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι περιουσιακό στοιχείο πτωχεύσαντα, αναφορικά με την περιουσία του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης, διαφυλάχθηκε προς όφελος των πιστωτών με νομικές διαδικασίες που λήφθηκαν εναντίον του πτωχεύσαντα από πιστωτή ο οποίος δεν είχε γνώση πράξης πτώχευσης που διαπράχθηκε από τον πτωχεύσαντα, το Δικαστήριο δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να διατάξει την πληρωμή των εξόδων που προκύπτουν από τη λήψη τέτοιων νομικών διαδικασιών ή μέρους αυτών από την περιουσία του πτωχεύσαντα με την ίδια προτεραιότητα, ως προς την πληρωμή, όπως στο άρθρο αυτό προβλέπεται αναφορικά με τα ψηφισθέντα έξοδα του αιτητή.
37. Σχετικά με τον τρόπο επαλήθευσης χρεών, το δικαίωμα επαλήθευσης των ασφαλισμένων και άλλων πιστωτών, την παραδοχή και απόρριψη επαλήθευσης και αναφορικά με τα άλλα ζητήματα που αναφέρονται στο Δεύτερο Παράρτημα, οι κανονισμοί που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα εκείνο θα εφαρμόζονται.
37Α-(1) Εξασφαλισμένος πιστωτής, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος πτώχευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υποβάλλει στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή και, όπου εφαρμόζεται, σε εγγυητή προκαταρκτική εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση.
(2) Το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημέρα υποβολής της προκαταρτικής εκτίμησης από τον πιστωτή δυνάμει του εδαφίου (1), ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής:
(α) Συμφωνούν μεταξύ τους και με τον πιστωτή ως προς την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, και σε τέτοια περίπτωση η εν λόγω εκτίμηση είναι δεσμευτική για όλους· ή
(β) διορίζουν ανεξάρτητο εκτιμητή· ή
(γ) αποτείνονται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για να διορίσει η ίδια ανεξάρτητο εκτιμητή.
(3) Ανεξάρτητος εκτιμητής που διορίζεται είτε δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), είτε δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), καθορίζει το αργότερο εντός δέκα ημερών από το διορισμό του, την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, και, η εκτίμηση που γίνεται από τον εν λόγω εκτιμητή θα είναι δεσμευτική για τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή, τον εξασφαλισμένο πιστωτή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή.
(4) Τα έξοδα της εκτίμησης που γίνεται δυνάμει του εδαφίου (3), καταβάλλονται κατ' αναλογία από τον εξασφαλισμένο πιστωτή, τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή:
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
«εκτιμητής» σημαίνει αδειούχο εκτιμητή, ο οποίος είναι εγγεγραμμένο μέλος στο Μητρώο Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου·
«αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση» σημαίνει το ποσό το οποίο η περιουσία θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα αποφέρει, εάν διατίθετο στην ελεύθερη αγορά από πωλητή που ενεργεί εκούσια, σε αγοραστή που ενεργεί εκούσια, λαμβάνοντας υπόψη ότι η περιουσία διατίθεται κατά τη διαδικασία πτώχευσης·
«Υπηρεσία Αφερεγγυότητας» σημαίνει την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας όπως αυτή ορίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου.
37Β.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, εγγυητής τυγχάνει μεταχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε σχέση με εγγυήσεις που έδωσε για επαληθεύσιμα χρέη πτωχεύσαντα.
(2)(α) Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν υποβάλει την επαλήθευση εντός της καθορισμένης προθεσμίας όπως προνοείται στο Δεύτερο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση·
(β) ο πιστωτής ενημερώνει τους εγγυητές αναφορικά με την επαλήθευση και την εν λόγω αποδοχή ή απόρριψη δυνάμει του Κανονισμού 21 του Δεύτερο Δεύτερου Παραρτήματος:
(3) Σε περίπτωση εξασφαλισμένου πιστωτή, η επαλήθευση περιλαμβάνει επιπλέον όλες τις πληροφορίες αναφορικά με:
(α) Την εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 37Α:
(β) το ποσό του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα προς τον συγκεκριμένο εξασφαλισμένο πιστωτή κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, το οποίο στο παρόν άρθρο αναφέρεται ως "οφειλόμενο χρέος".
(4) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση του πιστωτή, κατά την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή, ισούται ή ξεπερνά την αξία του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δε δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με εγγύηση.
(5) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση, είναι χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση για ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, όπως αυτά περιλαμβάνονται στην επαλήθευση.
(6) (α) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (5), το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της πτώχευσης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει πληρωμές ως τέτοιο κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές·
(β) ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση που περιουσία η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση διατεθεί και το καθαρό ποσό της διάθεσης είναι μεγαλύτερο από το ποσό της εκτιμημένης αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής θα δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση μόνο για το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους:
(7) Τυχόν καταμερισμός υποχρεώσεων από τον πιστωτή μεταξύ των εγγυητών, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στην επαλήθευση, γίνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της διαφάνειας και σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας.
(8)(α) Οι εγγυητές δύνανται να καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, και κανένας εγγυητής δεν καταβάλλει ποσό το οποίο ξεπερνά το ποσό που απομένει μετά από αφαίρεση από το μηνιαίο εισόδημα τους, του συνόλου των:
(ί) Λογικών εξόδων διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρώμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου· και
(ίί) το σύνολο των μηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις κατά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης·
(β) σε περιπτώσεις στις οποίες οι εγγυητές καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων, θα είναι η ίδια όπως καθορίστηκε στην αρχική σύμβαση μεταξύ πτωχεύσαντα και πιστωτή, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά και το επιτόκιο δεν θα είναι μεγαλύτερο από την εν λόγω αρχική σύμβαση.
(9) Οι διατάξεις του εδαφίου (8) εφαρμόζονται μόνο για χρέη για τα οποία συνήφθησαν συμβάσεις εγγύησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2018 και η εφαρμογή τους ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου καταβολής των καθορισμένων μηνιαίων δόσεων η οποία άρχισε κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015.
(10) Το σύνολο των οποιωνδήποτε εφάπαξ ποσών και της καθαρής παρούσας αξίας σειράς πληρωμών που καταβάλλονται από εγγυητή καθώς και τυχόν πληρωμών που καταβάλλονται για μη εξασφαλισμένα χρέη προς συγκεκριμένο πιστωτή κατά τη διαδικασία πτώχευσης, δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό:
(α) Της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή· ή
(β) το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για μη εξασφαλισμένο πιστωτή:
(11) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καμία αγωγή που αφορά εγγύηση σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται από πιστωτή εναντίον εγγυητή μετά την πάροδο δυο ετών από την ημερομηνία της γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή:
(12) Όταν οποιοσδήποτε εγγυητής, κατέβαλε ολόκληρο το ποσό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του εδαφίου (5), σε πιστωτή δυνάμει του παρόντος άρθρου, τέτοιος εγγυητής, με την καταβολή τέτοιας πληρωμής καθίσταται μη εξασφαλισμένος πιστωτής ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην εν λόγω πληρωμή και έχει όλα τα δικαιώματα μη εξασφαλισμένου πιστωτή έναντι της περιουσίας του πτωχεύσαντα, και οι απαιτήσεις του έχουν την ίδια προτεραιότητα με αυτές των άλλων μη εξασφαλισμένων πιστωτών.
(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καμία αγωγή από εγγυητή εναντίον του πτωχεύσαντα ή οποιουδήποτε άλλου συνεγγυητή σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία καταβολής πληρωμής από τον εγγυητή στον πιστωτή αναφορικά με χρέος του πτωχεύσαντα:
(14) Σε περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος πτώχευσης δυνάμει του άρθρου 22 ή 31 ή αποκατάστασης του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27 πιστωτής δεν δύναται να επιβάλει την υποχρέωση εγγυητή σε σχέση με την ευθύνη του αναφορικά με χρέος, στο βαθμό που το εν λόγω χρέος αποτελεί εξασφαλισμένο χρέος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου:
(15) Σε περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος πτώχευσης δυνάμει του άρθρου 22 ή 31 ή αποκατάστασης του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27, ο εγγυητής θα είναι υπεύθυνος για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για ανεξασφάλιστο πιστωτή, μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ποσών έχουν αποπληρωθεί από τον πτωχεύσαντα ή εγγυητή.
(16) Η αυτοδίκαιη αποκατάσταση του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27Α δεν επηρεάζει τα αποτελέσματα της εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
38.-(1) Κατά τη διανομή της περιουσίας του πτωχεύσαντα πληρώνονται κατά προτεραιότητα όλων των άλλων χρεών, αλλά μετά την πληρωμή των αναφερομένων στο άρθρο 36 προκαταρκτικών δαπανών:
(α) όλοι οι κυβερνητικοί φόροι και δασμοί, δημοτικά ή κοινοτικά τέλη τα οποία οφείλονται από τον πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης και τα οποία κατέστησαν απαιτητά και πληρωτέα μέσα στους δώδεκα αμέσως προηγούμενους της ημερομηνίας του διατάγματος παραλαβής, μήνες·
(β) κάθε ποσό αποδοχών μισθωτού αναφορικά με την απασχόληση του από τον πτωχεύσαντα κατά τη διάρκεια των δεκαοκτώ εβδομάδων των αμέσως προηγουμένων της έκδοσης διατάγματος πτώχευσης, σε καμιά, όμως, περίπτωση, το ποσό των αποδοχών αυτών δεν δύναται να υπερβαίνει το γινόμενο του δεκαοκτώ επί το διπλάσιο των εκάστοτε βασικών ασφαλιστέων αποδοχών·
(γ) κάθε ποσό της αποζημίωσης το οποίο ο πτωχεύσας υποχρεούται να καταβάλει προς το μισθωτό λόγω σωματικής βλάβης την οποία ο μισθωτός υπέστηκε λόγω ατυχήματος που προκλήθηκε από την απασχόληση και στην απασχόληση του ως μισθωτού του πτωχεύσαντος·
(δ) κάθε ποσό που οφείλεται προς το μισθωτό για την άδεια την οποία δικαιούται από την απασχόληση του από τον πτωχεύσαντα για περίοδο απασχόλησης ενός μόνο έτους·
(ε) όλα τα ενοίκια που προέκυψαν και οφείλονται στον ιδιοκτήτη κατά τους τέσσερις μήνες τους αμέσως προηγούμενους της ημερομηνίας του διατάγματος πτώχευσης·
(στ) για τους σκοπούς των παραγράφων (β), (γ) και (δ) του εδαφίου αυτού οι όροι “αποδοχαί” “μισθωτός” και “βασικές ασφαλιστέες αποδοχές” έχουν τις έννοιες που τους αποδόθηκαν από τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 έως 1985.
(2) Τα πιο πάνω χρέη κατατάσσονται εξίσου και πληρώνονται εξολοκλήρου, εκτός αν η περιουσία του πτωχεύσαντα είναι ανεπαρκής να ικανοποιήσει τα χρέη αυτά όποτε τα χρέη ελαττώνονται σε ίσες αναλογίες μεταξύ τους.
(3) Τα πιο πάνω χρέη θα πρέπει να εξοφληθούν αμέσως, εφόσον η περιουσία του πτωχεύσαντα επαρκεί για την αντιμετώπιση τους, τηρουμένης της κράτησης από την περιουσία αυτή τέτοιων ποσών τα οποία είναι αναγκαία για την κάλυψη των εξόδων της διαχείρισης ή διαφορετικά.
(4) Η κοινή περιουσία συνεταίρων διατίθεται κατά πρώτο λόγο για πληρωμή των κοινών χρεών τους και η ξεχωριστή περιουσία κάθε συνεταίρου διατίθεται κατά πρώτο λόγο για πληρωμή των ξεχωριστών τους χρεών. Αν υπάρξει πλεόνασμα των ξεχωριστών περιουσιών, θα τυγχάνει χειρισμού ως, μέρος της κοινής περιουσίας. Αν υπάρξει πλεόνασμα της κοινής περιουσίας θα τυγχάνει χειρισμού ως, μέρος των αντίστοιχων ξεχωριστών περιουσιών κατ’ αναλογία του δικαιώματος και συμφέροντος κάθε συνεταίρου στην κοινή περιουσία.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού όλα τα επαληθευόμενα σε πτώχευση χρέη, πληρώνονται εξίσου.
(6) Αν μετά την πληρωμή των χρεών υπάρχει πλεόνασμα, αυτό θα χρησιμοποιείται για πληρωμή των τόκων από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης με επιτόκιο όπως καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επί όλων των χρεών που επαληθεύτηκαν στην πτώχευση.
(7) Καμιά διάταξη του άρθρου αυτού δεν αλλοιώνει το αποτέλεσμα του άρθρου 7 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, ή τη σειρά εκκαθάρισης των χρεών αποθανόντα προσώπου, βάσει των διατάξεων του περί Διαχειρίσεως των Περιουσιών Νόμου, Κεφ. 189.
- ΚΕΦ.5
- 197/1986
- 61(Ι)/2015
39. Σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του ενός εκ των δύο συζύγων, οποιαδήποτε χρήματα ή άλλη περιουσία, που του δάνεισε ή του εμπιστεύθηκε ο έτερος σύζυγος για τους σκοπούς του εμπορίου ή της επιχείρησής που διεξάγεται από αυτόν, θεωρούνται ως στοιχεία του ενεργητικού της περιουσίας του και ο έτερος σύζυγος δεν δικαιούται να απαιτήσει μέρισμα ως πιστωτής σε σχέση με τα εν λόγω χρήματα ή περιουσία, μέχρις ότου ικανοποιηθούν όλες οι έναντι αντιπαροχής, σε χρήμα ή χρηματική αξία, απαιτήσεις των άλλων πιστωτών του πτωχεύσαντα συζύγου.
40. Η πτώχευση του πτωχεύσαντα, είτε έγινε μετά από αίτηση του ίδιου του πτωχεύσαντα είτε μετά από αίτηση πιστωτή ή πιστωτών, θεωρείται ότι ανάγεται στο παρελθόν και αρχίζει από το χρόνο διάπραξης της πράξης πτώχευσης με βάση την οποία εκδόθηκε εναντίον του το διάταγμα πτώχευσης, ή, αν αποδειχτεί ότι ο πτωχεύσας διέπραξε περισσότερες από μια πράξεις πτώχευσης, η πτώχευση του πτωχεύσαντα ανατρέχει στο, και αρχίζει από το χρόνο διάπραξης της πρώτης από τις πράξεις πτώχευσης που αποδείχτηκαν ότι διαπράχτηκαν από τον πτωχεύσαντα μέσα στους τρεις αμέσως προηγούμενους της υποβολής της αίτησης πτώχευσης μήνες αλλά ούτε η αίτηση πτώχευσης, ούτε το διάταγμα πτώχευσης, ούτε η κήρυξη σε πτώχευση καθίστανται άκυρες εξαιτίας οποιασδήποτε πράξης πτώχευσης προγενέστερης προς το χρέος του αιτούντα πιστωτή.
41. Η περιουσία του πτωχεύσαντα, που πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών, η οποία στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως η περιουσία του πτωχεύσαντα, περιλαμβάνει τις πιο κάτω λεπτομέρειες:
(α) όλη η περιουσία αυτή που δυνατό να ανήκει ή που κατέχεται από τον πτωχεύσαντα κατά την έναρξη της πτώχευσης ή δυνατό να αποκτήθηκε ή περιήλθε σε αυτόν πριν από την αποκατάσταση του
(β) την ιδιότητα να ασκεί και λαμβάνει διαδικασίες για την άσκηση όλων των εξουσιών που αφορούν την περιουσία ή που σχετίζονται με αυτή, οι οποίες θα μπορούσαν να ασκηθούν από τον πτωχεύσαντα προς όφελος του κατά την έναρξη της πτώχευσης του ή πριν από την αποκατάσταση του
(γ) όλα τα εμπορεύματα, τα οποία κατά την έναρξη της πτώχευσης, βρίσκονταν στην κατοχή, διαταγή ή στη διάθεση του πτωχεύσαντα, κατά την άσκηση από αυτόν του εμπορίου ή της επιχείρησης του, με τη συναίνεση και άδεια του πραγματικού ιδιοκτήτη, υπό τέτοιες περιστάσεις ώστε ο πτωχεύσας να θεωρείται ως ο φερόμενος ιδιοκτήτης τους.
Νοείται ότι αγώγιμα δικαιώματα, άλλα από χρέη οφειλόμενα ή που καθίστανται οφειλόμενα στον πτωχεύσαντα στην πορεία του εμπορίου ή της επιχείρησης του, δεν θεωρούνται εμπορεύματα μέσα με την έννοια του άρθρου αυτού.
42. Τα πιο κάτω δεν αποτελούν μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα που διανέμεται μεταξύ των πιστωτών του δηλαδή:
(α) περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή του πτωχεύσαντα ως εμπίστευμα για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο
(β) όλη η περιουσία που εξαιρείται από εκτέλεση με βάση οποιοδήποτε Νόμο που ισχύει εκάστοτε στην Κύπρο
(γ) ανεξάρτητα από τις σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου:
(ί) Βιβλία, εργαλεία και άλλα αντικείμενα ή εξοπλισμός που χρησιμοποιούνται από τον πτωχεύσαντα και είναι λογικά αναγκαία για την απασχόληση ή επιχείρησή του, συνολικής αξίας που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000), ώστε να πραγματοποιεί ο ίδιος τις καθημερινές δραστηριότητές του· και
(ίί) ένα όχημα, αξίας μέχρι τριών χιλιάδων ευρώ (€3.000), όταν τούτο είναι εύλογα αναγκαίο, ώστε ο πτωχεύσας να φέρει σε πέρας τις καθημερινές δραστηριότητές του:
(ίν) όταν ο πτωχεύσας ή εξαρτώμενοί του παρακολουθούν μαθήματα δημοτικής, μέσης, ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης, τα βιβλία, υλικά και άλλα είδη εξοπλισμού που είναι εύλογα αναγκαία στον πτωχεύσαντα ή στους εξαρτωμένους του, ανάλογα με την περίπτωση, για να συμμετέχει και να ολοκληρώσει αυτά τα μαθήματα·
(δ) ασφαλίσεις πρόσκαιρης διάρκειας ή ασφαλίσεις ζωής που κατά τη χρονική περίοδο της πτώχευσης δεν είχαν δημιουργήσει αξία εξαγοράς ή ασφαλίσεις ζωής για τις οποίες έχει συσταθεί καταπίστευμα προς όφελος της οικογένειας του πτωχεύσαντος:
43.-(1) Όταν εκδοθεί δεύτερο ή μεταγενέστερο διάταγμα πτώχευσης εναντίον πτωχεύσαντα ή αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα, ή όταν εκδοθεί διάταγμα διαχείρισης σε πτώχευση της περιουσίας πτωχεύσαντα που πέθανε, τότε για τους σκοπούς οποιασδήποτε διαδικασίας που είναι συνέπεια της έκδοσης του διατάγματος αυτού, ο διαχειριστής της αμέσως προηγούμενης πτώχευσης θεωρείται ως πιστωτής αναφορικά με οποιοδήποτε ανικανοποίητο υπόλοιπο των χρεών που δύνανται να επαληθευτούν στην πτώχευση εκείνη εναντίον της περιουσίας του πτωχεύσαντα.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία δεύτερο ή μεταγενέστερο διάταγμα πτώχευσης που εκδόθηκε εναντίον πτωχεύσαντα ή αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα ακολουθείται από διάταγμα το οποίο κηρύσσει αυτόν σε πτώχευση ή σε περίπτωση που εκδίδεται διάταγμα για τη διαχείριση εν πτωχεύσει της περιουσίας πτωχεύσαντα που πέθανε, κάθε περιουσία που αποκτήθηκε από τον πτωχεύσαντα από την τελευταία κήρυξη του σε πτώχευση, η οποία κατά την ημερομηνία της υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης δεν διανεμήθηκε μεταξύ των πιστωτών στην αμέσως προηγούμενη πτώχευση, περιέρχεται (τηρουμένης οποιασδήποτε διάθεσης που έγινε από τον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή της πτώχευσης εκείνης, χωρίς γνώση της υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης πτώχευσης και τηρουμένων των προνοιών των εδαφίων (5) και (6) του άρθρου αυτού), στο διαχειριστή της μεταγενέστερης πτώχευσης ή διαχείρισης εν πτωχεύσει της περιουσίας, ανάλογα με την περίπτωση.
(3) Όταν ο διαχειριστής πτώχευσης λάβει ειδοποίηση για μεταγενέστερη αίτηση πτώχευσης εναντίον του πτωχεύσαντα ή αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα ή, μετά το θάνατο του, της υποβολής αίτησης για διαχείριση της περιουσίας σε πτώχευση, ο διαχειριστής θα κρατεί την περιουσία που βρισκόταν τότε στην κατοχή του, η οποία αποκτήθηκε από τον πτωχεύσαντα αφότου κηρύχτηκε σε πτώχευση μέχρις ότου εκδικαστεί η μεταγενέστερη αίτηση και, αν με βάση τη μεταγενέστερη αίτηση εκδοθεί διάταγμα κήρυξης της πτώχευσης ή διάταγμα της διαχείρισης της περιουσίας σε πτώχευση, ο διαχειριστής θα πρέπει να μεταβιβάσει ολόκληρη την περιουσία αυτή ή τα εισοδήματα της (αφαιρουμένων των εξόδων και δαπανών του) στο διαχειριστή της μεταγενέστερης πτώχευσης ή της διαχείρισης σε πτώχευση, ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Πληρωμή χρημάτων ή παράδοση περιουσίας σε πρόσωπο που κηρύσσεται μεταγενέστερα σε πτώχευση ή σε πρόσωπο που απαιτεί με βάση εκχώρηση που έγινε από αυτόν, θα αποτελεί, ανεξάρτητα από το τι περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό, έγκυρη απαλλαγή του προσώπου που προέβηκε στην πληρωμή ή την παράδοση της περιουσίας, αν η πληρωμή ή η παράδοση έγινε πριν την πραγματική ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης και χωρίς ειδοποίηση για την υποβολή της αίτησης πτώχευσης και έγινε είτε σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των εργασιών ή άλλως πως καλή τη πίστη.
(5) Όλες οι συναλλαγές του πτωχεύσαντα με πρόσωπο που συναλλάσσεται με αυτόν καλή τη πίστη και έναντι αντιπαροχής, σχετικά με περιουσία, ανεξάρτητα αν είναι κινητή ή ακίνητη, η οποία αποκτήθηκε από τον πτωχεύσαντα μετά την κήρυξη της πτώχευσης, είναι έγκυρες έναντι του διαχειριστή, αν περατώθηκαν πριν από οποιαδήποτε παρέμβαση του διαχειριστή και κάθε δικαίωμα ή συμφέρον πάνω στην περιουσία αυτή, που περιήλθε στο διαχειριστή βάσει του Νόμου αυτού, τερματίζεται και διαβιβάζεται με τέτοιο τρόπο και σε τέτοια έκταση που δυνατό να απαιτηθεί για να καταστεί αποτελεσματική οποιαδήποτε τέτοια συναλλαγή.
Για το σκοπό του εδαφίου αυτού, η λήψη οποιωνδήποτε χρημάτων, αξιογράφων, ή διαπραγματεύσιμων τίτλων από ή με διαταγή ή εντολή του πτωχεύσαντα από τον τραπεζίτη του και οποιαδήποτε πληρωμή χρημάτων και οποιαδήποτε παράδοση αξιογράφων ή διαπραγματεύσιμων τίτλων που γίνεται από τον τραπεζίτη προς τον πτωχεύσαντα ή με διαταγή ή εντολή αυτού, θεωρούνται συναλλαγές του πτωχεύσαντα με τον τραπεζίτη αυτό ο οποίος συναλλάσσεται με τον πτωχεύσαντα έναντι αντιπαροχής.
(6) Όταν τραπεζίτης διαπιστώσει ότι το πρόσωπο που διατηρεί μαζί του λογαριασμό είναι πτωχεύσας που δεν αποκαταστάθηκε, τότε, εκτός αν ο τραπεζίτης ικανοποιηθεί ότι ο λογαριασμός τηρείται προς όφελος άλλου προσώπου, έχει καθήκον να πληροφορήσει αμέσως το διαχειριστή της πτώχευσης ή τον επίσημο παραλήπτη για την ύπαρξη του λογαριασμού, και στη συνέχεια δεν θα προβαίνει σε πληρωμές από το λογαριασμό, εκτός με βάση διάταγμα του Δικαστηρίου ή σύμφωνα με τις οδηγίες του διαχειριστή της πτώχευσης, εκτός αν μετά την πάροδο ενός μηνός από τότε που παρέσχε την πληροφορία δεν του δόθηκε καμιά οδηγία από το διαχειριστή.
44.-(1) Όταν πιστωτής εξέδωσε διάταγμα εκτέλεσης εναντίον των εμπορευμάτων ή της ακίνητης περιουσίας πτωχεύσαντα, ή κατέσχε σε χέρια τρίτου χρέος οφειλόμενο σε αυτόν, ο πιστωτής αυτός δεν δικαιούται να διατηρήσει το όφελος της εκτέλεσης ή της κατάσχεσης σε χέρια τρίτου έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης του πτωχεύσαντα, εκτός αν συμπλήρωσε την εκτέλεση ή την κατάσχεση πριν από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης και πριν από την ειδοποίηση υποβολής της αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του πτωχεύσαντα, ή, της διάπραξης από τον πτωχεύσαντα πράξης πτώχευσης.
(2) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, εκτέλεση ή κατάσχεση σε χέρια τρίτου θεωρείται ότι συμπληρώνεται-
(α) στην περίπτωση εμπορευμάτων, αντικειμένων ή άλλης κινητής περιουσίας στην κατοχή του πτωχεύσαντα ή συναλλαγματικών, με κατάσχεση και πώληση τους·
(β) στην περίπτωση εμπορευμάτων, αντικειμένων ή άλλης κινητής περιουσίας την οποία δικαιούται ο πτωχεύσας, τηρουμένου όμως οποιουδήποτε δικαιώματος επίσχεσης ή δικαιώματος οποιουδήποτε προσώπου στην άμεση κατοχή αυτών, με την κατάσχεση τους σε χέρια τρίτου με απαγορευτικό διάταγμα και πώληση·
(γ) σε περίπτωση γής, οικιών ή άλλης ακίνητης περιουσίας ή συμφέροντος σε αυτά, με την κατάσχεση του σε χέρια τρίτου και την κανονική εγγραφή τους στο Κτηματολογικό Γραφείο·
(δ) στην περίπτωση κατάσχεσης σε χέρια τρίτου χρέους το οποίο δεν είναι συναλλαγματική, με την είσπραξη του χρέους·
(ε) στην περίπτωση μετοχών δημόσιας εταιρείας ή νομικού προσώπου, με κατάσχεση σε χέρια τρίτου με απαγορευτικό διάταγμα·
(στ) στην περίπτωση περιουσίας που βρίσκεται κάτω από τη φύλαξη ή τον έλεγχο δημόσιου λειτουργου υπό την επίσημη του ιδιότητα, ή του Δικαστηρίου, με κατάσχεση σε χέρια τρίτου με απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε και επιδόθηκε κανονικά.
(3) Εκτέλεση που πραγματοποιείται με κατάσχεση και πώληση των εμπορευμάτων, αντικειμένων ή άλλης κινητής περιουσίας του πτωχεύσαντα δεν είναι άκυρη εξαιτίας μόνο του λόγου ότι αυτή αποτελεί πράξη πτώχευσης και πρόσωπο που αγοράζει τα εμπορεύματα, αντικείμενα ή άλλη κινητή περιουσία μετά από πώληση που διενεργήθηκε από τον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων σε όλες τις περιπτώσεις αποκτά καλό τίτλο σε αυτά έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης.
45.-(1) Σε περίπτωση, κατά την οποία εμπορεύματα του χρεώστη κατασχεθούν μέσα στα πλαίσια διαδικασίας εκτέλεσης και πριν από την πώληση τους, ή την συμπλήρωση της εκτέλεσης με τη λήψη ή ανάκτηση ολόκληρου του προς είσπραξη ποσού, επιδοθεί στον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων ειδοποίηση για την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του χρεώστη, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων αφού κληθεί γι’ αυτό, πρέπει να παραδώσει στον επίσημο παραλήπτη τα εμπορεύματα και οποιαδήποτε χρήματα κατασχέθηκαν ή λήφθηκαν για μερική ικανοποίηση της εκτέλεσης, αλλά τα έξοδα της εκτέλεσης είναι πρώτη επιβάρυνση στα παραδοθέντα εμπορεύματα ή χρήματα, ο δε επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής δύναται να πωλήσει τα εμπορεύματα ή ικανοποιητικό μέρος αυτών για ικανοποίηση της επιβάρυνσης.
(2) Αν, με βάση διαδικασία εκτέλεσης αναφορικά με δικαστική απόφαση για ποσό που υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000), πωληθούν εμπορεύματα του πτωχεύσαντα ή καταβληθούν χρήματα για αποφυγή της πώλησης, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων αφαιρεί τα έξοδα του για την εκτέλεση από τα έσοδα της πώλησης ή από τα χρήματα που πληρώθηκαν και κατακρατεί το υπόλοιπο για δεκατέσσερις ημέρες και αν μέσα στο διάστημα αυτό επιδοθεί σε αυτόν ειδοποίηση για αίτηση πτώχευσης που υποβλήθηκε από ή εναντίον του χρεώστη και εκδίδεται εναντίον του ιδίου διάταγμα πτώχευσης, με βάση την αίτηση αυτή, ή άλλη αίτηση για την οποία έχει γνώση ο εντεταλμένος, για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων αυτός θα καταβάλει το υπόλοιπο στον Επίσημο Παραλήπτη ή ανάλογα με την περίπτωση, στο διαχειριστή ο οποίος νομιμοποιείται να τα κρατήσει έναντι του πιστωτή που προέβει στην εκτέλεση.
46.-(1) Διάθεση περιουσίας, η οποία δεν συνιστά διάθεση που γίνεται πριν και ως αντιπαροχή γάμου, ή που γίνεται προς όφελος αγοραστή ή ενυπόθηκου δανειστή καλή τη πίστει και έναντι αξιόλογης αντιπαροχής, ή που γίνεται σε σύζυγο ή τα τέκνα ή υπέρ συζύγου ή των τέκνων του διαθέτη της περιουσίας η οποία περιήλθε σε αυτόν μετά το γάμο ως δικαίωμα του ή της συζύγου της ή του, αντίστοιχα, είναι άκυρη, έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης, αν ο διαθέτης πτωχεύσει μέσα σε τρία χρόνια από την ημερομηνία της διάθεσης, και αν ο διαθέτης πτωχεύσει σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο μέσα σε δέκα χρόνια από την ημερομηνία της διάθεσης, η διάθεση είναι άκυρη έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης, εκτός αν τα μέρη που προβάλλουν αξίωση με βάση τη διάθεση δυνηθούν να αποδείξουν ότι ο διαθέτης, κατά το χρόνο που έκαμε τη διάθεση, ήταν ικανός να πληρώσει όλα τα χρέη του χωρίς τη συνδρομή της περιουσίας, που διατέθηκε και ότι το συμφέρον του διαθέτη στην περιουσία αυτή μεταβιβάστηκε στο διαχειριστή τέτοιας περιουσίας που διατέθηκε με την εκτέλεση της.
(2) Συμβόλαιο ή σύμβαση που συνάφθηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο (το οποίο στη συνέχεια θα αναφέρεται ο διαθέτης) ως αντιπαροχή του γάμου του ή του γάμου της, είτε για μελλοντική πληρωμή χρημάτων προς όφελος της συζύγου ή του συζύγου ή των τέκνων του διαθέτη, είτε για τη μελλοντική διάθεση, στη σύζυγο ή το σύζυγο ή τα τέκνα, ή υπέρ της συζύγου ή του συζύγου ή των τέκνων του διαθέτη, περιουσίας, στην οποία ο διαθέτης, κατά την ημερομηνία του γάμου, δεν είχε οποιοδήποτε περιουσιακό δικαίωμα ή συμφέρον, είτε κεκτημένο είτε υπό αίρεση, είχε κατοχή ή ανέμενε να λάβει κατοχή, και το οποίο δεν αφορούσε χρήματα ή περιουσία που αποκτήθηκε ως δικαίωμα της ή του συζύγου του διαθέτη, αν ο διαθέτης κηρυχτεί σε πτώχευση και το συμβόλαιο ή η σύμβαση δεν εκτελέστηκε κατά την ημερομηνία έναρξης της πτώχευσης, το συμβόλαιο ή η σύμβαση θα είναι άκυρα έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης, εκτός όσον αφορά τη δυνατότητα των προσώπων που έχουν δικαίωμα με βάση το συμβόλαιο ή τη σύμβαση να απαιτήσουν μέρισμα στη πτώχευση του διαθέτη, σύμφωνα με το συμβόλαιο ή τη σύμβαση ή σε σχέση με αυτά, αλλά η απαίτηση αυτή για μέρισμα αναστέλλεται μέχρις ότου όλες οι αξιώσεις των άλλων πιστωτών έναντι αξιόλογης αντιπαροχής σε χρήμα ή σε χρηματική αξία ικανοποιηθούν.
(3) Πληρωμή χρημάτων, (που δεν αποτελεί πληρωμή για τα ασφάλιστρα ασφαλιστηρίου ζωής), ή μεταβίβαση περιουσίας που γίνεται από το διαθέτη με βάση τέτοιο συμβόλαιο ή σύμβαση όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι άκυρη έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης του διαθέτη, εκτός αν τα πρόσωπα προς τα οποία έγινε η πληρωμή ή η μεταβίβαση αποδείξουν είτε:
(α) ότι η πληρωμή ή μεταβίβαση έγινε σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τρία χρόνια πριν από την ημερομηγία έναρξης της πτώχευσης ή
(β) ότι κατά την ημερομηνία της πληρωμής ή της μεταβίβασης ο διαθέτης ήταν ικανός να πληρώσει όλα του τα χρέη χωρίς τη συνδρομή των χρημάτων που πληρώθηκαν ή της περιουσίας που μεταβιβάστηκε ή
(γ) ότι η πληρωμή ή μεταβίβαση έγινε σύμφωνα με το συμβόλαιο ή σύμβαση για πλήρωμή ή μεταβίβαση χρημάτων ή περιουσίας που αναμενόταν να περιέλθει στο διαθέτη από ή με το θάνατο συγκεκριμένου προσώπου το οποίο κατονομάζεται στο συμβόλαιο ή σύμβαση και έγινε μέσα σε τρεις μήνες μετά που τα χρήματα ή η περιουσία περιήλθαν στην κατοχή ή στον έλεγχο του διαθέτη,
αλλά, στην περίπτωση κατά την οποία τέτοια πληρωμή ή μεταβίβαση κηρυχτεί άκυρη, τα πρόσωπα στα οποία έγινε η πληρωμή ή η μεταβίβαση δικαιούνται να απαιτήσουν μέρισμα με βάση ή σε σχέση με το συμβόλαιο ή τη σύμβαση αυτή, κατά τον ίδιο τρόπο όπως αν το συμβόλαιο ή η σύμβαση δεν εκτελούνται κατά την έναρξη της πτώχευσης.
(4) “Διάθεση” για τους σκοπούς του άρθρου αυτού περιλαμβάνει κάθε εκχώρηση ή μεταβίβαση περιουσίας.
47.-(1) Κάθε εκχώρηση ή μεταβίβαση περιουσίας, ή επιβάρυνση σε αυτή, κάθε πληρωμή που έγινε, κάθε υποχρέωση που αναλήφθηκε και κάθε δικαστική διαδικασία που λήφθηκε από πρόσωπο ή υποβλήθηκε σε πρόσωπο ανίκανο να πληρώσει από δικά του χρήματα τα χρέη του, εφόσον κατεστάθηκαν πληρωτέα από δικά του χρήματα προς όφελος πιστωτή, ή εμπιστευματοδόχου πιστωτή, με σκοπό την προτίμηση του πιστωτή αυτού έναντι των άλλων πιστωτών, θεωρείται δόλια και άκυρη έναντι του διαχειριστή της πτώχευσης, αν το πρόσωπο που ενήργησε, έλαβε, πλήρωσε ή υποβλήθηκε στα ίδια κηρηχτεί σε πτώχευση με βάση αίτηση πτώχευσης που υποβλήθηκε μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία της ενέργειας, λήψης, πληρωμής ή της επιβολής των ιδίων.
(2) Το άρθρο αυτό δεν επηρεάζει τα δικαιώματα οποιουδήποτε προσώπου που εξασφαλίζει τίτλο καλή τη πίστει και έναντι αξιόλογης αντιπαροχής μέσω ή από πιστωτή του πτωχεύσαντα.
48. Τηρουμένων των προηγούμενων διατάξεων του Νόμου αυτού αναφορικά με το αποτέλεσμα της πτώχευσης σε εκτέλεση ή κατάσχεσης σε χέρια τρίτου και σε σχέση με την ακύρωση ορισμένων διαθέσεων, εκχωρήσεων και προτιμήσεων, καμιά διάταξη στο Νόμο αυτό δεν ακυρώνει σε περίπτωση πτώχευσης-
(α) οποιαδήποτε πληρωμή που έγινε από τον πτωχεύσαντα σε οποιοδήποτε από τους πιστωτές του·
(β) οποιαδήποτε πληρωμή ή παράδοση προς τον πτωχεύσαντα·
(γ) οποιαδήποτε παραχώρηση ή εκχώρηση από τον πτωχεύσαντα έναντι αξιόλογης αντιπαροχής·
(δ) οποιαδήποτε σύμβαση, δοσοληψία ή συναλλαγή από ή με τον πτωχεύσαντα έναντι αξιόλογης αντιπαροχής.
Νοουμένου ότι πληρούνται και οι δύο πιο κάτω όροι, δηλαδή-
(α) ότι η πληρωμή, παράδοση, μεταβίβαση, εκχώρηση, σύμβαση, δοσοληψία ή συναλλαγή, ανάλογα με την περίπτωση, γίνεται πριν από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης· και
(β) ότι το πρόσωπο (άλλο από τον πτωχεύσαντα) προς, από ή με το οποίο έγινε, εκτελέστηκε, συνάφθηκε, η πληρωμή, παράδοση, μεταβίβαση, εκχώρηση, σύμβαση, δοσοληψία ή συναλλαγή, δεν είχε κατά το χρόνο της πληρωμής παράδοσης, μεταβίβασης, εκχώρησης, σύμβασης, δοσοληψίας ή συναλλαγής, ειδοποίηση ύπαρξης οποιασδήποτε ισχύουσας πράξης πτώχευσης η οποία διαπράχτηκε από τον πτωχεύσαντα πριν από το χρόνο εκείνο.
49.-(1) Με την κήρυξη χρεώστη σε πτώχευση, η περιουσία του πτωχεύσαντα περιέρχεται στο διαχειριστή. Μέχρις ότου διοριστεί διαχειριστής, για τους σκοπούς του άρθρου αυτού διαχειριστής είναι ο επίσημος παραλήπτης.
(2) Με το διορισμό διαχειριστή η περιουσία μεταφέρεται και περιέρχεται στο διαχειριστή που διορίζεται.
(3) Η περιουσία του πτωχεύσαντα μεταφέρεται από το διαχειριστή περιλαμβανομένου βάσει του όρου αυτού, του επίσημου παραλήπτη όταν αυτός πληρεί τη θέση διαχειριστή από καιρό σε καιρό εφόσον κατέχει το αξίωμα αυτό χωρίς οποιαδήποτε παραχώρηση, εκχώρηση ή μεταβίβαση.
(4) Για να προχωρήσει ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής σε εκποίηση, κατά τη διάρκεια ισχύος του διατάγματος πτώχευσης και πριν την ακύρωσή του, θα πρέπει η αξία της περιουσίας η οποία θα εκποιηθεί να είναι μεγαλύτερη από το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας για την εκποίηση και τη διανομή, διαφορετικά η περιουσία θα επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα.
50.-(1) Ο διαχειριστής το συντομότερο δυνατό, πρέπει να λάβει την κατοχή των συμβολαίων, βιβλίων και εγγράφων του πτωχεύσαντα, ως και όλα τα άλλα μέρη της περιουσίας του τα οποία δύνανται να παραδοθούν διά χειρός.
(2) Ο διαχειριστής σε σχέση και για το σκοπό ανάληψης ή κράτησης κατοχής της περιουσίας του πτωχεύσαντα είναι στην ίδια θέση ωσάν να ήταν διαχειριστής της περιουσίας ο οποίος διορίστηκε από το δικαστήριο και το δικαστήριο δύναται, ως εκ τούτου με αίτηση του, να επιβάλει τέτοια ανάληψη ή κράτηση.
(3) Όταν οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα αποτελείται από χρεώγραφα, μετοχές πλοίων, μετοχές, ή οποιαδήποτε άλλη περιουσία που μεταβιβάζεται σε βιβλία οποιασδήποτε εταιρείας, γραφείου, ή προσώπου, ο διαχειριστής δύναται να ασκήσει το δικαίωμα μεταβίβασης της περιουσίας κατά την ίδια έκταση όπως ο πτωχεύσας ήταν δυνατό να την ασκήσει αν αυτός δεν κηρυσσόταν σε πτώχευση.
(4) Όταν οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα αποτελείται από αγώγιμα δικαιώματα, τέτοια δικαιώματα, θεωρούνται ότι εκχωρήθηκαν δεόντως στο διαχειριστή.
(5) Οποιοσδήποτε ταμίας ή άλλος λειτουργός ή οποιοσδήποτε τραπεζίτης, πληρεξούσιος, ή αντιπρόσωπος πτωχεύσαντα, θα πληρώνει και παραδίδει στο διαχειριστή όλα τα χρήματα και αξιόγραφα που βρίσκονται στην κατοχή ή εξουσία του όπως τέτοιος λειτουργός, τραπεζίτης, πληρεξούσιος, ή αντιπρόσωπος ο οποίος δεν δικαιούται από το νόμο να κατακρατήσει εναντίον του πτωχεύσαντα ή διαχειριστή. Αν δεν ενεργήσει με τον τρόπο αυτό είναι ένοχος περιφρόνησης του Δικαστηρίου και δύναται να τιμωρηθεί ανάλογα με αίτηση του διαχειριστή.
51. Οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει εντάλματος του Δικαστηρίου δύναται να κατάσχει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα που βρίσκεται στη φύλαξη ή κατοχή του πτωχεύσαντα ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου και προς το σκοπό τέτοιας κατάσχεσης δύναται να διαρρήξει οποιαδήποτε οικία, κτίριο ή δωμάτιο του πτωχεύσαντα όπου ο πτωχεύσας φέρεται να βρίσκεται, ή οποιοδήποτε κτίριο ή αποθήκη του πτωχεύσαντα όπου οποιαδήποτε περιουσία του φέρεται να βρίσκεται και όταν το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η περιουσία του πτωχεύσαντα κρύβεται σε οικία ή μέρος που δεν ανήκει σε αυτόν, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί ορθό να παραχωρήσει ένταλμα έρευνας σε οποιοδήποτε αστυνομικό ή λειτουργό του Δικαστηρίου ο οποίος δύναται να το εκτελέσει σύμφωνα με το νόημα του.
52.-(1) Αν ο πτωχεύσας είναι άτομο, το οποίο εργοδοτείται ή προσελήφθηκε στη δημόσια υπηρεσία της Κυβέρνησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, οι διαχειριστές θα εισπράξουν για διανομή μεταξύ των πιστωτών τόσο μέρος από τις αποδοχές ή το μισθό του πτωχεύσαντα όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει, μετά από αίτηση του διαχειριστή με τη συναίνεση του προϊστάμενου λειτουργού του Τμήματος από το οποίο καταβάλλονται οι αποδοχές ή ο μισθός.
(2) Αν ο πτωχεύσας εισπράττει μισθό ή εισόδημα άλλο από το πιο πάνω αναφερόμενο, ή δικαιούται το μισό του μισθού, ή σύνταξη, ή αποζημίωση που χορηγείται από το Τμήμα του Γενικού Λογιστή ή το λογιστήριο του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ανάλογα με την περίπτωση, το Δικαστήριο, μετά από αίτηση του διαχειριστή εκδίδει από καιρό σε καιρό διάταγμα, το οποίο θεωρεί δίκαιο, για πληρωμή του μισθού, του εισοδήματος, του μισού μισθού, σύνταξης ή αποζημίωσης ή οποιουδήποτε μέρους αυτών, στο διαχειριστή ο οποίος τα διαθέτει κατά τρόπο που δυνατό να διατάξει το Δικαστήριο.
(3) Αν ο πτωχεύσας είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου ή υπάλληλος νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ή υπάλληλος φυσικού προσώπου, ή είναι αυτοεργοδοτούμενος, ο διαχειριστής θα εισπράξει για διανομή μεταξύ των πιστωτών, τόσο μέρος από τις αποδοχές ή το μισθό του πτωχεύσαντα, όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει, μετά από αίτηση του διαχειριστή.
(4) Κατά την έκδοση διατάγματος δυνάμει των εδαφίων (1), (2) ή (3), το Δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές για τα λογικά έξοδα διαβίωσης, όπως αυτές εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο.
(5) Η διάρκεια του διατάγματος δυνάμει των εδαφίων (1), (2) ή (3) δεν δύναται να υπερβαίνει τα τρία έτη ανεξαρτήτως της επέλευσης της αυτοδίκαιης αποκατάστασης δυνάμει του άρθρου 27Α .
53.-(1) Όταν μέρος της περιουσίας πτωχεύσαντα αποτελείται από γη οποιουδήποτε χρόνου κατοχής η οποία βαρύνεται από επαχθή συμβόλαια, μετοχές, ή χρεώγραφα εταιρείας, από μη επικερδείς συμβάσεις, από οποιαδήποτε άλλη περιουσία η οποία δεν δύναται να πωληθεί, ή δεν είναι ικανή να πωληθεί εξαιτίας του ότι ο κάτοχος αυτής είναι δεσμευμένος με την τέλεση επαχθής πράξης, ή με την πληρωμή χρηματικού ποσού, ο διαχειριστής ανεξάρτητα από το ότι προσπάθησε να πωλήσει ή έλαβε κατοχή περιουσίας, ή άσκησε πράξη κυριότητας αναφορικά με την περιουσία αυτή, δύναται, αλλά τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, να αποκηρύξει την περιουσία με γραπτή δήλωση του υπογραμμένη από αυτόν, οποτεδήποτε μέσα σε δώδεκα μήνες από τον πρώτο διορισμό διαχειριστή:
(2) Η αποκήρυξη έχει ως αποτέλεσμα τον τερματισμό, από την ημερομηνία της αποκήρυξης, των δικαιωμάτων, συμφερόντων, και υποχρεώσεων του πτωχεύσαντα και της περιουσίας του για την οποία έγινε η αποκύρηξη ή αναφορικά με αυτή, και απαλλάσσει επίσης το διαχειριστή από κάθε προσωπική ευθύνη σε σχέση με την περιουσία η οποία αποκηρύχτηκε, από την ημερομηνία κατά την οποία παραχωρήθηκε σε αυτόν ή περιουσία, αλλά δεν επηρεάζει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις οποιουδήποτε άλλου προσώπου, πλην εφόσον είναι αναγκαίο για το σκοπό απαλλαγής από ευθύνη του πτωχεύσαντα, της περιουσίας του και του διαχειριστή.
(3) Διαχειριστής δεν δικαιούται να αποκηρύξει μίσθωση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου, εκτός σε περιπτώσεις οι οποίες καθορίζονται με γενικούς κανονισμούς, και το Δικαστήριο δύναται, προτού παραχωρήσει την άδεια ή με την παραχώρηση αυτής, να απαιτήσει όπως επιδοθούν σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο τέτοιες ειδοποιήσεις και να επιβάλει τέτοιους όρους ως προϋπόθεση για την παραχώρηση της άδειας και να εκδώσει τέτοια διατάγματα σε σχέση με προσαρτήματα, βελτιώσεις του μισθωτή και σε σχέση με άλλα ζητήματα που απορρέουν από την εκμίσθωση, όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.
(4) Ο διαχειριστής δεν δικαιούται να αποκηρύξει περιουσία σύμφωνα με το άρθρο αυτό σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία υποβάλλεται προς αυτόν γραπτή αίτηση από πρόσωπο, που έχει συμφέρον στην περιουσία, με την οποία καλείται να αποφασίσει αν θα την αποκηρύξει την περιουσία ή όχι, και ο διαχειριστής μέσα σε περίοδο είκοσι οκτώ ημερών από τη λήψη της αίτησης, ή μέσα στην παραταθείσα περίοδο που επιτράπηκε από το Δικαστήριο, αρνείται ή παραλείπει να ειδοποιήσει κατά πόσο αποκηρύττει την περιουσία, ή όχι και, στην περίπτωση σύμβασης, αν ο διαχειριστής, μετά από τέτοια αίτηση όπως αναφέρεται πιο πάνω, δεν αποκηρύττει τη σύμβαση μέσα στην περίοδο που προαναφέρθηκε ή μέσα στην περίοδο, που παρατάθηκε θεωρείται ότι υιοθέτησε τη σύμβαση.
(5) Το Δικαστήριο, μετά από αίτηση προσώπου το οποίο δικαιούται, έναντι του διαχειριστή, το όφελος οποιασδήποτε σύμβασης ή το οποίο υπόκειται το βάρος σύμβασης που συνάφθηκε με τον πτωχεύσαντα, δύναται να εκδώσει διάταγμα για ακύρωση της σύμβασης με τέτοιους όρους ως προς την πληρωμή από ή σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος, αποζημιώσεων για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης, ή άλλως πως, όπως το Δικαστήριο δύναται να θεωρήσει δίκαιο και αποζημίωση που πρέπει να πληρωθεί με βάσει του διατάγματος στο πρόσωπο αυτό δύναται να επαληθευτεί από αυτόν ως χρέος βάσει της πτώχευσης.
(6) Το Δικαστήριο, μετά από αίτηση προσώπου το οποίο είτε αξιώνει συμφέρον σε περιουσία η οποία αποκηρύχτηκε, ή έχει υποχρέωση για την οποία δεν υπήρξε απαλλαγή από το Νόμο σε σχέση με περιουσία η οποία αποκηρύχτηκε, αφού ακούσει οποιαδήποτε πρόσωπα τα οποία θεωρεί ορθό να ακούσει δύναται να εκδώσει διάταγμα για την παραχώρηση ή την παράδοση της περιουσίας στο πρόσωπο που έχει δικαίωμα σε αυτή ή σε πρόσωπο που θεωρεί δίκαιο ότι πρέπει η περιουσία να παραδοθεί ως αποζημίωση για τέτοια υποχρέωση όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ή σε διαχειριστή αυτού και με όρους τους οποίους το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο και με την έκδοση του διατάγματος βάσει του οποίου παραχωρείται η περιουσία, η περιουσία που περιλαμβάνεται σ’ αυτό παραχωρείται ανάλογα στο πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο διάταγμα για το σκοπό αυτό χωρίς μεταβίβαση ή εκχώρηση:
(α) υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις και ευθύνες όπως ο πτωχεύσας υπόκειτο σε αυτές βάσει της εκμίσθωσης αναφορικά με την περιουσία κατά την ημερομηνία που καταχωρήθηκε η αίτηση πτώχευσης ή
(β) αν το Δικαστήριο θεωρεί ορθό, υπόκειται μόνο στις ίδιες υποχρεώσεις και ευθύνες ωσάν η εκμίσθωση να είχε εκχωρηθεί στο πρόσωπο αυτό κατά την ημερομηνία εκείνη
και σε κάθε περίπτωση (αν η περίπτωση το απαιτεί) ωσάν η εκμίσθωση περιλάμβανε μόνο την περιουσία που περιέχεται στο διάταγμα που παραχωρεί αυτήν, και οποιοσδήποτε ενυπόθηκος δανειστής ή υπεκμισθωτής αρνείται να αποδεχτεί διάταγμα που παραχωρεί περιουσία με τους όρους αυτούς αποκλείεται από κάθε συμφέρον που έχει στην περιουσία και από κάθε εξασφάλιση σε αυτήν και αν δεν υπάρχει πρόσωπο που να προβάλλει αξίωση η οποία απορρέει από τον πτωχεύσαντα, το οποίο είναι πρόθυμο να αποδεχτεί διάταγμα με τέτοιους όρους, το Δικαστήριο έχει εξουσία να παραχωρεί την περιουσία του πτωχεύσαντα και συμφέρον επί της περιουσίας σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ευθύνεται είτε προσωπικά είτε από αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα και είτε μόνο είτε από κοινού με τον πτωχεύσαντα προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του μισθωτή που απορρέουν από την εκμίσθωση αυτή, ελεύθερη και απαλλαγμένη από κάθε δικαίωμα, εμπράγματου βάρους και συμφερόντων που δημιουργήθηκαν από τον πτωχεύσαντα σε αυτήν.
(7) Όταν, με την απαλλαγή, παύση, παραίτηση ή θάνατο διαχειριστή πτώχευσης ενεργεί ως διαχειριστής επίσημος παραλήπτης, δύναται να αποκηρύξει οποιαδήποτε περιουσία από την οποία μπορούσε να παραιτηθεί ο διαχειριστής με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, ανεξάρτητα αν παρήλθε ο καθορισμένος από το άρθρο αυτό χρόνος για αποκήρυξη, αλλά η εξουσία αυτή για αποκήρυξη δύναται να ασκηθεί μόνο μέσα σε δώδεκα μήνες μετά που ο επίσημος παραλήπτης έγινε διαχειριστής, υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ή μετά που κατέστηκε ενήμερος της ύπαρξης τέτοιας περιουσίας, οποιαδήποτε από τις δύο περιόδους δυνατό να εκπνεύσει τελευταία.
(8) Πρόσωπο που ζημιώνεται από την ισχύ της αποκήρυξης βάσει του άρθρου αυτού θεωρείται ως πιστωτής του πτωχεύσαντα στην έκταση της ζημιάς που υπέστηκε και δύναται ανάλογα να επαληθεύσει τη ζημιά αυτή ως χρέος δυνάμενο να επαληθευτεί σε πτώχευση.
54.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ο διαχειριστής δύναται να προβεί σε όλες ή σε οποιαδήποτε από τις παρακάτω ενέργειες:
(α) να πωλεί ολόκληρο ή μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα (περιλαμβανομένης της εμπορικής εύνοιας της επιχείρησης, αν υπάρχει, και των καταχωρισμένων στα βιβλία χρεών που οφείλονται ή θα καταστούν οφειλόμενα προς τον πτωχεύσαντα) με δημόσιο πλειστηριασμό ή ιδιωτική σύμβαση, με εξουσία να μεταβιβάζει ολόκληρη την περιουσία σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή εταιρεία, ή να πωλεί αυτήν κατά τεμάχιο
(β) να παρέχει αποδείξεις για χρήματα που εισπράχθηκαν από αυτόν, οι οποίες αποδείξεις απαλλάσσουν αποτελεσματικά το πρόσωπο που πληρώνει τα χρήματα από οποιαδήποτε ευθύνη αναφορικά με τη διάθεση τους
(γ) να επαληθεύει, να κατατάσσεται ως πιστωτής, να αξιώνει και να εισπράττει μέρισμα αναφορικά με οποιαδήποτε χρέη που οφείλονται στον πτωχεύσαντα
(δ) να ασκεί οποιεσδήποτε εξουσίες, η ικανότητα της άσκησης των οποίων παραχωρείται στο διαχειριστή, με βάση το Νόμο αυτό και να εκτελεί οποιαδήποτε πληρεξούσια, συμβόλαια και άλλα έγγραφα με το σκοπό να καταστήσει αποτελεσματικές τις διατάξεις του Νόμου αυτού.
(2) Κατόπιν αίτησης από τον Επίσημο Παραλήπτη ή το διαχειριστή, αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η διάθεση οποιασδήποτε εξασφαλισμένης περιουσίας του πτωχεύσαντα, με ή χωρίς άλλα περιουσιακά στοιχεία, η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση προς όφελος εξασφαλισμένου πιστωτή, ενδέχεται να οδηγήσει σε ευνοϊκότερη ρευστοποίηση των στοιχείων ενεργητικού της περιουσίας του πτωχεύσαντα από άλλη που θα λάμβανε χώρα, το Δικαστήριο δύναται, διά διατάγματος με το οποίο περιέρχεται η εξασφαλισμένη περιουσία στο όνομα του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή, αντίστοιχα, να λάβει στη φύλαξή του την εξασφαλισμένη περιουσία για το σκοπό διάθεσής της ή την άσκηση των εξουσιών του σε σχέση με αυτή, ανάλογα με την περίπτωση, ως εάν να μην υπόκειται στην εξασφάλιση.
(3) Όπου διατίθεται περιουσία σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο κάτοχος της εξασφάλισης θα έχει την ίδια προτεραιότητα αναφορικά με την οποιαδήποτε περιουσία του πτωχεύσαντα, η οποία άμεσα ή έμμεσα αντιπροσωπεύει την περιουσία που διατίθεται όπως θα είχε αναφορικά με την περιουσία που υπόκειται στην εξασφάλιση.
(4) Εκτός όπου προνοείται διαφορετικά στο παρόν άρθρο, εξασφαλισμένη περιουσία δεν θα διατεθεί για ποσό μικρότερο του ποσού της εξασφάλισης, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη σύμφωνη γνώμη του εξασφαλισμένου πιστωτή.
(5) Το διάταγμα του Δικαστηρίου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), θα περιλαμβάνει όρο ότι τα καθαρά έσοδα από τη διάθεση κατά προτεραιότητα θα χρησιμοποιούνται πρώτα για εξόφληση των ποσών που εξασφαλίζονται με την επιβάρυνση και το οποιοδήποτε υπόλοιπο θα χρησιμοποιείται προς όφελος των μη εξασφαλισμένων πιστωτών.
(6) Όπου ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής προτίθεται να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει εξασφαλισμένη περιουσία, κοινοποιεί την πρόθεσή του αυτή στον εξασφαλισμένο πιστωτή, ο οποίος, αν το επιθυμεί, δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά της απόφασης αυτής του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή και σε περίπτωση που ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής προτίθεται να διαθέσει εξασφαλισμένη περιουσία για ποσό μικρότερο του ποσού της εξασφάλισης και χωρίς την προηγούμενη έγγραφη γνώμη του εξασφαλισμένου πιστωτή, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο για την εξέταση της προτιθέμενης διάθεσης του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή.
(7) Οι προνομιούχοι πιστωτές, όπως καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, δεν θα έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα ή προτεραιότητα αναφορικά με το προϊόν της διάθεσης εξασφαλισμένης περιουσίας που θα χρησιμοποιείται για εξόφληση των ποσών που εξασφαλίζονται με την επιβάρυνση, αλλά θα έχουν δικαίωμα προτεραιότητας αναφορικά με το οποιοδήποτε υπόλοιπο.
(8) Σε περίπτωση που ακίνητη περιουσία βαρύνεται με οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος, προγενέστερο της εγγραφής του διατάγματος πτώχευσης στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, απαιτείται η έγγραφη δήλωση/συγκατάθεση του προηγούμενου ενυπόθηκου δανειστή ή κατόχου εμπράγματου βάρους ή, ανάλογα με την περίπτωση, απόφαση Δικαστηρίου που να εξουσιοδοτεί την εκποίηση ή διάθεση του ενυπόθηκου ακινήτου χωρίς την συγκατάθεση του προηγούμενου ενυπόθηκου δανειστή ή του κατόχου εμπράγματου βάρους, υπό όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο ήθελε καθορίσει.
(9) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 18 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, για την μετεγγραφή του ακινήτου, ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής για τους σκοπούς εκποίησης και/ή διάθεσης ενυπόθηκου ακινήτου θα μεριμνά να διασφαλίσει τη μεταβίβαση και την εγγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου στο όνομα του αγοραστή, ελεύθερο από κάθε μορφής εμπράγματο βάρος, εξασφαλίζοντας για τον σκοπό αυτό την έγγραφη δήλωση/συγκατάθεση του κατόχου εμπραγμάτου βάρους ή απόφαση Δικαστηρίου που να διατάσσει ή να εξουσιοδοτεί την μεταβίβαση του ενυπόθηκου ακινήτου ελεύθερο από κάθε εμπράγματο βάρος ώστε το αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο να προβεί στην σχετική εγγραφή στο Κτηματικό Μητρώο:
(10) ''Εξασφάλιση'' ή "εξασφαλισμένη περιουσία" για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, σημαίνει οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση σύμφωνα με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο, καθώς και οποιαδήποτε επιβάρυνση, δικαίωμα επίσχεσης ή άλλη εξασφάλιση.
55.-(1) Ο διαχειριστής δύναται με την άδεια της εποπτικής επιτροπής όπου αυτή υπάρχει, να προβεί σε όλες ή σε οποιεσδήποτε από τις παρακάτω ενέργειες:
(α) να διεξάγει τις εργασίες του πτωχεύσαντα, εφόσον είναι αναγκαίο προς το σκοπό επωφελούς εκκαθάρισης αυτής
(β) να εγείρει, λαμβάνει, ή υπερασπίζεται αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία που σχετίζεται με την περιουσία του πτωχεύσαντα
(γ) να διορίζει δικηγόρο ή άλλο αντιπρόσωπο για τη λήψη οποιασδήποτε διαδικασίας ή για να προβεί σε οποιαδήποτε εργασία η οποία δυνατό να εγκριθεί από την εποπτική επιτροπή
(δ) να αποδέχεται ως αντιπαροχή για την πώληση οποιασδήποτε περιουσίας του πτωχεύσαντα χρηματικό ποσό πληρωτέο σε μελλοντικό χρόνο τηρουμένων τέτοιων όρων ως προς την εξασφάλιση και άλλως πως ως η εποπτική επιτροπή θεωρεί ορθό
(ε) να υποθηκεύει ή ενεχυριάζει οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του πτωχεύσαντα προς το σκοπό εξασφάλισης χρημάτων για την πληρωμή των χρεών του πτωχεύσαντα
(στ) να παραπέμπει οποιαδήποτε διαφορά σε διαιτησία, να συμβιβάζει χρέη, αξιώσεις και υποχρεώσεις, ανεξάρτητα αν είναι παρούσες ή μελλοντικές, καθορισμένες ή υπό αίρεση, εκκαθαρισμένες ή ανεκκαθάριστες, υφιστάμενες ή οι οποίες ενδεχομένως να υφίστανται μεταξύ του πτωχεύσαντα και προσώπου το οποίο φέρει ευθύνη έναντι του πτωχεύσαντα, με τη λήψη τέτοιων ποσών, που είναι πληρωτέα σε τέτοια χρονικά διαστήματα και γενικά με τέτοιους όρους που δυνατό να συμφωνηθούν
(ζ) να προβαίνει σε συμβιβασμό ή άλλη διευθέτηση την οποία θεωρεί κατάλληλη με τους πιστωτές ή με πρόσωπα που αξιώνουν ως πιστωτές, σχετικά με χρέη που δύνανται να επαληθευθούν στην πτώχευση
(η) να προβαίνει σε συμβιβασμό ή άλλη διευθέτηση την οποία θεωρεί σκόπιμη αναφορικά με οποιαδήποτε αξίωση που προκύπτει από την περιουσία του πτωχεύσαντα ή είναι συναφής προς αυτή, η οποία υποβλήθηκε ή είναι ικανή να υποβληθεί προς το διαχειριστή από οποιοδήποτε πρόσωπο ή από το διαχειριστή σε οποιοδήποτε πρόσωπο
(θ) να διανέμει σύμφωνα με την υφιστάμενη μεταξύ των πιστωτών μορφή, ανάλογα με την εκτιμημένη αξία αυτής, οποιαδήποτε περιουσία η οποία λόγω της ιδιαίτερης φύσης της ή άλλων ειδικών περιστατικών δεν δύναται να πωληθεί αμέσως ή επωφελώς.
(2) Η παραχωρούμενη για τους σκοπούς του άρθρου αυτού άδεια δεν είναι μια γενική άδεια για την τέλεση όλων ή οποιασδήποτε από τις πιο πάνω αναφερθείσες πράξεις, αλλά είναι μόνο άδεια για την τέλεση της συγκεκριμένης πράξης ή πράξεων για τις οποίες ζητείται η άδεια στη συγκεκριμένη περίπτωση ή περιπτώσεις.
56. Όταν αγαθά οφειλέτη εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης κατέχονται από πρόσωπο υπό μορφή εχέγγυου, ενεχυρίασης ή άλλης εξασφάλισης, είναι νόμιμο για τον επίσημο παραλήπτη ή διαχειριστή, μετά που δίνει γραπτή ειδοποίηση για την πρόθεση του να πράξει με τον τρόπο αυτό να επιθεωρήσει τα αγαθά, και, όταν έχει δοθεί τέτοια ειδοποίηση, το πρόσωπο αυτό όπως αναφέρθηκε πιο πάνω δεν δικαιούται να εκποιήσει την προς αυτό δοθείσα εξασφάλιση μέχρις ότου δώσει στο διαχειριστή εύλογη ευκαιρία να επιθεωρήσει τα αγαθά και να ασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς αν θεωρεί ορθό να πράξει με τον τρόπο αυτό.
57. Όταν ο επίσημος παραλήπτης ή διαχειριστής κατάσχεσε ή διέθεσε, αντικείμενα, περιουσία, ή άλλα αντικείμενα που βρίσκονται στην κατοχή ή στα υποστατικά πτωχεύσαντα, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης, χωρίς ειδοποίηση για την ύπαρξη οποιασδήποτε αξίωσης από πρόσωπο σχετικά με αυτά και φανεί ακολούθως ότι τα αναφερθέντα, αντικείμενα, περιουσία, ή άλλα αντικείμενα δεν αποτελούσαν, κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης, την περιουσία του πτωχεύσαντα, ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής δεν ευθύνεται προσωπικά για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημιά που προκύπτει από τέτοια κατάσχεση ή διάθεση την οποία υπέστηκε πρόσωπο που απαιτεί τέτοια περιουσία, ούτε για τα έξοδα της διαδικασίας που λήφθηκε για την απόδειξη της αξίωσης σε αυτά, εκτός αν το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής κατέστει ένοχος αμέλειας αναφορικά με τα πιο πάνω.
58.-(1) Τηρουμένης της κατακράτησης τέτοιων ποσών τα οποία δυνατό να είναι αναγκαία για τα έξοδα της διαχείρισης, ή άλλως πως, ο διαχειριστής με κάθε δυνατή ταχύτητα, κηρύσσει και διανέμει μερίσματα μεταξύ των πιστωτών οι οποίοι επαλήθευσαν τα χρέη τους.
(2) Το πρώτο μέρισμα, αν υπάρχει, πρέπει να κηρυχτεί και διανεμηθεί μέσα σε τέσσερις μήνες μετά το πέρας της πρώτης συνέλευσης των πιστωτών, εκτός αν ο διαχειριστής ικανοποιήσει την εποπτική επιτροπή ότι υπάρχει επαρκής λόγος για την αναβολή της κήρυξης σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
(3) Αν δεν υπάρχει επαρκής λόγος για το αντίθετο, μεταγενέστερα μερίσματα κηρύσσονται και διανέμονται κατά διαστήματα όχι μεγαλύτερα των έξι μηνών.
(4) Πριν από την κήρυξη μερίσματος ο διαχειριστής προκαλεί όπως δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα του διαχειριστή ή στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη, εάν ο διαχειριστής δεν έχει τη δική του ιστοσελίδα κατά τον καθορισμένο τρόπο, ειδοποίηση της πρόθεσης του να πράξει με αυτό τον τρόπο και θα αποστέλλει επίσης εύλογη ειδοποίηση σε κάθε πιστωτή που αναφέρεται στην κατάσταση των περιουσιακών υποθέσεων του πτωχεύσαντα ο οποίος δεν επαλήθευσε το προς αυτόν χρέος.
(5) Όταν ο διαχειριστής κηρύξει μέρισμα πρέπει να αποστέλλει σε κάθε πιστωτή που επαλήθευσε το προς αυτόν χρέος ειδοποίηση η οποία δείχνει το ποσό του μερίσματος και πότε και πως είναι πληρωτέο και κατάσταση κατά τον καθορισμένο τρόπο ως προς τις λεπτομέρειες της περιουσίας.
(6) Χρηματική περιουσία η οποία παραμένει αδιάθετη κατά τη διάρκεια της ισχύος του διατάγματος πτώχευσης ή του διατάγματος κήρυξης του πτωχεύσαντα σε πτώχευση και πριν την ακύρωσή του θα διανέμεται στους πιστωτές μετά την αφαίρεση οποιουδήποτε κόστους της πτωχευτικής διαδικασίας:
(7) Χρηματική περιουσία η οποία παραμένει αδιάθετη μετά την ακύρωση του διατάγματος πτώχευσης, θα επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα, ανάλογα με την περίπτωση, αφού αφαιρεθεί το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας:
(8) Για οποιοδήποτε χρηματικό ποσό για το οποίο ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής θα πρέπει να δώσει μέρισμα και ο πιστωτής δεν ανευρίσκεται, το ποσό αυτό μετά την ακύρωση και του διατάγματος κήρυξης του πτωχεύσαντα σε πτώχευση θα μεταφέρεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας και σε περίπτωση που το ποσό δεν παραληφθεί από τον πιστωτή εντός δύο ετών, ο πτωχεύσας του οποίου το διάταγμα έχει ακυρωθεί, θα δικαιούται όπως του επιστραφεί το ποσό αυτό.
59.-(1) Όταν ένας συνέταιρος σε οίκο κηρύσσεται σε πτώχευση, πιστωτής στον οποίο ο πτωχεύσας οφείλει από κοινού με τους άλλους συνεταίρους του οίκου, ή με οποιοδήποτε από αυτούς δεν εισπράσσει μέρισμα από την ξεχωριστή περιουσία του πτωχεύσαντα μέχρις ότου όλοι οι χωριστοί πιστωτές εισπράξουν ολόκληρο το ποσό των αντίστοιχων χρεών τους.
(2) Όταν μικτές και ξεχωριστές περιουσίες βρίσκονται υπό διαχείριση, τηρουμένου οποιουδήποτε διατάγματος για το αντίθετο το οποίο δυνατό να εκδοθεί από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου, μερίσματα των μικτών και ξεχωριστών περιουσιών εκδίδονται μαζί, και τα έξοδα και τα συναφή προς την κήρυξη τέτοιων μερισμάτων κατανέμονται δίκαια από το διαχειριστή μεταξύ των μικτών και ξεχωριστών περιουσιών, λαμβάνοντας υπόψη την εργασία που τελέστηκε για κάθε περιουσία ή του οφέλους που αποκομίστηκε από κάθε περιουσία.
60.-(1) Κατά τον υπολογισμό και τη διανομή του μερίσματος ο διαχειριστής πρέπει να προβλέψει για τα χρέη που πιθανόν να επαληθευτούν σε πτώχευση τα οποία φαίνονται από τις καταστάσεις των περιουσιακών υποθέσεων του πτωχεύσαντα, ή άλλως πως, ότι οφείλονται σε πρόσωπα τα οποία διαμένουν σε μέρη που βρίσκονται τόσο μακριά από το μέρος όπου ενεργεί ο διαχειριστής ώστε στη συνήθη πορεία της επικοινωνίας δεν είχαν επαρκή χρόνο να προσφέρουν τις επαληθεύσεις τους ή να αποδείξουν αυτές αν αμφισβητούνται και επίσης για χρέη που πιθανόν να επαληθευτούν σε πτώχευση, εφόσον το αντικείμενο των απαιτήσεων δεν έχει ακόμα αποφασιστεί.
(2) Ο διαχειριστής θα προνοήσει επίσης για οποιεσδήποτε αμφισβητούμενες επαληθεύσεις ή αξιώσεις και για τα έξοδα που είναι αναγκαία για τη διαχείριση της περιουσίας ή άλλως πως.
(3) Τηρουμένων των πιο πάνω διατάξεων ο διαχειριστής διανέμει ως μέρισμα όλα τα χρήματα που έχει στα χέρια του.
61. Πιστωτής ο οποίος δεν επαλήθευσε το χρέος του πριν από την κήρυξη μερίσματος ή μερισμάτων δικαιούται να πληρωθεί από τα χρήματα που βρίσκονται εκάστοτε στα χέρια του διαχειριστή οποιοδήποτε μέρισμα ή μερίσματα τα οποία παρέλειψε να εισπράξει προτού τα χρήματα αυτά χρησιμοποιηθούν για την πληρωμή οποιουδήποτε μελλοντικού μερίσματος ή μερισμάτων, αλλά δεν δικαιούται να παρεμποδίσει τη διανομή μερίσματος που κηρύχτηκε προτού το χρέος επαληθευτεί, εξαιτίας του ότι ο πιστωτής δεν συμμετείχε στη διανομή.
62. Όταν χρέος έχει επαληθευτεί και τέτοιο χρέος περιλαμβάνει τόκο, ή οποιοδήποτε χρηματικό αντάλλαγμα αντί τόκου, τέτοιος τόκος ή αντάλλαγμα, για τους σκοπούς μερίσματος, υπολογίζεται προς επιτόκιο που δεν υπερβαίνει το εννέα τοις εκατό ετησίως, χωρίς να επηρεάζεται το δικαίωμα του πιστωτή να εισπράξει από την περιουσία οποιοδήποτε μεγαλύτερο επιτόκιο το οποίο δυνατό να δικαιούται μετά την πλήρη εξόφληση όλων των επαληθευθέντων χρεών της περιουσίας.
63.-(1) Όταν ο διαχειριστής μετατρέψει σε χρήματα ολόκληρη την περιουσία του πτωχεύσαντα, ή τόσο μέρος από αυτή το οποίο, κατά την κοινή γνώμη του ίδιου και της εποπτικής επιτροπής δύναται να εκκαθαριστεί χωρίς αχρείαστη αναβολλή του έργου της διαχείρισης, ο διαχειριστής θα κηρύξει τελικό μέρισμα, αλλά προτού πράξει αυτό πρέπει να δώσει ειδοποίηση κατά τον καθορισμένο τρόπο στα πρόσωπα των οποίων οι αξιώσεις για να καταστούν πιστωτές γνωστοποιήθηκαν σε αυτόν, αλλά δεν αποδείχτηκαν κατά τρόπο που να τον ικανοποιεί ότι αν δεν αποδείξουν τις απαιτήσεις τους προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου μέσα στον οριζόμενο από την ειδοποίηση χρόνο, αυτός θα προχωρήσει να κηρύξει τελικό μέρισμα χωρίς να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις τους.
(2) Μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίστηκε με τον τρόπο αυτό, ή αν το Δικαστήριο, κατόπι αίτησης από οποιοδήποτε τέτοιο πιστωτή, παραχωρήσει σε αυτόν περαιτέρω χρόνο προς απόδειξη της απαίτησης του, τότε με την πάροδο τέτοιου περαιτέρω χρόνου, το τελικό μέρισμα θα διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών που επαλήθευσαν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις οποιωνδήποτε άλλων προσώπων.
(3) Αν το Δικαστήριο αποδεχτεί οποιαδήποτε απαίτηση η οποία απορρίφτηκε από το διαχειριστή, το πρόσωπο που έχει τέτοια απαίτηση δικαιούται να πληρωθεί, από ολόκληρη τη διαθέσιμη περιουσία που βρίσκεται στα χέρια του διαχειριστή, μέρισμα το οποίο το πρόσωπο αυτό θα εδικαιούτο αν η αξίωση του δεν απορριπτόταν από το διαχειριστή.
64. Δεν δύναται να εγερθεί εναντίον του διαχειριστή καμιά αγωγή, αλλά αν ο διαχειριστής αρνείται να πληρώσει μέρισμα το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, κατόπι αίτησης που υποβάλλεται, να διατάξει το διαχειριστή να πληρώσει το μέρισμα, και επίσης να πληρώσει από δικά του χρήματα τόκο επί του μερίσματος για το χρόνο κατακράτησης του και τα έξοδα της αίτησης.
65.-(1) Ο διαχειριστής με την άδεια της εποπτικής επιτροπής, όπου υπάρχει, δύναται να διορίσει τον ίδιο τον πτωχεύσαντα να επιβλέπει τη διαχείριση της περιουσίας του ή μέρους αυτής, ή να διεξάγει το εμπόριο του (αν υπάρχει) προς όφελος των πιστωτών του και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση να βοηθά στη διαχείριση της περιουσίας κατά τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους όπως ο διαχειριστής δύναται να διατάξει.
(2) Ο διαχειριστής δύναται από καιρό σε καιρό, με την άδεια της εποπτικής επιτροπής, όπου υπάρχει, να παραχωρεί στον πτωχεύσαντα από την περιουσία του τέτοιο επίδομα το οποίο θεωρεί δίκαιο για τη συντήρηση του και της οικογένειας του, ή σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, αν προσλήφθηκε για την εκκαθάριση της περιουσίας του, αλλά οποιοδήποτε τέτοιο επίδομα δύναται να μειωθεί από το Δικαστήριο.