ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υποβολή, καταχώριση και κατάθεση αίτησης

11.- (1) Η αίτηση απευθύνεται στην Υπηρεσία Ασύλου.

(2)(α) Η αίτηση υποβάλλεται εντός της Δημοκρατίας στο οικείο Κλιμάκιο, και σε περίπτωση κράτησης ή φυλάκισής του αιτητή, στα κρατητήρια ή στις φυλακές ή στο χώρο κράτησης απαγορευμένων μεταναστών όπου κρατείται.  Σε περίπτωση που ο αιτητής δεν είναι σε θέση να υποβάλει γραπτώς την αίτησή του, δικαιούται να την υποβάλει προφορικά στον υπεύθυνο του χώρου υποβολής της αίτησης, ο δε υπεύθυνος μεριμνά για την καταγραφή της αίτησης στον τύπο ο οποίος αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο.  Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης καταχωρίζει την αίτηση το αργότερο σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης και παραπέμπει αμέσως στην Υπηρεσία Ασύλου την αίτηση για εξέταση.

(β) Εάν η αίτηση υποβάλλεται σε αρχές οι οποίες ενδέχεται να λαμβάνουν τέτοιες αιτήσεις χωρίς όμως να είναι αρμόδιες για το χώρο υποβολής κατά την παράγραφο (α) και για την καταχώριση της αίτησης κατά την παράγραφο (α), οι εν λόγω αρχές μεριμνούν για την καταχώριση της αίτησης το αργότερο σε έξι (6) εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης.

(γ) Ανεξάρτητα από τις παραγράφους (α) και (β), όταν μεγάλος αριθμός ταυτόχρονων αιτήσεων από υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς καθιστά πολύ δύσκολη στην πράξη την τήρηση της προθεσμίας για την καταχώριση αίτησης η οποία προβλέπεται σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω παραγράφους, αυτές οι αιτήσεις καταχωρίζονται το αργότερο σε δέκα (10) ημέρες μετά την υποβολή τους.

(3) Ο Υπουργός μεριμνά ώστε οι αρχές οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), όπως το προσωπικό του Τμήματος, να διαθέτουν τις σχετικές πληροφορίες και το προσωπικό τους να λαμβάνει το επίπεδο κατάρτισης που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους και τις οδηγίες ώστε να ενημερώνονται οι αιτητές σχετικά με τον τόπο και τρόπο κατάθεσης αιτήσεων.

(4)(α) Ο αιτητής καταθέτει την αίτησή του εντός έξι (6) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της, σε χώρο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2), υπό τον όρο ότι του παρέχεται η δυνατότητα να το πράξει εντός της εν λόγω προθεσμίας.

(β) Η κατάθεση της αίτησης γίνεται με την εκ του αιτητή παράδοση σχετικού εντύπου στον υπεύθυνο χώρου ο οποίος αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(γ) Όταν ο αιτητής δεν καταθέτει την αίτησή του σύμφωνα με την παράγραφο (α) και (β) του παρόντος εδαφίου, ο Προϊστάμενος λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β, το οποίο καθίσταται εφαρμοστέο κατ΄ αναλογία.

(5) Κάθε ενήλικας δικαιούται να υποβάλει αίτηση αυτοπροσώπως:

Νοείται ότι, εάν ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας κρίνει ότι οποιοσδήποτε ενήλικας, ο οποίος προτίθεται να υποβάλει αίτηση ή είναι αιτητής, δεν διαθέτει νομική ικανότητα, ο εν λόγω Διευθυντής ενεργεί το συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού των Υπηρεσιών του, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του εν λόγω ενήλικα.

(6)(α) Ο αιτητής δικαιούται να υποβάλει αίτηση εξ ονόματος των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων, νοουμένου ότι οι εξαρτώμενοι ενήλικες συναινούν στην κατάθεση της αίτησης εξ ονόματός τους. Η προαναφερόμενη συναίνεση ζητείται κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης ή, το αργότερο, κατά την προσωπική συνέντευξη με τον εξαρτώμενο ενήλικα. Πριν ζητηθεί η συναίνεση, ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης ενημερώνει κατ΄ ιδίαν κάθε εξαρτώμενο ενήλικα σχετικά με τις συναφείς διαδικαστικές συνέπειες της αυτοπρόσωπης κατάθεσης αίτησης και σχετικά με το δικαίωμά του να υποβάλει αυτοτελή αίτηση.

(β) Εάν δεν υπάρχει συναίνεση των ενηλίκων που είναι εξαρτώμενοι από τον αιτητή για την κατάθεση αίτησης εξ’ ονόματός τους από τον αιτητή, οι εν λόγω εξαρτώμενοι ενήλικες δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση αυτοπροσώπως.

(γ) Ανεξάρτητα από το άρθρο 10, ο ανήλικος δικαιούται να υποβάλει αίτηση είτε αυτοπροσώπως, εάν είναι νομικά ικανός να συμμετέχει στις διαδικασίες σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, είτε μέσω των γονέων του ή άλλου ενήλικου μέλους της οικογένειάς του, ή μέσω ενηλίκου ο οποίος είναι υπεύθυνος για αυτόν βάσει νόμου ή πρακτικής της Δημοκρατίας ή μέσω εκπροσώπου.

(δ) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, δύναται να καταθέσει αίτηση εξ ονόματος ασυνόδευτου ανηλίκου εφόσον, με βάση εξατομικευμένη εκτίμηση της προσωπικής κατάστασης του τελευταίου, κρίνει ότι ο ανήλικος ενδέχεται να έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας κατά τον παρόντα Νόμο.

(7) Ο αιτητής υποχρεούται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του,  να ενημερώνει το Κλιμάκιο για τη γέννηση νέων μελών της οικογένειάς του ή/και για τα νέα εξαρτώμενα από αυτόν πρόσωπα και να επισυνάπτει σχετικό πιστοποιητικό γέννησης. Το Κλιμάκιο οφείλει να ενημερώνει σχετικά την Υπηρεσία Ασύλου και το Διευθυντή.

(8) Κατά την υποβολή της αίτησης, ο αιτητής πληροφορείται, σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ως αιτητής που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας και για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει σε σχέση με τη διαδικασία αυτή, και ειδικότερα προς το σκοπό αυτό, πληροφορείται για-

(α) Tο δικαίωμά του σε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα, στη γλώσσα του ή σε γλώσσα που είναι κατανοητή από αυτόν σε περίπτωση που δεν υπάρχει διερμηνέας  στη μητρική γλώσσα,

(β) το δικαίωμά του να καλέσει δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο για να τον βοηθήσει κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας,

(γ) το δικαίωμά του, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης, να επικοινωνεί με τον εκπρόσωπο της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ή με άλλες οργανώσεις σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 7,

(δ) το δικαίωμά του να επικοινωνεί με άλλες οργανώσεις που ασχολούνται με τους πρόσφυγες,

(ε) τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις του και της μη συνεργασίας του με τις αρχές της Δημοκρατίας,

(στ) τις προθεσμίες, καθώς και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ώστε να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του για υποβολή στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 16,

(ζ) τις συνέπειες της σιωπηρής απόσυρσης ή υπαναχώρησης από την αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή της ρητής απόσυρσης της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 16Γ.

(9) Ο αιτητής δικαιούται να συμβουλεύεται, ιδία δαπάνη και κατά τρόπο ουσιαστικό, δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο, σε θέματα σχετικά με την αίτησή του, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης, ακόμα και μετά από αρνητική απόφαση του Προϊσταμένου.

Λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων αιτητών

11Α. (1) Κατά την υποβολή της αίτησης λαμβάνονται τα δακτυλικά αποτυπώματα κάθε αιτητή, ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών καθώς και των τυχόν εξαρτωμένων αυτού προσώπων, ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών.

(2) Ο αιτητής, σε σχέση με τη λήψη των δακτυλικών του αποτυπωμάτων έχει όλα τα δικαιώματα που απορρέουν για το υποκείμενο των δεδομένων από τους περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμους του 2001 και 2003.

Διαδικασίες σε σχέση με τις διατάξεις του Δουβλίνου

11Β. (1) [Διαγράφηκε].

(2) [Διαγράφηκε].

(3) Η άσκηση διοικητικής προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28Ε,  δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα σε σχέση με την εκτέλεση της δυνάμει των διατάξεων του Δουβλίνου μεταφοράς του αιτητή, στο κράτος μέλος το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση της αίτησης, εκτός εάν η Αναθεωρητική Αρχή αποφασίσει διαφορετικά.

[Σ.Σ.: Η διαγραφή του εδαφίου (3) τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που θα καθορστεί με γνωστοποίηση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016].

Ενημέρωση, διερμηνεία και παροχή συμβούλων σε κέντρα κράτησης και στα σημεία διέλευσης των συνόρων

11Γ.-(1) Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος βρίσκεται σε κέντρο κράτησης ή σε σημείο διέλευσης συνόρων, περιλαμβανομένων των ζωνών διέλευσης στα εξωτερικά σύνορα, επιθυμεί να υποβάλει αίτηση, η Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, υπό τον έλεγχο της οποίας υπάγεται η εγκατάσταση κράτησης ή το σημείο διέλευσης συνόρων, στο οποίο βρίσκεται ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα να το πράξει. Στο εν λόγω κέντρο κράτησης και σημείο διέλευσης, η Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, υπό τον έλεγχο της οποίας υπάγεται η εγκατάσταση κράτησης ή το σημείο διέλευσης, παρέχει τη δυνατότητα διερμηνείας στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη διαδικασία διεθνούς προστασίας.

(2)(α) Η Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, υπό τον έλεγχο της οποίας υπάγεται το σημείο διέλευσης συνόρων, περιλαμβανομένων των ζωνών διέλευσης στα εξωτερικά σύνορα,  στο οποίο βρίσκονται αιτητές, παρέχει σε οργανώσεις και πρόσωπα, που ενημερώνουν και συμβουλεύουν τους αιτητές, πραγματική πρόσβαση στους αιτητές.

(β) Η παράγραφος (α) εφαρμόζεται αναφορικά με οργανώσεις και πρόσωπα, με τα οποία οι αρχές της Δημοκρατίας συνομολογούν συμφωνία προς αυτό τον σκοπό.

(3) Η Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, υπό τον έλεγχο της οποίας υπάγονται τα σημεία διέλευσης συνόρων, περιλαμβανομένων των ζωνών διέλευσης στα εξωτερικά σύνορα,  στα οποία βρίσκονται  αιτητές,  με γραπτή απόφασή της δύναται να περιορίσει το δικαίωμα πρόσβασης το οποίο προβλέπεται στο εδάφιο (2), όταν κρίνει αυτόν τον περιορισμό αντικειμενικά απαραίτητο για την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη διοικητική διαχείριση του συγκεκριμένου σημείου διέλευσης των συνόρων, εφόσον η εν λόγω πρόσβαση δεν περιορίζεται υπερβολικά ούτε καθίσταται αδύνατη.

Πρόδηλα αβάσιμες αιτήσεις

12. [Διαγράφηκε]
Χώρες στις οποίες γενικά δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος καταδίωξης

12Α.-(1) Χώρες στις οποίες γενικά δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος καταδίωξης, σημαίνει χώρες οι οποίες διαφαίνεται σαφώς, με αντικειμενικό και επαληθεύσιμο τρόπο, ότι δεν παράγουν πρόσφυγες ή ότι περιστάσεις οι οποίες μπορεί στο παρελθόν να δικαιολογούσαν την επίκληση του παρόντος Νόμου και της Σύμβασης, έπαψαν να ισχύουν.

(2) Τα πιο κάτω στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σωρευτικά για τον καθορισμό οποιασδήποτε χώρας, ως χώρας στην οποία γενικά δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος καταδίωξης:

(α) Ο αριθμός των αιτητών ασύλου και των αναγνωρισμένων προσφύγων που κατέχουν την ιθαγένεια της χώρας αυτής·

(β) οι επίσημες υποχρεώσεις της χώρας που προκύπτουν από την προσχώρησή της σε διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η έμπρακτη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών·

(γ) η ύπαρξη και λειτουργία θεσμοθετημένων δημοκρατικών οργάνων, η διεξαγωγή εκλογών για ανάδειξη αξιωματούχων, ο σεβασμός της ελευθερίας έκφρασης και σκέψης καθώς και η δυνατότητα προσφυγής σε ένδικα μέσα για την προστασία και αποτελεσματική άσκηση των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών·

(δ) η σταθερότητα στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν αναμενόμενες σημαντικές αλλαγές στο άμεσο μέλλον.

(3) Αιτήσεις από πρόσωπα που κατέχουν την ιθαγένεια χώρας που θεωρείται χώρα στην οποία γενικά δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος καταδίωξης μπορούν να εξετάζονται κατά τη κρίση του αρμόδιου λειτουργού, με την ταχύρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός εάν τα στοιχεία που υποβάλλει ο αιτητής σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο κάτω εδαφίου, αναιρούν τη γενική εκτίμηση για τη χώρα αυτή, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.

(4) Ανεξάρτητα από τον προσδιορισμό μιας χώρας ως χώρας στην οποία γενικά δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος καταδίωξης, κάθε αίτηση για αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα το οποίο κατέχει την ιθαγένεια τέτοιας χώρας ή σε περίπτωση που δεν έχει ιθαγένεια, έχει τη συνήθη διαμονή του στη χώρα αυτή, θα εξετάζεται ατομικά με βάση τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί από τον αιτητή.

Ασφαλής τρίτη χώρα

12Β.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για συγκεκριμένο αιτητή όταν η μεταχείρισή του σε αυτήν θα πληροί σωρευτικά τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Δεν απειλείται η ζωή και η ελευθερία λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων∙

(β) δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του εδαφίου (2) του άρθρου 19∙

(γ) τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση∙

(δ) τηρείται η απαγόρευση της απομάκρυνσης, η οποία απομάκρυνση είναι σε παράβαση του δικαιώματος αποφυγής των βασανιστηρίων και της σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο∙

(ε) υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτητής αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση.

(2) Αίτηση στην οποία δυνατό να εφαρμοστεί η έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας, δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού σύμφωνα με την ταχύρυθμη διαδικασία του άρθρου 12Δ.

(3) Η εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας υπόκειται στους ακόλουθους κανόνες:

(α) απαιτείται σύνδεσμος μεταξύ του αιτητή και της τρίτης χώρας, βάσει του οποίου συνδέσμου θα ήταν εύλογο για τον αιτητή να μεταβεί στην τρίτη χώρα∙

(β) ο Προϊστάμενος εξετάζει σε εξατομικευμένη βάση τον ασφαλή χαρακτήρα της τρίτης χώρας για τον συγκεκριμένο αιτητή ή/και με γνωστοποίησή του, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει τις χώρες τις οποίες θεωρεί γενικά ασφαλείς∙

(γ) ο Προϊστάμενος εξετάζει εξατομικευμένα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, κατά πόσο η τρίτη χώρα είναι ασφαλής για τον συγκεκριμένο αιτητή, ο οποίος δύναται να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας στην περίπτωσή του -

(i) επικαλούμενος ως λόγο το γεγονός ότι η τρίτη χώρα δεν είναι ασφαλής υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες βρίσκεται, ή

(ii) αμφισβητώντας την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ του ιδίου και της τρίτης χώρας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α).

(4) Σε περίπτωση απόφασης του Προϊσταμένου η οποία βασίζεται αποκλειστικά στην έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας, η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει σχετικά τον αιτητή και του χορηγεί έγγραφο με το οποίο ενημερώνονται οι αρχές της ασφαλούς τρίτης χώρας, σε επίσημη γλώσσα της χώρας αυτής, περί του ότι η αίτηση του αιτητή δεν έχει εξεταστεί επί της ουσίας.

(5) Όταν η ασφαλής τρίτη χώρα δεν επιτρέπει στον αιτητή να εισέλθει στο έδαφός της, ο αιτητής δικαιούται να απευθύνει εκ νέου αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου, η οποία εξετάζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες και εγγυήσεις του παρόντος Νόμου.

(6) Ο Προϊστάμενος ενημερώνει περιοδικά την Επιτροπή σχετικά με τις χώρες οι οποίες θεωρούνται ως ασφαλείς τρίτες χώρες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Ευρωπαϊκή ασφαλής τρίτη χώρα

12Βδις.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ευρωπαϊκή ασφαλής τρίτη χώρα σημαίνει χώρα η οποία πληροί σωρευτικά όλες τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α)έχει επικυρώσει και τηρεί τις διατάξεις της Σύμβασης χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς.

(β)εφαρμόζει διαδικασία ασύλου προβλεπόμενη από νομοθεσία∙

(γ) έχει επικυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και τηρεί τις διατάξεις της, περιλαμβανομένων των κανόνων περί πραγματικής προσφυγής.

(δ) [Διαγράφηκε].

(2) Αίτηση δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εάν ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώσει βάσει των γεγονότων ότι ο αιτητής επιδιώκει να εισέλθει παράνομα ή μόλις έχει εισέλθει παράνομα στη Δημοκρατία από ευρωπαϊκή ασφαλή τρίτη χώρα.

(3) Ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει τη μη εφαρμογή της έννοιας της ευρωπαϊκής ασφαλούς τρίτης χώρας επί συγκεκριμένης αίτησης για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους πολιτικής ή λόγους συμμόρφωσης με το δημόσιο διεθνές δίκαιο.

(4) Σε περίπτωση απόφασης του Προϊσταμένου η οποία βασίζεται αποκλειστικά στην έννοια της ευρωπαϊκής ασφαλούς τρίτης χώρας, η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει σχετικά τον αιτητή και του χορηγεί έγγραφο με το οποίο ενημερώνονται οι αρχές της ευρωπαϊκής ασφαλούς τρίτης χώρας, σε επίσημη γλώσσα της χώρας αυτής, περί του ότι η αίτηση του αιτητή δεν έχει εξεταστεί επί της ουσίας.

(5) Όταν η ευρωπαϊκή ασφαλής τρίτη χώρα δεν δέχεται εκ νέου τον αιτητή, ο αιτητής δικαιούται να απευθύνει εκ νέου αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου, η οποία εξετάζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες και εγγυήσεις του παρόντος Νόμου.

(6) Σε περίπτωση απόφασης του Προϊσταμένου η οποία βασίζεται στην έννοια της ευρωπαϊκής ασφαλούς τρίτης χώρας, ο αιτητής δικαιούται να προσβάλει την εν λόγω απόφαση με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, για το λόγο ότι οι συνθήκες στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα δεν είναι ασφαλείς όσον αφορά την ιδιαίτερη περίπτωσή του.  Η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον αιτητή για το προαναφερόμενο δικαίωμά του και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

(7) Ο Προϊστάμενος ενημερώνει περιοδικά την Επιτροπή σχετικά με τις χώρες οι οποίες θεωρούνται ως ευρωπαϊκές ασφαλείς τρίτες χώρες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

Ασφαλής χώρα ιθαγένειας

12Βτρις.-(1) Για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, ο Υπουργός δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

(2) Κατά την εκτίμηση μιας χώρας ως ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, με σκοπό τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό ως τέτοιας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη ο βαθμός στον οποίο παρέχεται προστασία κατά της δίωξης ή κακομεταχείρισης μέσω:

(α) Tης σχετικής πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας και του τρόπου εφαρμογής της∙

(β) της τήρησης των δικαιωμάτων και ελευθερίων που ορίζονται –

(i) στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ιδίως δε των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του Άρθρου 15, παράγραφος 2, αυτής, και

(ii) στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και

(iii) στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας∙

(γ) της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση∙

(δ) της πρόβλεψης μηχανισμού πραγματικής προσφυγής κατά των παραβάσεων των προαναφερόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

(3) Η αξιολόγηση του κατά πόσο μια τρίτη χώρα είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο βασίζεται σε σειρά πηγών πληροφοριών, περιλαμβανομένων ειδικότερα πληροφοριών από άλλα κράτη μέλη, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς.

(4) Η έρευνα, συλλογή πληροφοριών και προκαταρκτική εκτίμηση ως προς τον χαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό μιας χώρας ως ασφαλούς χώρας ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διεξάγεται από την Υπηρεσία Ασύλου η οποία υποβάλλει συγκεκριμένη εισήγηση στον Υπουργό.

(5) Ο Προϊστάμενος κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε διάταγμα το οποίο ο Υπουργός εκδίδει δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) είναι ανιθαγενής και είχε προηγουμένως τη συνήθη διαμονή του στην εν λόγω χώρα,

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

(7) Αίτηση η οποία υποβλήθηκε από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και αίτηση από ανιθαγενή του οποίου η χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής έχει χαρακτηρισθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός εάν ο αιτητής προβάλει βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.

(8) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του.

(9) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος θεωρήσει τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή δυνάμει του εδαφίου (6), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον αιτητή περί της απόφασης του Προϊσταμένου καθώς και για το δικαίωμα του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο την απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

(10)(α) Το διάταγμα του Υπουργού, το οποίο εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), αναθεωρείται τουλάχιστον μια φορά κάθε έτος.  Η σχετική έρευνα, συλλογή πληροφοριών και προκαταρκτική εκτίμηση διεξάγεται από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία και υποβάλλει συγκεκριμένη εισήγηση στον Υπουργό για την αναθεώρηση του διατάγματος.

(β) Όταν ο Υπουργός διαπιστώσει σημαντική αλλαγή της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε χώρα την οποία έχει χαρακτηρίσει ασφαλή, επανεξετάζει το συντομότερο δυνατό και, εφόσον απαιτείται, αναθεωρεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) το χαρακτηρισμό της χώρας ως ασφαλούς.

(11) Κατά την εφαρμογή των εδαφίων (1), (2), (4), (6) και (10), λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι κατευθυντήριες γραμμές και τα επιχειρησιακά εγχειρίδια καθώς και οι πληροφορίες για τις χώρες ιθαγένειας και για τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της μεθοδολογίας υποβολής εκθέσεων για πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, που αναφέρονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010, καθώς και οι σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

(12) Κάθε διάταγμα, το οποίο ο Υπουργός εκδίδει δυνάμει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) Καθεστώς διεθνούς προστασίας έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος∙ ή

(β) μια χώρα που δεν είναι κράτος μέλος θεωρείται ως πρώτη χώρα ασύλου για τον αιτητή σύμφωνα με το άρθρο 12Βπεντάκις∙ ή

(γ) μια χώρα που δεν είναι κράτος μέλος θεωρείται ως ασφαλής χώρα ασύλου για τον αιτητή σύμφωνα με το άρθρο 12Β∙ ή

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) εξαρτώμενο από τον αιτητή πρόσωπο, ενώ συναίνεσε στην κατάθεση αίτησης εξ’ ονόματός του από τον αιτητή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του άρθρου 11, στη συνέχεια κατέθεσε ξεχωριστά αίτηση αυτοπροσώπως, και δεν υπάρχουν γεγονότα σχετικά με την κατάσταση του εξαρτώμενου αυτού προσώπου τα οποία να δικαιολογούν την υποβολή τέτοιας ξεχωριστής αίτησης.

(3) Με την επιφύλαξη του Άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου για το παραδεκτό αίτησης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Υπηρεσία Ασύλου επιτρέπει στον αιτητή να εκθέσει τις απόψεις του σχετικά με την εφαρμογή των λόγων που προβλέπει το εδάφιο (2) στην περίπτωσή του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου, προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης.

Πρώτη χώρα ασύλου

12Βπεντάκις.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, πρώτη χώρα ασύλου για συγκεκριμένο αιτητή, σημαίνει χώρα η οποία -

(α) αναγνώρισε τον αιτητή ως πρόσφυγα και του παρέχει ακόμη τη σχετική προστασία, ή

(β) παρέχει στον αιτητή άλλη επαρκή προστασία, περιλαμβανομένης της εφαρμογής της αρχής της μη επαναπροώθησης,

υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτητής γίνει εκ νέου δεκτός στη χώρα αυτή.

(2) Αίτηση η οποία δυνατό να σχετίζεται με πρώτη χώρα ασύλου δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμοδίου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ.

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο αιτητή για το δικαίωμα που έχει να αμφισβητήσει την εφαρμογή της πρώτης χώρας ασύλου στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, προσβάλλοντας στο Διοικητικό Δικαστήριο τη σχετική απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

Εσωτερική μετεγκατάσταση

12Γ.-(1) Κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του-

(i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή

(ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β,

και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.

(2) [Καταργήθηκε].

(3) Εξετάζοντας εάν ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης σε τμήμα της χώρας καταγωγής σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος, κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, λαμβάνει υπόψη τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας και τις προσωπικές περιστάσεις, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16, καθώς και τα εδάφια (3), (4) και (5) του άρθρου 18.  Για το σκοπό αυτό, λαμβάνονται υπόψη ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες από σχετικές πηγές, όπως την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο.

(4) [Καταργήθηκε].

Ταχύρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων

12Δ.-(1) Κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από τριάντα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εξετάζονται από τον Προϊστάμενο, με την ταχύρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, αιτήσεις που κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου.

(2) Κατά την εξέταση της αίτησης, ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, μετά από την οποία υποβάλλει έκθεση με τα γεγονότα της υπόθεσης και τις διαπιστώσεις του αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, στον Προϊστάμενο.

(3) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του, να:

(α) Αναγνωρίσει αιτητή ως πρόσφυγα·

(β) αναπέμψει την αίτηση στον αρμόδιο λειτουργό για να ακολουθήσει την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, δυνάμει του άρθρου 13· ή

(γ) απορρίψει την αίτηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και να εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης αυτής, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:

Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8.

(4) Αίτηση δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού σύμφωνα με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εφόσον τηρούνται οι αρχές και εγγυήσεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Ο αιτητής, κατά την υποβολή της αίτησης και την παρουσίαση των γεγονότων, απλώς έθεσε θέματα τα οποία είναι άνευ σημασίας για την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις για να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας∙

(β) ο αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις∙

(γ) ο αιτητής παραπλάνησε τις αρχές της Δημοκρατίας με την παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων ή με την απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων, όσον αφορά την ταυτότητα ή/και την ιθαγένειά του, που μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση επί της αίτησης∙

(δ) ο αιτητής είναι πιθανόν, κακόπιστα, να έχει καταστρέψει ή πετάξει έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο, που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας ή της ιθαγένειάς του∙

(ε) ο αιτητής έχει παρουσιάσει σαφώς ασυνεπείς και αντιφατικές ή σαφώς ψευδείς ή προφανώς απίθανες πληροφορίες, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με επαρκώς τεκμηριωμένες πληροφορίες για τη χώρα ιθαγένειας, καθιστώντας έτσι σαφώς μη πειστική τη δήλωσή του ως προς το εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

(στ) ο αιτητής έχει υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν θεωρείται ως απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (3) του άρθρου 16Δ∙

(ζ) ο αιτητής υποβάλλει την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απέλαση / απομάκρυνσή του∙

(η) ο αιτητής εισήλθε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας ή παρέτεινε παράνομα τη διαμονή του σε αυτό και, χωρίς εύλογη αιτία, δεν παρουσιάστηκε στις αρχές ούτε υπέβαλε αίτηση το συντομότερο δυνατόν, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της εισόδου του∙

(θ) ο αιτητής ενδέχεται για σοβαρούς λόγους να συνιστά κίνδυνο για τη εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη ή έχει απελαθεί διά της βίας για σοβαρούς λόγους δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξης∙

(ι) ο αιτητής αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να υποβληθεί σε λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 603/2013.

(5)(α) Η εξέταση της αίτησης βάσει του παρόντος άρθρου ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.

(β) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) προθεσμία των τριάντα (30) ημερών δύναται να παραταθεί από τον Προϊστάμενο, μετά από εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες, εφόσον ο Προϊστάμενος κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης.

(γ) Σε περίπτωση που, κατά την κρίση του Προϊσταμένου, η ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο παρόν άρθρο δε διασφαλίζει την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης, ο Προϊστάμενος ενεργεί σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (3).

Προτεραιότητα στην εξέταση αιτήσεων

12Ε.-(1) Με την επιφύλαξη των βασικών αρχών και εγγυήσεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός δίνει προτεραιότητα στην εξέταση αίτησης, έναντι άλλης προηγουμένως υποβληθείσας,  ιδίως-

(α) Όταν η αίτηση είναι πιθανόν να θεωρηθεί ως βάσιμη∙ ή

(β) όταν ο αιτητής είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής σύμφωνα με το άρθρο 9ΚΔ ή είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, ιδίως αν είναι ασυνόδευτος ανήλικος.

(2) Η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με το άρθρο 13.

Κλείσιμο φακέλου

12Ε. [Διαγράφηκε]
  • Ιστορικό Τροποποιήσεων
  • 9(I)/2004
Προδήλως αβάσιμη αίτηση

12ΣΤ. Αίτηση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη εφόσον διαπιστωθεί ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και ταυτόχρονα εφαρμόζεται οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) του άρθρου 12Δ περιπτώσεις.

Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων

13.-(1) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, εκτός στις περιπτώσεις όπου τέτοια συνέντευξη δυνατό να έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12Δ.

(2) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του:

(α)  Να αναγνωρίσει τον αιτητή ως πρόσφυγα·

(β) να αναγνωρίσει στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας·

(γ) [Διαγράφηκε]·

(δ) να απορρίψει την αίτηση και εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:

Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8.

(3) Ο Προϊστάμενος, δύναται σε περίπτωση που κρίνει την συνέντευξη του αρμόδιου λειτουργού ανεπαρκή, να ζητήσει επανάληψη της συνέντευξης.

(4) Ο Προϊστάμενος κατά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (3), δίδει στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ΄αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.

(5) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.

(6)(α) Με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου έχει υποχρέωση-

(i) Να ενημερώνει τον αιτητή σχετικά με την καθυστέρηση∙ και

(ii) να του παρέχει, κατόπιν αιτήματός του,  πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του.

(γ) Όταν αίτηση υπόκειται στη διαδικασία του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 και η Δημοκρατία έχει οριστεί ως υπεύθυνο κράτος μέλος σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό για την εξέταση της αίτησης του αιτητή, η προθεσμία των έξι (6) μηνών αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία ο αιτητής βρίσκεται στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και τον έχει αναλάβει η Υπηρεσία Ασύλου. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

(7) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (6), ο Προϊστάμενος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών που ορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα (9) επιπλέον μήνες, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά ή/και νομικά ζητήματα·

(β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών·

(γ) η καθυστέρηση μπορεί να αποδοθεί σαφώς στη μη συμμόρφωση του αιτητή με τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 16.

[Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο (7) τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

(8) Κατ’ εξαίρεση, η Υπηρεσία Ασύλου, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δύναται να υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται στο εδάφιο (7) κατά  τρεις (3) μήνες το πολύ, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο από τον Προϊστάμενο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

(9) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 18Α και με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 19, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει την αναβολή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης αίτησης, στην περίπτωση που δεν μπορεί εύλογα να  αναμένεται από την Υπηρεσία Ασύλου να λάβει απόφαση επί αίτησης εντός των χρονικών πλαισίων που αναφέρονται στα εδάφια (6), (7) και (8), λόγω της αβέβαιης κατάστασης στη χώρα ιθαγένειας η οποία αναμένεται να είναι προσωρινή. Στην περίπτωση αυτή, η Υπηρεσία Ασύλου-

(α) Επανεξετάζει την κατάσταση στη χώρα ιθαγένειας τουλάχιστον ανά έξι (6) μήνες· και

(β) ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο αιτητή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σχετικά με τους λόγους της αναβολής της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης· και

(γ) ενημερώνει την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σχετικά με την απόφαση του Προϊσταμένου για την αναβολή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης για τη συγκεκριμένη χώρα ιθαγένειας.

[Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο (9) τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

(10) Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

Προσωπικές συνεντεύξεις αιτητών και εξαρτώμενων προσώπων

13Α.-(1) Πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή την ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης επί της ουσίας της αίτησης, η οποία διεξάγεται από αρμόδιο λειτουργό.  Η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία τέτοιας προσωπικής συνέντευξης σε κάθε ενήλικα που είναι εξαρτώμενο πρόσωπο από τον αιτητή, σε περίπτωση που ο αιτητής έχει καταθέσει αίτηση εξ ονόματος τέτοιου εξαρτώμενου προσώπου.

(1A) Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών:

Νοείται ότι, προσωπικό άλλο από αυτό της Υπηρεσίας Ασύλου επιτρέπεται-

(α) Να συμμετέχει στη διενέργεια των προαναφερόμενων συνεντεύξεων εφόσον λάβει εκ των προτέρων σχετική κατάρτιση η οποία περιλαμβάνει ό,τι αναφέρεται στο Άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχεία α) έως ε), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010∙ και

(β) να διενεργεί προσωπικές συνεντεύξεις αιτητών εφόσον διαθέτει ή έχει καταρτιστεί για να διαθέτει γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτητή για συνέντευξη, όπως ενδείξεις ότι ο αιτητής μπορεί να έχει υποστεί βασανισμό κατά το παρελθόν.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η προσωπική συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησης δύναται να παραλείπεται όταν –

(α) Ο Προϊστάμενος δύναται να λάβει θετική απόφαση όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα βάσει διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων∙ ή

(β) η Υπηρεσία Ασύλου θεωρεί ότι ο αιτητής είναι ανίκανος ή δεν μπορεί να συμμετάσχει σε συνέντευξη, για λόγους που οφείλονται σε μόνιμες καταστάσεις ανεξάρτητες από τη θέλησή του. Σε περίπτωση που υπάρχουν αμφιβολίες, η Υπηρεσία Ασύλου οφείλει να συμβουλεύεται επαγγελματία του τομέα της υγείας για να εξακριβώσει κατά πόσο η κατάσταση, λόγω της οποίας ο αιτητής είναι ανίκανος ή δεν δύναται να συμμετάσχει σε συνέντευξη, είναι προσωρινή ή μόνιμη.

(3) Όταν η Υπηρεσία Ασύλου δεν παρέχει την ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης στον αιτητή, σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (2), ή σε εξαρτώμενο από αυτόν πρόσωπο, καταβάλλει εύλογη προσπάθεια ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον αιτητή ή, κατά περίπτωση, στον εξαρτώμενο να υποβάλουν συμπληρωματικά στοιχεία.

(4) Η μη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.

(5) Η μη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης, σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (2), δεν επιδρά δυσμενώς στην απόφαση του Προϊστάμενου.

(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 16Β, όταν ο Προϊστάμενος αποφασίζει επί αίτησης, δύναται να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο αιτητής δεν παρουσιάσθηκε για την προσωπική συνέντευξη, εκτός εάν είχε σοβαρούς λόγους να απουσιάσει.

(7) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1) του άρθρου 18, η προσωπική συνέντευξη κατά κανόνα διεξάγεται χωρίς την παρουσία μελών της οικογένειας, εκτός εάν η Υπηρεσία Ασύλου κρίνει ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη προκειμένου να διενεργηθεί η δέουσα εξέταση.

(8) Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται υπό συνθήκες που να εξασφαλίζουν τη δέουσα εμπιστευτικότητα.

(9) Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-

(α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτητή·

(β) οσάκις είναι εφικτό, η συνέντευξη με τον αιτητή να διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου με αυτόν φύλου, εφόσον το ζητήσει ο αιτητής, εκτός εάν η Υπηρεσία Ασύλου θεωρεί εύλογα ότι το εν λόγω αίτημα βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτητή να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό·

(γ) να επιλέγει διερμηνέα ικανό να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη∙ η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια∙ οσάκις είναι εφικτό, παρέχεται διερμηνέας του ιδίου φύλου εφόσον το ζητήσει ο αιτητής, εκτός εάν η Υπηρεσία Ασύλου θεωρεί εύλογα ότι το εν λόγω αίτημα βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτητή να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό·

(δ) το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησης να μη φοράει στρατιωτική στολή ή στολή των δυνάμεων επιβολής του νόμου·

(ε) οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται με τρόπο κατάλληλο για παιδιά.

(10) Κατά τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης επί της ουσίας της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή κατάλληλη ευκαιρία-

(α) Να παρουσιάσει τα στοιχεία που απαιτούνται για την, κατά το δυνατόν, πλήρη τεκμηρίωση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18∙ και

(β) να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με στοιχεία τα οποία ενδεχομένως λείπουν ή/και σχετικά με τυχόν ασυνέπειες ή αντιφάσεις στο πλαίσιο των δηλώσεων του αιτητή.

Ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας οι οποίες ανακύπτουν επιτόπου

14.-(1) Κατά την αξιολόγηση αίτησης ή διοικητικής προσφυγής, γίνεται αποδεκτό ότι-

(α) ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνατό να στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτητή από τη χώρα καταγωγής του∙

(β) ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνατό να στηρίζεται σε δραστηριότητες στις οποίες ο αιτητής επιδόθηκε μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, ιδίως εάν αποδεικνύεται ότι οι δραστηριότητες τις οποίες επικαλείται αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών τις οποίες ο αιτητής είχε ήδη στη χώρα καταγωγής του.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της Σύμβασης, ο Προϊστάμενος κατά κανόνα δύναται να μην αναγνωρίσει καθεστώς πρόσφυγα στον αιτητή που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, εάν ο κίνδυνος δίωξης βασίζεται σε περιστάσεις που ο αιτητής προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρηση του από τη χώρα καταγωγής.

Συνέντευξη αιτητή

14. [Διαγράφηκε]
Ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτητή

15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά-

(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και

(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.

(2) Η ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), διενεργείται δημοσία δαπάνη από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας και τα αποτελέσματά της υποβάλλονται στην Υπηρεσία Ασύλου το ταχύτερο δυνατό.

(3) Η άρνηση του αιτητή να υποβληθεί σε ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.

(4) Τα αποτελέσματα των ιατρικών ή/και ψυχολογικών εξετάσεων που διενεργούνται δυνάμει του εδαφίου (1) ή (8) εκτιμώνται από τον Προϊστάμενο μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησης.

(5) Σε περίπτωση ύπαρξης ενδείξεων σοβαρής βλάβης, ο αρμόδιος λειτουργός πραγματοποιεί τη συνέντευξη του αιτητή ύστερα από συνεννόηση και σε συνεργασία με αρμόδιο ιατρό.

(6) Η ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση που διενεργείται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται, μεταξύ άλλων, να βασίζεται στο Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης.

(7) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός Υγείας δύναται να ορίζει με απόφασή του τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας που διενεργούν τις ιατρικές ή/και ψυχολογικές εξετάσεις των αιτητών.

(8) Όταν δεν διενεργείται ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση σύμφωνα με το εδάφιο (1), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τους αιτητές ότι δικαιούνται με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους έξοδα να μεριμνήσουν για την ιατρική ή/και ψυχολογική τους εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρές βλάβες, που υπέστησαν κατά το παρελθόν.

Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

(β) να παραδώσει το διαβατήριό του ή τα ταξιδιωτικά έγγραφα είτε στην Υπηρεσία Ασύλου είτε στην Αστυνομία∙ η Αστυνομία υποχρεούται όπως παραδώσει άμεσα στην Υπηρεσία Ασύλου το διαβατήριο ή τα ταξιδιωτικά έγγραφα μαζί με την αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας∙ ο αιτητής λαμβάνει έγγραφο το οποίο πιστοποιεί ότι το διαβατήριό του κρατείται κατά την υποβολή της αίτησής του από την Υπηρεσία Ασύλου ή από την Αστυνομία και δίδεται αντίγραφο του διαβατηρίου στον αιτητή∙

(γ) σε περίπτωση που δεν έχει στοιχεία και έγγραφα στην κατοχή του, να εξηγήσει τους λόγους για τη μη ύπαρξη των εν λόγω εγγράφων και στοιχείων, να αναφέρει τις προσπάθειες, που έκανε για την εξασφάλισή τους και να παρουσιάσει οτιδήποτε άλλο πρόσθετο στοιχείο το οποίο η Υπηρεσία Ασύλου ήθελε ζητήσει ή είναι χρήσιμο και να προβεί σε εύλογες προσπάθειες για να προμηθεύσει την Υπηρεσία Ασύλου με τα αναγκαία στοιχεία∙

(δ) να αναφέρεται ή να παρουσιάζεται αυτοπροσώπως, χωρίς καθυστέρηση ή σε οριζόμενο χρόνο στην Υπηρεσία Ασύλου ή/και στο Κλιμάκιο∙

(ε) να επιτρέψει την υποβολή του σε σωματική έρευνα και την υποβολή των αντικειμένων που φέρει σε έρευνα∙ χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε έρευνας που πραγματοποιείται για λόγους ασφαλείας, η σωματική έρευνα του αιτητή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου φύλου τηρουμένων πλήρως των αρχών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της σωματικής και ψυχολογικής ακεραιότητας·

(στ) να επιτρέψει τη φωτογράφισή του∙

(ζ) να επιτρέψει την καταγραφή των προφορικών του δηλώσεων, εφόσον έχει ενημερωθεί σχετικά εκ των προτέρων∙

(η) γενικά να βοηθήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την Υπηρεσία Ασύλου για τη διαπίστωση των γεγονότων της υπόθεσής του. [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016].

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία. [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016].

Κλείσιμο φακέλου

16Α. [Διαγράφηκε]
Σιωπηρή απόσυρση αίτησης ή υπαναχώρηση από αυτήν

16Β.-(1) Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτησή του ή υπαναχωρήσει από αυτήν, ο Προϊστάμενος κατά την κρίση του-

(i) Κλείνει το φάκελο του αιτητή και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στο φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται τα άρθρα 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18∙ ή

(ii) λαμβάνει απόφαση με την οποία απορρίπτει την αίτηση, σε περίπτωση που την θεωρεί αβάσιμη, αφού την εξετάσει επαρκώς επί της ουσίας της σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και με τα εδάφια (3), (4) και (5) του άρθρου 18.

(2) Ο Προϊστάμενος δύναται να θεωρεί ότι ο αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει αίτησή του ή υπαναχωρήσει από αυτήν, ιδίως όταν διαπιστώνει ότι ο αιτητής-

(α) Δεν ανταποκρίθηκε σε απαίτηση της Υπηρεσίας Ασύλου για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του σύμφωνα με το άρθρο 16 ή δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη η οποία προβλέπεται στα άρθρα 13Α και 18, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ότι αυτό οφείλεται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του∙ ή

(β) διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή βρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την Υπηρεσία Ασύλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, όπως την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του.

(3) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

Ρητή απόσυρση αίτησης

16Γ.-(1) Ο αιτητής δικαιούται να αποσύρει την αίτησή του σε οποιοδήποτε στάδιο πριν από τη λήψη απόφασης από τον Προϊστάμενο.

(2) Σε περίπτωση που ο αιτητής αποσύρει ρητά την αίτησή του κατά το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος αποφασίζει, χωρίς να εφαρμόζονται τα άρθρα 12Δ και 13, να απορρίψει την αίτηση για το λόγο ότι ο αιτητής την απέσυρε∙ επί της απόφασης εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι και (7Ε) του άρθρου 18.

Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

6Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο –

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην  οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

(4)(α) Με την επιφύλαξη  της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, το εδάφιο (1) του άρθρου 8  εφαρμόζεται επί αιτητή που ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).

(β) Ο Προϊστάμενος δύναται με απόφασή του να τερματίζει το δικαίωμα παραμονής, στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, προσώπου που ενήργησε κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), όταν το εν λόγω πρόσωπο –

(i) Καταθέτει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν εξετάζεται περαιτέρω βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης, η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία, ή

(ii) υποβάλλει δεύτερη ή επόμενη μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου, μετά την έκδοση τελικής απόφασης με την οποία η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (3), ή μετά την έκδοση τελικής απόφασης με την οποία απορρίπτεται η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση ως αβάσιμη,  υπό την προϋπόθεση ότι ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι τυχόν απόφαση επιστροφής ή απομάκρυνσης του εν λόγω προσώπου δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση κατά παράβαση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας βάσει του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(γ) Το εδάφιο (1Β) του άρθρου 8 δεν εφαρμόζεται αναφορικά με πρόσωπο επί του οποίου εφαρμόζεται η παράγραφος (β) του παρόντος εδαφίου.

(5) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και επί εξαρτώμενου προσώπου το οποίο καταθέτει αίτηση αφού έχει συναινέσει, σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 11, να αποτελέσει η περίπτωσή του τμήμα αίτησης η οποία κατατέθηκε εξ’ ονόματός του.  Σε τέτοια περίπτωση, η προκαταρκτική εξέταση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη γεγονότων που να δικαιολογούν την κατάθεση χωριστής  αίτησης από το εξαρτώμενο πρόσωπο.

(6) Όταν άλλο κράτος μέλος πρέπει να εκτελέσει απόφαση μεταφοράς προς τη Δημοκρατία έναντι συγκεκριμένου προσώπου σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013 και το εν λόγω πρόσωπο υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση ή νέα στοιχεία ή πορίσματα στο άλλο κράτος μέλος, η μεταγενέστερη αίτηση ή τα νέα στοιχεία ή πορίσματα εξετάζονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο από την Υπηρεσία Ασύλου ως την αρμόδια αρχή του υπεύθυνου κράτους μέλους βάσει του εν λόγω Κανονισμού.

(7) Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου:

(α) Tο εδάφιο (3) του άρθρου 7,

(β) οι παράγραφοι (α), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 8,

(γ) τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 8,

(δ) το άρθρο 9ΣΤ,

(ε) τα εδάφια (1), (1Α), (1Β), (1Γ), (1Δ), (1Ε), (1ΣΤ), (1ΣΤδις), (1Ζ), (1Η) και (1Θ) του άρθρου 10,

(στ) το άρθρο 10Α,

(ζ) τα εδάφια (2), (3), (4) και (5) του άρθρου 11,

(η) το εδάφιο (8) του άρθρου 11,

(θ) το άρθρο 11Γ,

(ι) το εδάφιο (2) του άρθρου 12Δ,

(ια) το εδάφιο (1) του άρθρου 13,

(ιβ) το άρθρο 13Α,

(ιγ) το εδάφιο (1) του άρθρου 16,

(ιδ) οι παράγραφοι (α), (β), (δ), (ε), (στ), (ζ) και (η) του εδαφίου (2) του άρθρου 16,

(ιε) το άρθρο 16Β,

(ιστ) το άρθρο 16Γ,

(ιζ) τα εδάφια (1), (1Α), (1Β), (2), (2Α), (2Β), (3) και (7) του άρθρου 18,

(ιη) οι παράγραφοι (α), (β), (γ), (δ), (στ) και (ζ) του εδαφίου (7Α) του άρθρου 18,

(ιθ) η παράγραφος (α) του εδαφίου (7Β) του άρθρου 18,

(κ) τα εδάφια (7Γ), (7Δ), (7Ε) και (9) του άρθρου 18,

(κα) το άρθρο 18δις,

(κβ) το εδάφιο (1Α) του άρθρου 31Α.

Επανάνοιγμα φακέλου και επανεξέταση αίτησης

16Ε.-(1) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος αποφάσισε να κλείσει το φάκελο και διακόψει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης αιτητή, σύμφωνα με το άρθρο 16Β, ο εν λόγω  αιτητής δικαιούται, εντός εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της σχετικής απόφασης του Προϊσταμένου στον αιτητή, ή στον δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο που τον εκπροσωπεί νόμιμα, να ζητήσει από την Υπηρεσία Ασύλου επανάνοιγμα του φακέλου του και επανεξέταση της υπόθεσής του, ή να υποβάλει νέα αίτηση επί της οποίας δεν εφαρμόζεται το άρθρο 16Δ.

(2) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (3), σε περίπτωση που αιτητής ασκήσει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) δικαίωμα του εμπρόθεσμα, ο Προϊστάμενος επανανοίγει το φάκελο του αιτητή και συνεχίζει την εξέταση της αίτησής του επί της ουσίας και από το στάδιο στο οποίο η εξέταση είχε σταματήσει, έστω αν ο αιτητής υπέβαλε δυνάμει του εδαφίου (1) νέα αίτηση.

(3) Εάν αιτητής ασκήσει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) δικαίωμά του εκπρόθεσμα, ή πέραν της μίας φοράς, ο Προϊστάμενος εκδίδει απορριπτική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(4) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

Κριτήρια για τον καθορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα

17.-(1) Για τον καθορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα, ο Προϊστάμενος-

(α) Λαμβάνει υπόψη-

(i) Τις κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται στη Κοινή θέση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ημερομηνίας 4 Μαρτίου 1996, σχετικά με την εναρμονισμένη εφαρμογή του ορισμού του «πρόσφυγα»· και

(ii) τις κοινές εκθέσεις σε σχέση με τρίτες χώρες, οι οποίες συντάσσονται σύμφωνα με τη διαδικασία για την ετοιμασία εκθέσεων σχετικά με τις κοινές αξιολογήσεις της κατάστασης σε τρίτες χώρες, που υιοθετήθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κοινές εκθέσεις σε σχέση με τρίτες χώρες, που υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 20.6.1994.

(β) Καθοδηγείται από το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια για τον Προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα που εκδίδεται από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

(2) Ο Προϊστάμενος ενημερώνει οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο για τον τρόπο πρόσβασης στις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Εγχειρίδιο της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

Αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίας

18.(1) Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε προσωπικής συνέντευξης πραγματοποιείται με τον αιτητή, στα πλαίσια είτε της ταχύρυθμης είτε της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα ανηλίκου και του αναγκαίου διερμηνέα δύναται να παρευρίσκεται, εκτός εάν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.

(1Α) Ο δικηγόρος ή ο νομικός σύμβουλος του αιτητή, ο οποίος παρευρίσκεται δυνάμει του εδαφίου (1) σε οποιαδήποτε προσωπική συνέντευξη η οποία πραγματοποιείται με τον αιτητή, επιτρέπεται να παρεμβαίνει μόνο στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης.

(1Β) Ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, η οποία προϋποθέτει την παρουσία του αιτητή σε αυτή την συνέντευξη, ανεξαρτήτως αν ο αιτητής εκπροσωπείται από δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο.  Ο αρμόδιος λειτουργός δύναται να ζητεί από τον αιτητή να απαντά αυτοπροσώπως στις υποβαλλόμενες ερωτήσεις.

(1Γ) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (1Γ) και (1Δ) του άρθρου 10, η απουσία του δικηγόρου ή νομικού συμβούλου του αιτητή δεν εμποδίζει την Υπηρεσία Ασύλου να διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή.

(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον αιτητή, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές.

(2Α) (α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο-

(i) δύναται να μεριμνά για την ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης και, σε τέτοια περίπτωση, λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε η καταγραφή ή/και το κείμενο της απομαγνητοφώνησης να διατίθεται σε σχέση με το φάκελο του αιτητή∙

(ii) είτε συντάσσει διεξοδική και εμπεριστατωμένη γραπτή έκθεση η οποία περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των γεγονότων, είτε απομαγνητοφωνεί την τυχόν ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης∙

(iii) παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να παράσχει διευκρινίσεις προφορικά ή/και γραπτώς σε σχέση με τυχόν εσφαλμένες μεταφράσεις ή παρερμηνείες που περιλαμβάνονται στην γραπτή έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης, στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης ή εντός καθορισμένου χρονικού ορίου πριν λάβει απόφαση ο Προϊστάμενος επί της αίτησης∙

(iv) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iii), ενημερώνει πλήρως τον αιτητή για το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή για ουσιώδη στοιχεία του κειμένου της απομαγνητοφώνησης, με τη συνδρομή διερμηνέα εάν είναι απαραίτητο, και κατόπιν ζητά από τον αιτητή να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την συνέντευξη· σε περίπτωση που ο αιτητής αρνείται να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της  γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την προσωπική συνέντευξη, οι λόγοι άρνησής του καταχωρίζονται στον προσωπικό του φάκελο και η άρνηση αυτή δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.

(β) Όταν πραγματοποιείται ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) και η καταγραφή είναι παραδεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο στις διαδικασίες άσκησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ο αρμόδιος λειτουργός δεν υποχρεούται να ζητήσει από τον αιτητή να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά τη συνέντευξη.

(2Β)(α) Πριν την έκδοση απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή, και στον αναφερόμενο στο εδάφιο (1) του άρθρου 18δις δικηγόρο ή νομικό σύμβουλό του, πρόσβαση στην έκθεση για την προσωπική συνέντευξη ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης και, με την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, στην τυχόν ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης.

(β) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου, όταν πραγματοποιείται ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης, παρέχεται πρόσβαση στην καταγραφή μόνο σε περίπτωση που πρόσωπο προσφεύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(γ) Χωρίς επηρεασμό των υποπαραγράφων (iii) και (iv) της παραγράφου (α), και της παραγράφου (β), του εδαφίου (2Α) του παρόντος άρθρου, όταν η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 12Δ, η πρόσβαση στην έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης και, κατά περίπτωση, της καταγραφής παρέχεται ταυτόχρονα με τη λήψη της απόφασης επί της αίτησης.

(δ) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε ο αιτητής και, εάν απαιτείται, ο αναφερόμενος στο εδάφιο (1) του άρθρου 18δις δικηγόρος ή ο νομικός σύμβουλός του, να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7Α) του παρόντος άρθρου και στις συμβουλές που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του εν λόγω εδαφίου (7Α), όταν αυτές οι πληροφορίες ή/και συμβουλές λαμβάνονται υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης.

(2Γ) [Διαγράφηκε].

(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

(α) όλων των σχετικών  με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,

(β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτητής έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη,

(γ) την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, οι συνθήκες στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη,

(δ) εάν οι δραστηριότητες του αιτητή από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα,

(ε) εάν θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο αιτητής θα θέσει εαυτόν υπό την προστασία άλλης χώρας, την ιθαγένεια της οποίας θα μπορούσε να διεκδικήσει.

(4) Το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.

(5) Εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας. Οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτητή δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι

(α) ο αιτητής έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του,

(β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτητής στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για τη τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων,

(γ) οι δηλώσεις του αιτούντος  θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του,

(δ)ο αιτητής αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το συντομότερο δυνατό, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει,

(ε) η γενική αξιοπιστία του αιτητή είναι αποδεδειγμένη.

(6) Η Υπηρεσία Ασύλου καθώς και όλες οι εμπλεκόμενες στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου αρχές της Δημοκρατίας λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση των ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι έγκυοι, οι άγαμοι γονείς που έχουν ανήλικα τέκνα , τα θύματα εμπορίας προσώπων, πρόσωπα με πνευματικές διαταραχές και πρόσωπα που υπήρξαν θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής και σεξουαλικής βίας. Το παρόν εδάφιο τυγχάνει εφαρμογής μόνο στα πρόσωπα για τα οποία διαπιστώνεται ότι έχουν ειδικές ανάγκες μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσής τους.

(7) Κάθε απόφαση του Προϊσταμένου είναι γραπτή και κοινοποιείται, σε εύλογο χρόνο, στον αιτητή ή στο δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο που τον εκπροσωπεί νόμιμα.

(7Α)(α) Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν∙  ο Προϊστάμενος μεριμνά ώστε ο ίδιος και το προσωπικό της Υπηρεσίας Ασύλου το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων και την υποβολή εισηγήσεων για απόφαση να έχουν πρόσβαση στις προαναφερόμενες πληροφορίες.

(β) Ο Προϊστάμενος και το προσωπικό το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων και την υποβολή εισηγήσεων για απόφαση-

(i) Oφείλουν να γνωρίζουν τις συναφείς προδιαγραφές που εφαρμόζονται στον τομέα της νομοθεσίας περί ασύλου και προσφύγων, και

(ii) δύνανται να ζητούν συμβουλές, εφόσον είναι αναγκάιο, από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων, όπως ιατρικά, πολιτιστικά ή θρησκευτικά ζητήματα ή ζητήματα που άπτονται των παιδιών ή του φύλου.

(γ)  Δεν απορρίπτεται η αίτηση και δεν αποκλείεται  η εξέτασή της εκ μόνου του γεγονότος ότι δεν υποβλήθηκε το ταχύτερο δυνατό.

(δ) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α), ο Προϊστάμενος δύναται, για σκοπούς της παραγράφου (α) ή/και (β) του εδαφίου (6) του άρθρου 11 και εφόσον η αίτηση βασίζεται στους ίδιους λόγους, να λαμβάνει μία μόνο απόφαση που να καλύπτει την αίτηση του αιτητή και των εξαρτωμένων του προσώπων, εκτός εάν αυτό θα οδηγούσε σε κοινολόγηση της ιδιαίτερης κατάστασης του αιτητή που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντά του, ιδίως σε περιπτώσεις διώξεων με βάση το φύλο, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή/και την ηλικία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Προϊστάμενος εκδίδει ξεχωριστή απόφαση για το συγκεκριμένο πρόσωπο.

(ε) Με την επιφύλαξη του άρθρου 16Γ, ο Προϊστάμενος απορρίπτει την αίτηση ως αβάσιμη μόνο αν διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγηση διεθνούς προστασίας.

(στ) Κατά την εξέταση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου εξακριβώνει καταρχάς κατά πόσο ο αιτητής μπορεί να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και, σε αντίθετη περίπτωση, εξακριβώνει κατά πόσο ο αιτητής δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

(ζ) Η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει δωρεάν υπηρεσίες μετάφρασης εγγράφων σχετικών με την εξέταση των αιτήσεων. Ο αρμόδιος λειτουργός δεν είναι υποχρεωμένος να εξασφαλίσει τη μετάφραση οποιουδήποτε εγγράφου που προσκομίζεται από τον αιτητή, εάν κρίνει ότι αυτό δεν είναι σχετικό με την αίτηση. Οι μεταφραστές δεσμεύονται από την αρχή της εμπιστευτικότητας βάσει του άρθρου 31Β.

(7Β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας -

(α) Αναφέρει στην απόφασή του τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της απόρριψης,

(α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί  αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, και

(β) ενημερώνει διά της απόφασής του τον αιτητή περί του δικαιώματός του να προσφύγει κατά της απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για τη φύση και μορφή αυτής της προσφυγής και για την προθεσμία άσκησής της σύμφωνα με το εν λόγω Άρθρο.

(7Γ)(α) Ο Προϊστάμενος μεριμνά για την παροχή δωρεάν νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών στους αιτητές,  μετά από αίτημα του ενδιαφερόμενου προσώπου, κατά τον τύπο που αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο.

(β) Οι νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει της παραγράφου (α) περιλαμβάνουν τουλάχιστον -

(i) Πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία για την εξέταση της αίτησης του αιτητή, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης του αιτητή∙ και

(ii) σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης από τον Προϊστάμενο, πέραν όσων προβλέπονται στα εδάφια (7Β) και (7Ε) του παρόντος άρθρου,  πληροφορίες με τις οποίες εξηγούνται οι λόγοι της απόφασης και οι δυνατότητες άσκησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος καθώς και η προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

(γ) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος εδαφίου, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίζει ότι οι δωρεάν νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες  παρέχονται δημοσία δαπάνη από -

(i) Μη κυβερνητικές οργανώσεις∙ ή

(ii) επαγγελματίες κρατικών αρχών, νοουμένου ότι εξασφάλισε τη συναίνεση των εν λόγω κρατικών αρχών∙ ή

(iii) ειδικευμένες κρατικές υπηρεσίες, νοουμένου ότι εξασφάλισε τη συναίνεση των εν λόγω ειδικευμένων κρατικών υπηρεσιών∙ ή

(iv) ιδιώτες δικηγόρους ή νομικούς συμβούλους∙ ή

(v) λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου οι οποίοι δεν ασχολούνται με εξέταση αιτήσεων.

(δ) Ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτημα για παροχή δωρεάν νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών, εφόσον τεκμηριώσει ότι ο αιτητής διαθέτει επαρκείς πόρους.

(ε) Ο Προϊστάμενος δύναται να απαιτεί, από αιτητή στον οποίο παραχωρήθηκαν δωρεάν νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες δυνάμει του παρόντος εδαφίου, να επιστρέψει ολόκληρο ή μέρος του ποσού που  καταβλήθηκε για σκοπούς παροχής νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών, εάν και από τη στιγμή που έχει βελτιωθεί σημαντικά η οικονομική του κατάσταση ή εάν η απόφαση χορήγησης δωρεάν νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών είχε ληφθεί με ψευδείς πληροφορίες που είχε δώσει ο αιτητής.  Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης του αιτητή να ικανοποιήσει την απαίτηση του Προϊσταμένου, ο Προϊστάμενος δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη του σχετικού ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.

(7Δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7Β), ο Προϊστάμενος δεν υποχρεούται να παρέχει γραπτώς πληροφορίες για τις θεραπείες που έχει ο αιτητής για να προσφύγει κατά της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτησή του, όταν ο αιτητής ενημερώθηκε για αυτές τις θεραπείες σε προηγούμενο στάδιο, είτε γραπτώς ή με ηλεκτρονικό μέσο στο οποίο ο αιτητής έχει πρόσβαση.

(7Ε) Ο Προϊστάμενος ενημερώνει τον αιτητή, σε γλώσσα την οποία ο αιτητής κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί, για το αποτέλεσμα της απόφασής του και για το δικαίωμα του αιτητή το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (7Β), καθώς και για τις προθεσμίες άσκησης αυτού του δικαιώματος.

(8) Ο αιτητής, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, έχει δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο ή από νομικό σύμβουλο.

(9) Τόσο το γεγονός της υποβολής της αίτησης, όσο και οποιαδήποτε πληροφορία, η οποία σχετίζεται με την αίτηση, παραμένουν εμπιστευτικά και σε καμία περίπτωση δεν αποκαλύπτονται στις αρχές της χώρας ιθαγένειας του αιτητή, ή σε φορέα δίωξής του ή πρόκλησης σοβαρής βλάβης του, ούτε και ζητείται οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικά με τον αιτητή από τη χώρα ιθαγένειας ή φορέα δίωξής του ή πρόκλησης σοβαρής βλάβης του, κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί στη χώρα ιθαγένειας ή στο φορέα δίωξης ή πρόκλησης σοβαρής βλάβης άμεσα το γεγονός ότι ο αιτητής έχει υποβάλει αίτηση και να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα του αιτητή ή των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων ή την ελευθερία και ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να ζουν στη χώρα ιθαγένειας.

(9Α) Η Υπηρεσία Ασύλου διεκπεραιώνει αιτήσεις που υποβάλλονται στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, ακόμα και αν έχουν υποβληθεί προς τις αρχές άλλου κράτους μέλους οι οποίες διενεργούν στις εν λόγω περιοχές συνοριακό έλεγχο ή έλεγχο μετανάστευσης.

(11) Οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου καθίστανται εκτελεστές με την κοινοποίησή τους στον αιτητή. Η απόφαση του Προϊσταμένου με την οποία χορηγείται σε αιτητή καθεστώς πρόσφυγα συνιστά θετική απόφαση. Η απόφαση του Προϊσταμένου με την οποία χορηγείται σε αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας συνιστά αρνητική απόφαση και μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Δικηγόροι και νομικοί σύμβουλοι των αιτητών

18δις.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο δικηγόρος ή νομικός σύμβουλος του αιτητή, ο οποίος παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση στον αιτητή, δικαιούται μετά από σχετικό αίτημα πρόσβαση στις πληροφορίες του φακέλου του αιτητή, βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί απόφαση από τον Προϊστάμενο.

(2) Ο Προϊστάμενος δύναται να απορρίψει αίτημα που υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), σε περίπτωση που-

(α) Η αποκάλυψη των πληροφοριών ή των πηγών  ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια, την ασφάλεια των οργανισμών ή προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες ή την ασφάλεια των προσώπων τα οποία αφορούν οι πληροφορίες∙ ή

(β) θίγονται είτε οι έρευνες σχετικά με την εξέταση της αίτησης είτε οι διεθνείς σχέσεις της Δημοκρατίας.

Σε τέτοια περίπτωση, ο Προϊστάμενος παρέχει στο δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο του αιτητή, ο οποίος έχει υποβληθεί σε έλεγχο ασφαλείας, πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες ή πηγές, εφόσον οι πληροφορίες έχουν σημασία για την εξέταση της αίτησης ή για τη λήψη απόφασης περί ανάκλησης διεθνούς προστασίας.

(3) Ο δικηγόρος ή νομικός σύμβουλος, που παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση στον αιτητή, δικαιούται να έχει πρόσβαση σε κλειστές περιοχές, όπως χώρους κράτησης και ζώνες διέλευσης, για να συνεννοείται με τον αιτητή, σύμφωνα με το εδάφιο (12) του άρθρου 9ΣΤ και τις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 9ΙΔ.

Αναγνώριση καθεστώτος του πρόσφυγα

18Α.-(1) Ο Προϊστάμενος με απόφασή του αναγνωρίζει αιτητή ως πρόσφυγα αν αυτός, κατά τη σχετική διαδικασία εξέτασης της αίτησής του, έχει αποδείξει ότι εμπίπτει στην κατά το άρθρο 3 έννοια του πρόσφυγα.

(2)(α) Με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ), σε αναγνωρισμένο πρόσφυγα χορηγείται το συντομότερο άδεια διαμονής τριετούς ισχύος, η οποία χορηγεί στον πρόσφυγα δικαίωμα διαμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και η οποία ανανεώνεται για περαιτέρω τριετείς περιόδους.

(β) Ο Διευθυντής δεν εφαρμόζει την παράγραφο (α), όταν επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας της Δημοκρατίας ή επιτακτικοί λόγοι δημόσιας τάξης υπαγορεύουν τη μη χορήγηση άδειας διαμονής.

(γ) Ο Διευθυντής, κατά περίπτωση, ανακαλεί ή αρνείται να χορηγήσει ή ανανεώσει άδεια σε πρόσωπο που είτε αποστερείται την ιδιότητα του πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 5, 6 ή 6Α είτε απελαύνεται δυνάμει του άρθρου 29.

(3) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (δ) του άρθρου 4, η άδεια διαμονής που χορηγείται στα μέλη της οικογένειας των δικαιούχων του καθεστώτος πρόσφυγα τα οποία δεν πληρούν ατομικώς τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα μπορεί να ισχύει για διάστημα μικρότερο των τριών ετών και να είναι ανανεώσιμη.

Αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας

19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, “σοβαρή βλάβη” ή “σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη” σημαίνει-

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη  ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

(3)(α) Ο Προϊστάμενος με απόφασή του, παυεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, όταν οι περιστάσεις οι οποίες οδήγησαν στην αναγνώριση του εν λόγω καθεστώτος έχουν εκλείψει ή έχουν μεταβληθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην απαιτείται πλέον προστασία.  Κατά τη λήψη της απόφασής του, ο Προϊστάμενος εξετάζει κατά πόσον η μεταβολή των συνθηκών είναι  τόσο ουσιαστικής  και μη προσωρινής φύσης ώστε ο δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας να μην αντιμετωπίζει πλέον πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Σε περίπτωση λήψης απόφασης σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 6 και το εδάφιο (5) του άρθρου 5.

(β) Η παράγραφος (α) δεν εφαρμόζεται σε δικαιούχο καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο οποίος ικανοποιεί τον Προϊστάμενο, ότι λόγω της προηγούμενης σοβαρής βλάβης, υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για τους οποίους αρνείται να χρησιμοποιήσει την προστασία που του παρέχει η χώρα της ιθαγένειας ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, η χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

(γ) Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που χορηγήθηκε κατόπιν αίτησης η οποία κατατέθηκε μετά την 20ή Οκτωβρίου 2004.

(3Α) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει εκ των υστέρων, βάσει γεγονότων που αποκαλύπτονται μετά την παραχώρηση σε πρόσωπο του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας, ότι το πρόσωπο αυτό έχει διαστρεβλώσει ή παραλείψει γεγονότα, περιλαμβανομένης της χρήσης πλαστών εγγράφων, η οποία διαστρέβλωση ή παράλειψη υπήρξε αποφασιστική για την αναγνώριση σε αυτό το πρόσωπο του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, με αιτιολογημένη απόφασή του ανακαλεί την απόφαση βάσει της οποίας παραχωρήθηκε το εν λόγω καθεστώς, το δε εδάφιο (5) του άρθρου 5 και τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 6 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

(3Β) Τα εδάφια (1Β), (1Γ) και (1Δ) του άρθρου 6 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στην απόφαση δυνάμει του εδαφίου (3) ή του εδαφίου (3Α) του παρόντος άρθρου.

(3Γ) Το εδάφιο (9) του άρθρου 11, τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 18δις, το εδάφιο (1Α) του άρθρου 31Α και η παράγραφος (α) του εδαφίου (2Α) του άρθρου 31Γ εφαρμόζονται κατ’ αναλογία αναφορικά με απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(4)(α) Σε πρόσωπο στο οποίο αναγνωρίζεται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και στα μέλη της οικογένειάς του παραχωρούνται, το συντομότερο μετά τη χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος, άδειες διαμονής ετήσιας ισχύος, οι οποίες χορηγούν στα εν λόγω πρόσωπα δικαίωμα διαμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και οι οποίες ανανεώνονται για όσο χρόνο διαρκεί το εν λόγω καθεστώς για περαιτέρω διετείς περιόδους.

(β) Ο Διευθυντής δεν εφαρμόζει την παράγραφο (α) όταν επιτακτικοί λόγοι ασφάλειας της Δημοκρατίας ή επιτακτικοί λόγοι δημόσιας τάξης επιβάλλουν τη μη χορήγηση άδειας διαμονής.

(5) [Καταργήθηκε].

(6) Από την αναγνώριση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, πρόσωπο το οποίο δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας, έχει τα ίδια δικαιώματα με τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες δυνάμει των άρθρων 21, 21Α και 21Γ.

(6Α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (6), η   κοινωνική αρωγή που χορηγείται σε πρόσωπο το οποίο δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας περιορίζεται στα βασικά ευεργετήματα τα οποία-

(α) καλύπτουν, τουλάχιστον, την ελάχιστη στήριξη του εισοδήματος, την αρωγή σε περίπτωση ασθένειας ή κύησης και τη γονική μέριμνα, υπό την προϋπόθεση ότι χορηγούνται και στους πολίτες της Δημοκρατίας δυνάμει των σχετικών νόμων και κανονισμών, και

(β) χορηγούνται στα ίδια επίπεδα και υπό τους ίδιους όρους επιλεξιμότητας που ισχύουν για τους πολίτες της Δημοκρατίας δυνάμει των σχετικών νόμων και κανονισμών.

(7) Οι διατάξεις του άρθρου 23 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ΄αναλογία και στην περίπτωση των προσώπων με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

(8) [Καταργήθηκε].

(9) Σε πρόσωπο το οποίο δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας εκδίδεται και παραδίδεται επί αποδείξει ταξιδιωτικό έγγραφο το οποίο του επιτρέπει να ταξιδέψει εκτός της Δημοκρατίας, νοουμένου ότι αδυνατεί να εξασφαλίζει εθνικό διαβατήριο και νοουμένου ότι αυτό δεν προσκρούει σε επιτακτικούς λόγους ασφάλειας της Δημοκρατίας ή επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης.

(10) Το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους

19Α. [Διαγράφηκε]
Προσωρινή προστασία

20.-(1) Για τους σκοπούς των άρθρων 20 μέχρι και 20ΙΒ:

<διαμένων> σημαίνει πρόσωπο το οποίο απολαύει προσωρινής προστασίας με απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της Οδηγίας ή δυνάμει του παρόντος Νόμου και το οποίο επιθυμεί να επανενωθεί με τα μέλη της οικογένειάς του·

<εκτοπισθέντες αλλοδαποί> σημαίνει υπήκοοι άλλων κρατών ή πρόσωπα χωρίς ιθαγένεια, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα ιθαγένειάς τους ή εκκενώθηκαν, ιδίως μετά από έκκληση διεθνών οργανισμών, και των οποίων ο επαναπατρισμός υπό ασφαλείς και σταθερές συνθήκες είναι αδύνατος λόγω της επικρατούσας σε αυτή τη χώρα κατάστασης, και οι οποίοι ενδεχομένως να εμπίπτουν και στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (1) του άρθρου 3 και του άρθρου 19, και ιδιαίτερα:

(α) Άτομα που εγκατέλειψαν περιοχές ένοπλων συγκρούσεων ή ενδημικής βίας· ή

(β) άτομα που αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο ή υπήρξαν θύματα συστηματικών ή γενικευμένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους·

<μαζική εισροή> σημαίνει άφιξη στη Δημοκρατία σημαντικού αριθμού εκτοπισμέ-νων αλλοδαπών οι οποίοι προέρχονται από συγκεκριμένη χώρα ή γεωγραφική περιοχή, ανεξαρτήτως του κατά πόσο η άφιξη τους υπήρξε αυθόρμητη ή υποβοηθούμενη, ιδίως μέσω προγραμμάτων εκκένωσης·

<Οδηγία 2001/55/ΕΚ> σημαίνει την Οδηγία 2001/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 2001, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων·

<προσωρινή προστασία> σημαίνει μια διαδικασία με έκτακτο χαρακτήρα που εξασφαλίζει, σε περίπτωση μαζικής εισροής ή σε περίπτωση που επίκειται μαζική εισροή εκτοπισθέντων αλλοδαπών, οι οποίοι δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα ιθαγένειάς τους, άμεση και προσωρινή προστασία σε αυτά τα πρόσωπα, ιδίως εάν υπάρχει επίσης ο κίνδυνος η διαδικασία παραχώρησης ασύλου να μην μπορεί να αντιμετωπίσει αυτή την εισροή χωρίς αρνητικές συνέπειες στην αποτελεσματική λειτουργία της προς το συμφέρον των ενδιαφερόμενων προσώπων, αλλά και άλλων αιτητών ασύλου·

(2) Η Δημοκρατία εφαρμόζει την προσωρινή προστασία τηρώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τη μη επαναπροώθηση που απορρέουν από τις  διατάξεις του άρθρου 4  του παρόντος Νόμου.

(3)(α) Πρόσωπα που απολαύουν προσωρινής προστασίας έχουν δικαίωμα να υποβάλουν οποιαδήποτε στιγμή αίτηση. Για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του Δουβλίνου. Ειδικότερα, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας προσώπου που απολαύει προσωρινής προστασίας είναι το κράτος μέλος το οποίο αποδέχθηκε τη μεταφορά του προσώπου αυτού στο έδαφός του.

(β) Σε περίπτωση απόρριψης της ατομικής αίτησης για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα και μη παραχώρησης οποιουδήποτε άλλου είδους προστασίας σε πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στη Δημοκρατία υπό καθεστώς προσωρινής προστασίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, το πρόσωπο αυτό θα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό καθεστώς προσωρινής προστασίας για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα για το οποίο παραχωρείται η προστασία αυτή, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

(γ) Σε περίπτωση υποβολής αίτησης η εξέταση της οποίας διεκπεραιώνεται πριν το τέλος της περιόδου προσωρινής προστασίας, ο αιτητής εξακολουθεί να απολαύει των δικαιωμάτων που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο για πρόσωπα που απολαύουν προσωρινής προστασίας μέχρι τη λήξη της εν λόγω περιόδου δυνάμει των  διατάξεων της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ ή του άρθρου 20Γ του παρόντος Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση.

(δ) Σε περίπτωση υποβολής αίτησης, η εξέταση της οποίας δεν διεκπεραιώνεται πριν το τέλος της περιόδου προσωρινής προστασίας, η εξέταση ολοκληρώνεται μετά το τέλος της εν λόγω περιόδου, και για την περίοδο αυτή, ο αιτητής έχει τα δικαιώματα του αιτητή ασύλου.

(ε) Η προσωρινή προστασία δεν προδικάζει τη αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

(4) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του, παραχωρεί το καθεστώς προσωρινής προστασίας σε όσα πρόσωπα εμπίπτουν στην κατηγορία προσώπων στην οποία αναφέρεται η απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ ή του Υπουργικού Συμβουλίου που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου  20Β, τα οποία έχουν γίνει δεκτά για είσοδο στη Δημοκρατία ή βρίσκονται ήδη στη Δημοκρατία για σκοπούς προσωρινής προστασίας.

(5) Ο Προϊστάμενος δύναται να αποκλείει από την προσωρινή προστασία οποιοδήποτε πρόσωπο εμπίπτει στις πιο πάνω κατηγορίες προσώπων εφόσον μετά από δέουσα διερεύνηση:

(α) Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι:

(i) διέπραξε έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως αυτά ορίζονται από το διεθνές δίκαιο·

(ii) διέπραξε εκτός της Δημοκρατίας, σοβαρό έγκλημα που δεν είναι πολιτικό, πριν γίνει δεκτό στη Δημοκρατία ως πρόσωπο που απολαύει προσωρινής προστασίας. Η αυστηρότητα της αναμενόμενης δίωξης πρέπει να σταθμίζεται ανάλογα με τη φύση του εγκλήματος για το οποίο είναι ύποπτο το συγκεκριμένο άτομο. Ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, ακόμα και αν διαπράττονται με υποτιθέμενο πολιτικό στόχο, μπορούν να χαρακτηρίζονται ως σοβαρά εγκλήματα που δεν είναι πολιτικά:

Νοείται ότι τα πιο πάνω ισχύουν τόσο για τους συμμετέχοντες στο έγκλημα όσο και για τους ηθικούς αυτουργούς·

(iii) έχει κριθεί ένοχο πράξεων που αντιβαίνουν στους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών.

(β) Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται επικίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας ή είναι επικίνδυνο για την κοινωνία, διότι έχει καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα:

Νοείται ότι για την  εξαίρεση από το καθεστώς του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 και οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εξαιρούν οποιοδήποτε πρόσωπο από την εξέταση της αίτησης.

(6) Οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (5) λόγοι αποκλεισμού πρέπει να θεμελιώνονται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου και οι αποφάσεις ή τα μέτρα αποκλεισμού πρέπει να βασίζονται στην αρχή της αναλογικότητας.

(7) [Καταργήθηκε].

(8) [Καταργήθηκε]

(8Α) [Καταργήθηκε]

(9) [Καταργήθηκε]

(10) [Καταργήθηκε]

(11) [Καταργήθηκε]

Ύπαρξη, διάρκεια και λήξη της προσωρινής προστασίας

20Α.-(1) Η ύπαρξη μαζικής εισροής καθώς και η διάρκεια και η λήξη της προσωρινής προστασίας αποφασίζεται από το Συμβούλιο σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στην Οδηγία 2001/55/ΕΚ.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να υποβάλλει αίτηση στην Επιτροπή, για υποβολή πρότασής της προς το Συμβούλιο, για να αποφασίσει για την ύπαρξη μαζικής εισροής προσώπων καθώς και για παράταση της διάρκειας προσωρινής προστασίας που έχει ήδη αποφασιστεί από το Συμβούλιο.

(3) Αίτηση του Υπουργικού Συμβουλίου που υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (2) πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) περιγραφή των ειδικών ομάδων προσώπων στα οποία θα παρέχεται προσωρινή προστασία·

(β) την ημερομηνία έναρξης ισχύος της προσωρινής προστασίας·

(γ) εκτίμηση του μεγέθους των μετακινήσεων των εκτοπισθέντων.

Παραχώρηση προσωρινής προστασίας σε επιπρόσθετες κατηγορίες προσώπων

20Β. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να επεκτείνει την προβλεπόμενη από την απόφαση του Συμβουλίου προσωρινή προστασία, σε συμπληρωματικές κατηγορίες εκτοπισθέντων προσώπων πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στην απόφαση του Συμβουλίου, τα οποία έχουν εκτοπισθεί για τους ίδιους λόγους και από την ίδια χώρα ή περιοχή καταγωγής και σε τέτοια περίπτωση κοινοποιεί αμέσως την απόφασή του στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Λήξη της προσωρινής προστασίας που παραχωρείται δυνάμει του άρθρου 20Β

20Γ.-(1) Προσωρινή προστασία που παραχωρείται δυνάμει του άρθρου 20Β, λήγει με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δύναται να συμπίπτει με τη λήξη της προσωρινής προστασίας που αποφασίζεται από το Συμβούλιο, νοουμένου ότι βασίζεται στη διαπίστωση ότι η κατάσταση στη χώρα καταγωγής επιτρέπει τον ασφαλή και μόνιμο επαναπατρισμό των ατόμων στα οποία έχει χορηγηθεί προσωρινή προστασία, τηρουμένων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας για μη επαναπροώθηση.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 20Δ και 20Ε, σε περίπτωση λήξης της προσωρινής προστασίας που αποφασίζεται από το Συμβούλιο ή από το Υπουργικό Συμβούλιο, ανάλογα με την περίπτωση,  εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

Εκούσιος επαναπατρισμός

20Δ.-(1) Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα, όπως αυτά καθορίζονται με Κανονισμούς, για να καταστήσει εφικτό τον εκούσιο επαναπατρισμό των ατόμων που απολαύουν προσωρινής προστασίας ή των οποίων η προσωρινή προστασία έχει λήξει, τα οποία πρέπει να εξασφαλίζουν τον επαναπατρισμό τους στα πλαίσια σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

(2) Η Υπηρεσία Ασύλου παραχωρεί στα πρόσωπα τα οποία επιθυμούν τον εκούσιο επαναπατρισμό όλες τις αναγκαίες πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής τους, έτσι ώστε αυτά να έχουν πλήρη επίγνωση των συνεπειών του προτιθέμενου επαναπατρισμού και για το σκοπό αυτό δύναται να εισηγείται στο Διευθυντή παραχώρηση της δυνατότητας διερευνητικών επισκέψεων στη χώρα καταγωγής.

(3) Καθ΄όσο χρόνο η προσωρινή προστασία δεν έχει λήξει, ο Διευθυντής, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη της Υπηρεσίας Ασύλου εξετάζει ευνοϊκά, με βάση τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής, τις αιτήσεις επιστροφής στη Δημοκρατία των ατόμων που απολαύουν προσωρινής προστασίας, τα οποία έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους για εκούσιο επαναπατρισμό.

(4) Κατά τη λήξη της προσωρινής προστασίας, τα δικαιώματα τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 20ΣΤ μέχρι 20Ι, παρατείνονται σε σχέση με πρόσωπα που απολάμβαναν προσωρινής προστασίας και επωφελούνται προγράμματος εκούσιου επαναπατρισμού μέχρι την ημερομηνία του επαναπατρισμού.

Αναγκαστικός επαναπατρισμός

20Ε.-(1) Πρόσωπα, των οποίων το καθεστώς προσωρινής προστασίας έχει λήξει και τα οποία δεν έχουν δικαίωμα παραμονής δυνάμει οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, επαναπατρίζονται αναγκαστικά, στα πλαίσια σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

(2) Σε περίπτωση αναγκαστικού επαναπατρισμού,  ο Διευθυντής, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη της Υπηρεσίας Ασύλου, εξετάζει επιτακτικούς ανθρωπιστικούς λόγους που ενδέχεται να καθιστούν αδύνατο ή παράλογο τον επαναπατρισμό σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ειδικότερα δεν εκδίδεται διάταγμα απέλασης εναντίον των πιο κάτω προσώπων, τα οποία απολάμβαναν προσωρινής προστασίας –

(α) πρόσωπα τα οποία λόγω της κατάστασης της υγείας τους δεν μπορούν λογικά να ταξιδέψουν ή θα υποστούν σοβαρές αρνητικές συνέπειες εάν διακοπεί η θεραπεία τους και για όσο χρόνο βρίσκονται στην κατάσταση αυτή· και

(β) οικογένειες με ανήλικα τέκνα, τα οποία φοιτούν σε οποιοδήποτε σχολείο στη Δημοκρατία, μέχρι της ολοκλήρωσης της τρέχουσας σχολικής χρονιάς.

Δικαίωμα διαμονής και πληροφόρηση

20ΣΤ.-(1) Τα πρόσωπα που απολαύουν προσωρινής προστασίας έχουν δικαίωμα διαμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και για το σκοπό αυτό τους παραχωρείται από το Διευθυντή άδεια διαμονής δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105)  όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, η οποία ανανεώνεται για όσο χρονικό διάστημα καθορίζουν οι αποφάσεις του Συμβουλίου ή του Υπουργικού Συμβουλίου, ανάλογα με την περίπτωση.

(2) Σε περίπτωση που το Συμβούλιο ή το Υπουργικό Συμβούλιο, ανάλογα με την περίπτωση, διατάξουν τη λήξη της προσωρινής προστασίας δυνάμει των άρθρων 20Α και 20Γ αντίστοιχα, ο Προϊστάμενος με απόφασή του ανακαλεί το καθεστώς προσωρινής προστασίας και ο Διευθυντής ανακαλεί την άδεια διαμονής, εκτός εάν το εν λόγω πρόσωπο έχει δικαίωμα διαμονής δυνάμει οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.

(3) Ο Διευθυντής παρέχει στα πρόσωπα που γίνονται δεκτά να εισέλθουν στη Δημοκρατία με σκοπό την παροχή προσωρινής προστασίας, όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις για να αποκτήσουν τις τυχόν απαιτούμενες θεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των θεωρήσεων διέλευσης, οι οποίες παρέχονται ατελώς.

(4) Η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στα πρόσωπα που απολαύουν προσωρινής προστασίας έγγραφο, σε γλώσσα κατανοητή από αυτά, στο οποίο εκτίθενται με σαφήνεια οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου σχετικά με την προσωρινή προστασία.

Προσωπικά δεδομένα προσώπων υπό καθεστώς προσωρινής προστασίας και υποχρέωση επανεισδοχής

20Ζ.-(1) Για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής της απόφασης του Συμβουλίου που λαμβάνεται δυνάμει της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ, η Υπηρεσία Ασύλου καταχωρεί τα  δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων που απολαύουν προσωρινής προστασίας στη Δημοκρατία, τα οποία αναφέρονται στο σημείο (α) του Πίνακα Ι.

(2) Η Δημοκρατία δέχεται εκ νέου στο έδαφός της πρόσωπο το οποίο απολαύει προσωρινής προστασίας, σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό παραμένει ή επιχειρεί να εισέλθει παράνομα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους κατά τη χρονική περίοδο που καλύπτεται από την απόφαση του Συμβουλίου ή του Υπουργικού Συμβουλίου, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός εάν έχει συναφθεί με οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος διμερής συμφωνία περί του αντιθέτου.

Δικαιώματα προσώπων υπό καθεστώς προσωρινής προστασίας

20Η.-(1) Πρόσωπα που απολαύουν προσωρινής προστασίας έχουν δικαίωμα, για περίοδο που δεν υπερβαίνει την περίοδο παραχώρησης προσωρινής προστασίας –

(α) Να ασκούν μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα, τηρουμένης οποιασδήποτε  νομοθεσίας της Δημοκρατίας που εφαρμόζεται σε σχέση με το σχετικό επάγγελμα και τηρουμένου του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται:

Νοείται ότι πολίτες κράτους μέλους και αιτητές που λαμβάνουν επίδομα ανεργίας έχουν προτεραιότητα:

Νοείται περαιτέρω ότι σε σχέση με τη μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα εφαρμόζονται οι σχετικές νομοθεσίες της Δημοκρατίας αναφορικά με την αμοιβή και το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων·

(β) να παρακολουθούν εκπαιδευτικά προγράμματα για ενήλικες και προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και πρακτικής εξάσκησης·

(γ) να έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο κατάλυμα για τη διαμονή τους:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης σε κατάλληλο κατάλυμα σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρούσα παράγραφο,  στα εν λόγω πρόσωπα παραχωρείται οικονομική βοήθεια ικανή για την εξασφάλιση τέτοιου καταλύματος∙

(δ) να λαμβάνουν την απαραίτητη υποστήριξη σε θέματα κοινωνικής βοήθειας και διαβίωσης, όταν δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους∙

(ε) με την επιφύλαξη της παραγράφου (στ), να έχουν πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, σε περίπτωση που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον περίθαλψη πρώτων βοηθειών και την αναγκαία θεραπεία ασθενειών∙

(στ) σε αναγκαία ιατρική ή άλλη βοήθεια, εφόσον έχουν ιδιαίτερες ανάγκες και ειδικότερα οι ασυνόδευτοι ανήλικοι ή τα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμούς ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας.

(1Α) Όταν τα πρόσωπα που απολαύουν προσωρινής προστασίας ασκούν μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα, λαμβάνεται υπόψη η ικανότητά τους να συμβάλλουν στις ανάγκες τους, κατά τον καθορισμό του επιπέδου της προβλεπόμενης βοήθειας.

(1Β) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, με διάταγμά του το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να καθορίζει τους όρους, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο υπολογισμού της χορηγητέας υποστήριξης βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1).

(2) Πρόσωπα υπό καθεστώς προσωρινής προστασίας τα οποία δεν υπερβαίνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους έχουν πρόσβαση στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους πολίτες της Δημοκρατίας.

(3) Ενήλικα πρόσωπα υπό καθεστώς προσωρινής προστασίας έχουν πρόσβαση στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα που ισχύει για ενήλικες στη Δημοκρατία.

Οικογενειακή επανένωση

20Θ.-(1) Για τους σκοπούς τους παρόντος άρθρου, στις περιπτώσεις οικογενειών που υφίσταντο ήδη στη χώρα καταγωγής και χωρίστηκαν λόγω των συνθηκών μαζικής εισροής, τα ακόλουθα πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας:

(α) Ο/η σύζυγος του διαμένοντος, τα ανήλικα τέκνα του διαμένοντος ή του συζύγου του, χωρίς διάκριση ως προς τα γεννηθέντα από ή χωρίς γάμο ή τα εξ υιοθεσίας·

(β) άλλοι στενοί συγγενείς που ζουν μαζί ως τμήμα της οικογενειακής μονάδας κατά τη χρονική στιγμή των γεγονότων που οδήγησαν στη μαζική εισροή και που συντηρούνταν πλήρως ή κυρίως από το διαμένοντα κατά τη στιγμή εκείνη.

(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία τα χωρισμένα μέλη της οικογενείας απολαύουν προσωρινής προστασίας σε διαφορετικά κράτη μέλη μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Δημοκρατία, ο Προϊστάμενος, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των άλλων εμπλεκόμενων κρατών μελών και λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 25 και 26 της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ, επανενώνει τα μέλη της οικογένειας εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτά εμπίπτουν στην περιγραφή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία των εν λόγω προσώπων και δύναται να επανενώνει τα μέλη της οικογένειας, εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτά εμπίπτουν στην περιγραφή της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), λαμβάνοντας υπόψη, βάσει κατά περίπτωση εξέτασης, τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν εάν δεν πραγματοποιείτο η επανένωση.

(3) Όταν ο διαμένων απολαύει προσωρινής προστασίας στη Δημοκρατία και ένα ή ορισμένα από τα μέλη της οικογένειάς του δεν βρίσκονται ακόμα σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, ο Προϊστάμενος επανενώνει τα μέλη της οικογένειας, τα οποία χρήζουν προστασίας, με το διαμένοντα, στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι αυτά εμπίπτουν στην περιγραφή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), και δύναται να  επανενώνει τα μέλη της οικογένειας που χρήζουν προστασίας, με το διαμένοντα, εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτά εμπίπτουν στην περιγραφή της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), λαμβάνοντας υπόψη, βάσει κατά περίπτωση εξέτασης, τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν εάν δεν πραγματοποιείτο η επανένωση.

(4) Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη το ύψιστο συμφέρον των παιδιών.

(5) Εφόσον ο Προϊστάμενος αποφασίσει την επανένωση της οικογένειας του διαμένοντα στη Δημοκρατία, ενημερώνει το Διευθυντή για την παραχώρηση όλων των απαραίτητων διευκολύνσεων στα μέλη της οικογένειας για να αποκτήσουν τυχόν απαιτούμενες θεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων θεωρήσεων διέλευσης.

(6)(α) Στα επανενωθέντα μέλη της οικογένειας, χορηγούνται άδειες διαμονής δυνάμει του άρθρου 20ΣΤ του παρόντος Νόμου.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος  συγκατατεθεί στη μεταγωγή μελών της οικογένειας σε άλλο κράτος μέλος για σκοπούς οικογενειακής επανένωσης, με τη μεταγωγή των προσώπων αυτών στο άλλο κράτος μέλος η άδεια διαμονής ανακαλείται από το Διευθυντή και τερματίζονται οποιεσδήποτε υποχρεώσεις της Δημοκρατίας απορρέουν από τον παρόντα Νόμο σε σχέση με τα εν λόγω πρόσωπα.

(7) Η Υπηρεσία Ασύλου, μετά από αίτημα αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους, παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες, όπως αυτές παρατίθενται  στον Πίνακα Ι, σχετικά με το πρόσωπο που απολαύει προσωρινής προστασίας για τη διεκπεραίωση ζητήματος που ανακύπτει δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(8) Απόφαση του Προϊσταμένου να μην επιτρέψει την επανένωση οικογένειας προσώπου που απολαύει προσωρινής προστασίας υπόκειται σε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής δυνάμει του άρθρου 28Ε. [Σ.Σ.: Η διαγραφή του παρόντος εδαφίου τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που θα καθοριστεί με γνωστοποίηση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016].

Ασυνόδευτοι ανήλικοι

20Ι. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10 και  ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη οποιουδήποτε άλλου νόμου, κατά τη διάρκεια της προσωρινής προστασίας, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας δύναται, εξασφαλίζοντας όπου αυτό είναι αναγκαίο τη συγκατάθεση ενήλικου προσώπου και λαμβάνοντας υπόψη  τη γνώμη του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του, να αναθέτει τη φροντίδα του ασυνόδευτου ανηλίκου:

(α) σε ενήλικους συγγενείς·

(β) σε οικογένεια υποδοχής·

(γ) σε κέντρα υποδοχής με ειδική πρόβλεψη για ανηλίκους ή σε άλλα καταλύματα κατάλληλα για ανηλίκους·

(δ) στο άτομο που ανέλαβε τη φροντίδα του τέκνου κατά τη φυγή.

Αλληλεγγύη με άλλα κράτη μέλη

20ΙΑ.-(1) Η Δημοκρατία υποδέχεται με πνεύμα κοινοτικής αλληλεγγύης τα πρόσωπα που είναι επιλέξιμα για προσωρινή προστασία και για το σκοπό αυτό το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζει αριθμητικά τις δυνατότητες της Δημοκρατίας για υποδοχή των εν λόγω προσώπων τις οποίες κοινοποιεί μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου στο Συμβούλιο και την Επιτροπή για συμπερίληψή τους στην απόφαση του Συμβουλίου που εκδίδεται δυνάμει της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ.

(2) Η Υπηρεσία Ασύλου, σε συνεργασία με τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς διασφαλίζει ότι πρόσωπα τα οποία ανήκουν στις κατηγορίες προσώπων που ορίζονται στην απόφαση του Συμβουλίου και τα οποία δεν έχουν ακόμη φθάσει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, έχουν εκφράσει την επιθυμία τους να γίνουν δεκτά στο έδαφος της Δημοκρατίας.

(3) Κατά τη διάρκεια ισχύος της προσωρινής προστασίας, η Υπηρεσία Ασύλου συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για  τη μεταφορά της διαμονής των προσώπων που απολαύουν προσωρινής προστασίας από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, νοουμένου ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έχουν παραχωρήσει τη γραπτή συγκατάθεσή τους σε αυτή τη μεταγωγή.

(4) Η Υπηρεσία Ασύλου γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών τις αιτήσεις μεταγωγής και ταυτόχρονα τις κοινοποιεί στην Επιτροπή και την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

(5) Σε περίπτωση υποβολής αίτηση μεταγωγής από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους προς τη Δημοκρατία, η Υπηρεσία Ασύλου γνωστοποιεί στο οικείο κράτος μέλος τις δυνατότητες υποδοχής των μεταφερόμενων προσώπων.

(6) Σε περίπτωση μεταγωγής προσώπου που απολαύει προσωρινής προστασίας από τη Δημοκρατία σε άλλο κράτος μέλος, η άδεια διαμονής ανακαλείται από το Διευθυντή και τερματίζονται οποιεσδήποτε υποχρεώσεις απορρέουν  από τον παρόντα Νόμο σε σχέση με το εν λόγω πρόσωπο.

(7) Η Υπηρεσία Ασύλου χρησιμοποιεί το υπόδειγμα άδειας διέλευσης που παρατίθεται στον Πίνακα ΙΙ για τη μεταγωγή προσώπων που απολαύουν προσωρινής προστασίας.

Διοικητική συνεργασία

20ΙΒ. Η Υπηρεσία Ασύλου είναι η αρμόδια αρχή για τη διοικητική συνεργασία με την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ αναφορικά με την προσωρινή προστασία, και για το σκοπό αυτό, διαβιβάζει τακτικά και το ταχύτερο δυνατό δεδομένα σχετικά με τον αριθμό των προσώπων που απολαύουν προσωρινής προστασίας καθώς και κάθε πληροφορία για τις εθνικές, νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που συνδέονται με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ.