3.-(1) Ο χρεώστης διαπράττει πράξη πτώχευσης σε καθεμιά από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) αν στην Κύπρο ή αλλού προβαίνει σε δόλια μεταβίβαση, δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση της περιουσίας του ή οποιουδήποτε μέρους αυτής·
(β) αν στην Κύπρο ή αλλού προβαίνει σε οποιαδήποτε παραχώρηση ή μεταβίβαση της περιουσίας του ή οποιουδήποτε μέρους αυτής, ή δημιουργεί σε αυτή επιβάρυνση, η οποία σύμφωνα με το Νόμο αυτό ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο θα ήταν άκυρη ως δόλια προτίμηση αν ο χρεώστης κηρυσσόταν σε πτώχευση·
(γ) αν διενεργήθηκε εναντίον του εκτέλεση με κατάσχεση των εμπορευμάτων του, με διαδικασία αγωγής σε οποιοδήποτε Δικαστήριο, και τα κατασχεθέντα εμπορεύματα είτε πωλήθηκαν είτε κρατούνται από τον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων για είκοσι μια ημέρες, νοουμένου ότι, αν υποβλήθηκε αίτηση για δικαστική επίλυση της διαφοράς αναφορικά με τα κατασχεθέντα εμπορεύματα, ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η αίτηση υποβλήθηκε και της ημερομηνίας κατά την οποία η διαδικασία της αίτησης οριστικά διευθετείται, ή εγκαταλείπεται, δεν θα λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της περιόδου των είκοσι μιας ημερών·
(δ) αν καταθέσει στο Δικαστήριο δήλωση ανικανότητας του να πληρώσει τα χρέη του ή υποβάλει αίτηση για εκούσια πτώχευση·
(ε) αν πιστωτής εξασφαλίζει εναντίον του τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα για οποιοδήποτε ποσό, και, ενώ δεν αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης ή του διατάγματος, επέδωσε σε αυτόν στην Κύπρο ή αλλού με άδεια του Δικαστηρίου, ειδοποίηση πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού και μέσα σε επτά ημέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης σε αυτόν, σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται στην Κύπρο και σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται αλλού μέσα στον καθορισμένο από το διάταγμα που παρέχει την άδεια για επίδοση χρόνο, ο χρεώστης είτε συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ειδοποίησης, είτε ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή η οποία εξισώνεται ή υπερβαίνει το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρωθεί, και την οποία δεν ήταν δυνατό να προβάλει στην αγωγή ή τη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση ή το διάταγμα.
Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά τον εκάστοτε χρόνο νομιμοποιείται να εκτελέσει τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα, θα θεωρείται ότι είναι πιστωτής που εξασφάλισε τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα
(στ) Αν, ενώ οφείλει σε πιστωτή χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση παραλείπει να πληρώσει, ή να εξασφαλίσει ή να συμβιβάσει το χρέος αυτό, μέσα σε τέτοιο χρόνο που θα επιτραπεί από διάταγμα που εκδίδεται από το Δικαστήριο σε αίτηση του πιστωτή, νοουμένου πάντοτε ότι καμία τέτοια αίτηση δεν γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο, εκτός αν επιδόθηκε προηγουμένως στο χρεώστη ειδοποίηση πτώχευσης που απαιτεί την πληρωμή του χρέους και έλαβε γνώση της αίτησης αυτής και κλήθηκε να δείξει λόγο εναντίον της ίδιας·
(ζ) αν Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής θεωρείται ότι έχει αποτύχει ή έχει τερματισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου.
(2) Στο Νόμο αυτό εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, ή έκφραση “οφειλέτης” περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο κατά το χρόνο τέλεσης οποιασδήποτε πράξης πτώχευσης ή κατά το χρόνο που ανεχόταν την τέλεση της:
(α) βρισκόταν προσωπικά στην Κύπρο ή
(β) συνήθως διέμενε ή είχε τοπο διαμονής στην Κύπρο ή
(γ) διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο προσωπικά ή με αντιπρόσωπο ή διευθυντή ή
(δ) ήταν μέλος οίκου ή συνεταιρισμού ο οποίος διεξήγε εργασίες στην Κύπρο.
(3) Ειδοποίηση πτώχευσης με βάση το Νόμο αυτό θα γίνεται κατά τον καθορισμένο τύπο και θα καλεί το χρεώστη να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρώσει σύμφωνα με τους όρους της απόφασης ή του διατάγματος, ή να εξασφαλίσει το χρέος ή να συμβιβάσει αυτό κατά τρόπο που να ικανοποιεί τον πιστωτή ή το Δικαστήριο, και να εκθέτει τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς την ειδοποίηση και πρέπει να επιδίδεται κατά τον καθορισμένο τρόπο:
Νοείται ότι ειδοποίηση πτώχευσης-
(α) μπορεί να ορίζει αντιπρόσωπο που θα ενεργεί εκ μέρους του πιστωτή σχετικά με οποιαδήποτε πληρωμή ή για οτιδήποτε άλλο που απαιτείται από την ειδοποίηση να γίνει προς τον πιστωτή ή να τελεστεί με τρόπο που να ικανοποιεί τον πιστωτή
(β) δεν θα ακυρώνεται εξαιτίας μόνο ότι το ποσό που ορίζεται στην ειδοποίηση ως το οφειλόμενο υπερβαίνει το ποσό που πραγματικά οφείλεται, εκτός αν ο οφειλέτης μέσα στην προθεσμία που δόθηκε για πληρωμή δώσει ειδοποίηση στον πιστωτή ότι αμφισβητεί την εγκυρότητα της ειδοποίησης πτώχευσης με βάση την ανακρίβεια αυτή, αλλά, αν ο οφειλέτης δεν δώσει τέτοια ειδοποίηση θα θεωρείται ότι έχει συμμορφωθεί με την ειδοποίηση πτώχευσης αν μέσα στην προθεσμία που δόθηκε λαμβάνει τέτοια μέτρα τα οποία θα συνιστούσαν συμμόρφωση προς την ειδοποίηση αν το πραγματικά οφειλόμενο ποσό οριζόταν ορθά σε αυτή.
4.-(1) Τηρουμένων των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 όρων και προϋποθέσεων, εάν ο χρεώστης διαπράξει πράξη πτώχευσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 3, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν υποβολής αίτησης πτώχευσης, σύμφωνα με τον τύπο που καθορίζεται σε Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο, είτε από τον πιστωτή είτε από τον χρεώστη, να κηρύξει τον χρεώστη σε πτώχευση με την έκδοση διατάγματος, το οποίο στον παρόντα Νόμο θα καλείται "διάταγμα πτώχευσης", οπότε και η περιουσία του πτωχεύσαντα περιέρχεται στον διαχειριστή και διανέμεται μεταξύ των πιστωτών:
(2) Το Δικαστήριο δύναται να αναστείλει τη διαδικασία έκδοσης διατάγματος πτώχευσης για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, σε περίπτωση που ο χρεώστης αποδεικνύει ότι έχει ήδη υποβάλει αίτηση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να αναστείλει τη διαδικασία αίτησης από πιστωτή για έκδοση διατάγματος κήρυξης σε πτώχευση, για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, σε περίπτωση που ο χρεώστης αποδείξει ότι είναι σε θέση να υποβάλει Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου.
(4) Γνωστοποίηση κάθε διατάγματος που κηρύσσει τον χρεώστη σε πτώχευση, στην οποία αναγράφεται το όνομα, η διεύθυνση, ο αριθμός ταυτότητας ή, σε περίπτωση μη κατόχου Κυπριακής ταυτότητας, ο αριθμός διαβατηρίου και το επάγγελμα του πτωχεύσαντα, η ημερομηνία της κήρυξης της πτώχευσης που είναι η ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος, καθώς και το Δικαστήριο που κήρυξε την πτώχευση:
(α) Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο· και
(β) κοινοποιείται στον Έφορο Φορολογίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και, εάν ο πτωχεύσας είναι υπάλληλος, στον εργοδότη του, εάν ο τελευταίος είναι γνωστός.
(5) Ουδέν διάταγμα πτώχευσης εκδίδεται με αναστολή εκτέλεσής του.
5.-(1) Πιστωτής δεν θα δικαιούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη, εκτός αν-
(α) το χρέος που οφείλεται από το χρεώστη προς τον αιτητή πιστωτή, ή, αν δύο ή περισσότεροι πιστωτές υποβάλλουν από κοινού την αίτηση, το συνολικό ποσό των χρεών που οφείλεται στους διάφορους αιτούντες πιστωτές συμποσούται σε δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000), και,
(β) το χρέος είναι εκκαθαρισμένο ποσό, πληρωτέο είτε αμέσως είτε σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο, και
(γ) η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η πτώχευση συνέβηκε μέσα σε έξι μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης, και
(δ) ο οφειλέτης κατοικεί στην Κύπρο ή, μέσα σε περίοδο ενός χρόνου πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, είχε τη συνήθη διαμονή, ή είχε τόπο διαμονής ή τόπο εργασίας στην Κύπρο ή διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο προσωπικά, ή με αντιπρόσωπο ή διευθυντή, ή είναι ή μέσα στην περίοδο που αναφέρθηκε ήταν μέλος οίκου ή συνεταιρισμού που διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο μέσω εταίρου ή εταίρων ή αντιπροσώπου ή διευθυντή, και
(ε) ο πιστωτής ή οι πιστωτές που υποβάλλουν από κοινού την αίτηση δηλώσουν στην αίτηση τόσο το πλήρες όνομα, τον αριθμό ταυτότητας, το επάγγελμα και τη διεύθυνσή τους, όσο και εκείνα του οφειλέτη, και
(στ) ο πιστωτής καταβάλλει στον Επίσημο Παραλήπτη τέλος ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500):
(ζ) ο αιτητής, θα πρέπει να παραδώσει αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος πτώχευσης όταν εκδοθεί, στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.
(2) Αν ο αιτητής πιστωτής είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, οφείλει στην αίτηση του είτε να δηλώσει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την εξασφάλιση του προς όφελος των πιστωτών σε περίπτωση που ο χρεώστης κηρυχτεί σε πτώχευση, ή να δώση εκτίμηση της εξασφάλισής του του. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να γίνει δεκτός ως αιτητής πιστωτής στην έκταση του υπόλοιπου του προς αυτόν οφειλόμενου χρέους, που προκύπτει μετά την αφαίρεση της εκτιμημένης αξίας, κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν να ήταν μη εξασφαλισμένος πιστωτής.
6.-(1) Αίτηση πιστωτή θα βεβαιώνεται από ένορκο δήλωση του πιστωτή, ή από πρόσωπο για λογασιασμό του που γνωρίζει τα γεγονότα, και θα επιδίδεται κατά τον καθορισμένο τρόπο.
(2) Κατά την ακρόαση της αίτησης, το Δικαστήριο θα απαιτεί απόδειξη του χρέους που οφείλεται προς τον αιτούντα πιστωτή, της επίδοσης της αίτησης, και της πράξης πτώχευσης, ή, αν στην αίτηση προβάλλεται ισχυρισμός για τέλεση περισσότερων από μιας πράξεις πτώχευσης, μιας από τις ισχυριζόμενες πράξεις πτώχευσης και το Δικαστήριο αν ικανοποιηθεί με τέτοια απόδειξη, θα εκδίδει διάταγμα πτώχευσης σύμφωνα με την αίτηση.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να αναβάλλει την ακρόαση της αίτησης είτε με όρους είτε χωρίς όρους, για εξασφάλιση περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων, ή για οποιαδήποτε άλλη νόμιμη αιτία ή δύναται να απορρίψει την αίτηση με έξοδα ή χωρίς έξοδα, όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.
(4) Όταν η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η αίτηση είναι η μη συμμόρφωση προς ειδοποίηση πτώχευσης για πληρωμή, παροχή εξασφάλισης ή συμβιβασμό του εξ αποφάσεως χρέους ή ποσού που διατάχθηκε να πληρωθεί, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί ορθό, να αναστείλει ή απορρίψει την αίτηση με τη δικαιολογία ότι εκκρεμεί έφεση εναντίον της απόφασης ή του διατάγματος.
(5) Αν η αίτηση στρέφεται εναντίον περισσότερων του ενός, το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει την αίτηση αναφορικά με ένα ή περισσότερους από αυτούς και να διατάξει όπως η υπόθεση συνεχισθεί εναντίον του άλλου ή των άλλων από αυτούς.
(6) Όταν ο χρεώστης εμφανιστεί κατά την ακρόαση της αίτησης και αρνηθεί ότι οφείλει στον αιτητή, ή ότι οφείλει ποσό τέτοιο που θα νομιμοποιούσε τον αιτητή στην υποβολή αίτησης πτώχευσης εναντίον του, το Δικαστήριο, με την παροχή τέτοιας εξασφάλισης (αν υπάρχει) την οποία το Δικαστήριο δυνατό να απαιτήσει για την πληρωμή στον αιτητή κάθε χρέους το οποίο μπορεί να αποδειχτεί εναντίον του σε νόμιμη διαδικασία, και των εξόδων για την απόδειξη του χρέους, δύναται αντί να απορρίψει την αίτηση, να αναστείλει κάθε διαδικασία που αφορά την αίτηση για όσο χρόνο δυνατό να απαιτηθεί για εκδίκαση του ζητήματος αναφορικά με το χρέος.
(7) Όταν ο χρεώστης εμφανιστεί κατά την ακρόαση της αίτησης και αρνηθεί ότι οφείλει στον αιτητή ή αρνηθεί ότι οφείλει ποσό τέτοιο που θα νομιμοποιούσε τον αιτητή στην υποβολή αίτησης πτώχευσης εναντίον του, το Δικαστήριο θα έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση του ζητήματος αναφορικά με το χρέος αυτό, τηρουμένου του δικαιώματος έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως προνοείται στο Νόμο αυτό και θα αναστέλλεται εν τω μεταξύ κάθε διαδικασία αναφορικά με την αίτηση ενώ εκκρεμεί η έκβαση του αποτελέσματος της δίκης αυτής.
(8) Όταν η διαδικασία ανασταλεί, το Δικαστήριο δύναται, αν εξαιτίας της καθυστέρησης που προκλήθηκε από την αναστολή της διαδικασίας ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία την οποία θεωρεί δίκαιη, να εκδώσει διάταγμα πτώχευσης με βάση την αίτηση κάποιου άλλου πιστωτή και θα απορρίψει, με τέτοιους όρους τους οποίους θεωρεί δίκαιους, την αίτηση στην οποία η διαδικασία αναστάλθηκε όπως προαναφέρθηκε.
7. Αίτηση από πιστωτή, μετά την υποβολή της, δεν απορύρεται χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.
8.-(1) Χρεώστης δεν δύναται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης του, εκτός αν-
(α) το συνολικό ποσό των χρεών του υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (€15.000), και
(β) τα χρέη αυτά, δεν είναι εξασφαλισμένα και αναφέρονται σε καθορισμένα ποσά που πρέπει να πληρωθούν αμέσως ή μέσα σε τακτή προθεσμία.
(2) Η αίτηση του χρεώστη πρέπει να είναι στον τύπο που καθορίζεται σε Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο και να συνοδεύεται από ένορκο δήλωση του στην οποία να επισυνάπτεται κατάλογος των πιστωτών του και των εγγυητών του με τις διευθύνσεις τους και του ποσού που οφείλεται στον καθένα, την ημερομηνία κατά την οποία δημιουργήθηκε το χρέος, καθώς επίσης και πλήρης περιγραφή της περιουσίας του.
(3) Η αίτηση πρέπει να επιδοθεί σε όλους τους πιστωτές οι οποίοι αναφέρονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται στην ένορκο δήλωση.
(4) Κατά την ακρόαση της αίτησης το δικαστήριο δύναται κατά την κρίση του να εκδώσει διάταγμα πτώχευσης εναντίον του χρεώστη ή να απορρίψει την αίτηση.
(5) Αίτηση χρεώστη, μετά την υποβολή της, δεν αποσύρεται χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.
(6) Ο χρεώστης ο οποίος υποβάλλει αίτηση, θα πρέπει στην αίτησή του να υποβάλλει την Έκθεση Καταστάσεως της περιουσίας του κατά τον καθορισμένο τύπο.
(7) Ο χρεώστης υποχρεούται επίσης στην αίτησή του να δηλώνει τόσο το πλήρες όνομά του, τον αριθμό ταυτότητάς του, το επάγγελμά του και τη διεύθυνση του.
(8) Ο πτωχεύσας, σε περίπτωση αλλαγής της διεύθυνσής του υποχρεούται αμέσως να ενημερώνει τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή.
(9) Ο χρεώστης καταβάλει στον Επίσημο Παραλήπτη τέλος ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500):
(10) Ο αιτητής, θα πρέπει να παραδώσει αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος πτώχευσης όταν εκδοθεί, στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.
9.-(1) Με την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, επίσημος παραλήπτης θα καθίσταται διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαντα, και ακολούθως, εκτός όπως διατάσσεται από το Νόμο αυτό, κανένας πιστωτής στον οποίο ο πτωχεύσας οφείλει αναφορικά με οποιοδήποτε χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση, δε θα έχει οποιαδήποτε θεραπεία εναντίον της περιουσίας ή του προσώπου του πτωχεύσαντα σχετικά με το χρέος ή θα εγείρει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, εκτός κατόπι άδειας του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει:
(2) Αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία η οποία άρχισε εναντίον πτωχεύσαντα πριν την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης συνεχίζεται και μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άδεια του Δικαστηρίου ή τροποποίηση του τίτλου της αγωγής ή άλλης νόμιμης διαδικασίας.
(3) Μετά την έκδοση του διατάγματος κήρυξης του χρεώστη σε πτώχευση, ο πτωχεύσας δύναται να προβάλει υπεράσπιση ή οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, μετά από σχετική εξουσιοδότηση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή:
(4) Μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης, ο πτωχεύσας, δύναται να εγείρει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, κατόπιν εξουσιοδότησης του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή και άδειας του Δικαστηρίου υπό τους όρους τους οποίους δυνατό να επιβάλει το Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένου και όρου για ασφάλεια εξόδων:
(5) Τηρουμένων των προνοιών οποιουδήποτε άλλου νόμου, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ή περιουσία ανακτάται από τις προαναφερόμενες νομικές διαδικασίες σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4), θα περιέρχεται στον επίσημο παραλήπτη ή στο διαχειριστή:
(6) Μετά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης κανένας πιστωτής δε θα δικαιούται να εγγράψει απόφαση ή υποθήκη ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση επί της περιουσίας του χρεώστη και, σε περίπτωση τέτοιας εγγραφής παρά τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, η εγγραφή αυτή, μετά από αίτηση του Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή ή του συνδίκου ή οποιουδήποτε πιστωτή, διαγράφεται ως άκυρη εξ υπαρχής και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.
(7) Το άρθρο όμως αυτό δεν θα επηρεάζει την εξουσία εξασφαλισμένου πιστωτή να εκποιήσει ή άλλως πως να χειριστεί την εξασφάλιση του με τον ίδιο τρόπο που θα εδικαιούτο να την εκποιήσει ή χειριστεί, αν το άρθρο αυτό δεν είχε θεσπιστεί, άνευ επηρεασμού των διατάξεων του άρθρου 54.
10. Το Δικαστήριο δύναται, αν αποδειχτεί ότι είναι αναγκαίο για την προστασία της περιουσίας του χρεώστη, οποτεδήποτε μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης και προτού εκδοθεί διάταγμα πτώχευσης, να διορίσει τον Επίσημο Παραλήπτη ή αδειοδοτημένο σύμβουλο αφερεγγυότητας ως προσωρινό διαχειριστή της περιουσίας του χρεώστη, ή οποιουδήποτε μέρους αυτής, με εντολή όπως λάβει αμέσως κατοχή της περιουσίας ή μέρους αυτής.
11.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης, να αναστείλει οποιαδήποτε αγωγή, εκτέλεση ή άλλη νόμιμη διαδικασία εναντίον της περιουσίας ή του προσώπου του πτωχεύσαντα, και κάθε Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί διαδικασία εναντίον πτωχεύσαντα, δύναται κατόπι απόδειξης ότι η αίτηση πτώχευσης υποβλήθηκε από ή εναντίον του πτωχεύσαντα, είτε να αναστείλει τη διαδικασία είτε να επιτρέψει τη συνέχιση της με τέτοιους όρους τους οποίους θεωρεί δίκαιους.
(2) Όταν το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα που αναστέλλει οποιαδήποτε αγωγή ή διαδικασία, ή αναστέλλει διαδικασίες γενικά, το διάταγμα αυτό δύναται να επιδοθεί με την αποστολή αντιγράφου αυτού, σφραγισμένο με τη σφραγίδα του Δικαστηρίου, μέσω του ταχυδρομείου στη διεύθυνση επίδοσης του ενάγοντα ή σε άλλο διάδικο που προωθεί τέτοια διαδικασία.
12.-(1) Ο επίσημος παραλήπτης της περιουσίας πτωχεύσαντα, μετά από αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή ή πιστωτών και αν ικανοποιείται ότι η φύση της περιουσίας ή των εργασιών του πτωχεύσαντα ή τα συμφέροντα των πιστωτών γενικά επιβάλλουν το διορισμό ειδικού διαχειριστή της περιουσίας ή των εργασιών άλλο από τον επίσημο παραλήπτη, δύναται να διορίσει, τηρουμένης της έγκρισης του Δικαστηρίου, διαχειριστή της περιουσίας ή των εργασιών ο οποίος θα ενεργεί μέχρις ότου διοριστεί διαχειριστής, και με τέτοιες εξουσίες (περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε εξουσιών διαχειριστή) που πιθανόν να ανατεθούν σε αυτόν από τον επίσημο παραλήπτη.
(2) Ο ειδικός διαχειριστής παρέχει τέτοια εξασφάλιση και λογοδοτεί με τέτοιο τρόπο όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.
(3) Ο ειδικός διαχειριστής θα λαμβάνει τέτοια αμοιβή η οποία θα ορίζεται από τους πιστωτές με απόφαση που λαμβάνεται σε συνήθη συνέλευση η οποία θα υπόκειται στην έγκριση του Δικαστηρίου, ή σε περίπτωση έλλειψης τέτοιας απόφασης όπως το Δικαστήριο δυνατό να αποφασίζει.
13. Ειδοποίηση κάθε διατάγματος πτώχευσης η οποία θα αναγράφει το όνομα, την ταυτότητα ή, σε περίπτωση μη κατόχου Κυπριακής ταυτότητας, τον αριθμό διαβατηρίου, τη διεύθυνση και το επάγγελμα του πτωχεύσανατα, την ημερομηνία και το Δικαστήριο από το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα, και την ημερομηνία της αίτησης θα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και θα δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη, κατά τον καθορισμένο τρόπο.
13Α.-(1) Ο Επίσημος Παραλήπτης τηρεί Αρχείο Πτωχεύσεων σε ηλεκτρονική μορφή, στο οποίο καταχωρούνται όλα τα εκδιδόμενα διατάγματα σχετικά με πτωχεύσεις καθώς και διατάγματα παραλαβής περιλαμβανομένων και των διαταγμάτων που εκδόθηκαν, μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015:
(2) Ο Επίσημος Παραλήπτης δύναται να παραχωρεί σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο το ηλεκτρονικό Αρχείο Πτωχεύσεων, είτε εξ ολοκλήρου είτε μέρος αυτού.
(3) O Επίσημος Παραλήπτης δέχεται στο Αρχείο Πτωχεύσεων, που προνοείται στο εδάφιο (1), την καταχώρηση, ηλεκτρονικώς, οποιουδήποτε εγγράφου, το οποίο κατατίθεται στο γραφείο του μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας πτώχευσης, δυνάμει του παρόντος Νόμου.
14.-(1) Μετά την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον χρεώστη, όταν υπάρχει απαίτηση από τον αιτητή-πιστωτή ή από άλλο πιστωτή ή όπου κρίνει σκόπιμο ο Επίσημος Παραλήπτης θα συγκαλείται γενική συνέλευση των πιστωτών του, που αναφέρεται στο Νόμο αυτό ως η Πρώτη Συνέλευση των Πιστωτών, με σκοπό να εξετασθεί κατά πόσο δύναται να γίνει αποδεκτή πρόταση συμβιβασμού ή σχέδιο διευθέτησης ή και γενικά για τον τρόπο μεταχείρισης της περιουσίας του χρεώστη.
(2) Όταν Γενική Συνέλευση των Πιστωτών, συγκαλείται κατόπιν αιτήματος του πιστωτή, τα έξοδα της συνέλευσης θα τα επιβαρύνεται ο πιστωτής.
(3) Σχετικά με τη σύγκληση και διαδικασία στις συνελεύσεις των πιστωτών, πρέπει να τηρούνται οι Κανονισμοί του Πρώτο Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου.
15.-(1) Όταν εκδίδεται διάταγμα πτώχευσης εναντίον πτωχεύσαντα, ο πτωχεύσας καταρτίζει και υποβάλλει στον επίσημο παραλήπτη έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα και σε σχέση με αυτή κατά τον καθορισμένο τύπο, η οποία βεβαιώνεται με ένορκη δήλωση, και η οποία δείχνει τις λεπτομέρειες του ενεργητικού, των χρεών και υποχρεώσεων του πτωχεύσαντα, τα ονόματα, διευθύνσεις και επαγγέλματα των πιστωτών του, τις εξασφαλίσεις που κατέχονται από αυτούς αντίστοιχα, τις ημερομηνίες που οι εμπράγματες εξασφαλίσεις δόθηκαν αντίστοιχα και τέτοιες περαιτέρω ή άλλες πληροφορίες που δυνατό να καθοριστούν ή τις οποίες ο επίσημος παραλήπτης δύναται να ζητήσει.
(2) Έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα θα πρέπει να υποβάλλεται μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες, δηλαδή:
(α) αν το διάταγμα εκδίδεται κατόπι της αίτησης του πτωχεύσαντα, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος·
(β) αν το διάταγμα εκδίδεται κατόπι της αίτησης πιστωτή, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος.
Το Δικαστήριο όμως δύναται να παρατείνει το χρόνο για ειδικούς λόγους σε κάθε περίπτωση.
(3) Αν ο πτωχεύσας ή ο πτωχεύσας παραλείπει και/ή αμελεί να υποβάλει την έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεσή του μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, ο επίσημος παραλήπτης δύναται να καταχωρήσει αίτηση στο Δικαστήριο προς έκδοση διατάγματος, το οποίο να υποχρεώνει τον πτωχεύσαντα ή τον πτωχεύσαντα να υποβάλει την εν λόγω έκθεση κατάστασης της περιουσίας του και να συμπληρώσει την προκαταρκτική κατάθεσή του σχετικά με τις υποθέσεις του.
(4) [Διαγράφηκε].
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία για ειδικούς λόγους δεν καθίσταται δυνατή η υποβολή της έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης του πτωχεύσαντα ή του πτωχεύσαντα, το Δικαστήριο, μετά από αίτηση του επίσημου παραλήπτη, δύναται με διάταγμά του να τροποποιήσει τη διαδικασία πτώχευσης, έτσι ώστε αυτή να συνεχιστεί χωρίς να απαιτείται η υποβολή της έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης του πτωχεύσαντα.
(6) Κάθε πρόσωπο που δηλώνει γραπτώς ότι ο ίδιος είναι πιστωτής του πτωχεύσαντα δύναται, προσωπικά ή με αντιπρόσωπο, να επιθεωρεί την έκθεση κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτική κατάθεση του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα σε εύλογο χρόνο και να λαμβάνει αντίγραφο αυτής ή απόσπασμα από αυτή, αλλά κάθε πρόσωπο που ψευδώς δηλώνει ότι ο ίδιος είναι πιστωτής θα είναι ένοχο περιφρόνησης Δικαστηρίου και θα τιμωρείται ανάλογα κατόπι αίτησης του διαχειριστή ή του επίσημου παραλήπτη.
17.-(1) Όταν πτωχεύσας προτίθεται να υποβάλει πρόταση για συμβιβασμό προς ικανοποίηση των χρεών του, ή πρόταση για σχέδιο διευθέτησης των υποθέσεων του πρέπει, μέσα σε τέσσερις ημέρες από την κατάθεση της έκθεσης κατάστασης της περιουσίας και προκαταρκτικής κατάθεσης του πτωχεύσαντα ή πτωχεύσαντα, ή μετέπειτα μέσα σε τέτοιο χρόνο ως ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής δύναται να καθορίσει, να υποβάλλει στον επίσημο παραλήπτη ή στο διαχειριστή γραπτή πρόταση με την υπογραφή του ή για λογαριασμό του στην οποία να ενσωματώνονται οι όροι του συμβιβασμού ή του σχεδίου τους οποίους επιθυμεί να θέσει υπόψη των πιστωτών του και να εκτίθενται λεπτομέρειες προτεινόμενων εγγυητών ή εμπράγματων ασφαλειών.
(2) Σε τέτοια περίπτωση ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής οφείλει να συγκαλεί συνέλευση πιστωτών και αποστέλλει σε κάθε πιστωτή, πριν από τη συνέλευση, αντίγραφο της πρότασης του πτωχεύσαντα με έκθεση γι’ αυτή και αν κατά τη συνέλευση αποφασιστεί η αποδοχή της πρότασης αυτής με πλειοψηφία σε αριθμό και σε αξία των τριών τετάρτων όλων των πιστωτών των οποίων τα χρέη τους επαληθεύτηκαν, η πρόταση θεωρείται ότι έγινε δεόντως αποδεκτή από τους πιστωτές και όταν εγκριθεί από το Δικαστήριο θα είναι δεσμευτική για όλους τους πιστωτές:
(3) Κατά τη συνέλευση ο πτωχεύσας δύναται να τροποποιήσει τους όρους της πρότασης του, αν η τροποποίηση, κατά τη γνώμη του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, αποβλέπει στο να ωφελέσει το σύνολο των πιστωτών.
(4) Οποιοσδήποτε πιστωτής που έχει επαληθεύσει το χρέος του δύναται να συμφωνήσει ή διαφωνήσει με την πρόταση με επιστολή, κατά τον καθορισμένο τύπο, η οποία απευθύνεται στον επίσημο παραλήπτη ή στο διαχειριστή με τρόπο ώστε να παραληφθεί από αυτόν όχι αργότερα από την προηγούμενη ημέρα της συνέλευσης, και συμφωνία ή διαφωνία ισχύει ωσάν ο πιστωτής να παραβρέθηκε και ψήφισε στη συνέλευση.
(5) Ο πτωχεύσας ή ο επίσημος παραλήπτης ή ο διαχειριστής δύναται, μετά την αποδοχή της πρότασης από τους πιστωτές, να απευθυνθούν στο Δικαστήριο για έγκριση της αποδοχής, και ειδοποίηση για το χρόνο που ορίστηκε για ακρόαση της αίτησης πρέπει να επιδίδεται σε κάθε πιστωτή που επαλήθευσε το χρέος του.
(6) Δεν γίνεται ακρόαση της αίτησης προτού περατωθεί η δημόσια εξέταση του πτωχεύσαντα. Οποιοσδήποτε πιστωτής που επαλήθευσε το χρέος του δύναται να ακουστεί από το Δικαστήριο σε ένσταση εναντίον της αίτησης, ανεξάρτητα αν σε συνέλευση πιστωτών ψήφισε υπέρ της αποδοχής της πρότασης.
(7) Το Δικαστήριο, προτού εγκρίνει την πρόταση, πρέπει να ακούσει έκθεση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή ως προς τους όρους αυτής, και ως προς τη διαγωγή του πτωχεύσαντα και οποιεσδήποτε ενστάσεις που δυνατό να υποβληθούν από ή εκ μέρους οποιουδήποτε πιστωτή.
(8) Αν το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι οι όροι της πρότασης δεν είναι εύλογοι, ή δεν υπολογίζεται να ικανοποιήσουν το σύνολο των πιστωτών, ή σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία ζητείται από το Δικαστήριο να αρνηθεί την αποκατάσταση, του το Δικαστήριο θα αρνηθεί να εγκρίνει την πρόταση.
(9) Αν το Δικαστήριο εγκρίνει την πρόταση, η έγκριση, βεβαιώνεται με τοποθέτηση της σφραγίδας του Δικαστηρίου στο έγγραφο που περιέχει τους όρους του προτεινόμενου συμβιβασμού ή σχεδίου, ή τους όρους που είναι ενσωματωμένοι σε διάταγμα του Δικαστηρίου.
(10) Ο συμβιβασμός ή σχέδιο που έγινε αποδεκτό και εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο αυτό δεσμεύει όλους τους πιστωτές, όσον αφορά οποιαδήποτε χρέη που οφείλονται σε αυτούς από τον πτωχεύσαντα και τα οποία δύνανται να επαληθετούν σε πτώχευση.
(11) Πιστοποιητικό του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή ότι συμβιβασμός ή σχέδιο έγινε δεόντως αποδεκτό και εγκρίθηκε, εφόσον δεν υπάρχει απάτη, είναι αναμφισβήτητο ως προς την εγκυρότητα του.
(12) Μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει την εφαρμογή των προνοιών συμβιβασμού ή σχεδίου, βάσει του άρθρου αυτού και οποιαδήποτε παρακοή προς διάταγμα του δικαστηρίου που εκδόθηκε με την αίτηση θα θεωρείται ως περιφρόνηση Δικαστηρίου.
(13) Αν έγινε παράλειψη πληρωμής οποιασδήποτε δόσης που οφείλεται σύμφωνα με το συμβιβασμό ή σχέδιο, ή αν φανεί στο Δικαστήριο, μετά από ικανοποιητική μαρτυρία, ότι ο συμβιβασμός ή το σχέδιο εξαιτίας νομικών δυσχερειών ή για οποιαδήποτε επαρκή αιτία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς αδικία ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση προς τους πιστωτές ή τον πτωχεύσαντα, ή ότι η έγκριση του Δικαστηρίου εξασφαλίσθηκε με απάτη, το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει ορθό, μετά από αίτηση τοu Επίσημου Παραλήπτη ή του διαχειριστή ή οποιουδήποτε πιστωτή, να ακυρώσει το συμβιβασμό ή το σχέδιο, αλλά χωρίς να επηρεάζεται η εγκυρότητα οποιασδήποτε πώλησης, διάθεσης ή κανονικής πληρωμής, ή πράξης που έγινε δεόντως, βάσει ή σύμφωνα με το συμβιβασμό ή σχέδιο.
(14) Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το συμβιβασμό ή το σχέδιο, διορίζεται διαχειριστής για να διαχειρίζεται την περιουσία του χρεώστη και να διευθύνει τις εργασίες του, ή για διανομή του συμβιβασμού, το άρθρο 26 και το Μέρος V εφαρμόζονται, ως εάν ο διαχειριστής να ήταν διαχειριστής πτώχευσης και οι όροι "πτώχευση", "πτωχεύσας" και "διάταγμα κήρυξης σε πτώχευση" περιελάμβαναν, αντίστοιχα, συμβιβασμό ή σχέδιο διευθέτησης πτωχεύσαντα που ήλθε σε συμβιβασμό ή διευθέτηση και διάταγμα που εγκρίνει το συμβιβασμό ή το σχέδιο.
(15) Το Μέρος ΙΙΙ του Νόμου αυτού εφόσο η φύση της υπόθεσης ή οι όροι του συμβιβασμού ή της διευθέτησης το επιτρέπουν, εφαρμόζεται σε αυτούς, αποδίδοντας την ίδια ερμηνεία στις λέξεις “διαχειριστής”, “πτώχευση”, “πτωχεύσας” και “διάταγμα κήρυξης σε πτώχευση” όπως στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο.
(16) Δεν δύναται να εγκριθεί από το Δικαστήριο κανένας συμβιβασμός ή σχέδιο, που δεν προνοεί για την πληρωμή, κατά προτεραιότητα άλλων χρεών, των χρεών που διατάχτηκαν να πληρωθούν κατά τη διανομή της περιουσίας του πτωχεύσαντα.
(17) Η αποδοχή από πιστωτή συμβιβασμού ή σχεδίου δεν απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο με βάση τον παρόντα Νόμο δεν θα απαλλασσόταν με διάταγμα αποκατάστασης.
(18) Καμία αίτηση για συμβιβασμό ή σχέδιο διευθέτησης δε γίνεται αποδεκτή σε περίπτωση που κατά το χρόνο κήρυξης πτώχευσης ο πτωχεύσας πληρούσε τις προϋποθέσεις για να υποβάλει αίτηση για έκδοση προστατευτικού πιστοποιητικού σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου:
18. Ανεξάρτητα από την αποδοχή και έγκριση συμβιβασμού ή σχεδίου, ο συμβιβασμός ή το σχέδιο αυτό δεν δεσμεύει οποιοδήποτε πιστωτή όσον αφορά χρέος ή υποχρέωση από την οποία, βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού, ο πτωχεύσας δεν θα απαλλασσόταν με διάταγμα αποκατάστασης, εκτός αν ο πιστωτής αυτός συγκατατίθεται στο συμβιβασμό ή το σχέδιο.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.5
- 61(Ι)/2015
20.-(1) Με την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, ο Επίσημος Παραλήπτης διορίζεται ως διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαντα.
(2) Οι πιστωτές, με συνηθισμένη απόφασή τους σε συνέλευση πιστωτών που ζητούν οι ίδιοι να συγκαλέσει ο Επίσημος Παραλήπτης, δύναται να διορίσουν ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης από κατάλογο αδειοδοτημένων επαγγελματιών, στον οποίο κατάλογο, δικαίωμα για εγγραφή έχουν όσοι έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τον περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμο.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Επίσημος Παραλήπτης δύναται να διορίσει ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης εκ περιτροπής από τον κατάλογο ο οποίος αναφέρεται στο εδάφιο (2).
(4) Κατά τον διορισμό ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης σύμφωνα με το εδάφιο (3), ο Επίσημος Παραλήπτη δύναται να μη διορίσει επόμενο ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης από τον κατάλογο, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία και την εμπειρογνωσία του επόμενου ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης και συνυπολογίζοντας τα ειδικά χαρακτηριστικά της υπόθεσης.
(5) Πριν από τον διορισμό ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3), ο πτωχεύσας δύναται να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς τη συνέλευση πιστωτών και/ή τον Επίσημο Παραλήπτη, αντίστοιχα, και να θέσει υπόψη τους στοιχεία, σε περίπτωση που κατά την άποψη του πτωχεύσαντα η σύνδεση ή η σχέση του προτεινόμενου για διορισμό ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης με τον πτωχεύσαντα ή την περιουσία του ή με πιστωτή δυνατόν να καταστήσει δύσκολο για τον ιδιώτη διαχειριστή πτώχευσης να ενεργεί αμερόληπτα προς το συμφέρον των πιστωτών γενικά.
21.-(1) Οι πιστωτές που έχουν δικαίωμα ψήφου δύνανται στην πρώτη ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη συνέλευση με απόφαση τους να διορίσουν εποπτική επιτροπή για σκοπούς επίβλεψης της διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας από το διαχειριστή.
(2) Η εποπτική επιτροπή θα αποτελείται από όχι περισσότερα των πέντε και όχι λιγότερα των τριών προσώπων τα οποία κατέχουν το ένα ή το άλλο από τα πιο κάτω προσόντα-
(α) το να είναι πιστωτής ή κάτοχος γενικού πληρεξουσίου εγγράφου από πιστωτή, νοουμένου ότι κανένας πιστωτής ή κάτοχος γενικής πληρεξουσιότητας ή γενικού πληρεξούσιου εγγράφου από πιστωτή δικαιούται να ενεργεί ως μέλος της εποπτικής επιτροπής μέχρις ότου ο πιστωτής επαληθεύσει το προς αυτόν χρέος και η επαλήθευση έγινε αποδεκτή ή
(β) το να είναι πρόσωπο στο οποίο ο πιστωτής προτίθεται να δώσει γενική πληρεξουσιοδότηση ή γενικό πληρεξούσιο έγγραφο νοείται ότι δεν δικαιούται κανένα τέτοιο πρόσωπο να ενεργεί ως μέλος της εποπτικής επιτροπής μέχρις ότου εξασφαλίσει τέτοια πληρεξουσιοδότηση ή γενικό πληρεξούσιο και μέχρις ότου ο πιστωτής επαληθεύσει το προς αυτόν χρέος και η επαλήθευση γίνει αποδεκτή.
(3) Η εποπτική επιτροπή συνεδριάζει σε τέτοια χρονικά διαστήματα που η επιτροπή από καιρό σε καιρό ορίζει και σε περίπτωση που δεν ορίζεται τέτοιος χρόνος, μια τουλάχιστο φορά το μήνα και ο διαχειριστής ή οποιοδήποτε μέλος της επιτροπής δύναται επίσης να καλέσει συνεδρία της επιτροπής όπως και όταν θεωρεί αναγκαίο.
(4) Η επιτροπή δύναται να ενεργεί με πλειοψηφία των μελών της που παρευρίσκονται στη συνεδρία, αλλά δεν ενεργεί εκτός αν η πλειοψηφία της επιτροπής είναι παρούσα στη συνεδρία.
(5) Οποιοδήποτε μέλος της επιτροπής δύναται να παραιτηθεί από τη θέση του με γραπτή και υπογραμμένη δήλωση την οποία παραδίδει στο διαχειριστή.
(6) Αν μέλος της επιτροπής πτωχεύσει ή προβεί σε συμβιβασμό ή διευθέτηση με τους πιστωτές του ή απουσιάσει για πέντε συνεχείς συνεδρίες η θέση του κενώνεται.
(7) Μέλος της επιστροπής δύναται να παυθεί με συνήθη απόφαση η οποία λαμβάνεται σε οποιαδήποτε συνέλευση πιστωτών, για την οποία δόθηκε επταήμερη ειδοποίηση που αναφέρει το σκοπό της συνέλευσης.
(8) Σε περίπτωση κένωσης θέσης μέλους της επιτροπής, ο διαχειριστής συγκαλεί αμέσως συνέλευση των πιστωτών με σκοπό την πλήρωση της θέσης, η δε συνέλευση δύναται με απόφαση της να διορίσει άλλον πιστωτή ή άλλο πρόσωπο, που νομιμοποιείται όπως πιο πάνω, για την πλήρωση της θέσης.
(9) Τα μέλη της επιτροπής που παραμένουν, νοουμένου ότι αυτά δεν θα είναι λιγότερα από δύο, δύνανται να ενεργούν ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κένωση θέσης της επιτροπής, και όταν ο αριθμός των μελών της εποπτικής επιτροπής που υφίσταται εκάστοτε είναι μικρότερος των πέντε, οι πιστωτές δύνανται να αυξήσουν τον αριθμό ώστε αυτός να μην υπερβαίνει τους πέντε.
(10) Αν δεν υπάρχει εποπτική επιτροπή, κάθε πράξη ή πράγμα ή οποιαδήποτε οδηγία ή άδεια η οποία με βάση το νόμο αυτό επιτρέπεται ή απαιτείται να γίνεται ή να παρέχεται από την επιτροπή δύναται να γίνεται ή να δίνεται από το Δικαστήριο με την αίτηση του διαχειριστή.
22.-(1) Αν το Δικαστήριο εγκρίνει το συμβιβασμό ή σχέδιο διευθέτησης βάσει του άρθρου 17, δύναται να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να ακυρώνει την πτώχευση και να παραχωρεί την περιουσία του πτωχεύσαντα σε αυτόν ή σε άλλο πρόσωπο που το Δικαστήριο δυνατό να ορίσει και με όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.
(2) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης, η οποία οφείλεται με βάση το συμβιβασμό ή το σχέδιο, ή αν φανεί στο Δικαστήριο ότι ο συμβιβασμός ή το σχέδιο δεν δύναται να εφαρμοστεί χωρίς αδικία ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ή ότι η έγκριση του Δικαστηρίου λήφθηκε με απάτη, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί ορθό, με αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου να ακυρώσει το συμβιβασμό ή το σχέδιο, χωρίς όμως να επηρεάζεται η εγκυρότητα οποιασδήποτε πώλησης, διάθεσης ή πληρωμής ή πράξης που έγινε δεόντως, με βάση η σύμφωνα με τον συμβιβασμό ή το σχέδιο.
23.-(1) Κάθε πτωχεύσας εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης θα πρέπει, εκτός αν κωλύεται λόγω ασθένειας ή άλλης επαρκούς αιτίας, να παρίσταται στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών και να υπόκειται σε εξέταση και παρέχει τέτοιες πληροφορίες που η συνέλευση δυνατό να απαιτήσει.
(2) Ο πτωχεύσας παρέχει τέτοια απογραφή της περιουσίας του, τέτοιο κατάλογο των πιστωτών και οφειλετών του καθώς και κατάλογο των χρεών που οφείλονται από αυτόν στους πιστωτές του και των χρεών που οφείλονται προς αυτόν από τους οφειλέτες του αντίστοιχα, υπόκειται σε εξέταση για την περιουσία ή τους πιστωτές του, παρίσται σε άλλες συνελεύσεις πιστωτών του, παρουσιάζεται σε τέτοια χρονικά διαστήματα ενώπιον του επίσημου παραλήπτη, του ειδικού διαχειριστή ή του διαχειριστή, εκτελεί πληρεξούσια, μεταβιβάσεις, συμβόλαια και έγγραφα και γενικά προβαίνει σε όλες τις ενέργειες σχετικά με την περιουσία του και τη διανομή, μεταξύ των πιστωτών του, του προϊόντος της ρευστοποίησης όπως δυνατόν εύλογα να απαιτηθεί από τον επίσημο παραλήπτη, τον ειδικό διαχειριστή ή το διαχειριστή, ή δυνατό να καθοριστεί από γενικούς κανονισμούς, ή να διαταχτεί από το Δικαστήριο με οποιοδήποτε ειδικό διάταγμα ή διατάγματα που εκδίδονται αναφορικά με συγκεκριμένη υπόθεση, ή εκδίδεται μετά από ειδική αίτηση του επίσημου παραλήπτη, ειδικού διαχειριστή, διαχειριστή, ή οποιουδήποτε πιστωτή ή ενδιαφερόμενου προσώπου. Η αίτηση του διαχειριστή γίνεται στον τύπο που καθορίζεται σε Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εκδίδονται από το Ανώτατο Δικαστήριο.
(3) Όταν πτωχεύσας κηρυχτεί σε πτώχευση οφείλει να παρέχει κάθε δυνατή συνδρομή για την ρευστοποίηση της περιουσίας του και τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης μεταξύ των πιστωτών του.
(4) Αν πτωχεύσας εσκεμμένα παραλείπει να εκτελέσει τα καθήκοντα του που επιβάλλονται από το άρθρο αυτό ή να παραδώσει την κατοχή μέρους της περιουσίας του, η οποία με βάση το Νόμο αυτό πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών του και η οποία εκάστοτε βρίσκεται στην κατοχή ή τον έλεγχο του, στον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή, ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το Δικαστήριο για να λάβει κατοχή αυτής, ο πτωχεύσας, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή στην οποία δυνατό να υπόκειται, είναι ένοχος περιφρόνησης του Δικαστηρίου και δυνατό να τιμωρηθεί ανάλογα.
24.-(1) To Δικαστήριο δύναται, με ένταλμα απευθυνόμενο σε οποιοδήποτε αστυνομικό ή καθορισμένο λειτουργό του Δικαστηρίου, να προκαλέσει τη σύλληψη πτωχεύσαντα και την κατάσχεση οποιωνδήποτε βιβλίων, εγγράφων, χρημάτων και αγαθών που βρίσκονται στην κατοχή του και την κράτηση του πτωχεύσαντα και τη φύλαξη των πιο πάνω, σε τόπο και για χρόνο που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει, κάτω από τις ακόλουθες περιστάσεις:
(α) αν, μετά την έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού, ή μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του φαίνεται στο Δικαστήριο ότι υπάρχει πιθανή αιτία να πιστεύει ότι είναι ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος που τιμωρείται με βάση το Νόμο αυτό, ή ότι δραπέτευσε ή πρόκειται να δραπετεύσει για να αποφύγει την πληρωμή του χρέους, για το οποίο εκδόθηκε ειδοποίηση πτώχευσης, ή να αποφύγει επίδοση ειδοποίησης αίτησης πτώχευσης ή να αποφύγει να εμφανιστεί σε τέτοια αίτηση ή να αποφύγει να εξεταστεί αναφορικά με τις υποθέσεις του, ή διαφορετικά να αποφύγει, καθυστερήσει ή να προκαλέσει δυσχέρειες στη διαδικασία πτώχευσης εναντίον του·
(β) αν, μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης από ή εναντίον του, φαίνεται στο Δικαστήριο ότι υπάρχει πιθανή αιτία να πιστεύει ότι ο πτωχεύσας είναι έτοιμος να μετακινήσει τα εμπορεύματα του με σκοπό να παρακωλύσει ή καθυστερήσει τον επίσημο παραλήπτη ή διαχειριστή από το να λάβουν κατοχή των εμπορευμάτων του, ή ότι υπάρχει πιθανή αιτία ώστε να πιστεύει ότι ο πτωχεύσας απόκρυψε ή πρόκειται να αποκρύψει ή καταστρέψει οποιαδήποτε από τα αγαθά του, ή βιβλία, έγγραφα ή γραπτά τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους πιστωτές του στην πορεία της πτώχευσης του·
(γ) αν, μετά την επίδοση σε αυτόν αίτησης πτώχευσης, ή μετά την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του μετακινεί από την κατοχή του οποιαδήποτε αγαθά αξίας μεγαλύτερης των πέντε λιρών χωρίς την άδεια του επίσημου παραλήπτη ή διαχειριστή·
(δ) αν, χωρίς την απόδειξη βάσιμης αιτίας, παραλείπει να παραστεί σε οποιαδήποτε εξέταση που διατάχτηκε από το Δικαστήριο:
(2) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά τη σύλληψη του πτωχεύσαντα, να διατάσσει την απόλυση του αφού ο πτωχεύσας παράσχει εξασφάλιση που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι δεν θα εγκαταλείψει τη Δημοκρατία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.
(3) Καμιά πληρωμή ή συμβιβασμός που έγινε ή εξασφάλιση που παραχωρείται μετά τη σύλληψη που έγινε βάσει του άρθρου αυτού δεν εξαιρείται από τις διατάξεις του Νόμου αυτού οι οποίες αφορούν δόλιες προτιμήσεις.
25. Όταν εκδίδεται διάταγμα πτώχευσης εναντίον πτωχεύσαντα, το Δικαστήριο με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή δύναται από καιρό σε καιρό να διατάξει όπως για τέτοιο χρονικό διάστημα, που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες όπως το Δικαστήριο κρίνει ορθό, ταχυδρομικές επιστολές και άλλα ταχυδρομικά δέματα που εστάλησαν στον πτωχεύσαντα σε οποιοδήποτε μέρος, ή μέρη τα οποία αναφέρονται στο διάταγμα για επαναποστολή, αποστέλλονται εκ νέου, στέλλονται ή παραδίδονται από το Γενικό Διευθυντή των ταχυδρομικών υπηρεσιών ή τους λειτουργούς του οι οποίοι ενεργούν για αυτόν, προς τον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή, ή άλλως πως όπως το Δικαστήριο διατάσσει, και τα ίδια θα γίνονται κατ’ ακολουθία. Η υπογραφή του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή σε οποιαδήποτε χρηματική επιταγή πληρωτέα στον πτωχεύσαντα θα αποτελεί επαρκή απαλλαγή αυτού.
26.-(1) Το Δικαστήριο, δύναται, με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον του πτωχέυσαντα, να καλέσει ενώπιον του τον πτωχέυσαντα ή τη σύζυγο του, ή οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο είναι γνωστό ή υπάρχει υποψία ότι έχει στην κατοχή του μέρος της περιουσίας ή που ανήκουν στον πτωχέυσαντα ή που φέρεται να είναι υπόχρεο προς τον πτωχέυσαντα, ή οφείλονται στον πτωχέυσαντα, ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο το δικαστήριο δυνατό να θεωρεί ικανό να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τον πτωχέυσαντα, τις συναλλαγές ή την περιουσία του, και το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει από οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο να προσαγάγει οποιαδήποτε έγγραφα βρίσκονται στη φύλαξη ή στην εξουσία του τα οποία σχετίζονται με τον πτωχέυσαντα, τις συναλλαγές ή την περιουσία του.
(2) Αν το πρόσωπο που κλήθηκε με τον τρόπο αυτό μετά την προσφορά σε αυτό λογικού ποσού, αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο χρόνο που ορίστηκε, ή αρνείται να προσαγάγει οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο, χωρίς να υπάρχει νόμιμο κώλυμα που γνωστοποιείται και γίνεται αποδεκτό από το Δικαστήριο κατά το χρόνο της συνεδρίασης του, το Δικαστήριο δύναται, με ένταλμα να διατάξει τη σύλληψη και προσαγωγή του για εξέταση.
(3) To Δικαστήριο δύναται να εξετάσει ενόρκως, είτε προφορικά είτε με γραπτό ερωτηματολόγιο, κάθε πρόσωπο που προσάγεται με τον τρόπο αυτό ενώπιον του σχετικά με τον πτωχέυσαντα, τις συναλλαγές ή την περιουσία του.
(4) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο κατά την εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεχτεί ότι οφείλει στον πτωχέυσαντα, το Δικαστήριο δύναται, με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, να διατάξει το πρόσωπο αυτό όπως καταβάλει στον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή, σε τέτοιο χρόνο και με τέτοιο τρόπο που το Δικαστήριο θεωρεί κατάλληλο, το ποσό το οποίο παραδέχθηκε ότι οφείλει ή οποιοδήποτε μέρος αυτού, είτε για πλήρη εξόφληση ολόκληρου του υπό συζήτηση ποσού είτε όχι, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, με έξοδα ή χωρίς έξοδα της εξέτασης.
(5) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο κατά την εξέταση του ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεχθεί ότι έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε περιουσία που ανήκει στον πτωχέυσαντα, το Δικαστήριο με αίτηση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή, δύναται να διατάξει το πρόσωπο αυτό όπως παραδώσει στον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή την περιουσία αυτή ή οποιοδήποτε μέρος αυτής σε χρόνο και με τρόπο και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να θεωρεί δίκαιους.
(6) Το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να διατάξει όπως πρόσωπο το οποίο αν βρισκόταν στην Κύπρο θα υπόκειτο σε προσαγωγή ενώπιον του με βάση το άρθρο αυτό, εξεταστεί σε οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός της Κύπρου.
27.-(1) Ο πτωχεύσας δύναται, οποτεδήποτε μετά την κήρυξη του σε πτώχευση, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο, για έκδοση διατάγματος αποκατάστασης του, το δε Δικαστήριο ορίζει ημέρα για ακρόαση της αίτησης. Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, εκτός όταν το Δικαστήριο σύμφωνα με κανονισμούς που εκδίδονται βάσει του Νόμου αυτού διατάξει διαφορετικά.
(2) Κατά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει έκθεση του επίσημου παραλήπτη ως προς τη διαγωγή και τις υποθέσεις του πτωχεύσαντα (περιλαμβανόμενης έκθεσης για τη διαγωγή του πτωχεύσαντα κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας) και δύναται είτε να εκδώσει είτε να αρνηθεί να εκδώσει απόλυτο διάταγμα αποκατάστασης, ή να αναστείλει την ισχύ του διατάγματος για ορισμένο χρόνο, ή να εκδώσει διάταγμα αποκατάστασης με όρους αναφορικά με οποιεσδήποτε απολαβές ή εισοδήματα τα οποία δυνατόν αργότερα να καταστούν οφειλόμενα στον πτωχεύσαντα, είτε σε σχέση με τη μετέπειτα εξασφαλιζόμενη από αυτόν περιουσία:
(α) να αρνηθεί την αποκατάσταση, ή
(β) να αναστείλει την αποκατάσταση για περίοδο που θεωρεί σκόπιμη, ή,
(γ) να αναστείλει την αποκατάσταση μέχρι να καταβληθεί στους πιστωτές μέρισμα όχι μικρότερο από πενήντα σεντ στο ευρώ,
(δ) να απαιτεί από τον πτωχεύσαντα ως όρο για την αποκατάσταση του να συναινέσει στη λήψη εναντίον του απόφασης από τον επίσημο παραλήπτη ή το διαχειριστή για οποιοδήποτε υπόλοιπο ή μέρος του υπόλοιπου των χρεών που δύνανται να επαληθευθούν στην πτώχευση το οποίο κατά το χρόνο της αποκατάστασης δεν ικανοποιήθηκε, το δε υπόλοιπο αυτό ή το μέρος του υπόλοιπου των χρεών να καταβληθεί από τις μελλοντικές απολαβές ή από τη μετέπειτα εξασφαλιζόμενη περιουσία του πτωχεύσαντα με τέτοιο τρόπο και τηρουμένων τέτοιων όρων που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει αλλά δεν εκδίδεται διάταγμα εκτέλεσης της απόφασης χωρίς άδεια του Δικαστηρίου, η οποία άδεια δυνατό να δοθεί κατόπι απόδειξης ότι ο πτωχεύσας έχει αποκτήσει μετά την αποκατάσταση του περιουσία ή εισόδημα διαθέσιμο για πληρωμή των χρεών του:
(3) Τα γεγονότα που αναφέρονται πιο πάνω είναι:
(α) Το ενεργητικό του πτωχεύσαντα το οποίο δεν εμπίπτει στο άρθρο 42 δεν είναι αξίας ίσης προς πενήντα σεντ στο ευρώ του ποσού των επαληθευθέντων χρεών του, εκτός εάν ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι το γεγονός ότι το ενεργητικό του δεν είναι αξίας ίσης προς πενήντα σεντ στο ευρώ επί του ποσού των επαληθευθέντων χρεών του οφείλεται σε περιστάσεις για τις οποίες δεν δύναται ο ίδιος να θεωρηθεί δίκαια υπεύθυνος. Σε περίπτωση που υπάρχει ακίνητη ιδιοκτησία, καμία αίτηση για αποκατάσταση δεν μπορεί να εγκριθεί εάν έχει ως αποτέλεσμα να θέσει οποιοδήποτε πιστωτή σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα ήταν σε περίπτωση διανομής της περιουσίας του πτωχεύσαντα σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·
(β) ότι ο πτωχεύσας παρέλειψε να τηρήσει βιβλία λογαριασμών τα οποία είναι συνήθη και κατάλληλα στη διεξαγωγή των εργασιών του και τα οποία αποκαλύπτουν επαρκώς τις επαγγελματικές του συναλλαγές και την οικονομική κατάσταση μέσα στα τρία αμέσως προηγούμενα της πτώχευσης του χρόνια·
(γ) ότι ο πτωχεύσας εξακολούθησε να ασκεί εμπόριο γνωρίζοντας ότι είναι αφερέγγυος·
(δ) ότι ο πτωχεύσας σύναψε χρέος το οποίο δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση χωρίς να έχει κατά το χρόνο της σύναψης οποιαδήποτε εύλογη ή πιθανή προσδοκία ότι θα ήταν ικανός να πληρώσει το χρέος·
(ε) ότι ο πτωχεύσας παρέλειψε να λογοδοτήσει ικανοποιητικά για οποιαδήποτε απώλεια ενεργητικού ή για οποιαδήποτε ανεπάρκεια του ενεργητικού να καλύψει τις υποχρεώσεις του·
(στ) ότι ο πτωχεύσας προκάλεσε ή συνέβαλε στην πτώχευση του με βεβιασμένες και παρακινδυνευμένες κερδοσκοπικές ενέργειες, ή με αλόγιστη σπατάλη για τη διαβίωση του, ή με τυχερά παιγνίδια ή με εγκληματική αμέλεια στις επαγγελματικές του υποθέσεις·
(ζ) ότι ο πτωχεύσας έχει υποβάλει οποιοδήποτε από τους πιστωτές του σε άσκοπη δαπάνη με επιπόλαιη ή ενοχλητική υπεράσπιση σε αγωγή που εγέρθηκε κανονικά εναντίον του·
(η) ότι ο πτωχεύσας προκάλεσε ή συνέβαλε στην πτώχευση του με το να υποστεί αλόγιστη δαπάνη εγείροντας οποιαδήποτε επιπόλαιη ή ενοχλητική αγωγή·
(θ) ότι ο πτωχεύσας, μέσα στους τρεις μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης, ενώ ήταν ανίκανος να πληρώσει τα χρέη του όταν αυτά θα καθίσταντο απαιτητά, επέδειξε αδικαιολόγητη προτίμηση σε οποιοδήποτε από τους πιστωτές του·
(ι) ότι ο πτωχεύσας, μέσα στους τρεις μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης, ανάλαβε υποχρεώσεις με σκοπό να καταστήσει το ενεργητικό του ίσο με πενήντα σεντ στο ευρώ επί του ποσού των μη ασφαλισμένων χρεών·
(ια) ότι ο πτωχεύσας ήταν ένοχος απάτης ή δόλιας κατάχρησης εμπιστοσύνης.
(4) Προς το σκοπό άρσης οποιασδήποτε θεσμοθετημένης ανικανότητας την οποία συνεπάγεται η πτώχευση και η οποία αίρεται αν ο πτωχεύσας εξασφαλίσει από το Δικαστήριο την αποκατάσταση του με πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι η πτώχευση οφείλεται σε ατυχίες χωρίς υπαιτιότητα από μέρους του, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να εκδώσει τέτοιο πιστοποιητικό, η άρνηση του όμως να εκδώσει τέτοιο πιστοποιητικό θα υπόκειται σε έφεση.
(5) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, το ενεργητικό πτωχεύσαντα θα θεωρείται αξίας ίσης με πενήντα σεντ στο ευρώ επί του ποσού των μη ασφαλισμένων χρεών του όταν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η περιουσία του πτωχεύσαντα απέφερε από την εκκαθάριση ή ενδέχεται να αποφέρει από αυτήν, ή με την επίδειξη της οφειλόμενης επιμέλειας όσο αφορά τη ρευστοποίηση της περιουσίας θα μπορούσε να πραγματοποιήσει, ποσό ίσο με πενήντα σεντ στο ευρώ επί των μη ασφαλισμένων χρεών του και έκθεση του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή θα συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη για το ποσό των υποχρεώσεων αυτών.
(6) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού η έκθεση του επίσημου παραλήπτη θα συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη των δηλώσεων που περιλαμβάνονται σε αυτή.
(7) Ειδοποίηση ορισμού από το Δικαστήριο της ημέρας ακρόασης της αίτησης αποκατάστασης θα δημοσιεύεται με τον καθορισμένο τρόπο και θα αποστέλλεται δεκατέσσερις τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη ημέρα σε κάθε πιστωτή που επαλήθευσε το προς αυτόν χρέος και το Δικαστήριο δύναται να ακούσει τον επίσημο παραλήπτη και το διαχειριστή ως επίσης και οποιοδήποτε πιστωτή. Κατά την ακρόαση το Δικαστήριο δύναται να υποβάλει στον οφειλέτη ερωτήσεις και να δεχτεί τέτοια μαρτυρία όπως το Δικαστήριο δυνατό να θεωρεί ορθό.
(8) Οι εξουσίες για αναστολή της αποκατάστασης του πτωχεύσαντα και για επιβολή όρων στην αποκατάσταση του δύνανται να ασκούνται συγχρόνως.
(9) Καμία αίτηση για αποκατάσταση πτωχεύσαντα δεν γίνεται αποδεκτή σε περίπτωση που κατά το χρόνο κήρυξης πτώχευσης ο πτωχεύσας πληρούσε τις προϋποθέσεις για να υποβάλει Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου:
27Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), ο πτωχεύσας αποκαθίσταται αυτοδικαίως κατά την ημερομηνία συμπλήρωσης τριών (3) ετών από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης, εκτός εάν αυτός έχει ήδη αποκατασταθεί προηγουμένως ή εάν το εν λόγω διάταγμα έχει ήδη ακυρωθεί:
(2) Πτωχεύσας, για τον οποίο το σχετικό διάταγμα πτώχευσης είχε εκδοθεί τρία (3) έτη πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 και το διάταγμα αυτό συνεχίζει να ισχύει κατά την εν λόγω ημερομηνία, αποκαθίσταται αυτοδικαίως μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την ημερομηνία αυτή, εκτός εάν αυτός έχει ήδη αποκατασταθεί προηγουμένως ή εάν το εν λόγω διάταγμα έχει ήδη ακυρωθεί:
(3) Σε περίπτωση νέας κήρυξης του αποκατασταθέντος σε πτώχευση και συνακόλουθης νέας αυτοδίκαιης αποκατάστασής του, ο ίδιος δεν απαλλάσσεται πλέον από τα επαληθεύσιμα χρέη του, εάν δεν έχουν παρέλθει έξι (6) έτη από την τελευταία φορά που αυτός έχει απαλλαγεί.
(4) Σε περίπτωση αποκατάστασης πτωχεύσαντος δυνάμει του παρόντος άρθρου, το μη διανεμηθέν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας παραμένει, ανάλογα με την περίπτωση, στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή, προς όφελος των πιστωτών ή των εγγυητών που καθίστανται μη εξασφαλισμένοι πιστωτές δυνάμει του εδαφίου (12) του άρθρου 37Β:
(5) Το πρόσωπο που αποκαθίσταται δυνάμει του παρόντος άρθρου υποχρεούται να συνεργάζεται με τον διαχειριστή σχετικά με την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής περιουσίας που παραμένει, ανάλογα με την περίπτωση, στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή.
(6) Το πρόσωπο που αποκαθίσταται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να αποταθεί στον Επίσημο Παραλήπτη, για την έκδοση στον ίδιο πιστοποιητικού αποκατάστασης πτωχεύσαντος και τη δημοσίευσή του, από τον τελευταίο, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που διαχειριστής της πτωχευτικής περιουσίας είναι άλλο πρόσωπο από τον Επίσημο Παραλήπτη, το πρόσωπο που αποκαθίσταται προσκομίζει στον Επίσημο Παραλήπτη βεβαίωση του διαχειριστή ότι δύναται να αποκατασταθεί, αφού έχουν ικανοποιηθεί οι σχετικές προϋποθέσεις γι' αυτό.
(7) Στο παρόν άρθρο, καθώς και στο άρθρο 27Β, ο όρος «πτωχεύσας» περιλαμβάνει προσωπικούς αντιπροσώπους και εκδοχείς.
(8) Τηρουμένων, κατ' αναλογίαν, των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (3) και (5) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, η αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα, που επέρχεται δυνάμει του παρόντος άρθρου ή που επήλθε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, επιφέρει πλήρη απαλλαγή του εν λόγω προσώπου από όλα τα επαληθεύσιμα χρέη, νοουμένου ότι το πρόσωπο αυτό ενεργεί με καλή πίστη και συνεργάζεται πλήρως, είτε με τον Επίσημο Παραλήπτη είτε με τον διαχειριστή, ανάλογα με την περίπτωση, για την εκποίηση και διανομή της πτωχευτικής περιουσίας:
(α) Φόρο, τέλος ή άλλη χρέωση παρόμοιας φύσης ή υποχρεώσεις οφειλόμενες ή καταβλητέες στη Δημοκρατία·
(β) οποιοδήποτε ποσό καταβλητέο από τον πτωχεύσαντα δυνάμει του περί Δήμων Νόμου και οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·
(γ) οποιοδήποτε ποσό καταβλητέο από τον πτωχεύσαντα δυνάμει του περί Κοινοτήτων Νόμου και οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·
(δ) οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από διάταγμα διατροφής·
(ε) οποιαδήποτε χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δικαστική απόφαση για αποζημίωση οποιουδήποτε προσώπου για θάνατο ή σωματική βλάβη συνεπεία αστικού αδικήματος του χρεώστη·
(στ) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δάνειο ή επίδειξη ανοχής στην ανάκτηση οφειλών που προκύπτουν από δάνειο, το οποίο εξασφαλίστηκε μέσω απάτης, κατάχρησης, υπεξαίρεσης ή δόλιας παραβίασης της εμπιστοσύνης·
(ζ) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση του πτωχεύσαντα που πηγάζει από δικαστικό διάταγμα ή απόφαση δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή από απόφαση Δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε χρηματική ποινή λόγω καταδίκης για ποινικό αδίκημα·
(η) χρέος ή χρηματοοικονομική υποχρέωση που πηγάζει από οφειλόμενους μισθούς σε μισθωτούς του πτωχεύσαντα.
(9) Οποιαδήποτε περιουσία η οποία προέκυψε κατά τη διάρκεια της πτώχευσης ασχέτως αν περιήλθε στον πτωχεύσαντα ακόμα και μετά την αποκατάστασή του, η περιουσία αυτή εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και ως εκ τούτου θα πρέπει να περιέλθει στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή προς όφελος των πιστωτών του πτωχεύσαντα ή του αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα.
(10) Μετά την αποκατάσταση πτωχεύσαντα, δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου, οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία εγείρεται πλέον ή καταχωρείται, αντίστοιχα, από τον ίδιο ή εναντίον του, ανάλογα με την περίπτωση.
(11) Με την αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντος, η οποία επέρχεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οποιοιδήποτε περιορισμοί στην ανάληψη ή άσκηση εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας από τον αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου, αποκλειστικά και μόνο επειδή υπήρξε πτωχεύσας, παύουν αυτόματα να έχουν ισχύ.
27Β.-(1) Ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής ή ο σύνδικος ή οποιοσδήποτε πιστωτής του πτωχεύσαντα δύναται, πριν από την αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27Α, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο με την οποία να φέρει ένσταση στην εν λόγω αποκατάσταση, σε περίπτωση που ο αιτητής, ισχυρίζεται ότι:
(α) Ο πτωχεύσας δεν συνεργάσθηκε με τον Επίσημο Παραλήmη ή τον διαχειριστή για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντα· ή
(β) ο πτωχεύσας απέκρυψε ή δεν αποκάλυψε στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία που θα μπορούσαν να εκποιηθούν προς όφελος των πιστωτών του πτωχεύσαντα, οπόταν η αυτόματη αποκατάσταση αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση της εκδίκασης της εν λόγω αίτησης· ή
(γ) εκκρεμεί εναντίον του πτωχεύσαντα νομική διαδικασία που αφορά δόλια μεταβίβαση· ή
(δ) ο πτωχεύσας δεν έχει συμμορφωθεί με την πληρωμή μηνιαίων δόσεων, οι οποίες έχουν εκδοθεί με σχετικό διάταγμα Δικαστηρίου σύμφωνα με τον άρθρο 52 του παρόντος Νόμου· ή
(ε) ο πτωχεύσας δεν έχει υποβάλει σύμφωνα με το άρθρο 27Α Έκθεση Καταστάσεως της περιουσίας του ή/και προκαταρκτική κατάθεση:
(2) Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί αίτηση δυνάμει του εδαφίου (1) και να διατάξει παράταση του χρόνου αποκατάστασης του πτωχεύσαντος, για χρονική περίοδο όχι πέραν των οκτώ (8) ετών από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πτώχευσης ή να απορρίψει την αίτηση, οπόταν η αυτοδίκαιη αποκατάσταση του πτωχεύσαντα ισχύει από την ημερομηνία που αυτή θα ίσχυε δυνάμει του άρθρου 27Α, εάν δεν μεσολαβούσε η ένσταση.
(3) Διάταγμα Δικαστηρίου για παράταση του χρόνου αποκατάστασης του πτωχεύσαντος δυνάμει του εδαφίου (2) δεν αποκλείει την υποβολή αίτησης για αποκατάσταση ή ακύρωση διατάγματος πτώχευσης δυνάμει των άρθρων 27 και 31 του παρόντος Νόμου.
(4) Εάν υποπέσει στην αντίληψη του παραλήπτη ή του διαχειριστή ή συνδίκου ή οποιουδήποτε πιστωτή, ακόμη και μετά την αποκατάσταση ότι ο αποκατασταθείς πτωχεύσας είχε προβεί σε δόλια μεταβίβαση περιουσιακού του στοιχείου πριν την αποκατάστασή του ή είχε προβεί σε οποιαδήποτε πράξη δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1), τότε αυτός δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για ακύρωση της αυτοδίκαιης αποκατάστασης και ακύρωση οποιασδήποτε δόλιας μεταβίβασης.
28. Σε περίπτωση που ο πτωχεύσας παραλείπει να υποβάλει αίτηση για αποκατάσταση του όπως αναφέρεται στο αμέσως προηγούμενο άρθρο, ο επίσημος παραλήπτης, το ταχύτερο δυνατό μετά την απαλλαγή του διαχειριστή από το Δικαστήριο, αλλά όχι αργότερα από τέσσερα χρόνια μετά τη συμπλήρωση της δημόσιας εξέτασης ή της ημερομηνίας του διατάγματος του Δικαστηρίου περί της μη διεξαγωγής δημόσιας εξέτασης όπως αναφέρεται στο εδάφιο (11) του άρθρου 16 αν ο διαχειριστής δεν απαλλάχτηκε μέχρι τότε, θα πρέπει να υποβάλει στο Δικαστήριιο αίτηση για εξέταση της περίπτωσης αποκατάστασης του πτωχεύσαντα. Το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει από τον πτωχεύσαντα να παραστεί για εξέταση σε ακρόαση που ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και δύναται να εκδώσει διάταγμα το οποίο θεωρεί δίκαιο αφού λάβει υπόψη όλα τα περιστατικά.
29. Ο πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε, ανεξάρτητα από την αποκατάσταση του οφείλει να παρέχει τέτοια βοήθεια η οποία θα ζητηθεί από το διαχειριστή για την εκκαθάριση και διανομή της περιουσίας του η οποία περιήλθε στο διαχειριστή και αν παραλείψει να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό θα είναι ένοχος περιφρόνησης του Δικαστηρίου, το δε Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να ανακαλέσει την αποκατάσταση του, χωρίς όμως να επηρεάζεται η εγκυρότητα οποιασδήποτε πώλησης, διάθεσης, πληρωμής ή πράξης που τελέστηκε δεόντως μετά την αποκατάσταση, αλλά πριν από την ανάκληση της.
30.-(1) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα από χρέος που οφείλεται από γραπτή εγγύηση προς το Δικαστήριο, ούτε από χρηματική ποινή ή χρέος με το οποίο ο πτωχεύσας ενδέχεται να επιβαρυνθεί μετά από αξίωση της Δημοκρατίας (ή οποιουδήποτε προσώπου) για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση οποιουδήποτε Νόμου ή από χρέος βάσει εγγυητηρίου που υπογράφτηκε με σκοπό την εμφάνιση προσώπου που διώκεται για ποινικό αδίκημα και ο πτωχεύσας δεν απαλλάσσεται των εξαιρουμένων αυτών χρεών εκτός αν ο Υπουργός Οικονομικών παρέχει γραπτώς με την υπογραφή του, τη συναίνεση του στην απαλλαγή του από τα χρέη αυτά.
(2) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν απαλλάσει τον πτωχεύσαντα από χρέος ή υποχρέωση που προέκυψε από απάτη ή δόλια κατάχρηση εμπιστοσύνης στην οποία συμμετείχε, ούτε από χρέος ή υποχρέωση για την οποία εξασφάλισε άφεση από απάτη στην οποία συμμετείχε.
(3) Το διάταγμα αποκατάστασης δεν θα απαλλάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης ήταν συνέταιρος ή συνδιαχειριστής με τον πτωχεύσαντα ή ήταν αλληλέγγυα υπόχρεος με αυτόν ή συνήψε κοινή σύμβαση με αυτόν, ή οποιοδήποτε πρόσωπο που ήταν εγγυητής ή τελούσε σε σχέση εγγυητή προς αυτόν.
(4) Το διάταγμα αποκατάστασης απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα μόνο από τα χρέη τα οποία μέχρι την ημερομηνία έκδοσής του, εξ ολοκλήρου ή μερικώς, πληρώθηκαν, διευθετήθηκαν, συμβιβάστηκαν ή συμφωνήθηκε ότι έχουν ικανοποιηθεί.
(5) Το διάταγμα αποκατάστασης συνιστά αναμφισβήτητη μαρτυρία του γεγονότος της πτώχευσης και της εγκυρότητας της πτωχευτικής διαδικασίας και σε οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται εναντίον του πτωχεύσαντα ο οποίος εξασφάλισε διάταγμα αποκατάστασης σε σχέση με χρέος από το οποίο απαλλάχτηκε με το διάταγμα, ο πτωχεύσας δύναται να ισχυριστεί ότι το αγώγιμο δικαίωμα προέκυψε πριν από την αποκατάσταση του.
(6) Με την έκδοση διατάγματος αποκατάστασης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 27, οποιοιδήποτε περιορισμοί στην ανάληψη ή άσκηση εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας από τον αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, αποκλειστικά και μόνο επειδή υπήρξε πτωχεύσας, παύουν αυτόματα να έχουν ισχύ.
30Α. Πτωχεύσας ο οποίος αποκαταστήθηκε δεν στερείται της πρόσβασης σε υφιστάμενο εθνικό πλαίσιο παροχής στήριξης σε επιχειρηματίες, περιλαμβανομένης της πρόσβασης σε συναφείς και επίκαιρες πληροφορίες σε σχέση με το πλαίσιο αυτό, αποκλειστικά και μόνο επειδή υπήρξε πτωχεύσας.
31.-(1) Σε περίπτωση που, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο χρεώστης δεν έπρεπε να είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, ή αν αποδειχθεί κατά τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι τα χρέη του πτωχεύσαντα πληρώθηκαν εξ ολοκλήρου, ή έχουν διευθετηθεί, ή οι πιστωτές έχουν συγκατατεθεί στην ακύρωση του Διατάγματος, το Δικαστήριο μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, δύναται με διάταγμα να ακυρώσει την κήρυξη του χρεώστη σε πτώχευση.
(2) Όταν η κήρυξη της πτώχευσης ακυρωθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου, όλες οι πωλήσεις και διαθέσεις περιουσίας και όλες οι πληρωμές που έγιναν δεόντως καθώς και όλες οι πράξεις που τελέσθηκαν μέχρι τότε από τον Επίσημο Παραλήπτη, τον διαχειριστή ή άλλο που ενεργούσε κατόπιν εξουσιοδότησης αυτών, ή από το Δικαστήριο, είναι έγκυρες, αλλά η περιουσία του χρεώστη που κηρύχθηκε σε πτώχευση θα περιέρχεται σε πρόσωπo που ορίζει το Δικαστήριο, ή, αν δεν ορίσθηκε τέτοιο πρόσωπο, θα επιστρέφεται στον πτωχεύσαντα στην έκταση του δικαιώματος ή του συμφέροντός του σε αυτή, με τους όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο δυνατόν να ορίζει με διάταγμα.
(3) Ειδοποίηση του διατάγματος που ακυρώνει την πτώχευση δημοσιεύεται αμέσως στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον καθορισμένο τρόπο.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, κάθε χρέος που αμφισβητείται από το πτωχεύσαντα και κάθε χρέος που οφείλεται σε πιστωτή ο οποίος δεν κατέστει δυνατό να βρεθεί ή του οποίου η ταυτότητα δεν κατέστει δυνατό να προσδιοριστεί, θεωρείται ότι πληρώθηκε εξ ολοκλήρου, αν κατατεθεί στο Δικαστήριο.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 61(Ι)/2015
31Β. Σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος ακύρωσης διατάγματος κήρυξης χρεώστη σε πτώχευση, ο χρεώστης ή οποιοσδήποτε πιστωτής παραδίδει αμέσως το εν λόγω διάταγμα στον Επίσημο Παραλήπτη για δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καταβάλλοντας ταυτόχρονα το κόστος δημοσίευσης του διατάγματος, και για καταχώρησή του στο Αρχείο Πτωχεύσεων, καθώς και για ανάρτησή του στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη και, εάν υπάρχει διαχειριστής, παραδίδει το εν λόγω διάταγμα και στον διαχειριστή:
31Γ. Πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε ή θα αποκατασταθεί δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 27 ή 27Α του παρόντος Νόμου δύναται να υποβάλει αίτηση για ακύρωση του διατάγματος πτώχευσης ή και του διατάγματος κήρυξης του πτωχεύσαντα σε πτώχευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31Α του παρόντος Νόμου.